Τετάρτη, Ιανουαρίου 21, 2009

No 585

Image Hosted by ImageShack.usNebojsa Zdravkovic (Σερβία)

Το πρώτο πράγμα που ενόχλησε τον Ιω. ή μάλλον τον τρόμαξε, ήταν η ταύτιση των λογοτεχνικών του προσώπων με τον ίδιο, σε συνδυασμό βέβαια με τα περί «ερωτικής ανορθοδοξίας». Ο συγγραφέας είχε ιδιαίτερα έντονους, εν προκειμένω, τους φόβους και τις φοβίες ενός δημοσίου υπαλλήλου (και μάλιστα εκπαιδευτικού) εκείνης της εποχής – και, φυσικά, όχι μόνον εκείνης. Έτσι, στην πρώτη του συνέντευξη στο Διαβάζω το Νοέμβριο του ’77, επισημαίνει και διαμαρτύρεται: (…) μοίραζε στους ακροατές του το διάγραμμα της διάλεξης, όπου γράφονταν φοβερά πράγματα όπως: “Εφηβεία και ερωτική ανορθοδοξία”… Έ, όχι δεν είμαστε ακόμα στην Ιστορία [της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας] του Δημαρά, οπότε μπορείς να μιλάς για τέτοια πράγματα – για τ’ όνομα του Θεού!» (Διαβάζω, 9, Νοε-Δεκ. 1977, 22α [Συν. 68]). Στο σημείο αυτό ο Ιω. μοιάζει να μην έχει γενικότερες αντιρρήσεις για την αυτοβιογραφική διάσταση που απέδιδε στα πεζά του η κριτική του Μα.
Στην ομιλία του πάλι στην «Τέχνη» το Δεκέμβριο του ’77, αφενός θεωρεί χαρακτηριστικό «άξεστων» ανθρώπων την ταύτιση λογοτεχνικών «επεισοδίων» και «ιδιωτικής ζωής» του λογοτέχνη, αφετέρου όμως επισημαίνει απλώς την «επιπολαιότητα του δράστη»: «Αλλά τα σημαντικότερα για μένα δεν σας τα είπα, (…) ούτε και θα σας τα πω επί λέξει. Είναι τα σημεία όπου ο περίπτυστος κριτικός μου γράφει για την ιδιωτική μου ζωή, όπως αυτός την αντιλαμβάνεται. Στη διάλεξη τα είπε πιο ξεκάθαρα. (…) Κοινοί μας φίλοι, μού μετέφεραν – και απορώ πώς – το εξής επιχείρημα: “Μα εσύ τα γράφεις μόνος σου, γιατί θυμώνεις που τα είπε κι αυτός; ” Δεν γράφω τίποτε μόνος μου, κάνουνμεγάλο λάθος. Δεν μπορούν να μου αποδίδουν τα επεισόδια των πεζογραφημάτων μου, τόσος άξεστοι είναι;» Και λίγες σελίδες πιο κάτω: «Ήρθε κατόπιν στην κατοχή μου το περιλάλητο “διάγραμμα”. Βλέποντας με τα ίδια τα μάτια μου τα σημειούμενα περί “ανορθοδοξίας” και λοιπά, έγινα έξω φρενών. Το φωτοτύπησα και άρχισα να το στέλνω σε φίλους. Μολονότι πολύ οργισμένος, το συνόδευα με σχόλια σχετικά μόνο με την επιπολαιότητα του δράστη, κι όχι άλλα βαρύτερα»
.
Ξενοφών Α. Κοκόλης: Η διαμάχη Μαρωνίτη – Ιωάννου 1977 – 2007 (Ίνδικτος)

6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΞΕΝΟΦΩΝ Α. ΚΟΚΟΛΗΣ
Η ΔΙΑΜΑΧΗ ΜΑΡΩΝΙΤΗ - ΙΩΑΝΝΟΥ [1977-2007]


Την άνοιξη του 1977 ο Δ. Ν. Μαρωνίτης σε μια διάλεξή του στην «Τέχνη» της Θεσσαλονίκης κρίνει αρνητικά την πεζογραφική παραγωγή του Γιώργου Ιωάννου· από τη διάλεξη προκύπτουν τέσσερεις επιφυλλίδες, που δημοσιεύονται το καλοκαίρι στο Βήμα, και αναδημοσιεύονται στις αρχές του 1978 στο περιοδικό Διαβάζω.

Ο Ιωάννου απαντά στην κριτική του Μαρωνίτη, στην αρχή κάπως ψύχραιμα, αργότερα με όλο και λιγότερη ψυχραιμία· θα συνεχίσει έτσι ώς το θάνατό του το Φεβρουάριο του 1985. Ο Μαρωνίτης δεν αντιδρά.


Η μονόπλευρη συνέχεια της επίθεσης υπήρξε διπλή: (α) το 1986, είκοσι δύο μήνες μετά το θάνατο του Ιωάννου, ο Μαρωνίτης εκδίδει σε βιβλίο, μαζί με άλλα κείμενά του, τις επίμαχες επιφυλλίδες του 1977· (β) το 2006, με τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από το θάνατο του πεζογράφου, ο κριτικός επαναλαμβάνει τα κύρια σημεία της αρνητικής κριτικής του σε τρεις νέες επιφυλλίδες στο Βήμα.

