Παρασκευή, Φεβρουαρίου 06, 2009

No 591

Image Hosted by ImageShack.us
Αλλά οι ενοχές του Wittgenstein για τον Francis δεν είχαν απολύτως καμία σχέση με το γεγονός ότι τον είχε επηρεάσει. Είχαν να κάνουν με πιο εσωτερικά θέματα – με το πώς ο Wittgenstein αισθανόταν απέναντι στον Francis κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών της ζωής του. Στις 28 Δεκεμβρίου 1941 έγραφε:
Σκέφτομαι πολύ τον Francis, αλλά πάντα γεμάτος τύψεις για την έλλειψη αγάπης εκ μέρους μου’ όχι με ευγνωμοσύνη. Η ζωή του και ο θάνατός του μοιάζουν να με κατηγορούν, γιατί τα δυο τελευταία χρόνια της ζωής του ήμουν πολύ συχνά κενός από αγάπη, και στην καρδιά μου δεν του ήμουν πιστός. Αν δεν ήταν τόσο απέραντα γλυκός και πιστός, δεν θα είχα καθόλου αγάπη γι’ αυτόν.
Αμέσως μετά το απόσπασμα αυτό, συνεχίζει αναφερόμενος στα αισθήματά του για τον Kirk: «Βλέπω τον Keith συχνά, αλλά τι ακριβώς σημαίνει αυτό δεν ξέρω. Απογοήτευση που μου αξίζει, αγωνία, ανησυχία, αδυναμία να μπω σ’ ένα ρυθμό ζωής». Περίπου εφτά χρόνια μετά, τον Ιούλιο του 1948, έγραφε: «Σκέφτομαι πολύ την τελευταία φορά που ήμουν με τον Francis. Σκέφτομαι την απεχθή μου συμπεριφορά, απέναντί του (…) Δεν βλέπω πώς θα καταφέρω ν’ απελευθερωθώ από αυτή την ενοχή».
.
Ray Monk: Λούντβιχ Βιτγκενστάιν. Το χρέος της μεγαλοφυίας (Scripta)

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ο Wittgenstein, ένας από τους πιο εκκεντρικούς φιλοσόφους, που δημιούργησε την εικόνα ενός συγχρόνου «αγίου», υπήρξε ίσως η ιδανική ενσάρκωση της «μεγαλοφυΐας». Η συγκεκριμένη βιογραφία, που εκδόθηκε μόλις το 1990, εξασφάλισε στον συγγραφέα της Ray Monk, έναν νεαρό φιλόσοφο (33 ετών όταν η βιογραφία πρωτοεμφανίστηκε) τη φήμη καταξιωμένου συγγραφέα και τα εχέγγυα ώστε να γράψει λίγα χρόνια αργότερα (το 1996) μια ακόμη βιογραφία, αυτή τη φορά του Bertrand Russel, δασκάλου του Wittgenstein. Ενα βιογραφικό μπεστ σέλλερ
-Το Βήμα 28/6/1998 -

* Όποιος θέλει να βάλει το μυαλό του να σκεφτεί, να ξαφνιαστεί και να προβληματιστεί για ό,τι θεωρούσε γνωστό ή αυτονόητο, να νιώσει τι θα πει πρωτότυπη σκέψη και πνευματική αγωνία που οδηγεί μέχρι τα πρόθυρα της τρέλας’ όποιος μπορεί να σκεφτεί «ανάποδα» για να καταλάβει την ουσία της γλώσσας, να διαβάσει Το χρέος της μεγαλοφυΐας του Αγγλου Ray Monk (εκδόσεις Scripta). Πρόκειται για τη βιογραφία του Λούντβιχ Βιττγκενστάιν σε μια μετάφραση υποδειγματική για τα Ελληνικά της (του Γρηγόρη Κονδύλη) και μια έκδοση αντάξια του φιλοσόφου από τον (βιττγκενσταϊνικό) Κωστή Κωβαίο.
-Γεώργιος Μπαμπινιώτης, To Bήμα 3/1/1999-

* Ο Λούντβιχ Βίτγκενστάιν του Ray Monk είναι ένα είδος φιλοσοφικής βιογραφίας, στην οποία ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει πώς ο αυστηρός λόγος του αυστριακού φιλοσόφου παρακολουθεί από κοντά την ασκητική ζωή του. Αυτό το κλίμα πετυχαίνουν να μεταφέρουν στα ελληνικά ο μεταφραστής Γρηγόρης Κονδύλης και ο επιμελητής της έκδοσης Κωστής Κωβαίος.
-Γεράσιμος Βώκος, Το Βήμα 3/1/1999-

Ανώνυμος είπε...

