ΔΑΥΙΔ ΚΑΙ ΙΩΝΑΘΑΝΩ Ιωνάθαν, στην αγκαλιά σου μέσα σβήνω,
σε σκοτεινές πτυχές πέφτ’ η καρδιά μου γιορτινά’
στον κρόταφό μου σαν θησαυρό να έχεις το φεγγάρι,
φύλαγε των άστρων το χρυσάφι.
Εσύ είσ’ ο ουρανός μου, ολόδική μου αγάπη.
Ατένιζα τον ψυχρό κόσμο με παγερή καρδιά
σαν σε ρυάκι, πάντοτε από μακριά...
Μα τώρα, που χύνεται απ’ τα μάτια μου,
απ’ την αγάπη σου λιωμένος...
Ω Ιωνάθαν, δέξου το βασιλικό αυτό το δάκρυ,
που λαμπυρίζει πλούσιο και βελούδινο σαν νύφη.
Ω Ιωνάθαν, αίμα εσύ γλυκιάς συκιάς,
καρπέ μυρωδάτε στα κλαδιά μου,
χαλκά εσύ στη σάρκα των χειλιών μου.
Έλζε Λάσκερ-Σούλερ: Εβραϊκές Μπαλάντες (Γαβριηλίδης)
μετάφραση: Εύη Μαυρομμάτη
6 σχόλια:
Else Lasker-Schüler
Εβραϊκές μπαλάντες
Της Εύης Μαυρομμάτη
Η ποιήτρια, συγγραφέας και σκιτσογράφος Ελζε Λάσκερ-Σούλερ ήταν σημαίνον μέλος της καλλιτεχνικής κοινότητας του Βερολίνου, η οποία αναδύθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Η κοινότητα αυτή περιλάμβανε ορισμένους από τους σημαντικότερους συγγραφείς, ποιητές, ζωγράφους, κριτικούς και εκδότες του, και επηρέασε καθοριστικά την εξέλιξη του γερμανικού μοντερνισμού. Στο εγχείρημα αυτό συμμετείχαν πολλοί Eβραίοι καλλιτέχνες, οι οποίοι αργότερα θα δέχονταν σφοδρή επίθεση από τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό και είτε θα σκόρπιζαν σε όλες τις γωνιές του κόσμου, είτε θα έπεφταν θύματα της ναζιστικής θηριωδίας. Μία από αυτούς ήταν και η Ελζε Λάσκερ-Σούλερ.
Γεννιέται το 1869 στην πόλη Ελμπερφελντ της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας και είναι γόνος εύπορης οικογένειας. Το 1894 παντρεύεται τον γιατρό Μπέρτχολντ Λάσκερ και μετακομίζει μαζί του στο Βερολίνο. Εκεί ακολουθούν έναν άνετο, μεσοαστικό τρόπο ζωής. Για την Ελζε, όπως και για πολλούς άλλους νέους και φιλόδοξους καλλιτέχνες, το Βερολίνο ήταν η Μέκκα των καλλιτεχνικών ανταλλαγών και της έμπνευσης. Αρχίζει λοιπόν να συμμετέχει ενεργά στην πλούσια πολιτιστική ζωή της πόλης και σε σύντομο χρονικό διάστημα γίνεται μέλος του καλλιτεχνικού κόσμου του Βερολίνου.
Πέντε χρόνια αργότερα, το 1899, χωρίζει από τον άνδρα της και ασπάζεται έναν μποέμ τρόπο ζωής, τον οποίο θα ακολουθήσει έως τον θάνατό της. Το 1903 παντρεύεται τον κατά εννέα χρόνια μικρότερό της κριτικό και εκδότη Γκέοργκ Λέβιν, ο οποίος ίδρυσε το αβανγκάρντ περιοδικό Der Sturm (Η θύελλα). Το 1912 χωρίζει για δεύτερη φορά. Εκτοτε, ζει σε φτηνά δωμάτια που συχνά δεν έχουν θέρμανση, κοιμάται σε παγκάκια και ταλαιπωρείται επί μακρό από διάφορες ασθένειες. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι δεν μένει ποτέ για πολύ στην ίδια διεύθυνση. «Είμαι η αιώνια Ιουδαία γυναίκα», λέει σ' έναν φίλο της, «πάντα περιπλανώμενη».