Το βιβλίο Η διαμάχη Μαρωνίτη-Ιωάννου (που δε θα είχε εκδοθεί, αν ο Μαρωνίτης δεν επανέρχονταν το 2006) αναλύει και κρίνει τις παλαιές εκείνες απόψεις του κριτικού, καθώς και την πρόσφατη επανάληψή τους, και καταγράφει ποιοι και πώς αναφέρθηκαν στη διαμάχη από το 1977 ώς το 2007.

«Η σύνθεση [...] του βιβλίου υπήρξε ένα άκρως δυσάρεστο βίωμα. Και τώρα το χειρότερο είναι ο φόβος μου (που τον καταγράφω, μήπως και εξορκιστεί) ότι οι σελίδες αυτές δε θα διαβαστούν ως μια απόπειρα ακύρωσης ολόκληρης σειράς λανθασμένων κριτικών απόψεων και, επομένως, ως μια πράξη δικαιοσύνης, αλλά ως μια “ηθογραφία” μικροσκανδάλων» (από τον Πρόλογο του συγγραφέα).

indiktos.gr

Ανώνυμος είπε...

«Μόλις τα ΄μαθες, έγινες Τούρκος...»
Γράφει ο Δημήτρης Παπανικολάου (TA NEA, 6/12/2008)