Από τον Ριζοσπάστη, 15/6/2003:

Το τίμημα μιας μεγαλοφυΐας

Παλιά, όταν πήγαινα στο Πανεπιστήμιο διάβασα το «Tractatus Logico Philosophicous» του Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν και ομολογώ ότι, κλείνοντας το βιβλίο, σκέφτηκα πως είμαι τρομερά ανεπαρκής, για να μην πω κουτή. Γιατί; Διότι δεν κατάλαβα σχεδόν τίποτε. Δεν το έβαλα, όμως, κάτω και αργότερα πολλές φορές προσπάθησα, όχι από στείρο πείσμα, να το ξαναδιαβάσω και να το κατανοήσω, διότι ασκούσε μεγάλη γοητεία πάνω μου. Είχα την αίσθηση πως είχα μπροστά μου ένα πολύ σημαντικό οικοδόμημα, αλλά δεν είχα το κλειδί για να ανοίξω και να περάσω στα ενδότερα. Περνούσαν τα χρόνια και το απωθημένο μεγάλωνε, αφού στο πίσω μέρος του μυαλού μου ήταν πάντα το έργο του Αυστριακού φιλοσόφου που σφράγισε τον 20ό αιώνα. Και έλεγα μέσα μου, για να παρηγορηθώ, ότι αφού η μεγάλη Αϊρις Μέρντοχ, η οποία παρακολούθησε τις διαλέξεις, δεν μπόρεσε να αντέξει το βάρος της μεγαλοφυΐας του, πώς ήταν δυνατό να απαιτώ από τον εαυτό μου να καταλάβει. Για να μη μακρηγορώ, πριν από μερικές εβδομάδες, αγόρασα την εξαιρετική βιογραφία του Ray Monk «Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν: Το χρέος της μεγαλοφυΐας» (εκδόσεις «Scripta») και ξαφνικά το πέπλο του μυστήριου, που κάλυπτε τα έργα του Βίτγκενσταϊν, διαλύθηκε. Και, ω του θαύματος, οι, μέχρι τότε κρυπτογραφημένες, έννοιες, που τόσο με είχαν παιδέψει, αποκρυπτογραφήθηκαν. Ο Βίτγκενσταϊν γεννήθηκε το 1889 και ήταν γόνος μιας από τις πλουσιότερες οικογένειες της Βιέννης. Η εξέλιξή του ως φιλοσόφου άρχισε το 1912, όταν πήγε στο Κέμπριτζ για να σπουδάσει Φιλοσοφία με τον Μπέρτραν Ράσελ. Το έργο του εκεί κορυφώθηκε με τη συγγραφή του «Tractatus», μιας από τις γνησιότερες μορφές του θεωρητικού λόγου. Το βιβλίο ολοκληρώθηκε με τη λήξη του Β` Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά η εθελοντική θητεία του στο στρατό τον εξέθεσε τόσο πολύ στον ανθρώπινο πόνο ώστε τον μεταμόρφωσε. Αιχμαλωτίστηκε από τους Ιταλούς και όταν τέλειωσε ο Πόλεμος παρασημοφορήθηκε. Ομως, ο Βίτγκενσταϊν θα έπρεπε να πάρει και ένα άλλο παράσημο, που δεν ξέρω εάν έχει δοθεί ποτέ σε άλλον άνθρωπο. Με συμβολαιογραφική πράξη, παραιτήθηκε, υπέρ των αδελφών του, της αμύθητης πατρικής κληρονομιάς, χωρίς να κρατήσει για τον εαυτό του ούτε ένα σελίνι και απαγορεύοντας στις αδελφές του να του κάνουν έστω και το πιο ασήμαντο δώρο. Δεν επέστρεψε στο Κέμπριτζ, αλλά φοίτησε στην Ακαδημία και διορίστηκε ως δημοδιδάσκαλος. Δίδαξε στα πιο απομακρυσμένα χωριά της χώρας για πολλά χρόνια, χρόνια που του δίδαξαν ότι ο χαρακτήρας ήταν περίπλοκος και πως του ήταν αδύνατο να ανεχτεί την ξεροκεφαλιά και την αδιαφορία για τη μάθηση, με αποτέλεσμα να αντιδρά με τρομερά ξεσπάσματα. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Αγγλία και στην ακαδημαϊκή φιλοσοφία. Το βιβλίο του Μονκ είναι βασισμένο σε κείμενα του ίδιου του Βίτγκενσταϊν, στην αλληλογραφία του και σε συνεντεύξεις με φίλους και συγγενείς, δίνοντας έτσι την ευκαιρία να μάθουμε τη ζωή του και εν συνεχεία να κατανοήσουμε τη θεωρία αυτής της γοητευτικής, επιβλητικής, βασανισμένης, όμως, φυσιογνωμίας. Τώρα εάν συμφωνούμε ή όχι με τη θεωρία του Βίτγκενσταϊν, προς το παρόν δεν έχει σημασία. Θα έχει μόνον τότε που θα την κατανοήσουμε.

