Τετάρτη, Φεβρουαρίου 04, 2009

No 590

Image Hosted by ImageShack.usThoman Phillips (Ην. Βασίλειο)

Στις περιγραφές του ταξιδιού από το Αργοστόλι προς το Μεσολόγγι ο Βύρων μνημονεύει συχνά τον Λουκά Χαλανδριτσάνο με την παρορμητικότητα με την οποία μιλά κανείς για τον αγαπημένο του ακόμη κι εκεί που δεν το δικαιολογεί απόλυτα η περίσταση.
(…) όπως σε ένα από τα λιγοστά ποιήματα που έγραψε στο Μεσολόγγι, ένα ποίημα άμεσου αλλά ανανταπόδοτου πόθου, μια ύστερη άνθηση του προστατευτικού ενστίκτου του.

Σε κοιτούσα όταν μας πλεύριζε ο εχθρός –
έτοιμος να τον χτυπήσω – ή εμάς τους δυο
αν χανόταν η ελπίδα – παρά να μοιραστώ
κάτι από έναν που αγαπώ – εκτός ελευθερία κι αγάπη
Σε κοιτούσα , μπροστά στα κύματα – όταν τα βράχια
δέχτηκαν την πλώρη μας – γύρω θύελλα και φόβος
και κάθε που τράνταζε σού έλεγα πιάσου πάνω μου
το μπράτσο μου η βάρκα σου θα ήταν το στερνό το φορείο σου.

Fiona MacCarthy: Βύρων. Ο βίος και ο θρύλος (Ποταμός)

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ο σαρωτικός βίος ενός μεγάλου ρομαντικού


Προσωπικότητες όπως ο Λόρδος Βύρων μοιραία προκαλούν την αμφίθυμη σπουδή των βιογράφων. Αν η βιογραφία απαιτεί συνοχή, συνέπεια, συνέχεια, βίοι σαν τον δικό του είναι πολύ σαρωτικοί για να ανταποκριθούν σ' αυτές τις προϋποθέσεις. Ας μην ξεχνάμε: όσο πιο πολυδιάστατο, φευγαλέο, ανεξιχνίαστο είναι το πρόσωπο που σκιαγραφείται τόσο περισσότερο αυθαιρετούν οι βιογράφοι του. Πάνω στο σώμα και το έργο του Μπάιρον ασέλγησαν πολλοί, συχνά με τον πιο βάναυσο τρόπο· η μόλυνση της βιογραφίας του με τον ιό της λογοτεχνίας ήταν, λοιπόν, φυσικό επακόλουθο. Τα περισσότερα βιβλία που γράφτηκαν γι' αυτόν γλιστρούσαν ανεπίτρεπτα προς το μυθιστόρημα· και, μολονότι οι βιογραφίες του αποτέλεσαν λαϊκό ανάγνωσμα, ελάχιστοι από όσους γνώριζαν και το παραμικρό σκανδαλάκι του πυρετώδους βίου του στράφηκαν σοβαρά προς την ποίησή του.

Είναι, λοιπόν, πολύ παρηγορητικό που η Φιόνα Μακ Κάρθι στην ογκώδη βιογραφία της δίνει το βάρος που τους πρέπει στα ποιήματα του Μπάιρον. Κάθε κεφάλαιο, που παρακολουθεί την ωρίμανση και την εξέλιξη του ποιητή με χρονολογική σειρά, διανθίζεται με στίχους. (Η επιλογή του Ελληνα μεταφραστή να παρουσιάσει τα ποιήματα και στα αγγλικά είναι ιδιαίτερα καλοδεχούμενη.) Ωστόσο, μολονότι η βιογράφος είναι φανερό ότι αγαπά την ποίηση του μεγάλου ρομαντικού, ίσως δεν αγαπά ιδιαίτερα το πρόσωπο που παρακολουθεί με τόση επιμέλεια. Η Μακ Κάρθι έχει κάνει σπουδαία έρευνα: έχει ανασκαλέψει αρχεία, έχει συγκεντρώσει σπάνιες μαρτυρίες, έχει ταξιδέψει στα μέρη που επισκέφθηκε ο Μπάιρον. Γράφει με γλαφυρότητα και περιγράφει με ζωντάνια σκηνές της καθημερινότητας και μικρογεγονότα, συλλαμβάνει με μεγάλη διαύγεια την ιστορικότητα των στιγμών και παρέχει οξυδερκείς παρατηρήσεις για μία από τις πιο ταραγμένες περιόδους του 19ου αιώνα, αλλά, φοβάμαι, τείνει ένα ους παραπάνω από ευήκοο στο αντιρομαντικό κουτσομπολιό που αναπτυσσόταν παράλληλα με τη ρομαντική μυθολόγηση του ποιητή.

