Τετάρτη, Μαρτίου 11, 2009

No 600

Image Hosted by ImageShack.usGengoroh Tagame (Ιαπωνία)

Γραμμένη από τον Τακέσι Μουραμάτσου, στενό φίλο του Μισίμα από την παιδική ηλικία, αυτή η μνημειώδης μελέτη των πεντακοσίων σελίδων, το Mishima Yukio no Sakai («Ο κόσμος του Γιούκιο Μισίμα»), έχει ως στόχο να δείξει, ως κεντρικό του θέμα, ότι ο Μισίμα ήταν ετεροφυλόφιλος.
Ο Μουραμάτσου συνόψισε για μένα τη θεωρία του σε συζητήσεις που είχαμε στα τέλη του 1980, πολύ πριν εκδοθεί το βιβλίο του. Υποστήριζε με δριμύτητα ότι ο Μισίμα δεν ήταν ομοφυλόφιλος. Όταν ο Μισίμα ήταν πολύ νέος, αγάπησε για πρώτη φορά ένα κορίτσι που τον απέρριψε. Πικράθηκε από την άρνηση (απόηχοι αυτής της δυσάρεστης εμπειρίας υπάρχουν στις Εξομολογήσεις μιας μάσκας στο χαρακτήρα της Σονόκο). Από εκεί και πέρα, σύμφωνα με τον Μουραμάτσου, ο Μισίμα επέλεξε ένα τεχνητό είδος ομοφυλοφιλίας – αυτή ήταν η «μάσκα» στις Εξομολογήσεις μιας μάσκας. Ο Μισίμα είχε περάσει το υπόλοιπο της ζωής του, προφανώς, παριστάνοντας το σοδομίτη. Θα ερμήνευα τα κίνητρα του Μουραμάτσου –τον γνωρίζω καλά- με τον παρακάτω τρόπο: Πρώτον, σεμνοτυφία. Δεύτερον, σεβασμός στην οικογένεια Μισίμα. Τρίτον, ο Μουραμάτσου ήταν ένας συντηρητικός διανοούμενος και τοποθετούσε τον εαυτό του δίπλα στον Μισίμα, ως ισότιμό του πνευματικά. Τον έθλιβε η δημοσιότητα γύρω από τη σεξουαλική ζωή του Μισίμα, διότι κρατούσε στο περιθώριο τις πολιτικές πεποιθήσεις του συγγραφέα, για τις οποίες ο Μουραμάτσου ενδιαφερόταν πολύ. Και όμως, το βιβλίο του φαίνεται πως δεν εντυπωσίασε, αναφορικά με το θέμα της ομοφυλοφιλίας, αν και είναι ένα έργο κατάρισης που χαίρει εκτίμησης.
Στις αρχές του 1994 –εκείνη την εποχή ο Μουραμάτσου πάλευε με καρκίνο στο τελικό στάδιο- συνάντησα έναν από τους λιγοστούς ξένους στενούς φίλους του Μουραμάτσου, έναν Αμερικανό μελετητή. Έθιξε το θέμα του βιβλίου του Μουραμάτσου και των απίθανων ισχυρισμών του σχετικά με τη σεξουαλικότητα του Μισίμα. Ο μελετητής εξέφραζε τη Θλίψη του γι’ αυτό το μοιραίο μειονέκτημα, όπως το έβλεπε, διότι έτεινε να ακυρώνει ολόκληρο το έργο – τόσα χρόνια συγγραφής και δεκαετίες εμπειρίας είχαν πάει στράφι. (…) Η στάση του μου φάνηκε ανάλογη με αυτή των Βρετανών οπαδών του Τ.Ε.Λόρενς (Λόρενς της Αραβίας) στα νιάτα μου. Εκείνη την εποχή υπήρχε μεγάλη διστακτικότητα στο να λάβουν υπόωη τη σεξουαλικότητά του, λες και ο Τ.Ε.Λόρενς ήταν φτιαγμένος από ξύλο.

