Γιάννης Τσαρούχης
(…) Το τρίτο στεφάνι, όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά, θεωρήθηκε σε γενικές γραμμές συνέχεια της ηθογραφίας και, ως εκ τούτου, υποτιμήθηκε ως λογοτενικό κείμενο, αν και ο ίδιος ο Ταχτσής αντέτεινε ότι το πεζογραφικό του έργο ερχόταν σε αντίθεση με την ηθογραφία ως τρόπο γραφής και την υπερέβαινε. Το τρίτο στεφάνι είναι παραπλανητικά ρεαλιστικό, αφού αξιοποιεί και ταυτόχρονα υπονομεύει τις συμβάσεις του ρεαλισμού, θολώνοντας την αντίθεση ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, στην αντικειμενικότητα και την υποκειμενικότητα. Πρόκειται, πράγματι, για ένα κείμενο-τραβεστί, το οποίο «σκηνοθετεί μια διαμάχη γύρω από τη λογοτεχνική αναπαράσταση των στερεοτύπων για τα δυο φύλα κάτω από το προσωπείο και το κοστούμι της ρεαλιστικής αντανάκλασης των στερεοτύπων αυτών». Η λογοτεχνική παρενδυσία (transvestism), η οποία, σύμφωνα με τον Cristopher Robinson, «αρνείται να αναγνωρίσει δυαδικές αντιθέσεις ανάμεσα στην αρσενική και τη θηλυκή ταυτότητα και ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία» αποτελεί, στην πραγματικότητα, υβριδοποίηση ρόλων, φύλων και ταυτοτήτων.
Δημήτρης Τζιόβας: Ο άλλος εαυτός. Ταυτότητα και κοινωνία στη νεοελληνική πεζογραφία (Πόλις)
(…) Το τρίτο στεφάνι, όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά, θεωρήθηκε σε γενικές γραμμές συνέχεια της ηθογραφίας και, ως εκ τούτου, υποτιμήθηκε ως λογοτενικό κείμενο, αν και ο ίδιος ο Ταχτσής αντέτεινε ότι το πεζογραφικό του έργο ερχόταν σε αντίθεση με την ηθογραφία ως τρόπο γραφής και την υπερέβαινε. Το τρίτο στεφάνι είναι παραπλανητικά ρεαλιστικό, αφού αξιοποιεί και ταυτόχρονα υπονομεύει τις συμβάσεις του ρεαλισμού, θολώνοντας την αντίθεση ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, στην αντικειμενικότητα και την υποκειμενικότητα. Πρόκειται, πράγματι, για ένα κείμενο-τραβεστί, το οποίο «σκηνοθετεί μια διαμάχη γύρω από τη λογοτεχνική αναπαράσταση των στερεοτύπων για τα δυο φύλα κάτω από το προσωπείο και το κοστούμι της ρεαλιστικής αντανάκλασης των στερεοτύπων αυτών». Η λογοτεχνική παρενδυσία (transvestism), η οποία, σύμφωνα με τον Cristopher Robinson, «αρνείται να αναγνωρίσει δυαδικές αντιθέσεις ανάμεσα στην αρσενική και τη θηλυκή ταυτότητα και ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία» αποτελεί, στην πραγματικότητα, υβριδοποίηση ρόλων, φύλων και ταυτοτήτων.
Δημήτρης Τζιόβας: Ο άλλος εαυτός. Ταυτότητα και κοινωνία στη νεοελληνική πεζογραφία (Πόλις)
1 σχόλιο:
Οι περιπέτειες του παράταιρου εαυτού
Γράφει ο Δημήτρης Παπανικολάου (TA NEA, 2/2/2008)
ΚΑΙ ΞΑΦΝΙΚΑ, ΜΕΣ ΣΤΟ ΕΙΔΥΛΛΙΑΚΟ ΤΟΠΙΟ ΚΑΙ
ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΕΥΚΟΣΜΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΤΟΥ 1903, ΜΙΑ ΣΥΜΠΑΘΗΤΙΚΗ ΓΡΙΟΥΛΑ,
ΗΘΗ, ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑ, ΕΘΙΜΑ ΚΑΙ ΤΣΕΜΠΕΡΙ,
ΤΑ ΠΑΙΡΝΕΙ ΣΤΟ ΚΡΑΝΙΟ. ΚΙ ΑΡΧΙΖΕΙ, ΜΕ
ΣΧΕΤΙΚΗ ΜΕΝ ΨΥΧΡΑΙΜΙΑ, ΠΛΗΝ ΟΜΩΣ ΑΨΟΓΗ
ΤΕΧΝΙΚΗ, ΝΑ ΜΟΝΟΛΟΓΕΙ ΚΑΘΩΣ ΣΚΟΤΩΝΕΙ
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ, ΤΟ ΕΝΑ ΜΕΤΑ
ΤΟ ΑΛΛΟ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΟΣΤΟΥΝ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ
ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΕΡΑΣΕΙ Η ΙΔΙΑ