Πράγματι, ο Μπάιρον υπήρξε ένας άνθρωπος σε συνεχή ψυχική αναταραχή, πομπώδης, επιδειξιομανής, εκκεντρικός, αναξιόπιστος. Η Μακ Κάρθι αναπαράγει την ετυμηγορία. Ηδη στην πρώτη παράγραφο της εισαγωγής της δεν αποφεύγει την επιτίμηση. Περιγράφοντας την εντυπωσιακή μαύρη ναπολεόντεια άμαξα του Μπάιρον, θα αναφέρει με κάποια χαιρεκακία: «Ο λογαριασμός του αμαξοποιού Μπάξτερ ήταν 500 λίρες, ένα ποσόν που ο δυστυχής Μπάξτερ πάλευε ακόμη να το εισπράξει το 1823, για να εισπράξει αντ' αυτού την επιτακτική απάντηση του Βύρωνα: "Ο Μπάξτερ να περιμένει -τουλάχιστον έναν χρόνο". Η οφειλή πρέπει να εκκρεμμούσε ακόμη το 1824 που ο Βύρων πέθανε στην Ελλάδα». Και στη συνέχεια θα προϊδεάσει τον αναγνώστη για το τι πρόκειται να ακολουθήσει, αδικώντας κατάφωρα το ωραίο βιβλίο της, μια και του αφαιρεί το βασικό πλεονέκτημα της βιογραφικής προσέγγισης: να καθοδηγεί διακριτικά τον αναγνώστη στο δρομολόγιο της ζωής που παρακολουθεί, αφήνοντας στον ίδιο συμπεράσματα και αποτιμήσεις. Ενα παράδειγμα: η Μακ Κάρθι είναι πεπεισμένη για την ομοφυλοφιλία του Μπάιρον, την οποία θεωρεί και αποκλειστικό του ερωτικό προσανατολισμό, αντίθετα με την ώς σήμερα κρατούσα άποψη περί αμφιφυλοφιλίας του. Αλλά η εκδοχή της, παρ' όλο που η βιογράφος την τεκμηριώνει όσο πιο προσεκτικά μπορεί, αντιστρατεύεται το ίδιο το υλικό της βυρωνικής ζωής: ο Μπάιρον σίγουρα γοητευόταν από τα αγόρια, όμως οι σχέσεις του με τις γυναίκες, εντυπωσιακά πολυάριθμες, ακόμη κι αν υπαγορεύονταν μονάχα από δονζουανική επιταγή, όσο κρατούσαν (και αναμφίβολα ήταν λίγο) περιβάλλονταν με τρυφερότητα και γνήσιο ενδιαφέρον.

Παρ' όλα αυτά η βιογραφία της Μακ Κάρθι είναι συπαρπαστικό ανάγνωσμα. Η δύναμη και το ενδιαφέρον του βιβλίου βρίσκονται στην υποβλητική συγκέντρωση και των ελάχιστων λεπτομερειών σχετικά με την εποχή και τη ζωή του ποιητή, στην τακτοποίηση και διαλεύκανση πλήθους ετερόκλιτου υλικού, και, κυρίως, στην έμφαση που δίνεται σε ό,τι ο ίδιος ο Μπάιρον αποκαλούσε «perticular gift for empathy», το χάρισμά του να κατανοεί και να πλησιάζει τον άλλον, είτε αυτός ήταν ο Ναπολέων είτε ο ανώνυμος πολιορκημένος στο Μεσολόγγι. «Ητανε πάντα μια φωνή μέσα από την οποία ακούγονταν οι άλλοι, ένα κανάλι αισθημάτων», γράφει η Μακ Κάρθι. Ο αναγνώστης που θα επιχειρήσει, πίσω από τη δική της φωνή, ν' ακούσει τη φωνή του ίδιου του Μπάιρον, δεν θα απογοητευτεί. Ακόμη κι αν μερικές φορές αυτή η φωνή φτάνει στ' αφτιά μας κάπως στρεβλωμένη από την απόσταση, κάπως πνιγμένη κάτω από τα στρώματα διαδοχικών ερμηνειών, συνεχίζει να ηχεί, υπαρξιακά αγωνιώδης, διάπυρα παθιασμένη, αλλά έντιμη, γενναία, γεμάτη ανθρωπιά και καλοσύνη.



ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ (Ελευθεροτυπία)

Ανώνυμος είπε...

H διάρκεια του Βυρωνισμού
* Ο Βύρων είχε συνειδητοποιήσει από πολύ νωρίς τη σημασία της αυτο-προβολής και την τέχνη της αυτο-παρουσίασης

Δ. ΤΖΙΟΒΑΣ, (TO BHMA)

Η βιογραφία του Βύρωνα της Fiona MacCarthy, που μεταφράστηκε πρόσφατα και στα ελληνικά (Βύρων: ο βίος και ο θρύλος, Εκδόσεις Ποταμός), μας κάνει να ξανασκεφτούμε τη διάρκεια, τη γοητεία και τον μύθο του Βυρωνισμού, δεδομένου ότι ο λόρδος Βύρων ήταν ο πρώτος συγγραφέας που έγινε διασημότητα. Ο Τζορτζ Γκόρντον Βύρων έγινε σουπερστάρ μόλις κυκλοφόρησαν τον Μάρτιο του 1812 τα δύο πρώτα Κάντο από το «Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ». Ο ίδιος μάλιστα έλεγε πως ξύπνησε ένα πρωί και ανακάλυψε ξαφνικά ότι έγινε πασίγνωστος και από τις πιο αναγνωρίσιμες μορφές της εποχής του. H λογοτεχνική του φήμη βασίστηκε αρκετά στη χαρισματικότητα, στην εξυπνάδα και στην αριστοκρατικότητά του καθώς επίσης και στην πνευματική και σεξουαλική του ανεμελιά. H εξαιρετική γοητεία του προσώπου του έρχονταν σε αντίθεση με το εκ γενετής παραμορφωμένο πόδι του ενώ τα μελαγχολικά του χαρακτηριστικά αποτέλεσαν την εμβληματική εικόνα του Ρομαντισμού.

Ο Βύρων είχε συνειδητοποιήσει από πολύ νωρίς τη σημασία της αυτο-προβολής και την τέχνη της αυτο-παρουσίασης. Σε ηλικία 19 ετών, το 1807, πρότεινε τη χρήση των πορτρέτων του για την προβολή της πρώτης εμπορικής έκδοσης των ποιημάτων του. Ο ίδιος δεν ήταν πάντα ικανοποιημένος από τα πορτρέτα του και ήθελε να ελέγχει όσο μπορούσε την εικόνα του και ενδεχομένως αυτή τη διάθεση ελέγχου να την καθιστούσε εντονότερη και η επίγνωση της αναπηρίας του. Στη διάρκεια της ζωής του φιλοτεχνήθηκαν τουλάχιστον 40 πορτρέτα από επιφανείς βρετανούς ζωγράφους και δύο γλυπτά από τον Φλωρεντινό Λορέντζο Μπαρτολίνι και τον Δανό Μπέρτελ Τόρβαλσαν στη Ρώμη.

Τα βυρωνικά πορτρέτα κυκλοφόρησαν ευρέως και ανατυπώθηκαν σε περιοδικά και εικονογραφημένα βιβλία. Κανείς άλλος δεν είχε τόσα πορτρέτα όσα αυτός και ο Τζον Μάρεϊ του έγραψε το 1819: «Πιστέψτε με, κανείς άλλος στη χώρα δεν συζητιέται τόσο όσο εσείς. Εχετε γίνει το κυρίαρχο θέμα όλων των τάξεων και το πορτρέτο σας χαράσσεται, ζωγραφίζεται και πουλιέται σε κάθε πόλη του Ηνωμένου Βασιλείου». Ο Βύρων κατά κάποιον τρόπο ήταν προάγγελος των σημερινών σταρ της οθόνης, του ποδοσφαίρου και της μουσικής, που φροντίζουν για την προβολή τους και σκανδαλίζουν με τη ζωή τους.