Χένρυ Σκοτ Στόουκς: Γιούκιο Μισίμα. Η ζωή και ο θάνατος του (Καστανιώτης)

3 σχόλια:

Κ.σ-Μ. είπε...

H περιγραφή του βιβλίου και το σύντομο βιογραφικό του συγγραφέα, είναι από τον εκδοτικό οίκο του Καστανιώτη:

Στις 25 Νοεμβρίου 1970, ο Γιούκιο Μισίμα συγκλόνισε τη χώρα του όταν πήρε όμηρο έναν κορυφαίο στρατηγό και προέτρεψε τους στρατιώτες της Jietai (των Δυνάμεων Αυτοάμυνας της Ιαπωνίας) να υποκινήσουν ένα πραξικόπημα. Όταν το καταπληκτικό σχέδιό του απέτυχε, πήρε μέρος σε ένα shinju (μια τελετουργική διπλή ερωτική αυτοκτονία). Ήταν μια εντυπωσιακά τραγική δημόσια επίδειξη, που οι συμπολίτες του ακόμα δυσκολεύονται να κατανοήσουν. Ο Μισίμα, που κάποτε υπήρξε υπέρμαχος του εξευρωπαϊσμού της ιαπωνικής τέχνης και κοινωνίας, προς το τέλος της ζωής του προωθούσε τα κλασικά ιαπωνικά ιδεώδη.

Μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, κινηματογραφικός ηθοποιός, θιασώτης των πολεμικών τεχνών και πολιτικός σχολιαστής, ο Μισίμα ήταν αναμφισβήτητα ο διασημότερος άνθρωπος της Ιαπωνίας τον καιρό του θανάτου του. Ο Χένρυ Σκοτ Στόουκς, ένας από τους στενότερους φίλους του, έγραψε μια βιογραφία που φωτίζει τα επιτεύγματα και τις ανησυχητικές απόψεις ενός έξυπνου και βαθιά προβληματισμένου ανθρώπου, ενός καλλιτέχνη για τον οποίο ο κάτοχος του Νόμπελ Λογοτεχνίας Γιασουνάρι Καβαμπάτα είχε πει: «Ένας συγγραφέας του βεληνεκούς του Μισίμα εμφανίζεται μια φορά κάθε διακόσια ή τριακόσια χρόνια».

Ο Χένρυ Σκοτ Στόουκς είναι διακεκριμένος δημοσιογράφος που έχει εργαστεί για τις εφημερίδες The Financial Times, New York Times και The London Times. Γεννήθηκε το 1938 και τελείωσε τις σπουδές του στην Οξφόρδη το 1961. Πρόσφατα, έχει επιμεληθεί μια ανθολογία με τον τίτλο "The Kwangjy Uprising: Eyewitness Press Accounts of Korea's Tiananmen". Ζει στο Τόκιο.
~~~~~~~~~~~~

To βιβλίο κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2009 σε μετάφραση Μαρίας Φακίνου

Προηγούμενη καταχώρηση για τον Υoukio Mishima:
Νο 109 – Οι εξομολογήσεις μιας μάσκας

Κ.σ-Μ. είπε...

Aπό την Ελευθεροτυπία, 01/03/2009

Γράφει ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

Ο ανεπανάληπτος βίος του Γιούκιο Μισίμα

Σαράντα σχεδόν χρόνια έχουν μεσολαβήσει από τον θάνατό του, αλλά ο θρύλος του δεν έχει πάψει να είναι τόσο ζωντανός όσο ήταν και λίγο προτού πεθάνει.

Ο λόγος είναι για τον Γιούκιο Μισίμα, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1970 οργάνωσε ένα από τα υποβλητικότερα θεάματα στην ιστορία της αυτοκτονίας προκειμένου να φιλοτεχνήσει το σκηνικό πλαίσιο για τη χειρονομία με την οποία έβαλε τέλος στον βίο του.