Θα πρέπει να σημειώσουμε τη μεγάλη συμβολή του μεταφραστή Γρηγόρη Κονδύλη και την επιμέλεια του Κωστή Κωβαίου.

Ανώνυμος είπε...

Στον επιμελητή της έκδοσης που παρουσιάζει εδώ ο ReyCorazón, Κωστή Κωβαίο, οφείλουμε και το βιβλίο «Βιττγκενστάιν, Στοχασμοί», (βλ. καταχώρηση No 549
εκδ. στιγμή, 2008). Από το βιβλίο αυτό είναι το παρακάτω βιογραφικό του Λούντβιχ Βιττγκενστάιν:

Πολλοί θεωρούν ότι ο Βιττγκενστάιν (1889-1951) ήταν φιλόσοφος, ίσως μάλιστα ο μεγαλύτερος του αιώνα που πέρασε. Αλλά κρινόμενος απλώς μέσα από τη φιλοσοφική του παραγωγή, η εικόνα που προκύπτει απέχει φοβερά από την πραγματικότητα. Ο Βιττγκενστάιν υπήρξε μία από τις τελευταίες περιπτώσεις Αναγεννησιακού καλλιτέχνη": Σπούδασε αεροναυπηγός στο Μάντσεστερ και φιλοσοφία στο Καίμπριτζ κοντά στον Ράσελ και τον Μουρ.Πολέμησε ως εθελοντής στο ανατολικό μέτωπο κατά τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ορμώμενος όχι από εθνικιστικά αισθήματα, αλλά από υπαρξιακή ανάγκη να βρεθεί κοντά στον θάνατο και να γνωρίσει τον υπέρτατο τρόμο. Σε ηλικία 21 ετών έγραψε ένα βιβλιαράκι 80 σελίδων, το οποίο έγινε το Ευαγγέλιο της αναλυτικής φιλοσοφίας, ενώ εκείνος ένιωσε έντονη την τάση φυγής από το “γραβατωμένο” περιβάλλον του βρετανικού καθηγητικού κατεστημένου προς κάτι το «υγιέστερο». Έτσι σπούδασε και δίδαξε ως δάσκαλος επί έξι χρόνια σε φτωχά χωριά της ορεινής Αυστρίας, αλλά η εμπειρία ήταν απογοητευτική κι έτσι έφυγε και από εκεί και επέστρεψε στη γενέτειρα του Βιέννη για να κτίσει, σε συνεργασία με τον φίλο του αρχιτέκτονα Ένγκελμαν, το αρχοντικό της μικρότερης αδελφής του Γκρέτελ, ένα υπόδειγμα της τότε επικρατούσας τάσης του “λειτουργισμού”. Εργάστηκε για κάποιο διάστημα ως κηπουρός σε αυστριακό μοναστήρι και έκανε μερικές “σπουδές” γλυπτικής στο εργαστήρι ενός γλύπτη που είχε γνωρίσει στον στρατό, κατά τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Το 1929 επέστρεψε δριμύτερος στην ενεργό φιλοσοφία και διετέλεσε καθηγητής στο Καίμπριτζ από το 1939 έως το 1947 απ' όπου ανέπτυξε την περίφημη δεύτερη ή όψιμη φιλοσοφία του, που έως σήμερα δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητή, παρά την τεράστια δευτερεύουσα βιβλιογραφία. Κατά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο εργάστηκε ως βοηθός φαρμακείου και εν συνέχεια ως παρασκευαστής στο εργαστήρι του νοσοκομείου Γκάις (Λονδίνο). Γνώριζε σε βάθος τη μέχρι τότε γερμανική μουσική κληρονομιά, έπαιζε αρκετά καλά κλαρινέτο, και θαύμαζε απεριόριστα τους Μπετόβεν, Μότσαρτ, Μπράμς, Σούμπερτ και λέγεται ότι μπορούσε να σφυρίξει απέξω όλα τα τραγούδια του Χειμωνιάτικου ταξιδιού. Απεχθανόταν τον (μάλλον ύστερο) Μάλερ και απέρριπτε διαρρήδην οποιαδήποτε τάση μοντερνισμού στην τέχνη εν γένει.