Ο μύθος του Βύρωνος ενισχύθηκε από τη συμμετοχή του στην Ελληνική Επανάσταση και τον θάνατό του στο Μεσολόγγι το 1824, σε ηλικία 36 ετών, με αποτέλεσμα η Βυρωνομανία (ο όρος υπήρχε ενόσω ζούσε) να εξαπλωθεί στην Ευρώπη, στην Αμερική, στη Ρωσία αλλά και στην Ελλάδα (βλ. τη σχετική μελέτη της Αθηνάς Γεωργαντά Αιών Βυρωνομανής [1992]). H απήχησή του όμως δεν περιορίστηκε στον 19ο αιώνα ούτε σε συγγραφείς όπως ο Πούσκιν ή ο Χάινε, μουσικούς (Μπερλιόζ), ζωγράφους (Ντελακρουά) ή επαναστάτες, όπως ο Γαριβάλδης και ο Ματσίνι, αλλά επεκτάθηκε και στον 20ό αιώνα.

Ο Βύρων συνδυάζοντας την ποίηση με τη δράση, την αριστοκρατικότητα με την επανάσταση, την ελευθερία με την ελευθεριότητα, δημιούργησε ένα μυθικό πρότυπο και έγινε η πρώτη διασημότητα στον κόσμο. Αυτή η μυθική εικόνα γνώρισε πολλούς θιασώτες και επιγόνους από τον Αλφρεντ Τένισον και τον Οσκαρ Γουάιλντ ως τον Τεντ Χιουζ και τον Μάρτιν Ειμις στη λογοτεχνία ή τον Μικ Τζάγκερ και τον Ντέιβιντ Μπάουι στον χώρο της μουσικής, δείχνοντας έτσι τη διάρκεια της επιρροής που άσκησε η μποέμικη χάρη του βυρωνικού modus vivendi. Ακόμη και ο Τσε Γκεβάρα παρουσιάζεται ως κληρονόμος του Βυρωνισμού, όπως και ο Οργουελ που πολέμησε και πληγώθηκε στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. H ακατάπαυστη κινητικότητα του ποιητή και η ακαταμάχητη δραστηριότητά του - ποιητική, πολιτική, κοινωνική, σεξουαλική - τράβηξαν την προσοχή πολλών και από την Αριστερά και από τη Δεξιά, ενώ το έργο του έγινε αντικείμενο μελέτης από ποιητές, όπως ο Γ. X. Ωντεν, αλλά και από πολιτικούς, όπως ο Χάρολντ Νίκολσον και ο πρώην αρχηγός των Εργατικών Μάικλ Φουτ.

Αν η βυρωνομανία είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο που επιβιώνει ως τις μέρες μας, τότε ως ποιον βαθμό πράξεις αυτοθυσίας, αυτοπροβολής, επαναστατικότητας και τρέλας θα μπορούσαν να ενταχθούν στην κληρονομιά του; Ηταν και είναι η βυρωνομανία μόδα ή στάση ζωής; Αυτά τα ερωτήματα με έβαλαν σε σκέψεις σχετικά με το ποιοι έλληνες συγγραφείς του 20ού αιώνα θα μπορούσαν να θεωρηθούν κληρονόμοι του Βυρωνισμού. Οχι τόσο για τις αναφορές τους στο έργο του όσο για τον τρόπο ζωής, δράσης και σκέψης τους. Πρόχειρα θα μπορούσα να αναφέρω δύο: τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Κώστα Ταχτσή. Και οι δύο κοσμογυρισμένοι, ελευθερόφρονες, ριψοκίνδυνοι με κάποιες δόσεις αυτοβιογραφικού ναρκισσισμού φαίνεται να αντλούν από τη φλέβα του Βυρωνισμού. Το «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λεύτερος» στον τάφο του Καζαντζάκη μοιάζει να απηχεί τη βυρωνική ρήση «Δεν αρνούμαι τίποτε αλλά αμφισβητώ τα πάντα» ενώ ο χαρακτηρισμός του Γιάννη Τσαρούχη για τον Ταχτσή ότι «κάνει γκελ με την άβυσσο» αποτελεί την πιο προσφυή σύνοψη του βυρωνισμού του.

Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham στην Αγγλία.

Ανώνυμος είπε...

Μπορεί να μας πει κάποιος τι σχέση μπορεί να έχει ο Λόρδος Βύρωνας, ο Διονύσιος Σολωνός, ο Λουκάς Χαλανδριτσάνος και ο Εθνικός μας Ύμνος;