Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 11, 2008

No 547

Image Hosted by ImageShack.usRigel Herrera Bracho (Μεξικό)

Γλυκιά Ερανώ

- Γλυκιά Ερανώ, τα χάδια μου τ' αρνήθηκες,
και τόσες άλλες μάταια σε ποθούνε.
Στ΄ αντρίκια τ' αγκαλιάσματα μη γύρισες;
Οι φιλενάδες σου έχουν να το πούνε.
Ποιος τάχα να σε χαίρετ' αγαπητικιά;
πες μου, Ερανώ. Γιατί σε είδα ψες αργά
σ' απόκρυφο περιβόλι, μοναχή
ν΄ αποτραβιέσαι.
- Μην πλανιέσαι,
κι έλα, ω Ξανθώ, σιμά μου να σου πω
κάτι παράξενο. Μα κράτα το για σένα.
Αγάπησα και χαίρουμαι την ίδια εμένα! (...)

Μυρτιώτισσα: Μυρτιώτισσα. Μια παρουσίαση από τον Γιώργο Μπαλούρδο (Γαβριηλίδης)

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Απόψε στο περβόλι μου το μαγικό
θα σε τραβήξω αγαπημένη,
κάτω απ’ τη γέρική μου Ιτιά,
κι εκεί σιγά σιγά,
στην αγκαλιά μου ακουμπισμένη,
όσο η Σελήνη θ’ ανεβαίνει,
χλωμότερη κι από γυναίκα πεθαμένη,
σιγά σιγά, ψιθυριστά,
θα σου ιστορήσω ένα ένα
τα θλιβερά μου μυστικά...


* *

Μυριέλα - Μοιρίτα

Ω εσείς αγέρινες μορφές!
που εμπρός μου σταματήσατε μια μέρα
χεροπιασμένες, ω αδερφές!
αγάπες μου, Μοιρίτα και Μυριέλα.

Γεμάτες καλοσύνη ευγενικιά
εσκύψατε απάνω απ’ την καρδιά μου.
Μυριέλα, πως με κοίταζες δειλά!
Μοιρίτα, πως εδάκρυζες, γλυκιά μου!

Κι εγώ που συνηθίζω να κρατώ
το θησαυρό του πόνου μου για μένα,
εγώ που πάντα μόνη περπατώ
με τα ονείρατά μου τα σβησμένα,

ξεχάστηκα μπροστά σας και ξεσπώ
σ’ ένα βαρύ κι αρρωστημένο θρήνο,
που λιώνει της ψυχής σας τον ανθό
σαν η βροχή το νιόβγαλτο το κρίνο.

* *

Μυτιλήνη
συλλογή: Τα Δώρα της Αγάπης

Ο ύπνος πόσο ανάλαφρος εδώ, το καλοκαίρι,
πόσο θε να ’ναι ολόγλυκες κι οι νύχτες του χειμώνα,
όταν το σκέπει το νησί κάποιου θεού το χέρι,
κι απ’ τα βουνά ξεχύνεται, κι από τον ελαιώνα,
σαν όνειρο παρηγοριάς, το “Εγώ καθεύδω μόνα”,
το Σάπφικο παράπονο που ζει μέσα στ’ αγέρι!...

*

Ω, πως τα κλαίω
συλλογή: Τα Δώρα της Αγάπης

Ω! πως τα κλαίω τα χρόνια μου όλα εκείνα
οπού μου τα ’χει ο χρόνος μαραζώσει,
σαν ο βοριάς τ’ αδύναμα τα κρίνα!
Ω! πως τα κλαίω τα χρόνια μου όλα εκείνα,
που σα χλωμές λαμπάδες έχουν λιώσει!

Πρέπει η ζωή, για πάντα πριν μ’ αφήσει,
κάποιο καλό μεγάλο να μου δώσει,
τρανή κάποια χαρά να μου δωρίσει!
Το σώμα μου, η ψυχή προτού τ’ αφήσει,
μια ανώτερη ηδονή πρέπει να νιώσει.

Ω ηδονή της ηδονής! τα χέρια
σε σένανε τρεμάμενα τ’ απλώνω
σα δυο λαχταρισμένα περιστέρια.
Θα σου δωθώ με την ψυχή μου ακέρια
κι υποταγμένη στο δικό σου νόμο.