ΟΤΑΝ ΟΙ ΦΙΛΟΛΟΓΟΙ ΤΣΑΚΩΝΟΝΤΑΙ, Ο ΚΟΣΜΟΣ ΓΥΡΙΖΕΙ ΣΕΛΙΔΑ. ΚΙΝΗΣΗ ΚΑΤΑΝΟΗΤΗ ΚΑΙ ΜΑΛΛΟΝ ΨΥΧΩΦΕΛΗΣ, ΠΟΥ ΟΜΩΣ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΝΗΤΙΚΑ ΤΗΣ: ΣΥΧΝΑ ΕΤΣΙ ΧΑΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ
Είχε κάνει ένα σχετικό σουξέ στην εποχή της, η διαμάχη Δ.Ν. Μαρωνίτη-Γιώργου Ιωάννου, και ήταν αδίκως ξεχασμένη έως σήμερα. Στο αποκορύφωμά της συμφύρονται το δημόσιο και το ιδιωτικό, το ιδιοφυές με το γκροτέσκο, το τραγικό με το κωμικό, η κοινή αγωνία για το πώς μπορεί να αρθρωθεί σε λόγο η διαφορά, με τον λόγο που άθελά του αναπαράγει τα ίδια τα στερεότυπα που προσπαθεί να υπονομεύσει.
Έτος 1977, μόλις έχουν εκδοθεί σε τόμο οι μέχρι τότε συλλογές πεζογραφημάτων του Ιωάννου. Η κριτική αποθεώνει. Μόνη παραφωνία μια διάλεξη του Μαρωνίτη στη θρυλική Τέχνη της Θεσσαλονίκης, αποσπάσματα της οποίας δημοσιεύονται το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς στο Βήμα. Εκεί ο κριτικός θα χαρακτηρίσει την πεζογραφία του Ιωάννου δείγμα «επαρχιακής λογοτεχνίας»: λογοτεχνία που επιμένει σε ένα «σύστημα ανθρωπογεωγραφίας κλειστό, ευσύνοπτο, άμεσα χαρακτηρισμένο» (στον Ιωάννου μνημειώνεται η Θεσσαλονίκη), κι έτσι εκθέτει μεν τα όρια του συστήματος, καταλήγει όμως να πέφτει και στην παγίδα του, να παγιώνεται σε τουριστική τοπογραφία και διδακτισμό. Ο Ιωάννου εκνευρίζεται. Πολύ. Θα θυμηθεί, λίγα χρόνια μετά, μιλώντας «εις εαυτόν»: «Μόλις τά ΄μαθες, έγινες Τούρκος. Είπες... ότι θα βάλεις κάτω τον Μαρωνίτη και θα τον πατάς, όσο να του βγάλεις τ΄ άντερα». Με μια σειρά δημοσίων παρεμβάσεων θα προσπαθήσει να αντιστρέψει τα επιχειρήματα- αν και κάποτε με τρόπο «γραφικό και υπερβολικό».
Τη διαμάχη αυτή έρχεται τώρα να θυμίσει ένα μικρό βιβλίο του Ξενοφώντα Κοκόλη, (…) η διαμάχη αυτή είναι από τις πιο συναρπαστικές της πρόσφατης λογοτεχνικής ιστορίας μας.
Σύντομα τα γιατί: Στην κατηγορία για επαρχιωτισμό που εκτοξεύει ο Μαρωνίτης, υποβάλλεται ένας φόβος της ηθογραφίας που έχει ομφάλιο λώρο κατευθείαν στη Γενιά του ΄30. Στην κατηγορία για καθήλωση στα ήθη και τα όρια της «επαρχιακής Θεσσαλονίκης», υποβάλλεται η φοβία για καθήλωση της Ελλάδας σε μια διεθνώς επαρχιώτικη θέση, τη στιγμή μάλιστα που ένα διεθνές κοινό ξαναστρέφεται, μεταδικτατορικά, με ενδιαφέρον προς την ελληνική λογοτεχνία. Μήπως το ύφος του Ιωάννου, σε μίμηση μάλιστα από νεώτερους συγγραφείς, ξανακάνει την ελληνική λογοτεχνία εσωστρεφή, φολκλορικό αναμάσημα μιας κλειστής Ελλάδας, που απορρίπτει τη νεωτερική πραγματικότητα, τους νέους κοινωνικούς όρους, τη διεθνή πρωτοπορία; Το επιχείρημα έχει μια βάση (και επιβεβαιώθηκε ως έναν βαθμό από τις λογοτεχνικές εξελίξεις), πλην όμως αδυνατεί να συλλάβει τους τρόπους με τους οποίους το τοπικό μπορεί να συνδιαλέγεται με την παγκόσμια πρωτοπορία και τη μετανεωτερικότητα.
Η απάντηση
Όποιος έχει διαβάσει Ιωάννου αναγνωρίζει την απίστευτη επιρροή που είχε αυτή η κριτική στο ίδιο το έργο του συγγραφέα. Μετά το 1977 μοιάζει να απαντά, σχεδόν με κάθε κείμενό του, στον Μαρωνίτη. Από τη μια ο πόλεμος γίνεται λιβελογραφική μονομανία, από την άλλη όμως καταλήγει σε συγγραφική μεταμόρφωση. Ο Ιωάννου γράφει πυρετωδώς, προσπαθεί διαφορετικά είδη, αφήνει τις σταθερές φόρμες και ξεχνά αφηγηματικές οικονομίες και λεκτικές ντροπές και επικεντρώνεται στην ώριμη ανωνυμία που του δίνει η μεγάλη πόλη. Ο δεύτερος αυτός Ιωάννου έρχεται πιο κοντά στον Ταχτσή και τον Καχτίτση, και στα τραγούδια που γράφει σε μουσική Μαμαγκάκη μοιάζει να συνομιλεί κατευθείαν με τον Χριστιανόπουλο: Όχι τυχαία, και οι τρεις αυτοί συγγραφείς ήταν το θετικό πρόσημο στις αρνητικές κριτικές του Μαρωνίτη.
Νέες ταυτότητες, ριζοσπαστικές πολιτικές
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η κριτική Μαρωνίτη μιλάει για τη δυνατότητα λογοτεχνίας και κριτικής να ορίζουν νέες ταυτότητες και ριζοσπαστικές πολιτικές. Στα καλύτερά (και πρωιμότερά) του, εξηγεί, ο αφηγητής του Ιωάννου τριγυρνά στην επαρχιακή πόλη νευρικός κι ανυπεράσπιστος, με μνήμη που επιμένει στην οπτική γωνία «ενός αμήχανου εφήβου που δεν τον προστατεύει η ερωτική ορθοδοξία». Καθώς όμως τα πεζογραφήματα βρίσκουν, συλλογή τη συλλογή, μεγαλύτερο κοινό, ο Ιωάννου κάνει αυτήν την τακτική, συμβιβασμένη μανιέρα. Η καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία, από στοιχείο καταστατικό της αφήγησης και κινητήρια δύναμη του ριζοσπαστισμού της, μετατρέπεται σ΄ ένα «είδος υποτονικής αξιοπρέπειας» που «τείνει να πάρει τη μορφή μοντέρνας χρηστομάθειας». Η διάφωνη ανατομία της αδιέξοδης παθολογίας του εαυτού και του κόσμου του, γίνεται λυρική κι ανέξοδη επανάληψη κοινωνικής συνθηκολόγησης. Αυτός ο παγοποιημένος εαυτός είναι όμως και πολιτικά προβληματικός. Όταν το προσωπικό ηθογραφείται εξωραϊστικά, καταλήγει προσπάθεια επιβίωσης που σιωπά ένοχα. Σε ένα σημείο που δεν έχει προσεχθεί, ο Μαρωνίτης του ΄77 κατηγορεί ευθέως τον Ιωάννου επειδή δεν συμμετείχε σε καμιά κίνηση εναντίον της δικτατορίας- το ευρηματικό δεν είναι η κατηγορία· το ευρηματικό είναι ο τρόπος που δένεται αυτή η κατηγορία με την ιδεολογία που αποπνέει η «επαρχιακή» πεζογραφία του Ιωάννου. Στην παθολογία του επαρχιακού υποβάλλεται πλέον εδώ, η πολιτική παθολογία που επέτρεψε και ανέχθηκε τη δικτατορία.
Η ΜΙΖΕΡΙΑ ΔΙΑΒΑΖΕΤΑΙ ΩΣ ΓΕΝΝΑΙΟΤΗΤΑ
Εν πολλοίς, ξαναδιαβασμένη σήμερα η κριτική Μαρωνίτη βοηθά να αναδειχθούν στοιχεία του Ιωάννου που η σημερινή κριτική τείνει να αποσιωπά. Ο Ιωάννου των πρώτων τριών συλλογών πεζογραφημάτων του, αυτός ακριβώς που αποδομείται από τον Μαρωνίτη ως επαρχιακός, είναι, βεβαίως, και ο Ιωάννου που σήμερα η κριτική εκθειάζει- δείτε ως παράδειγμα τον αφιερωματικό τόμο Για τον Ιωάννου (Κέδρος). Δεν είναι τυχαίο ότι η επίσημη κριτική (εκεί και το βιβλίο του Κοκόλη) θάβει τον όψιμο Ιωάννου και προκρίνει τα επαρχιακά του πεζογραφήματα. Διότι σ΄ αυτά μπορεί να διαβλέπει μεν αυτάρεσκα μιζέρια και παθογένεια, δήθεν μεγαλόψυχα όμως αναφέρεται σε «γεναιότητα»· διότι σ΄ αυτά μπορεί να σκέφτεται «κουσούρι», αλλά συγκαταβατικά να μιλάει για «γνησιότητα»· διότι στη βάση αυτών των πεζογραφημάτων, ο ομοφυλόφιλος Ιωάννου μπορεί να μετατραπεί στον (ανέραστο) Άγιο Ιωάννου, η φωτογραφία του οποίου, με ολίγη από πορτρέτο Φαγιούμ