Στο βιβλίο του «Γιούκιο Μισίμα. Η ζωή και ο θάνατός του» (μετάφραση από τα αγγλικά Μαρίας Φακίνου, εκδόσεις «Καστανιώτης») ο Χένρι Σκοτ Στόουκς αφηγείται βήμα προς βήμα την πορεία του Μισίμα, από τη γέννησή του στο Τόκιο, τη διαμάχη της γιαγιάς του με τη μητέρα του για την κηδεμονία του και την ανάδυση της μυθιστορηματικής του παραγωγής, η οποία ξεκινάει λίγο προτού ξεσπάσει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, μέχρι την απασχόλησή του σε εργοστάσιο αεροπλάνων, τις νομικές του σπουδές, την ευρεία καλλιτεχνική του αναγνώριση, η οποία θα προκαλέσει πλήθος αντιδράσεις, την εκπαίδευσή του σε βάσεις των Τζιεϊτάι, την απόκτηση ιδιωτικού στρατού και την αυτοκτονία του.

Ο Στόουκς υπήρξε φίλος του Μισίμα και ξέρει να ζωντανεύει από μέσα το υλικό των ντοκουμέντων του, που ξεδιπλώνεται με συναρπαστικό τρόπο, στο πλαίσιο μιας αφήγησης η οποία δεν επιτρέπει να πάει χαμένο το παραμικρό.

Κ.σ-Μ. είπε...

Από το Βήμα, Κυριακή 1 Μαρτίου 2009

Γράφει η Λώρη Κέζα

Ο Ιάπωνας Αγιος Σεβαστιανός

Η ζωή και το έργο του γνωστότερου πεζογράφου της Ιαπωνίας, το όνομα του οποίου σημαίνει «χιόνι». Το αποφασιστικό ταξίδι του στην Ελλάδα το 1952, η ομοφυλοφιλία, η γοητεία της στρατιωτικής πειθαρχίας και η αυτοκτονία


Όταν, το 1952, ο Γιούκιο Μισίμα ταξίδεψε στην Ελλάδα διατύπωσε το εξής θεώρημα για την Κλασική εποχή: «Τα αρχαία χρόνια δεν είχε υπάρξει πνευματικότητα (μια παράδοξη φυσική συνέπεια του χριστιανισμού), υπήρχε όμως ισορροπία ανάμεσα στο σώμα και στο πνεύμα. Είχε σταθεί εξαιρετικά εύκολο για τους αρχαίους Ελληνες να χάσουν την ισορροπία τους και η ίδια η προσπάθεια που απαιτούνταν για τη διατήρηση της ευστάθειας τους είχε βοηθήσει να δημιουργήσουν το κάλλος. Η τραγωδία, στην οποία οι θεοί τιμωρούσαν ανεξαιρέτως την αλαζονεία, είχε ως στόχο να κατανοήσουν οι άνθρωποι πώς να διατηρούν μια ισορροπία». Γνωρίζουμε το πεδίο στο οποίο αναφέρεται ο Μισίμα αλλά μάλλον δεν είναι ευκρινές αυτό που θέλει να πει. Τούτο ίσως προκύπτει από τις μεταφραστικές αποστάσεις (όλα τα βιβλία του έχουν αποδοθεί από ενδιάμεση γλώσσα στα ελληνικά). Ισως πάλι να υπάρχουν δυσκολίες στη συνάντηση δύο διαφορετικών τρόπων σκέψης. Πάντως ο ίδιος, όταν ξαναδιάβασε την παράγραφο, σημείωσε: «Η ερμηνεία μου ενδεχομένως να ήταν λανθασμένη, αυτή όμως ήταν η Ελλάδα την οποία χρειαζόμουν».