Την άγονη οδύνη, την ανία,
την κρύα τη λογική την απαρνιέμαι.
θέλω να ταξιδέψω με τα πλοία
των πόθων, και γαλήνη ή τρικυμία,
στο πέλαγό σου αιώνια να πλανιέμαι!

* *

Στην Ε. Κ.

...Τι να σου πω, χρυσή, καλή,
και τόσο, τόσο αισθαντικιά;
Ασ’ την ψυχή μου να μιλεί
με τη μεγάλη σου καρδιά.

Θα ’χουμε κάπου ανταμωθεί
-πότε και πως, δεν ξέρω πια-
και σου ’χω κάτι διηγηθεί,
που εσύ θα το ’νιωσες βαθιά.

Μα τώρα ζω με τη σιωπή
την τόσο, τόσο ευγενικιά…
Ασ’ την ψυχή μου να μιλεί
με τη μεγάλη σου καρδιά!


- από τον ιστότοπο για την Μυρτιώτισσα, του Λάκη Φουρουκλά. -

Τα σχόλια που ακολουθούν είναι από τις ίδιες ιστοσελίδες.

Ανώνυμος είπε...

αυτοβιογραφικό σημείωμα:

Δεν ήμουνα καθόλου ευτυχισμένο παιδί, μήτε κι ύστερα στα πρώτα νιάτα μου. Φαινόμουν ήρεμη, λιγομίλητη κι υποταγμένη, ποτέ δε σήκωνα κεφάλι. Ωστόσο η καρδιά μου βρισκόταν σ’ αιώνια αναταραχή. Πολύ συχνά αποτραβιόμουν σε μιαν απόμερη γωνιά κι έκλαιγα δίχως να ξέρω το γιατί. Ο πατέρας μας, άνθρωπος πνευματικός με άπειρες γνώσεις, είχε αφοσιωθεί στη μεγάλη μας αδερφή, τη δίδασκε μαζί με τον αδερφό μας και τους μιλούσε για ένα σωρό ωραία πράγματα.

Εγώ δε λάβαινα μέρος σ’ αυτή την πνευματική πανδαισία, γιατί ήμουνα ως φαίνεται πολύ μικρή ακόμα για να τα καταλαβαίνω όλα εκείνα. Μα και τα λίγα που άκουγα που και που από μακριά, δίχως καλά να τα νιώθω, πρόσθεταν μιαν ανησυχία στην πρόωρα πονεμένη μου ψυχή. Κι έτσι μεγάλωνα δίχως χαρά. Κείνη την ξεγνοιασιά των παιδικών χρόνων πολύ λίγο τη χάρηκα. Μόνο σαν πήγαμε στην Κρήτη όπου διορίστηκε ο πατέρας μας γενικός πρόξενος της Ελλάδας, πέρασα δυο χρόνια μια ζωή χαρούμενη κι ελεύθερη μέσα στη φύση. Εκείνη την ευτυχισμένη εποχή ζωγραφίζει το ποίημά μου “Η Συκιά”.

Μεγάλωνα λοιπόν δίχως ν’ αλλάζει μέσα μου τίποτα. Σκυθρωπή, αμίλητη, δυσάρεστη.

[....] Λάβαινα μέρος εδώ κι εκεί σε κάτι ερασιτεχνικές παραστάσεις αρχαίων δραμάτων κι αργότερα πάλι σε καλύτερο και καλλιτεχνικότερο επίπεδο με τον καταπληχτικό Χρηστομάνο. Λέγανε πως είχα ταλέντο, μα δε μ’ άφησαν να το καλλιεργήσω. Έπειτα βιαστικά, σα να με είχαν πάρει τα χρόνια, με πάντρεψαν.

Η συκιά

Στις ώρες τις σκοταδερές που η σκέψη μου βαραίνει
και η ψυχή μου ανήμπορη λίγη δροσιά ζητάει,
η θύμηση, στα μαγικά τα δίχτυά της με δένει
και πίσω στα παιδιάτικα τα χρόνια μου με πάει.