Ανώνυμος είπε...

Θα ήθελα να ερωτήσω τον Δημήτρη Παπανικολάου, που έγραψε στο «Βιβλιοδρόμιο» των Νέων (6/12) για τη διαβόητη «κόντρα» Ιωάννου – Μαρωνίτη, βάσει ποιας δεοντολογίας αποκρύπτει σοβαρότατα στοιχεία, με αποτέλεσμα να «ιχνογραφεί», όπως σαφέστατα ήταν ο στόχος του, ένα χολερικό πορτρέτο για τον αδύναμο βεβαίως να απαντήσει Γιώργο Ιωάννου; Αυτός ο κύριος, που είναι και λέκτορας στας Λόντρας, με πρόφαση το πρόσφατο βιβλίο του καθηγητή Ξενοφώντος Α. Κοκόλη «Η διαμάχη Μαρωνίτη – Ιωάννου» (Ινδικτος) υποστηρίζει (και με ντουντούκα το προβάλλουν τίτλος και λεζάντα) ότι ο Ιωάννου είχε εκμανεί εναντίον του Μαρωνίτη μόνο και μόνο επειδή εκείνος είχε χαρακτηρίσει «επαρχιακή» τη λογοτεχνία του. Οχι μόνο επειδή έζησα από αρκετά κοντά αυτή την ιστορία –ενεπλάκην άλλωστε με ένα σχετικό μελέτημά μου στο «Διαβάζω» (1981 τ. 45)– γνωρίζω ότι η οργή του Ιωάννου είχε περισσότερες αιτίες. Τουλάχιστον όφειλε ο σπουδαρχίδης τιμητής να γνωρίζει –επειδή ο ίδιος ο συγγραφέας το μαρτυρεί σε πολλά κείμενά του, όπως άλλωστε κι ο Κοκόλης (σ. 60 κ.έ.)– ότι ο Ιωάννου έφερε βαρέως ΚΑΙ το γεγονός ότι ο παιδικός του φίλος Μαρωνίτης είχε αναφερθεί ανοιχτά στην ομοφυλοφιλία του μιλώντας στη γενέθλια πόλη του, ενώπιον φίλων και γνωστών, εν όσω ζούσε ακόμη εκεί η μητέρα του και εν έτει 1977, οπότε δεν ήταν τόσο «άνετα» τα ήθη όσο στας Λόντρας σήμερα – και μην ξεχνάμε ότι είχε ήδη κινδυνεύσει σοβαρότατα να απολυθεί από τη Μέση Εκπαίδευση για ένα διήγημά του. Πώς τολμούν και γράφουν έτσι, ελαφρά τη καρδία, επιστήμονες, μην πω καμιά βαριά κουβέντα, άνθρωποι; Ασε που τολμάει να μιλάει για «πολιτικά προβληματικό» Ιωάννου, ο οποίος, ως «επαρχιακός» λογοτέχνης, «σιωπά ένοχα» και «ανέχεται τη δικτατορία»
Βασίλης Αγγελικόπουλος, Καθημερινή, 14-12-2008

Ανώνυμος είπε...

Πολλοί Θεσσαλονικείς διέπρεψαν ως «τσακωμένοι». Για τους κύκλους των γραμμάτων -των δικών μας και των ξένων- αυτό δεν υποδηλώνει τίποτα μειωτικό. Απεναντίας, προδίδει ζωτικότητα, παρρησία, πνευματική αντοχή - ακόμη και η αδικία σε παρόμοιους κύκλους λογαριάζεται ως πολεμική αρετή. Ο Κοκόλης τεκμηριώνει με σαφήνεια το ιστορικό της διαμάχης (ο Μαρωνίτης επιτίθεται με μια σειρά από επιφυλλίδες και ο Ιωάννου, θιγμένος και αδύναμος, κουβαλάει την πληγή μέχρι το θάνατό του). Μάλιστα, ο πεζογράφος εξέδιδε και «Φυλλάδιο», το οποίο έγραφε μόνος του, και απαντούσε το κατά δύναμιν. Η όλη μελέτη -που ενίοτε θυμίζει δικόγραφο- είναι ενδιαφέρουσα για πολλούς λόγους. Πρώτον, μας μαθαίνει την «παρθική» αποτελεσματικότητα της κριτικής. δεύτερον, μας επιδεικνύει τον ψυχισμό του Ιωάννου, ο οποίος δεν κατάφερε να συνέλθει από το πλήγμα. τρίτον, μας διαφωτίζει γύρω από πολλές πτυχές της ντόπιας συγγραφικής παραγωγής και της «μικροαστικής ανθρωπογεωγραφίας». Εντέλει, η πικρή μπουκιά, αν δεν είναι θρεπτική για το λογοτέχνη, τουλάχιστον αναγνωρίζεται ως στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ της εργασίας του.

