Matthew Stradling (Ην. Βασίλειο)
Μου αρκούσε ν’ ανοίγω τις ντουλάπες και να ρουφάω τη μυρωδιά του ξύλου, να τραβάω τα συρτάρια και να νιώθω τα υφάσματα να γλιστρούν ανάμεσα στα χέρια μου, να μπαίνω στην γκαρνταρόμπα και να οσφραίνομαι τη μυρωδιά από το λίπος των παπουτσιών, που ήταν τοποθετημένα σε μια κατασκευή από υφασμάτινα ράφια που κρεμόταν στο πίσω μέρος της πόρτας. Έφτανε να κάνω κάτι απ’ όλα αυτά, ή συχνά να θυμηθώ και μόνο κάτι που είχε σχέση μ’ αυτά, για ν’ αναστατωθεί όλο μου το κορμί, από τις πατούσες, που γίνονταν καυτές σαν σίδερο σιδερώματος, μέχρι τις τρίχες της κεφαλής μου, που πετάγονταν όρθιες σαν τις τρίχες της οδοντόβουρτσας.
«Ήταν συναρπαστικό…»
Η Ντόρα με περιεργαζόταν με ενδιαφέρον. Συναρπαστικό; Ναι. Ίσως να μην υπήρχε καλύτερη λέξη. Ήταν «συναρπαστικό». Με το κεφάλι μισογυρισμένο, ώστε ν’ ακούσω αν κάποιος έμπαινε στο υπνοδωμάτιο, συνήθιζα να χαϊδεύω με τα χέρια μου τα υφάσματα, που δεν έμοιαζαν μ’ αυτά στα οποία ήμουν συνηθισμένος. Τα ρούχα της μητέρας ήταν τόσο μαλακά και γυαλιστερά, τόσο υπέροχα πολυτελή, που ήμουν πεπεισμένος ότι προέρχονταν από έναν καλύτερο και σαφώς διαφορετικό κόσμο. Όταν, για παράδειγμα, έβγαζα απ’ το συρτάρι ένα ζευγάρι μεταξωτές κάλτσες – ήταν τόσο ελαστικές που μπορούσες να τις τεντώσεις και μετά να τις αφήσεις, ώστε μ’ένα ελαφρύ τίναγμα να επανέλθουν, θυμίζοντας την κίνηση που κάνει το πτερύγιο του ψαριού στον αέρα – έβαζα μέσα τους το χέρι μου, τέντωνα τα δάχτυλα, μετά έκλεινα τη γροθιά μου και μετά τέντωνα και πάλι τα δάχτυλα. Μου φαινόταν ότι είχα αποκτήσει μια δεύτερη επιδερμίδα, θαυμαστή και ελαστική.
Άρης Φιορέτος: Η αλήθεια για τον Σάσα Κνις (Καστανιώτης)
Μου αρκούσε ν’ ανοίγω τις ντουλάπες και να ρουφάω τη μυρωδιά του ξύλου, να τραβάω τα συρτάρια και να νιώθω τα υφάσματα να γλιστρούν ανάμεσα στα χέρια μου, να μπαίνω στην γκαρνταρόμπα και να οσφραίνομαι τη μυρωδιά από το λίπος των παπουτσιών, που ήταν τοποθετημένα σε μια κατασκευή από υφασμάτινα ράφια που κρεμόταν στο πίσω μέρος της πόρτας. Έφτανε να κάνω κάτι απ’ όλα αυτά, ή συχνά να θυμηθώ και μόνο κάτι που είχε σχέση μ’ αυτά, για ν’ αναστατωθεί όλο μου το κορμί, από τις πατούσες, που γίνονταν καυτές σαν σίδερο σιδερώματος, μέχρι τις τρίχες της κεφαλής μου, που πετάγονταν όρθιες σαν τις τρίχες της οδοντόβουρτσας.