Και να! της Κρήτης τα βουνά και τα πλατιά χωράφια,
το σπίτι και οι βαθύσκιωτες τριγύρω καστανιές,
των λεϊμονιών και των μηλιών χυμένα τα χρυσάφια,
το περιβόλι το παλιό, και, ω τρέλα! οι ζαφορές.

Τα δυο τ’ αδέρφια μου μαζί, πότε με τα βιβλία,
πότε με τα παιγνίδια τους περνούσαν τον καιρό.
Εγώ, δεν είχα παρά μια μονάχα επιθυμία:
έξω να τρέχω αδιάκοπα προς ό,τι φωτεινό!

Και σμίγοντας με την τρελή του χωραφιού κατσίκα,
αντίς να παίζω σαν παιδί με τ’ άλλα τα παιδιά,
σε μια συκιά σκαρφάλωνα και τρώγοντας τα σύκα
πολλές φορές κουβέντιαζα με τα μικρά πουλιά.

Κι αυτά, που με γνωρίζανε, στα χέρια, στα μαλλιά μου
κελαηδιστά τρυπώνανε. κι ένιωθα μια χαρά
σα να χτυπούσανε πολλές καρδιές μες στην καρδιά μου
κι έλεα πως είμαι των δεντρώ και των πουλιώ η Κυρά!

Μα ο κυνηγός που διάβαινεν απόξω απ’ το περβόλι
τα γλυκοκελαηδίσματα γρικώντας μιαν αυγή,
σημάδεψε και φύτεψε θανατερό ένα βόλι
σ’ ένα πουλάκι, κι έγειρε χάμου νεκρό στη γη.

Ω θάνατε πολύτροπε! πολύξερε τεχνίτη!
Εμένα δε με πρόσεξες. κι ωστόσο ήμουν κι εγώ
σα μιαν αέρινη ψυχή και σαν από φτερό…
Να μοιραστώ δε μου ’πρεπε την τύχη ενός σπουργίτη;

Mυρτιώτισσα

Ανώνυμος είπε...