Τον περισσότερο καιρό τον περνάει στα καφέ, τα οποία ήταν το δεύτερο σπίτι των Βερολινέζων καλλιτεχνών και διανοουμένων. Η ίδια τα αποκαλούσε «η νυχτερινή μας κατοικία... η όασή μας, το τσιγγάνικο κάρο μας, η σκηνή μας μέσα στην οποία μπορούμε να αναπαυτούμε ύστερα από τις οδυνηρές μάχες της ημέρας». Σε αυτά τα καφέ θα γνωρίσει πολλούς σπουδαίους εξπρεσιονιστές καλλιτέχνες, όπως τον Γκέοργκ Τρακλ, ο οποίος της αφιέρωσε ένα από τα καλύτερα ποιήματά του, το Abendland, τον Φραντς Μαρκ, τον Καρλ Κράους, τον Οσκαρ Κόκοσκα και άλλους. Σε αυτά τα καφέ θα γράψει και τα εξπρεσιονιστικά της ποιήματα, τα οποία θα εκδοθούν υπό τον τίτλο Meine Wunder (Τα θαύματά μου). Πολλά από αυτά είναι αφιερωμένα στους ανθρώπους που γνώρισε εκεί.
Εγκαθίσταται στην Ιερουσαλήμ όταν στο τρίτο της ταξίδι στην Παλαιστίνη ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και δεν της επιτράπηκε να επιστρέψει στην Ευρώπη. Τον Ιανουάριο του 1945 παθαίνει καρδιακή προσβολή και κηδεύεται στους πρόποδες του Ορους των Ελαιών.
Η Ελζε Λάσκερ-Σούλερ στις ιστορίες και τα ποιήματά της δημιουργεί με την ανατολίτικη φαντασία της κόσμους στους οποίους συνυπάρχουν η ομορφιά, το πάθος και η σκληρότητα. Τα ποιήματά της απευθύνονται πάντοτε σε κάποιον συγκεκριμένα, σ' ένα οικείο «Εσύ». Ολα της τα ποιήματα έχουν μιαν αποστολή: να φέρουν την αγάπη στον κόσμο.
Οι «Εβραϊκές μπαλάντες» (Hebräische balladen) πρωτοκυκλοφορούν το 1912 (δύο χρόνια αργότερα επανακυκλοφορούν σε εμπλουτισμένη έκδοση). Σε αυτές τις «μπαλάντες» χρησιμοποιεί τις βιβλικές μορφές ως κεντρικούς ήρωες των ποιημάτων της, αλλά απομακρύνεται από τα γεγονότα της βιβλικής αφήγησης. Η ποιήτρια κατορθώνει να συνδυάσει όλα τα ζητήματα που την απασχολούν. Συνδέοντας την Παλαιά Διαθήκη με τον εξωτικό ανατολισμό της, δημιουργεί ένα νέο, πρωτόγονο είδος Ιουδαίου, τον «άγριο Ιουδαίο» ή «Εβραίο». Η Ελζε Λάσκερ-Σούλερ ανακαλύπτει επιπλέον στην εβραϊκή παράδοση ένα αρχέγονο όραμα. Αυτό το όραμα, που η ποιήτρια αισθανόταν ότι ταίριαζε με τη φύση της ψυχής της και του σύμπαντος, συνδυάζει την έννοια του άγριου και πρωτόγονου με το ευγενικό και το αγνό.
(e-poema.eu)
ΔΑΥΙΔ ΚΑΙ ΙΩΝΑΘΑΝ
Περίτεχνες είν’ οι περιγραφές μας
στης Βίβλου τις σελίδες.
Μα τ’ αγορίστικα παιχνίδια μας
ζούνε ακόμα μες στ’ αστέρι.
Είμ’ ο Δαυίδ,
και ο συμπαίκτης μου εσύ.
Ω, κόκκινη πώς βάψαμε
τη λευκή κριαρίσια μας καρδιά!
Σαν τα μπουμπούκια στους ερωτικούς ψαλμούς
κάτω από ουράνια γιορτινά.
Μα του αποχαιρετισμού σου η ματιά -
αντίο πάντα λες σιωπηλά μ’ ενα φιλί.
Τι θ’ απογίνει η καρδιά σου
δίχως τη δική μου –
η γλυκιά σου η νυχτιά
απ’ τα τραγούδια μου μακριά.