Κωστής Παπαγιώργης (Αθηνόραμα)

Ανώνυμος είπε...

«Για χάρη του έργου μου ανασ τέλλω συνεχώς τη ζωή μου...»
Β. Αγγελικόπουλος (Καθημερινή, 13/2/2005)

(Συνέντευξη στις 19 Δεκεμβρίου 1978, στο διαμέρισμα του Γιώργου Ιωάννου, στο δίπατο της Αρλέτας, στα Εξάρχεια)

- Ολη μου η ψυχοσύνθεση και όλος ο τόνος που έχω στη ζωή και στο γράψιμο, μου δείχνει ότι μου ταιριάζει πολύ να ζω στην περιοχή της πλατείας Κουμουνδούρου. Δεν ξέρω αν κάποτε δεν πάω να κατοικήσω εκεί γύρω. Μ' αυτήν την υπέροχη πλατεία και όλα εκείνα τα πέριξ, τα πραγματικώς ακόμη λαϊκά. Υπάρχουν εκεί μερικά παλιά σπίτια που διασώζουν μιαν ατμόσφαιρα, αλλά και οι πολυκατοικίες, έτσι φτηνές που έχουν χτιστεί και χωρίς αρχιτεκτονικά στολίδια, διαμορφώνουν μια περιοχή που αρκετά μοιάζει με τη Θεσσαλονίκη. Και είναι κι όλες αυτές οι αφετηρίες των λεωφορείων προς τις γύρω κωμοπόλεις και συνοικισμούς που συντελούν ώστε να περνά από κει ένα πλήθος ανθρώπων που έχει επάνω του τον τόνο και την έκφραση που έχω συνηθίσει να εκτιμώ. Κι ακόμη -και αυτό είναι το σπουδαιότερο- σαν υπόβαθρο της περιοχής είναι το νεκροταφείο του Κεραμεικού, που κρατά μιαν ατμόσφαιρα σχεδόν ερωτική. Δεν είναι βέβαια κανένα ενδιαίτημα ερώτων, όπως τα παλιά εβραϊκά μνήματα της Θεσσαλονίκης, εντούτοις δίνει την εντύπωση ότι θα μπορούσε κάλλιστα να γίνεται αυτός ο συνδυασμός, αν η πραγματικότητα το επέτρεπε. Κι αυτό είναι πολύ παρηγορητικό σμίξιμο όταν συμβαίνει. Μου είναι ιδιαίτερα συμπαθητικοί οι χώροι που συγκεντρώνουν και διαποτίζονται από τις δύο κορυφαίες στιγμές της ύπαρξης του ανθρώπου, τον έρωτα και το θάνατο...

Λέγοντας τα τελευταία λόγια έχει κατεβάσει τα βαριά βλέφαρά του, όπως συχνά κάνει, συγκεντρώνοντας λες τη σκέψη του. Μένει λίγο έτσι, αλλά κάτι θυμάται που τον κάνει να ανοίξει τα μάτια και να ανασηκωθεί, χειρονομώντας ζωηρά:

- Παρ' όλη βέβαια τη φοβερή αυτή εκκλησία που έχει χτιστεί πάνω στον Κεραμεικό και που, αν υπήρχε καλαισθητική τόλμη, θα έπρεπε, αφού ζητήσουμε συγγνώμη από το Θεό, να τη μεταφέρουμε ευσχήμως...

Για χάρη του έργου σας θυσιάζετε ένα σεβαστό μέρος της άλλης σας ζωής...

- Πολύ σεβαστό, τι! Αναστέλλω συνεχώς τη ζωή μου.

Κι αυτήν την απώλεια πώς την αναπληρώνετε; Τι σας παρηγορεί, αν σας παρηγορεί κάτι.

- Οπωσδήποτε δεν μπορεί να σε παρηγορήσει η προοπτική, ακόμα και η πεποίθηση της εξασφαλίσεως της υστεροφημίας. Εμένα δεν με απασχολεί αυτό. Το θέλω, αλλά δεν είναι αυτό που με κλείνει στο εργαστήριό μου τόσο τυραννικά.

Είναι μήπως η σκέψη ότι από αυτά που έχετε να πείτε θα ωφεληθεί ο κόσμος γύρω σας, ο λαός...