Η κατανόηση του ιαπωνικού τρόπου σκέψης είναι δύσκολο εγχείρημα. Στη βιογραφία Γιούκιο Μισίμα.Η ζωή και ο θάνατός του υπάρχει έμπειρος ξεναγός. Ο Χένρυ Σκοτ Στόουκς, έμπειρος δημοσιογράφος (γενν. 1938), έζησε επί μακρόν στην Ιαπωνία και εργάστηκε ως ανταποκριτής σε εφημερίδες όπως «Τhe Νew Υork Τimes»,«Τhe Financial Τimes» και «Τhe London Τimes». Ζει στο Τόκιο. Γνώριζε προσωπικά τον Μισίμα, ο οποίος καλλιεργούσε συστηματικά τις σχέσεις του με τον ξένο Τύπο, έχοντας το πλεονέκτημα της γνώσης των αγγλικών. Ο Χένρυ Σκοτ Στόουκς ακολούθησε τον ιάπωνα συγγραφέα σε στρατιωτικές ασκήσεις στο όρος Φούτζι και ήταν παρών στην ομιλία που προηγήθηκε της αυτοκτονίας. Επιπλέον είναι γνώστης του έργου του Μισίμα (που αριθμεί περί τους 100 τίτλους) αλλά στη βιογραφία χρησιμοποιεί τμήματα από λίγα βιβλία, εκείνα που θεωρεί τα καλύτερα. Για τον βιογράφο δεν υπάρχουν δυσκολίες καθώς ο Μισίμα ήταν πρόσωπο που ήθελε να δημοσιοποιεί το καθετί για την ύπαρξή του. Τα αυτοβιογραφικά κείμενα είναι και πολλά και αποκαλυπτικά.

Οικογενειακή παράδοση

Ο Μισίμα, γεννημένος με το όνομα Κιμιτάκε Χιραόκα στις 14 Ιανου αρίου 1925, προοριζόταν, από τον πατέρα του, για θέση κρατικού λειτουργού. Αυτό απαιτούσε η οικογενειακή παράδοση. Εκείνος, όμως, από τότε που θυμάται τον εαυτό του, έφτιαχνε ιστορίες και από την παιδική ηλικία άρχισε να γράφει. Δημοσίευε από τα μαθητικά χρόνια. Σίγουρα στη διαμόρφωση του ταλέντου του συνέβαλε η αυταρχική γιαγιά του, η οποία τον άρπαξε από τη μάνα του από 19 ημερών για να τον μεγαλώσει εκείνη. Παρ΄ ότι μόνο ένας όροφος τον χώριζε από τους γονείς και τα αδέλφια του, δεν κατάφερε να ξεφύγει ποτέ από το νοσηρό κλίμα των πρώτων χρόνων. Ζούσε με μια άρρωστη γριά, η οποία δεν άνοιγε τα παράθυρα, και κοιμόταν δίπλα της ως την αρχή της εφηβείας του με τη διαρκή εντολή να μην κάνει φασαρία, να μην τρέχει, γενικώς να μην είναι παιδί. Οταν η κατάσταση της υγείας της έφθασε στο απροχώρητο, επέστρεψε στους δικούς του και δεν είναι παράξενο που ερωτεύτηκε τη νιότη και την ομορφιά της μάνας του. Ως διά μαγείας, μακριά από τη σκοτεινιά της γιαγιάς, έπαψε να είναι φιλάσθενος. Παρέμεινε ένας καχεκτικός έφηβος, κάτι που τονιζόταν από τις συναναστροφές του: έκανε πάντα παρέα με μεγαλύτερα αγόρια, από τον κύκλο του λογοτεχνικού περιοδικού του σχολείου. Τον αποδέχονταν γιατί θαύμαζαν τα κείμενά του.