Έλζε Λάσκερ-Σούλερ: Εβραϊκές Μπαλάντες (Γαβριηλίδης)
μετάφραση: Εύη Μαυρομμάτη
Ρουθ
Και με ψάχνεις πλάι στους βάτους.
Ακούω τα βήματά σου να στενάζουν
κι είναι τα μάτια μου βαριές σταγόνες σκοτεινές.
Το βλέμμα σου γλυκά ανθίζει στην ψυχή μου
γλυκά γεμίζει,
όταν στον ύπνο τα μάτια μου πλανιούνται.
Στης πατρίδας μου την κρήνη
στέκει ένας άγγελος,
που λέει το τραγούδι της αγάπης μου,
που λέει το τραγούδι της Ρουθ.
Έλζε Λάσκερ-Σούλερ: Εβραϊκές Μπαλάντες (Γαβριηλίδης)
μετάφραση: Εύη Μαυρομμάτη
Οι «Εβραϊκές Μπαλάντες» κυκλοφόρησαν τον Νοέμβριο του 2008. Ένα χρόνο πριν, είχαν παρουσιασθεί, από την μεταφράστριά τους Εύη Μαυρομάτη, στο 30ό (και τελευταίο της πρώτης έκδοσής της) τεύχος της Ποίησης:
Στo έργο της Εβραϊκές Μπαλάντες, που πρωτοεμφανίστηκε το 1913, η Έλζε Λάσκερ-Σούλερ χρησιμοποιεί βιβλικές μορφές ως κεντρικούς ήρωες των ποιημάτων, ξεφεύγοντας όμως από τα πραγματικά «γεγονότα» της βιβλικής αφήγησης. Για παράδειγμα, το ποίημά της «Ρουθ» εστιάζει στην ερωτική σχέση ανάμεσα στη Ρουθ και τον Βοάζ και όχι στην αφοσίωση της Ρουθ στη Ναόμι. Αλλά και η Αβιγαία της Σούλερ δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με εκείνην της Βίβλου. Αναφέρεται επίσης και στο λαό της, απ' τον οποίο ένιωθε αποξενωμένη, παράλληλα όμως την ένωναν στενοί δεσμοί μαζί του.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι με τις Εβραϊκές Μπαλάντες θέλησε να θίξει φλέγοντα ζητήματα της εποχής της. Υπάρχει η άποψη ότι, επιστρατεύοντας τις αφηγήσεις της Παλαιάς Διαθήκης, επικρίνει το μισογυνισμό, την πατριαρχία και το μιλιταρισμό της γερμανικής κοινωνίας. Άλλοι πάλι θεωρούν ότι σκοπός των ποιημάτων της εν λόγω συλλογής ήταν να υπενθυμίσει στους Γερμανοεβραίους συγκαιρινούς της τη σπουδαία ιστορία των Εβραίων, για την οποία η ίδια ήταν πολύ υπερήφανη. Ίσως να εξυπηρετούν και τους δύο σκοπούς. Άλλωστε η μαγεία των ποιημάτων της έγκειται, εκτός των άλλων, στην πολλαπλότητα των διαστάσεων τους.
...
Από το ίδιο τεύχος είναι και το σχόλιο που ακολουθεί.
«Με τις Εβραϊκές Μπαλάντες μου συνέβαλα
στην οικοδόμηση της Παλαιστίνης’
δεν έμεινα άπραγη στο έργο του Θεού».
Έλζε Λάσκερ-Σούλερ
(Das Hebräerland)
«Ο μαύρος κύκνος του Ισραήλ», «ψαλμωδός της γερμανικής αβαν-γκάρντ» και «ιέρεια του Εξπρεσιονισμού» είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που έχουν αποδοθεί στη Γερμανοεβραία ποιήτρια Else Lasker-Schüler (Έλζε Λάσκερ-Σούλερ).
Γεννήθηκε το 1869 στο Έλμπερφελντ της δυτικής Γερμανίας. Η μητέρα της, Ζανέτ Σούλερ, θαυμάστρια του Γκαίτε και του Χάινε, ήταν εκείνη που την ώθησε στις πρώτες ποιητικές της απόπειρες. Συνήθιζε να λέει ότι από τη μητέρα της πήρε την ποιητική της έμπνευση και από τον πατέρα το πάθος της για τα παιχνίδια. Έζησε δύο γάμους που κατέληξαν στο χωρισμό, στη γέννηση του γιου της, Πάουλ, και στο χαμό του, το 1927, από φυματίωση.