- Δεν κατέχομαι εγώ από τις έννοιες «λαός» ή «κόσμος», τις αόριστες. Μπορεί να με γοητέψει η ιδέα μιας παρέας εκλεκτών φίλων που θα διαβάσει αυτό που κάνω. Αλλά και αυτή η κρυφή χαρά παρουσιάζεται προς το τέλος, όταν βλέπω να γίνεται κάτι αυτό που γράφω. Δεν είναι αυτό η κινητήρια δύναμη. Κινητήρια δύναμη είναι η ανάγκη μου για εσωτερική τακτοποίηση. Να τα βάλω σε μια σειρά. Να τα πω. Και μάλιστα να τα πω χωρίς τις λέξεις εκείνες που κάνουν διάφορους, από τους οποίους κάπως εξαρτάται η ζωή μας, να εκμανούν. (Παύση). Χαίρομαι όταν τα λέγω αλλιώς. Και τελικά αυτό που προκύπτει -αυτό το λεξιλόγιο, και η φρασεολογία, και η μετάβαση, και οι συνειρμοί- μου αρέσει πολύ περισσότερο από το να είχα τη δυνατότητα να μιλώ απευθείας.

Αξίζει όμως για το όποιο έργο μας να φτάνουμε στο σημείο να απαρνιόμαστε την άλλη ζωή μας;

- Οπωσδήποτε δεν μπορούν να ματαιωθούν ή να ανασταλούν για χάρη της αφοσιώσεως στο έργο σου όλα όσα φέρνει η ζωή μπροστά σου. Η μεγάλη πειθαρχία στην οποία έχω υποβάλει τον εαυτό μου έχει κι αυτή τα όριά της. Και τα όρια αυτά καθορίζονται από τις πολύ δυνατές ανθρώπινες σχέσεις, που κάποτε υπερισχύουν κάθε άλλης αφοσίωσης.

Ολόκληρη η απάντησή του για το ζήτημα του έρωτα έχει ως εξής:

Είναι μερικοί από τους ανθρώπους που εκτιμούν το έργο σας, οι οποίοι ενοχλούνται κάπως όταν αναφέρεστε σε πράγματα που κατά τη γνώμη τους «δεν πρέπει να λέγονται»...

- Δεν καταλαβαίνω. Τι; Τι πράγματα, ποια;

Γύρω από το ερωτικό θέμα. Εχουν ενοχληθεί επειδή μιλάτε για κάτι που θεωρείται...

- Ταμπού!

Ναι.

- Νομίζω ότι κι αυτούς που λέτε το ερωτικό θέμα τους απασχολεί πάρα πολύ ή τους απασχόλησε, αν είναι γέροι, αλλά απλώς θα τους απασχόλησε ίσως κατ' άλλο τρόπο. Και επίσης δεν είχαν -ευτυχώς ίσως γι' αυτούς- τη μανία να εννοούν να τακτοποιήσουν τον εαυτό τους εγγράφως. Δεν υπάρχουν άνθρωποι ζωντανοί που δεν τους έχει απασχολήσει το ερωτικό θέμα -το ερωτικό, όχι το σεξουαλικό- και δεν τους έχει καθορίσει περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο.

Τι υπήρξε για σας ο έρωτας, τι σας πρόσφερε, τι σας αφαίρεσε;

- Για μένα ο έρωτας υπήρξε η αιώνια ανοιχτή πόρτα προς τους άλλους ανθρώπους. Και με έχει τοποθετήσει τελεσίδικα σε μια θέση συμπάθειας απέναντί τους.

Η φωνή του ακούγεται γαλήνια, μόνο κάπως κουρασμένη.

- Δεν φοβούμαι εγώ τους ανθρώπους. Καθόλου. Παρ' όλο που έχω πάθει πολλά. Και όταν βρίσκομαι ανάμεσα σε μεγάλο πλήθος ανθρώπων, στους μεγάλους δρόμους ή σε συνάξεις, δεν νιώθω «συντριβή», όπως ακούω πολλούς να λένε. Αντίθετα νιώθω πάρα πολύ μεγάλη χαρά από τα ανθρώπινα πλάσματα που βρίσκονται γύρω μου. Ισως αυτό να είναι και ο κυριότερος λόγος που αγαπώ τόσο πολύ τις μεγαλουπόλεις, και φυσικά τις δύο μεγαλουπόλεις που έχει η χώρα μας, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Σε τελική ανάλυση, το μόνο πράγμα που με παρηγορεί και καταστέλλει τη φοβία μου για το θάνατο είναι οι άλλοι, οι πολλοί άνθρωποι. Η μοναξιά μέσα στη φύση με πανικοβάλλει. Ενώ η μοναξιά μέσα στη μεγαλούπολη είναι το ιδανικό μου. Να είμαι κοντά, αλλά όχι μαζί, για να μπορώ να δουλέψω. Εάν δεν είχα αυτήν την ανάγκη της συγγραφικής δημιουργίας, ασφαλώς θα ζούσα, μετά τη δουλειά μου τη βιοποριστική, στα καφενεία, στους μεγάλους δρόμους, στα μεγάλα πάρκα, στα σινεμά. Για να βλέπω πολλούς ανθρώπους γύρω μου. Με παρηγορούν υποσυνείδητα. Oχι μόνο με τον έρωτα που μπορούν να μου παράσχουν, αλλά κυρίως με το παράδειγμα του θανάτου τους, της φθοράς τους.