Τι τρέχει; Από πού ξεπηδάει, έτσι ξαφνικά, αυτή η γυναίκα, αυτή η φωνή; Από πού στάζει αυτός ο παράταιρος εαυτός, ταράζοντας τα αφηγηματικά νερά της παραδοσιακής ελληνικής συλλογικότητας; Οι κριτικοί δεν έχουν καταλήξει αν ο Παπαδιαμάντης είναι με τη «Φόνισσα», για την οποία και ο λόγος, ή εναντίον της. Είναι η διαβόητη Φραγκογιαννού ένας σκοτεινός, εωσφορικός χαρακτήρας ή μια κοινωνική επαναστάτρια και πρώιμη υπέρμαχος της χειραφέτησης των γυναικών; Στο τελευταίο βιβλίο του, που κυκλοφορεί τώρα και στα ελληνικά, ο Δημήτρης Τζιόβας μεταθέτει ευφυώς το ερώτημα σε άλλον άξονα: η Φόνισσα, υποστηρίζει, είναι ένα από τα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας που δείχνουν την πολύπλοκη σχέση που το εγώ αναπτύσσει με τον περίγυρό του- τους άλλους, την κοινότητα, την κοινωνία. Η Φόνισσαουσιαστικά αφηγείται τη σταδιακή αυτονόμηση του εσωτερικού κόσμου της ηρωίδας, την «επανεξέταση και ανασυγκρότηση της ίδιας ως υποκειμένου και του τρόπου με τον οποίο καθορίζεται από το κοινωνικό της περιβάλλον». Η Φραγκογιαννού δολοφονεί, βεβαίως, τα μικρά κορίτσια εξαιτίας της κοινωνικής πίεσης που ασκείται πάνω της, αλλά κάτι τέτοιο συμβαίνει ακριβώς τη στιγμή που αποκτά ατομική συνείδηση, που διεκδικεί την ατομικότητά της, και από αυτή τη θέση επαναστατεί. Έτσι διαβασμένη, η Φόνισσα φαίνεται «περισσότερο ένα δράμα της ατομικής συνείδησης που παλεύει με τον εαυτό της και τον εξωτερικό κόσμο, παρά ένα κοινωνικό δράμα».
Διαβάζοντας κείμενα που, όπως η Φόνισσα, στέκονται στο μεταίχμιο, κυρίως ως προς τον τρόπο και το είδος γραφής, Ο άλλος εαυτός μιλάει για τις περιπέτειες της ανάδυσης της ατομικότητας στην ελληνική κοινωνία. Το κλασικό επιχείρημα σε κάθε τέτοια συζήτηση είναι ότι η νεοελληνική κοινωνία και κουλτούρα συντηρεί μια αίσθηση κοινότητας και συλλογικότητας πολύ πιο έντονη από αυτή που μπορεί κανείς να βρει στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Συνδέουμε τον ατομικισμό με τη Δύση και θεωρούμε ότι έρχεται στην Ελλάδα αργά, και πάντα αποσπασματικά. Στη νεοελληνική λογοτεχνία, εκτός από κάποια ρομαντικά ξεσπάσματα του 19ου αιώνα, βλέπουμε ότι, ιδίως από το 1880 και μετά, επικρατεί μια έμφαση στο συλλογικό υποκείμενο, την παράδοση και την ομαδικότητα, μια επιμονή στην κοινότητα και το έθνος, εις βάρος της ατομικότητας, της ατομικής απελευθέρωσης, της υποκειμενικής έκφρασης. Ακόμα και όταν ο ατομικισμός ερχόταν ως επιρροή μαζί με τα λογοτεχνικά ρεύματα από την Ευρώπη και την εξέλιξη της σύγχρονης ζωής, αναχαιτιζόταν στην ελληνική πεζογραφία κάτω από την πίεση της ανάγκης για εθνική αλληγορία, ιστορική μαρτυρία και αργότερα κοινωνική (ιδεολογικά φορτισμένη) καταγγελία. Το σύγχρονο μυθιστόρημα, τέκνο του δυτικού ορθολογισμού και διαμορφωτής της σύγχρονης υποκειμενικότητας, είχε ως εκ τούτου μια περίεργη ιστορία στη χώρα μας. Παλαιότεροι πεζογράφοι που προσπάθησαν να εκφράσουν τις περιπέτειες της ατομικής συνείδησης, κυρίως στο πλαίσιο του μοντερνισμού (Αξιώτη, Σκαρίμπας, Πεντζίκης, Καχτίτσης), είχαν στην εποχή τους αντιμετωπιστεί συγκρατημένα και δεν είναι τυχαίο ότι ανακαλύπτονται ξανά σήμερα. Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα η έμφαση στο συλλογικό φαίνεται να υποχωρεί και διακρίνουμε πλέον την άνοδο ενός «ατομικού οράματος» στην πεζογραφία και την ποίηση, που πολλοί συνδέουν και με το μεταμοντερνισμό.
ΚΡΙΣΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ, ΝΕΥΡΩΣΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ
Καθώς συστηματοποιεί και αναλύει τη μετάβαση από τη συλλογικότητα στην ατομικότητα, ο Τζιόβας προχωρεί το σχήμα παραπέρα. Αν κοιτάξουμε τα κείμενα καλύτερα, λέει, βλέπουμε ότι η διάκριση ατομικό- κοινωνικό είναι πάντα πιο πολύπλοκη από όσο νομίζουμε. Πάρτε για παράδειγμα το μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ο Πολυπαθής (1839). Το βλέπουμε σαν ένα από αυτά τα πρώιμα ξεσπάσματα ρομαντικής ατομικότητας, καθώς περιγράφει την πικαρική περιπλάνηση του κεντρικού ήρωα, που ξεκινάει από την Κωνσταντινούπολη για να φτάσει, μέσω Βουκουρεστίου, Λονδίνου, Ρώμης και Παρισιού, στην Αθήνα. Εν τούτοις, διαβάζοντας προσεκτικότερα, μπορούμε να δούμε την περιπλάνηση αυτή ως μια εθνική αλληγορία με διδακτικό χαρακτήρα. Από την άλλη, η νουβέλα Βασίλης ο Αρβανίτης (1934/1944) του Μυριβήλη θεωρείται η εξύψωση ενός συλλογικού ήρωα όμοιου με αυτούς των δημοτικών τραγουδιών: αν την ξαναδιαβάσουμε όμως με ψυχαναλυτικό οπλοστάσιο, αναδύεται από αυτήν ένας «ήρωας χωρίς αιτία» που υφίσταται κρίση ταυτότητας. Και ανάποδα: μυθιστορήματα όπως η Αρχαία Σκουριά (1979) της Μάρως Δούκα και η Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα (1987) της Άλκης Ζέη, τα οποία διαβάζονται συνήθως ως αφηγήσεις χειραφέτησης της γυναικείας υποκειμενικότητας, εκφράζουν παράλληλα τη διάθεση να αναδιαπραγματευθούν τη σχέση με το πολιτικό και το συλλογικό.
Το Εγώ, λοιπόν, βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με το περιβάλλον του και η λογοτεχνία αγωνίζεται να δείξει αυτό το πάρε- δώσε, που κάποτε γίνεται τόσο έντονο ώστε να προκαλεί παροξυσμό ( Καπετάν Μιχάλης: « εγώ είμαι η Κρήτη») και άλλοτε φτάνει να δείχνει πόσο όλα είναι ρευστά: δείτε το Τρίτο Στεφάνι του Ταχτσή, όπου γιαγιά-Εκάβη μάνα-Νίνα, τσούκου τσούκου κουτσομπολιό, νεύρωση και υστερία, ξαναγράφουν την Ιστορία.
Κριτικές προκλήσεις
Γνωστός για τον πολυσυλλεκτικό τρόπο με τον οποίο εισήγαγε τη λογοτεχνική θεωρία στη νεοελληνική φιλολογία, ο Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Μπέρμιγχαμ Βρετανίας. Οι εργασίες του τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να ανασυνθέσουν μεγάλα σχήματα, μακρές περιόδους και κινήσεις, ενώ παράλληλα βασίζονται σε εξαντλητική, θεωρητικά πληροφορημένη, ανάλυση συγκεκριμένων κειμένων. Η κριτική του, επιμένει, είναι και αυτή μέρος της εποχής της- τα σχήματα που προτείνει πρέπει να ιδωθούν ως δοκιμές και προτάσεις μάλλον, παρά ως απόπειρα αποκάλυψης της αλήθειας. Ο « Άλλος εαυτός», που κυκλοφόρησε στα αγγλικά το 2003 και κυκλοφορεί τώρα στα ελληνικά σε υποδειγματική μετάφραση και επιμέλεια, δείχνει- εκτός των άλλων - και ότι στο εξωτερικό η μελέτη της ελληνικής λογοτεχνίας δεν είναι δεδομένη (δεν μπορεί δηλαδή τα κείμενα να συζητιούνται «απλώς επειδή είναι λογοτεχνικώς σημαντικά»), αλλά πρέπει να κατακτιέται κάθε φορά και να συνδέεται με ευρύτερες και ριζοσπαστικότερες συζητήσεις.
Ο Δημήτρης Παπανικολάου είναι λέκτορας Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης
Δημοσίευση σχολίου