Το 1933 μεταναστεύει στην Ελβετία, όπου της αφαιρείται η άδεια εργασίας, παρ' όλα αυτά όμως εκείνη εργάζεται μανιωδώς. Το 1939 πηγαίνει στην Ιερουσαλήμ (έχουν προηγηθεί άλλα δύο ταξίδια στην Παλαιστίνη, ένα το 1934 κι ένα το 1937), όπου και παραμένει ως το θάνατο της, το 1945. Η ταφή της έγινε στους πρόποδες του Όρους των Ελαιών.
Ποια ήταν όμως στην πραγματικότητα ή Έλζε Λάσκερ-Σοΰλερ, αυτή η αλχημίστρια της γλώσσας που, όπως έλεγε, «χρύσωνε» τις λέξεις; Αυτή που, γράφοντας ποιήματα και κάνοντας σκίτσα, ανακάλυπτε εκ νέου τον εαυτό της και έφτασε να επινοήσει την ημερομηνία γεννήσεως της, για να την ταιριάξει με τα γεγονότα της ζωής της και με τη φαντασία της; Αυτή που άλλοτε ήταν ο Πρίγκιπας Γιούσουφ της Θήβας, άλλοτε ο Τίνο απ' τη Βαγδάτη κι άλλοτε μικρό αστέρι και μεγάλος κομήτης;
Η ίδια, πάντως, έχει χρησιμοποιήσει τα παρακάτω λόγια για να περιγράψει τον εαυτό της: «Στο Έλμπερφελντ στον Βούπερ γεννημένη, με τη σκέψη μου στον ουρανό, είμαι υπεύθυνη για την πόλη της Θήβας και είμαι ο πρίγκιπάς της Γιούσουφ. Δεν είμαι δεκαεπτά ετών ούτε και εβδομήντα, δεν έχω ώρα ούτε και χρόνο. Τα βιβλία μου έτσι τριγυρνούν και μια μέρα θα πνιγούν στη θάλασσα. Χρήματα έχω άλλοτε πάρα πολλά και άλλοτε καθόλου. Παλιότερα μερικές φορές δεν το πίστευα, τώρα όμως το ξέρω’ είμαι η Έλζε Λάσκερ-Σούλερ - δυστυχώς».
Ένα πράγμα ήταν σίγουρα: μια εξαιρετική και άκρως ευρηματική ποιήτρια. Μια γυναίκα που, γράφοντας, κρατιόταν στη ζωή!
Στο 13ο τεύχος της Ποίησης (άνοιξη 1999) η Μαρία Τοπάλη είχε παρουσιάσει την Έλζε Λάσκερ-Σούλερ «μέσα από τα μάτια» του Γερμανού ποιητή Γκόντφριντ Μπεν που υπήρξε εραστής της.
:
[...] Είχαμε 1912 όταν τη γνώρισα. Ήταν τα χρόνια του Sturm και της Aktion, που την εμφάνιση τους περιμέναμε κάθε μήνα ή κάθε βδομάδα μ' ανυπομονησία. Ήταν τα χρόνια της τελευταίας λογοτεχνικής κίνησης στην Ευρώπη και της τελευταίας ολοκληρωμένης θέλησης της για έκφραση. Ή Έλζε Λάσκερ-Σοϋλερ ήταν μόλις δέκα χρόνια μεγαλύτερη από μας, το 1902 είχε κάνει την εμφάνιση του το πρώτο βιβλίο των ποιημάτων της με τον τίτλο Styx από τον Axel Junker, το 1911 εμφανίσθηκαν οι Hebräische Ballade από τον Alfred Richard Meyer, ή Styx νεανική ακόμη, οι Balladen τελειωμένες με ύφος υψηλό. Η κυρία Έλζε Λάσκερ-Σούλερ ζούσε τότε στο Χάλενζεε, σ' ένα επιπλωμένο δωμάτιο, κι από τότε μέχρι τον θάνατό της δεν απόκτησε ποτέ πια δική της κατοικία, πάντοτε μόνο στενές κάμαρες, παραγεμισμένες με παιχνίδια, κούκλες, ζώα, σκέτο καλαμπαλίκι. Ήταν μικροκαμωμένη, τον καιρό που μιλάμε αδύνατη σαν αγόρι, είχε κατάμαυρα μαλλιά κομμένα κοντά, κάτι σπάνιο ακόμη την εποχή