Το ερωτικό δέσιμο με έναν άνθρωπο, που άλλοι το έχουν ξεγράψει ως αδύνατο, άλλοι το ζουν, ή νομίζουν ότι το ζουν, και άλλοι το περιμένουν, εσείς πώς το αντιμετωπίζετε;

- Η ερωτική μου ανάγκη είναι απόλυτα δεμένη με την ανάγκη της αφοσίωσης σε ένα πρόσωπο. Oχι της αφοσίωσης... της λατρείας, της εξουθένωσης μπροστά σ' ένα πρόσωπο. Αλλά αυτό πρακτικά είναι αδύνατο. Είναι αδύνατο... Και όχι μονάχα γιατί δεν βρίσκει ανταπόδοση, αλλά γιατί δεν βρίσκει καν αντικείμενο. Με την έννοια της αποδοχής αυτών των αισθημάτων, και όχι της μεταπτώσεώς τους σε διαφορετική πρακτική.

Και πώς αναπληρώνεται το κενό που αφήνει αυτή η έλλειψη;

- Αναπληρώνεται από την έντονη φιλικότητα που διαπιστώνω αργότερα στα πρόσωπα εκείνα τα οποία, αφού γλίτωσαν από τις διαθέσεις μου για συντριβή μπροστά τους, και τακτοποίησαν τη ζωή τους όπως ήθελαν, μετά βλέπω ότι δεν ήταν τόσο αδιάφορα όσο είχαν δείξει.

Μια άλλη επίκριση εναντίον σας είναι ότι δεν παίρνετε «πιο ανοιχτά» θέση για διάφορα πολιτικοκοινωνικά ζητήματα.

- Νομίζω ότι όλες οι πλευρές του βίου μου και των πραγμάτων που με τυραννούν πνευματικά βρίσκονται μέσα στο έργο μου. Απλούστατα, δεν γράφω μονοκόμματα πράγματα. Και είναι κι αυτοί που λένε αυτά τα πράγματα μειωμένης παρατηρητικότητας κι αντιλήψεως και δεν μπορούν να δουν τα διάφορα επίπεδα και στοιχεία από τα οποία σύγκειται η δουλειά μου. Είναι όλη μου η ζωή και όλες μου οι ανάγκες -δεν θέλω να χρησιμοποιήσω τις γελοίες αυτές εκφράσεις «κοσμοθεωρία» κ.λ.π.- μέσα στη δουλειά μου. Εγώ δεν έχω καταφέρει να αποκτήσω κομματική ένταξη. Ανήκω βέβαια στο γενικότερο αυτό χώρο που θα μπορούσε να ονομαστεί «της Αριστεράς», αλλά όμως κομματική ένταξη δεν μπορώ να αποκτήσω, γιατί δεν μου κάνει κανένα απ' αυτά.

Ανώνυμος είπε...

Συμπληρώθηκαν είκοσι χρόνια από τον πρόωρο θάνατο του Γιώργου Ιωάννου, χαρισματικού αφηγητή στη ζωή και στα γραφτά του. Με πλούσιο και πολύπλευρο συγγραφικό έργο, στο κέντρο του οποίου δεσπόζει, ποσοτικά και ποιοτικά, η πεζογραφική του παραγωγή (αφηγήματα, δοκίμια, ημερολόγια, φυλλάδιο, συνεντεύξεις), διαβαθμισμένη στη δωδεκαετία 1964 - 1985. Προηγήθηκαν δύο ευαίσθητες ποιητικές καταθέσεις και μεσολάβησαν έγκυρες μεταφραστικές και συλλεκτικές αποτυπώσεις - λογοτεχνικές, φιλολογικές, ιστορικές και λαογραφικές. Ως φιλόλογος εξάλλου ο Ιωάννου δίδαξε για κάποια χρόνια στη Βεγγάζη και στην Κυνουρία. H γενέθλια ωστόσο Θεσσαλονίκη (της κατοχικής και μετακατοχικής κυρίως περιόδου) σφράγισε ανεξίτηλα τη ζωή και το έργο του. Δίκαιη και συγκινητική επομένως η πρωτοβουλία του «Κέδρου» να τιμήσει τη μνήμη του Γιώργου Ιωάννου με τριπλή εκδήλωση την περασμένη Τετάρτη στο φιλόξενο Μπενάκειο επί της Πειραιώς.

Κυκλοφορήθηκε τη μέρα εκείνη αφιερωτικός τόμος, που τον επιμελήθηκαν ο Νάσος Βαγενάς, ο Γιάννης Κοντός και η Νινέτα Μακρυνικόλα, υπό τον τίτλο «Με τον ρυθμό της ψυχής» (έκφραση αντλημένη από κείμενο του Ιωάννου). Στο έντυπο αυτό αφιέρωμα συνεισφέρουν είκοσι εννέα ποιητές, πεζογράφοι και δοκιμιογράφοι, μοιρασμένοι στα δύο: προηγούνται συνοπτικότερες αναφορές, φορτισμένες με έντονη προσωπική συγκίνηση· έπονται διεκταμένα δοκίμια, επικυρώνοντας τον ανεπιφύλακτο έπαινο. Το βράδυ εξάλλου της ίδιας μέρας, μίλησαν ένθερμα, μπροστά σε πυκνό ακροατήριο, για τον συγγραφέα και την τέχνη του ο Παναγιώτης Μουλάς, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης και ο Κωστής Γκιμοσούλης. Ενώ στην απέναντι αίθουσα του αμφιθεάτρου είχαν εκτεθεί έργα τριάντα δύο καλλιτεχνών - εικαστικά σήματα, εμπνευσμένα από το έργο και τη μορφή του Γιώργου Ιωάννου.