Μυρτιώτισσα: Κ. Π. Καβάφης - Μια εντύπωση

Έτυχε κάποτε να βρεθώ στην Αίγυπτο για λίγες μέρες, στην Αλεξάνδρεια. Η Αλεξάνδρεια είναι μια πόλη που ή τη βαριέσαι απ’ τη δεύτερη μέρα ή τη συνηθίζεις αμέσως και δε θέλεις να φύγεις πια. Εγώ δεν μπόρεσα να τη συνηθίσω. Έτσι πολυθόρυβη που είναι, και τόσο πεζή, μου ’κανε την εντύπωση γυναίκας που μιλεί δυνατά και φορεί πλούσια και φανταχτερά φορέματα. Η ανία με είχε κιόλας κυριέψει, όταν θυμήθηκα τα λόγια του φίλου μου Πορφύρα: “Σαν πας εκεί κάτω πήγαινε να δεις τον ποιητή Καβάφη. Είμαι βέβαιος πως αξίζει τον κόπο να κάνει κανείς το ταξίδι αυτό μόνο και μόνο για να τον γνωρίσει”. Εζήτησα λοιπόν να με πάνε και να με συστήσουνε. Ο Καβάφης δε δέχεται με πολλή ευχαρίστηση τους ξένους, μου είχαν πει, κι γι’ αυτό επήγαινα με κάποιο φόβο. Ωστόσο με δέχτηκε μ’ αρκετή εγκαρδιότητα. Με την ευγενικότατη φωνή του, στην οποία διακρίνεται καθαρά ένας ξένικος τόνος -Θεός φυλάξει να του πεις!- με παρακάλεσε να καθίσω σ’ ένα χαμηλό κάθισμα που βρίσκονταν μπροστά μου, μέσα στο μισοσκότεινο σαλονάκι. Ως είμαι απ’ το φυσικό μου δειλή μπροστά στους ανθρώπους που πρωτογνωρίζω, εκάθισα και πολύ λίγο του μιλούσα. Αυτό φαίνεται να τον ευχαρίστησε γιατί άρχισε να μου μιλεί περσότερο εκείνος και διέταξε σε λίγο τον αράπη του τον Άχμετ να φέρει whisky και μεζέδες. Σε λίγο συνήθισαν και τα μάτια μου στο λίγο φως της κάμαρας και μπόρεσα να τον κοιτάξω προσεχτικά καθώς μιλούσε πίνοντας. Είναι αδύνατος, χλωμός, με μαλλιά γκρίζα και πυκνά, πολύ πυκνά. Μα εκείνο που σου κρατά την προσοχή σου όλη είναι τα μάτια του, τα δυο παμμέγιστα, παράξενα, αινιγματικά του μάτια. Δυο τέτοια μάτια κανείς μας ποτέ δε θα τα ιδεί σ’ άλλον άνθρωπο, απλούστατα γιατί δεν είναι μάτια σημερινού ανθρώπου. Είναι μάτια που έρχονται από πολύ μακριά, από τα βάθη των αιώνων, και κρατούνε μέσα τους το μυστήριο μιας άλλης ζωής άγνωστης σ’ εμάς. Η φωνή του, όσο την άκουγα, μου φαίνονταν κι αυτή σα να ερχότανε από μακριά, και ο ίδιος, καθώς είχε τώρα αποτραβηχτεί σε μια σκοτεινή γωνιά, και μιλούσε για τέχνη -σ’ εμάς; ή στον εαυτό του;- έμοιαζε πλάσμα εξωτικό, που ζούσε σ’ άλλη από μας ατμόσφαιρα, που έπρεπε να τ’ ακούς και να το βλέπεις από μακριά, και να μη παραξενευτείς καθόλου αν άξαφνα το δεις να χαθεί ολότελα από μπροστά σου και να σωπάσει. Η ομιλία του είναι γοητευτική. Τα πιο γνωστά πράγματα ξέρει να σ’ τα παρουσιάζει σαν καινούρια, έτσι καθώς τα ντύνει με της τέχνης του την ωραιότητα. Στα πάντα βάζει τη σφραγίδα του, τα δωμάτια, τα έπιπλα, τα παλιά αγάλματα, τα σπάνια βάζα, το καθετί που τον τριγυρίζει είναι αρμονισμένο με τη φυσιογνωμία της Τέχνης του. Έτσι κι η ποιητική του τέχνη είναι τόσο δική του, τόσο Καβαφική, που καταντά αδύνατο να τη μιμηθεί κανείς έστω κι από μακριά χωρίς να πέσει στο γελοίο. Γιατί για να γράψεις σαν τον Καβάφη, πρέπει και να είσαι Καβάφης. Αλλιώς δε γίνεται. Είν’ εύκολο αυτό; Όχι βέβαια. Είναι μάλιστα αδύνατο κατά τη γνώμη μου, και κάθε προσπάθεια θα ήταν μάταιη και προσποιητή.

Ξέροντας πως ζω στην Αθήνα, ο ποιητής μου μίλησε για όλους σχεδόν τους ποιητές μας. Δείχνει σεβασμό για το έργο του Παλαμά, εκτίμηση για τον Ξενόπουλο που τον γνώρισε κάποτε, ενδιαφέρον για τον Πορφύρα. Προσέχει και ζυγιάζει πολύ τα λόγια του, μην ξέροντας τι φρονεί ο ξένος του, ποιους συμπαθεί και ποιους όχι. Φοβάται μη σε θίξει στο παραμικρό. Είναι ο πιο πολιτισμένος Έλληνας που γνώρισα. Η ειρωνεία -η ρωμαίικη ειρωνεία- η πότε λεπτή, πότε σκληρή, και συχνά χυδαία και βάναυση, είναι για τον Καβάφη τέλεια άγνωστη. Ο Καβάφης δε θα μπορούσε να σταθεί στη σημερινή Ελλάδα, και γι’ αυτό κάνει σοφά που μένει μακριά της. “Το ξέρω πως δεν είναι ωραία εδώ που μένω”, μου είπε, “γι’ αυτό ζω κλεισμένος σ’ αυτό το σπίτι, μόνος με τα βιβλία μου. Δεν είμαι όμως ακόμα τέλειος ερημίτης. Σα βραδιάζει μ’ αρέσει ν’ ακούω την πόρτα μου να χτυπά. Είναι μια αδυναμία που πρέπει να την υπερνικήσω”.