εκείνη, μεγάλα κορακίσια ευκίνητα μάτια μ' ένα υπεκφεύγον, ανεξήγητο βλέμμα. Ούτε τότε ούτε αργότερα μπορούσε να διασχίσει κανείς τον δρόμο στο πλευρό της δίχως να μείνει όλος ο κόσμος ακίνητος κοιτάζοντας την: εκκεντρικές μακριές φούστες ή παντελόνια, απίθανες μπλούζες, ο λαιμός και τα μπράτσα φορτωμένα με χτυπητά ψεύτικα κοσμήματα, κολιέ, σκουλαρίκια, επίχρυσα δαχτυλίδια στα δάχτυλα και, καθώς παραμέριζε ασταμάτητα τα τσουλούφια από το μέτωπο της, όλα τούτα τα δαχτυλίδια που, πρέπει να ομολογήσουμε, ήταν για υπηρέτριες, βρίσκονταν συνεχώς στο επίκεντρο όλων των βλεμμάτων. Ποτέ δεν έτρωγε κανονικά, έτρωγε πολύ λίγο, συχνά περνούσε βδομάδες ολόκληρες με φουντούκια και φρούτα. Συχνά κοιμόταν σε παγκάκια κι υπήρξε πάντοτε φτωχή σ’ όλες τις περιστάσεις της ζωής και σ' όλους τους καιρούς. Ήταν ο Πρίγκιπας της Θήβας, ο Γιουσούφ, ό Τίνο απ' τη Βαγδάτη, ο Μαύρος Κύκνος.
Κι ήταν αυτή η μεγαλύτερη ποιήτρια που είχε ποτέ η Γερμανία. Για μένα προσωπικά σήμαινε πάντοτε και εξακολουθεί να σημαίνει και σήμερα περισσότερα από τη Droste (1797-1848), τη Sophie Merrau (1770-1806), σύζυγος του Clemens Brentano μετά το διαζύγιο με τον F.Ε.Κ. Μerrau) ή τη Ricarda Huch (1864-1947). Τα θέματά της ήταν ποικιλότροπα εβραϊκά, η φαντασία της ανατολίτικη, η γλώσσα της όμως ήταν γερμανική, μια πληθωρική, αστραφτερή τρυφερή γερμανική, μια γλώσσα ώριμη και γλυκιά, που σε κάθε αποστροφή τη βλάσταινε απ' τον πυρήνα του Δημιουργικού. Πάντοτε απαρασάλευτα ο εαυτός της, φανατικά ταγμένη στον εαυτό της, εχθρική προς κάθε τι χορτάτο, σίγουρο καλοσυνάτο, ήταν σε θέση να εκφράσει σ' αυτή τη γλώσσα τα παθιασμένα της αισθήματα δίχως να ξεσκεπάσει και να παραχωρήσει εκείνο το Μυστηριώδες που συνιστούσε την ύπαρξή της.
Το εβραϊκό και το γερμανικό στοιχείο σε μία ποιητική ενσάρκωση! Και φτάνω έτσι ν' αγγίξω ένα θέμα που συχνά με απασχόλησε κι επίσης συχνά το κουβέντιασα μαζί της. Ήταν εντυπωσιακό που οι ομόθρησκοί της δεν έβλεπαν ή δεν ήθελαν να δουν την «κλάση» της. Η αιτία βρίσκεται στην εσώτατη ούσια της ποίησης τής Λάσκερ-Σούλερ. Η ποίηση αυτή είχε μια τάση επειδικτική, δεν χωρά συζήτηση, εξέθετε την απεριόριστη φλογερότητά της δίχως ηθική και δίχως αιδώ, αν το δει κανείς με τα κριτήρια του αστοΰ. Μ' άλλα λόγια επέτρεπε στον εαυτό της τη θαυμάσια και ανενδοίαστη ελευθερία της αυτοδιάθεσης, δίχως την οποία δεν υφίσταται άλλωστε η τέχνη. Οι ομόθρησκοί της της αναγνώριζαν βέβαια το προσωπικό δικαίωμα σ' αυτή την προκλητική επιδεικτικότητα, δεν ήθελαν όμως να ταυτιστούν ούτε μ' αυτήν ούτε με την ποιήτρια. Φαινόμενο σπάνιο και τραγικό ταυτόχρονα.
...
Δημοσίευση σχολίου