Παρ΄ ότι ο Γιούκιο Μισίμα συναναστρεφόταν τους λογίους του σχολείου, το μάτι του έπεφτε στον πιο γυμνασμένο, το αγόρι που είχε τις καλύτερες επιδόσεις στο μονόζυγο. Το γυμνασμένο σώμα τού έγινε εμμονή και στη δεκαετία του ΄50 είχε πλέον καταφέρει να έχει μια αξιοθαύμαστη κορμοστασιά χάρη στο μπόντι μπίλντινγκ, το οποίο δεν άφησε ποτέ. Ακόμη και στα ταξίδια του έβρισκε τον τρόπο να κρατά δυνατό το σώμα του. Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Εξομολογήσεις μιας μάσκας μιλάει ευθαρσώς για τη σεξουαλική έλξη για τον συμμαθητή του. Στα δεκατέσσερα ανυπομονούσε να ζεστάνει ο καιρός: «Σίγουρα το καλοκαίρι, σκέφτηκα, θα φέρει μαζί του την ευκαιρία να δω το γυμνό του σώμα. Επίσης έτρεφα ενδόμυχα μία ακόμη πιο ντροπαλή επιθυμία. Και αυτή ήταν να δω το “μεγάλο πράμα” του». Ο ερωτισμός του Γιούκιο Μισίμα είχε μια βίαιη και άρρωστη πλευρά: του άρεσε η πρόσμειξη εικόνων θανάτου, βίας, αίματος και σεξ. Δεν είναι τυχαίο, όπως αναφέρει ο ίδιος, ότι αυνανίστηκε πρώτη φορά κοιτάζοντας τον Αγιο Σεβαστιανό, ζωγραφισμένο από τον Γκουίντο Ρένι. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα πόζαρε για έναν φωτογράφο ως Αγιος Σεβαστιανός.

Μυστική ταυτότητα

Ο Μισίμα δημοσίευσε το πρώτο του έργο το 1941, σε ηλικία 16 ετών: «Το Ηanazakari no Μori (Ολάνθιστο δάσος) δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό “Βungei Βunka”, την επιμέλεια του οποίου είχε ο δάσκαλός του Σομίζου. Με το Ηanazakari no Μori άνθησε για πρώτη φορά το ταλέντο του Μισίμα. Φανέρωνε χαρίσματα στη γλώσσα- έγραφε σε πλούσια, ρομαντικά ιαπωνικά-, κάτι το οποίο κατέπληξε τους μεγαλυτέρους του. Ο Ζενμέι Χασούντα, καθηγητής γυμνασίου και φίλος του Σιμίζου, σχολίασε: Ο συγγραφέας του Ηanazakari no Μori είναι πολύ νεαρός. Επιθυμούμε να κρατήσουμε μυστική για λίγο την ταυτότητά του... Ο νεαρός συγγραφέας είναι το ευλογημένο τέκνο της αρχαίας ιστορίας». Αμέσως ο έφηβος αποφάσισε να διαλέξει ένα ψευδώνυμο. Μισίμα είναι η πόλη που έχει την καλύτερη θέα στο χιονισμένο Φίτζι και βρίσκεται ανάμεσα στο όρος και στη θάλασσα. Το «Γιούκιο» επινοήθηκε από τη λέξη «χιόνι», «γιούκιο». Ο πατέρας του, ο οποίος δεν έπαψε ποτέ να τον μέμφεται για τη λογοτεχνική σταδιοδρομία, είπε κάποτε ότι το ψευδώνυμο προέκυψε από το χαζολόγημα στον τηλεφωνικό κατάλογο.