Όταν έφυγα, κατεβαίνοντας τη μαρμαρένια σκάλα του σπιτιού, είπα στον Πάργα που με συνόδευε, και που γύρευε να μάθει τις εντυπώσεις μου: “Δεν ξέρω γιατί, δεν είμαι βέβαιη, αν αυτόν τον άνθρωπο τον άκουσα και τον είδα πραγματικά. Είστε βέβαιος πως μπορούμε να τον ξαναδούμε;” Αυτός γελούσε και μ’ εβεβαίωνε πως θα τον ξαναϊδώ. Βγήκαμε έξω. Ο θόρυβος της πολιτείας μου φάνηκε ακόμα πιο ανυπόφορος, και τα ξεφωνητά των αραπάδων αποτρόπαια. Τράβηξα προς το ξενοδοχείο. Και η μορφή του Ποιητή μ’ ακολουθούσε. Σα βρέθηκα μόνη σκέφτηκα: Βέβαια, όλοι σχεδόν το βλέπουμε, πως η ζωή είναι άσκημη, και όμως τη ζούμε και τρεφόμαστε απ’ την ασκήμια της καθημερνά. Αυτός κατάφερε να ξεφύγει απ’ τη ρουτίνα της. Εγκαίρως κάρφωσε τα ερευνητικά του μάτια γύρω της γύρω στον Έρωτα και σαν τα βρήκε όλα τόσο άσκημα, πολύ φοβήθηκε. Υπερήφανος, δε δέχτηκε ν’ αυτοχτονήσει. Οπλίστηκε με τεράστια θέληση, κλείστηκε μέσα στο σπίτι του, και φρουρός άγρυπνος του εαυτού του, έκανε την Τέχνη του ζωή.

. . . . . . . . . . . . . . . .

Εδώ και λίγον καιρό δημιουργήθηκε κάποιος θόρυβος γύρω στον αθόρυβο ποιητή. Κάποιος, λέει, μίλησε δημόσια υβριστικά για τον Καβάφη, για τη ζωή, για το έργο του, δεν ξέρω καλά καλά. Δε φρόντισα να μάθω γιατί είμαι βέβαιη πως θα ’ναι κάποια κακοήθεια. Δε φρόντισα να μάθω τα καθέκαστα, μα ο Ποιητής εκείνη τη μέρα ήρθε και στάθηκε και πάλι μπροστά μου με τα παράξενα αινιγματικά του μάτια που έρχονται απ’ τα βάθη των αιώνων. Τον είδα τριγυρισμένον από τους φίλους του μέσα στο βάθος του μισοσκότεινου σαλονιού, κάτω απ’ το μυστηριώδικο φως μιας κρεμαστής καντήλας. Το πρόσωπό του έδειχνε μια κάποια ψυχική κούραση. Ωστόσο ρωτούσε όλους και απαντούσε, και απορούσε, προ πάντων απορούσε! “Τι λες, Μαλάνο, γι’ όλ’ αυτά; κι εσύ, Αλιθέρση αγαπητέ; Αυτός ο Κύριος, πως λέγεται; Λαγουδάκης, νομίζω… Δεν ξέρω τι να υποθέσω. Απ’ την Αθήνα μου γράφουν, κοίταξε, Πάργα, φίλε μου, πόση συμπάθεια με δείχνουν οι καλοί Αθηναίοι… δεν ξέρω αλήθεια πως θα μπορέσω… διάβασε, διάβασε”.

Είναι αργά και οι φίλοι του φεύγουν. Η πόρτα κλείνει, και ο Ποιητής βρίσκεται πάλι μόνος. Τα μάτια του, τα πριν θολά, έχουν τώρα μια κρυφή λάμψη. Επιτέλους είναι μόνος και θα τα ξεχάσει όλα. Αυτή η ιστορία τον ενόχλησε περσότερο απ’ όσο υποπτεύουνταν οι φίλοι του. Κάτι απ’ τη χυδαιότητα και την πεζότητα της καθημερινής ζωής μπήκε μ’ αυτήν στο σπίτι του. Πρέπει να την ξεχάσει. Ξαπλώνεται στο χαμηλό αιγυπτιακό του ντιβάνι και διαβάζει, διαβάζει δυνατά, τι; ίσως κάποια μεσαιωνική ιστορία. Απ’ τα θαμπά τζάμια του παραθυριού το φεγγαρίσιο φως αργογλιστράσει στην κάμαρα. Είναι το μόνο φως που ο ποιητής αφήνει ελεύθερα να τον επισκέπτεται. Σε λίγο αδερφώνεται με το φως των καντηλιών και των κεριών. Όλα τριγύρω είναι σιωπηλά, ιερά και μυστηριώδη. Οι σκιές της Αγάπης δε θ’ αργήσουν να ’ρθουνε...