Είχαν, υποθέτω, τον λόγο τους οι επιμελητές του αφιερωτικού τόμου να με αποκλείσουν ευγενώς από τις συνεργατικές τους επιλογές. Προφανώς σεβάστηκαν το μένος του Ιωάννου για τις τέσσερις επιφυλακτικές επιφυλλίδες μου, που πρωτοδημοσιεύτηκαν στο «Βήμα», το καλοκαίρι του 1977. Μένος που προκάλεσε τότε την έκδοση του «Φυλλαδίου» και αποτυπώθηκε με ανυποχώρητη εμπάθεια στους θυσάνους του. Φαντάζομαι ωστόσο πως δικαιούμαι να μη συμμεριστώ, ύστερα μάλιστα από είκοσι οκτώ χρόνια, την έμπρακτη αυτή επιφύλαξη των επιμελητών του τόμου, που μαρτυρεί μια, βολική μάλλον, μέθοδο αποχής σε επίμαχες περιπτώσεις. Επειδή μάλιστα τα τεκμήρια της παραδειγματικής αυτής υπόθεσης τείνουν να ξεχαστούν και να εξαφανιστούν, προτίθεμαι να τα επαναφέρω, στο «Βήμα» πάλι, για επανάκριση, πιστεύοντας πως προσφέρω ωφέλιμη υπηρεσία στα ευάλωτα γράμματα και ήθη του τόπου μας. Προηγουμένως λίγες, βιογραφικού τύπου, αγνοούμενες λίγο - πολύ, πληροφορίες.

Γνώρισα τον Ιωάννου στη γενέθλια πόλη και συνδέθηκα φιλικά μαζί του μέσα στην Κατοχή - νωρίτερα από οποιονδήποτε συνεργάτη του αφιερωτικού τόμου. Δημοσίευσα την πρώτη, όσο ξέρω, επαινετική κριτική στη φιλολογική σελίδα της «Μεσημβρινής» για το εναρκτήριο αφηγηματικό του κατόρθωμα, το «Για ένα φιλότιμο». Οι επίμαχες επιφυλλίδες «Βήματος» (υπό τον τίτλο «Επαρχιακή Λογοτεχνία» και υπότιτλο «Ερωτήματα και Απορίες») αποτύπωσαν καλόπιστες εισηγήσεις που έγιναν στην καλλιτεχνική εταιρεία «Τέχνη» της Θεσσαλονίκης και αφορούσαν το εξελισσόμενο έργο του Ιωάννου. H προσωπική του αντίδραση (προφορική και γραπτή, βίαιη και εμπαθής) παρέμεινε εκ μέρους μου αναπάντητη. Οσο ξέρω, δεν υπήρξε, από τότε ως τώρα, άλλος δημόσιος κριτικός αντίλογος στις διακριτικές και συγκριτικές εκτιμήσεις μου.

Οι τέσσερις επίμαχες επιφυλλίδες τυπώθηκαν αυτολεξεί στον εξαντλημένο, εδώ και κάμποσα χρόνια, τόμο «Πίσω Μπρος» (εκδόσεις Στιγμή, 1986, σσ. 237- 259). Αισθάνομαι ότι θα ωφελούσε η, αποσπασματική κατ' ανάγκην, έντυπη επιστροφή τους, η οποία εγκαινιάζεται σήμερα με την τελευταία συμπερασματική παράγραφό τους, ως ειλικρινής αφιερωτική χειρονομία στη μνήμη του Γιώργου Ιωάννου.

«Τα τέσσερα αυτά κείμενα καθυστέρησαν κυρίως στην ύλη και στο είδος των επαρχιακών επιλογών του Γιώργου Ιωάννου με τρόπο που, ελπίζω, ο προσεκτικός αναγνώστης είχε κάθε στιγμή στα χέρια του λαβές, για να ανατρέψει τις δικές μου προτάσεις. Προσπάθησα ιδιαίτερα να διακρίνω υποθέσεις από συμπεράσματα. Και αν οι υποθέσεις υποχρεώνουν εφεξής τον αναγνώστη του Γ. Ιωάννου να τις λάβει υπόψη του, τα συμπεράσματά μου δεν θέλουν να εκβιάσουν κανέναν. Καθένας μπορεί να καταλήξει όπου και όπως θέλει, φτάνει να μη γυρεύει και την πίτα σωστή και τον σκύλο χορτάτο. Αυτό είναι όλο και αυτό είναι το μόνο που η δική μου δοκιμή και δοκιμασία προσέθεσε στον οικείο μου χώρο της επαρχίας, μέσα και έξω από τη λογοτεχνία».

Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ (ΤΟ ΒΗΜΑ, 19/3/2006)