«Ήταν συναρπαστικό…»
Η Ντόρα με περιεργαζόταν με ενδιαφέρον. Συναρπαστικό; Ναι. Ίσως να μην υπήρχε καλύτερη λέξη. Ήταν «συναρπαστικό». Με το κεφάλι μισογυρισμένο, ώστε ν’ ακούσω αν κάποιος έμπαινε στο υπνοδωμάτιο, συνήθιζα να χαϊδεύω με τα χέρια μου τα υφάσματα, που δεν έμοιαζαν μ’ αυτά στα οποία ήμουν συνηθισμένος. Τα ρούχα της μητέρας ήταν τόσο μαλακά και γυαλιστερά, τόσο υπέροχα πολυτελή, που ήμουν πεπεισμένος ότι προέρχονταν από έναν καλύτερο και σαφώς διαφορετικό κόσμο. Όταν, για παράδειγμα, έβγαζα απ’ το συρτάρι ένα ζευγάρι μεταξωτές κάλτσες – ήταν τόσο ελαστικές που μπορούσες να τις τεντώσεις και μετά να τις αφήσεις, ώστε μ’ένα ελαφρύ τίναγμα να επανέλθουν, θυμίζοντας την κίνηση που κάνει το πτερύγιο του ψαριού στον αέρα – έβαζα μέσα τους το χέρι μου, τέντωνα τα δάχτυλα, μετά έκλεινα τη γροθιά μου και μετά τέντωνα και πάλι τα δάχτυλα. Μου φαινόταν ότι είχα αποκτήσει μια δεύτερη επιδερμίδα, θαυμαστή και ελαστική.
Άρης Φιορέτος: Η αλήθεια για τον Σάσα Κνις (Καστανιώτης)
1 σχόλιο:
«Το όνομά μου είναι Κνις, Σάσα Κνις, και πριν έξι μέρες η ζωή μου κυλούσε σε απόλυτη τάξη». Έτσι ξεκινά την αφήγησή του ο ήρωας αυτού του μυθιστορήματος, ο οποίος εργάζεται σε ένα θέατρο και έχει περίεργες σεξουαλικές συνήθειες. Μια νύχτα, συναντά την αινιγματική Ντόρα Βιλμς. Μια εβδομάδα αργότερα εκείνη βρίσκεται νεκρή και ο Κνις κατηγορείται για φόνο. Προσπαθώντας να αποδείξει την αθωότητά του, ο Κνις θα ανακαλύψει την ύπαρξη μιας επιστημονικής συνωμοσίας και θα βρεθεί μπλεγμένος σε μια ιστορία όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Πώς όμως μπορεί να αποδείξει κάτι που δεν συνέβη; Και τι τρέχει με το Ίδρυμα Σεξουαλικών ερευνών; Και γιατί είναι τόσο σημαντικό να έχει κανείς όρχεις;
Ένα «βιολογικό θρίλερ» που εκτυλίσσεται στο Βερολίνο της Δημοκρατίας της Βεϊμάρης και μιλάει για το λεγόμενο «σεξουαλικό ζήτημα», με έναν τρόπο έξυπνο, πρωτότυπο, συχνά ξεκαρδιστικό, που αφήνει τη φαντασία του αναγνώστη να καλπάσει σε συχνά άγνωστα γι' αυτόν μέρη.
www.kastaniotis.com
O 'Αρης Φιορέτος γεννήθηκε στο Γκέτεμποργκ το 1960 από πατέρα Έλληνα και μητέρα Αυστριακή. Στο σπίτι έμαθε πρώτα τα γερμανικά και ύστερα τα ελληνικά. Σπούδασε Ιστορία της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Γέιλ των ΗΠΑ και στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης. Εργάστηκε ως μεταφραστής, ως επιμελητής κειμένων και ως αρθρογράφος για διάφορα σουηδικά περιοδικά. Ως συγγραφέας έκανε την εμφάνισή του το 1991 με τα πεζοτράγουδα Delandets bok και τα δοκίμια Det kritiska ogonblicket: Holderlin, Benjamin, Celan. Ακολούθησαν τα δοκίμια Den grao boken (1994), En bok om fantomer (1996) και μια συλλογή από νουβέλες με τίτλο Vanitasrutinerna (1998). Στην Ελλάδα έχει μεταφραστεί το πρώτο του μυθιστόρημα Στοκχόλμη νουάρ (μτφρ. Γρηγόρης Κονδύλης, Eκδ. Καστανιώτη 2002). O Φιορέτος υπήρξε επίσης ένας από τους 13 συγγραφείς που συνέγραψαν το Global Novel (Eκδ. Καστανιώτη 2003).
www.arisfioretos.com
Δημοσίευση σχολίου