* *

Κωνσταντίνος Καβάφης

Αδύνατο να φανταστώ Καβάφη
έξω απ’ την Αλεξάντρεια, και πάλι
χωρίς Καβάφη τι είν’ η Αλεξάντρεια;
Αυτά σκεφτόμουν ύστερ’ από χρόνια,
σα βρέθηκα ξανά σ’ αυτή τη χώρα.
Αν κι είχε από καιρό πεθάνει, ωστόσο
δεν πήγα να τον βρω στο κοιμητήρι,
μα κίνησα ένα δείλι μοναχή μου
στο σπίτι του να πάω, ωσάν και τότες,
τι ελόγιαζα πως κάτι θ’ απομείνει,
κάτι απ’ αυτόν, κάποιο δικό του αχνάρι,
κάτι απ’ το χέρι που άνοιγε την πόρτα…
Και κίνησα ένα δείλι μοναχή μου
μ’ άλικα τριαντάφυλλα στο χέρι.
Η θύρα που ήταν άλλοτες δικιά του
να την! κλειστή για μένα, δε θ’ ανοίξει,
μ’ εφτά σφραγίδες είναι σφραγισμένη
και δίπλα της μια πλάκα εντοιχισμένη,
με τ’ όνομά του: “Ο ποιητής Καβάφης
εδώ καθόταν…” Πως! σ’ αυτόν τον τάφο;
Ω ποιητή! με τα πελώρια τα μάτια,
μυστηριακά, βυζαντινά, όλο φλόγα,
που ’ν’ το ζεστό σου σπιτικό, και τα κεριά σου
που με το φως τους τ’ αμυδρό μας γοητεύαν;
Που ’ν’ τ’ ανεχτίμητα χαλιά τα πατρικά σου
και τα παλιά τα μόμπιλα της Πόλης;
Και των βιβλίων σου που ’ναι ο θησαυρός
με τις περγαμηνές στα εβένινα ράφια;
Τ’ αρώματα απ’ το σάνταλο κι ο Άχμετ
που σιωπηλά μας κέρναγε ολοένα,
κι ολονυχτίς μας κράταες με το λόγο
και το πιοτό, σε μιαν ουράνια μέθη
πνευματική, που δεν εματαστάθη;
Και τώρα είσαι ένα τίποτα όπως δείχνει
τούτη η κλειστή κι αραχνιασμένη θύρα
κι η πλάκα η παγερή με τ’ όνομά σου.
Μονάχα ο Ποιητής υπάρχει τώρα.
Μα ωστόσο εγώ τα ρόδα μου έχω φέρει
για σένανε, που ζεις μες στην καρδιά μου,
κι ένα προς ένα τα τώρα τα σκορπίζω
με δάκρυα εδώ στην έρμη ετούτη πέτρα,
που άλλοτες του σπιτιού σου ήταν κατώφλι...

Mυρτιώτισσα

Ανώνυμος είπε...

Mυρτιώτισσα: Εύα Σικελιανού

Το μεγαλύτερο γεγονός του καιρού μας μου φαίνεται ότι θα είναι οι γιορτές που θα γίνουν τον ερχόμενο Μάη στους Δελφούς, όνειρο θείο που τ’ ονειρεύτηκε το ζεύγος Σικελιανού, εκείνος από μια κορφή του Παρνασσού, εκείνη σκυμμένη πάνω στον αργαλειό της.

Όταν δυο δυνατές ψυχές, δυο φωτεινά μυαλά, δυο καρδιές που πάλλονται στον ίδιο ρυθμό, δυο ποιητές μεγάλοι αποφασίζουνε να κάνουν τ’ όνειρό τους πραγματικότητα, δεν μπορεί παρά κάτι απείρως ωραίο, κάτι βαθιά ελληνικό να μας δώσουνε να χαρούμε, και να νιώσουμε το ιερό εκείνο ρίγος που μόνο μια τέτοια γιορτή, από τέτοιους δυο ετοιμασμένη, μπορεί να μας γεννήσει.