Ο Γιούκιο Μισίμα έδειχνε πάντοτε τα γραπτά του στη μητέρα του. Ηταν η πρώτη αναγνώστρια και μάλιστα τα πρώτα χρόνια καθόταν δίπλα του - μέχρι που έφυγε για το δικό του σπίτι. Εκείνη την εποχή στην Ιαπωνία συνηθιζόταν να παντρεύονται στα 20. Ο Μισίμα στα 33 του παρέμενε ανύπαντρος και, αν αποφάσισε να προχωρήσει σε γάμο, ήταν για να δώσει χαρά στη μητέρα του, στην οποία διέγνωσαν εσφαλμένα καρκίνο το 1958. Διάλεξε την κόρη ενός ζωγράφου, τη Γιόκο Σιγκουγιάμα, η οποία ήταν τέσσερα χρόνια νεότερη και πέντε πόντους κοντύτερη (1,55 μ.). Απέκτησαν δύο παιδιά. Στον γάμο είχε ζητήσει από τον Γιασουνάρι Καουαμπάτα να είναι ο baishaku-nin (κουμπάρος της σιντοϊστικής τελετής). Ο εξαιρετικός συγγραφέας ήταν ο προστάτης του νεαρού συγγραφέα από τα πρώτα του βήματα. Είχε γράψει όταν κυκλοφόρησαν οι Εξομολογήσεις μιας μάσκας: «Το ώριμο ταλέντο του Μισίμα με έχει καταπλήξει. Την ίδια στιγμή όμως αυτό είναι που με ενοχλεί. Η πρωτοτυπία του δεν είναι εύκολα κατανοητή. Ορισμένοι, κρίνοντας από το έργο, μπορεί να νομίζουν ότι ο Μισίμα είναι άτρωτος. Αλλοι θα καταλάβουν ότι έχει βαθιές πληγές». Μία από τις πληγές που απέκτησε αργότερα ήταν ότι ο Καουαμπάτα προτιμήθηκε από τη Σουηδική Ακαδημία, ενώ ο παγκόσμιος Τύπος συστηματικά έγραφε ότι το Νομπέλ θα το πάρει ο Μισίμα.

Το αντι-ζέν σπίτι

Με τον γάμο του ο Μισίμα αποφάσισε να χτίσει ένα «αντι-ζέν σπίτι». Το διακόσμησε με αντίγραφα βικτωριανών επίπλων, ελαιογραφίες με κλασικά θέματα και βαριές κουρτίνες. Για τον κήπο κράτησε το καλύτερο: ένα τεράστιο άγαλμα του Απόλλωνα με την επιγραφή «Το ποταπό σύμβολό μου για τη λογική». Οι Ιάπωνες θεωρούσαν το σπίτι εντελώς κακόγουστο και οι ξένοι παράξενο. Με τον ίδιο προσωπικό τρόπο προσέγγιζε οτιδήποτε δυτικό. Το βιβλίο του Δίψα για έρωτα το έγραψε, λέει, επηρεασμένος από τον Φρανσουά Μοριάκ, ενώ έχει γράψει θεατρικό βασισμένο στη «Μήδεια» του Ευριπίδη. Εχει ενδιαφέρον να αναζητήσει κανείς την επίδραση. Πάντως είναι σαφές ότι ο Γιούκιο Μισίμα υπήρξε ο διασημότερος Ιάπωνας στον πλανήτη για δεκαετίες επειδή ταξίδευε πολύ και έκανε διαλέξεις και παρουσιάσεις στην Αμερική και στην Ευρώπη σε μια εποχή όπου όλοι οι υπόλοιποι ήταν κλεισμένοι στο καβούκι τους. Επίσης στον κατάλογο των βιβλίων του υπάρχουν πολλές επιλογές καλών βιβλίων (έγραφε δύο - τρία τον χρόνο και κάποια είναι αριστουργήματα).

Ο Γιούκιο Μισίμα, παρά την αγάπη του για τον δυτικό τρόπο ζωής, κάποια στιγμή αποφάσισε να γίνει υπερασπιστής της «ιαπωνικότητας», φθάνοντας μάλιστα στο σημείο να ιδρύσει τον προσωπικό στρατό του, τον Τατενοκάι. Την ημέρα που αυτοκτόνησε τους κάλεσε μαζί με αξιωματικούς του στρατού και έβγαλε έναν έξαλλο λόγο για την υπεράσπιση της πατρίδας. Ηταν το 1970. Ο ίδιος είχε ανακαλύψει τις αξίες της Απω Ανατολής, αλλά ο κόσμος ήταν μάλλον αδιάφορος. Αφού το πλήθος των αξιωματικών τον γιουχάισε, προχώρησε σε αυτό που είχε ήδη κανονίσει: σεπούκου (χαρακίρι). Ο ίδιος έσυρε το στιλέτο στην κοιλιά του και ο εραστής του τον αποκεφάλισε.