Γι’ αυτό σκοπός μου δεν είναι να κάνω κρίσεις πάνω σ’ αυτή τη γιορτή, που κι αν δε γινότανε, κι αν έμενε απλώς ιδέα, πάλε θα ’πρεπε να ευγνωμονούμε εκείνους που τη συνέλαβαν αυτή την ιδέα, κείνους που θελήσανε, που ποθήσανε για μας το μεγάλο τούτο ψυχικό λουτρό. Μα θα ’θελα με λιγοστά λόγια να εκφράσω αποκλειστικά την αισθητική εντύπωση που δέχομαι απ’ την ξεχωριστή τούτη γυναίκα.

Είπα παραπάνω δυο μεγάλοι ποιητές, γιατί και η κυρία Εύα Σικελιανού, χωρίς να γράφει στίχους, είναι γεννημένη ποιήτρια, ελληνίδα ποιήτρια, άξια να σταθεί κι αυτή στην ψηλότερη κορφή του Ολύμπου και ν’ αντικρίσει τους θεούς.

Η κυρία Σικελιανού τόσα χρόνια που ζει ανάμεσό μας είναι γνωστή στον κόσμο τον καλύτερο. Πολλοί πηγαίνουν και θαυμάζουν τους μοναδικούς σε τέχνη και καλαισθησία χιτώνες που βγαίνουν απ’ τον αργαλειό της.

Μιλούν με σεβασμό μεγάλο γι’ αυτήν, για τη μόρφωσή της, την απλότητά της, για την καλοσύνη της, για όλα.

Μα ωστόσο εγώ νιώθω πως αυτή η γυναίκα ήτανε κι εξακολουθεί να μένει αγνοημένη στον τόπο μας.

Βέβαια το ξέρω κι εγώ πως καθώς τη ζει τη ζωή της εκείνη, καμιά μας δεν μπορεί να τη ζήσει.

Εμείς που θα το θέλαμε, μας λείπουν τα μέσα κι ο καιρός, και κείνες που έχουν τα μέσα και τον καιρό δεν το θέλουν. Γι’ αυτό και τη θαυμάζουμε περισσότερο ακόμα εμείς, τη μοναδική τούτη ζωή που κυλάει ανάμεσά μας τόσο ήρεμα κι αρμονικά, τόσο αθόρυβα, σαν ένα απομεινάρι της θεϊκιάς εποχής που μες απ’ τους αιώνες ξαναβλάστησε πάλι στην ίδια του τη γη. Το μικρό φιλόξενο σπιτάκι της δίπλα στο Φαληρικό ακρογιάλι, ανοίγει διάπλατη την πόρτα του σε όλους που πάνε, έστω κι αν καταλάβει πως μερικοί φτάνουν από απλή περιέργεια ως εκεί -και ξέρει να σκύβει πάνω σ’ όλους τους πόνους σα μητέρα. Χωρίς ν’ αγωνιά για τον αγώνα της γυναίκας, χωρίς να ζητά την ψήφο για να μπορέσει να υπερασπιστεί μια μέρα τα δικαιώματα της γυναίκας μέσα στη Βουλή, σκύβει άμεσα πάνω απ’ τις πονεμένες ψυχές, έτοιμη πάντα να βοηθήσει, να κάνει κάθε θυσία όταν καταλάβει πως αξίζει τον κόπο.

Μορφωμένη, και βαθιά μπασμένη στον αρχαίο κόσμο, σα να ’τανε η πρώτη κι η αληθινή της πατρίδα, διδάσκει τα χορικά του Προμηθέα του Αισχύλου που θα παιχτεί στη Δελφική γιορτή, οδηγημένη απ’ τις μελέτες της κι απ’ την αισθητική της ψυχή μ’ έναν καινούριο εντελώς τρόπο, που θα κάνει ν’ ανοίξουν μεγάλα τα μάτια τους οι σοφοί μας αρχαιομαθείς.
...

για την Εύα Palmer Σικελιανού, βλ. καταχώρηση Νο. 152

Ανώνυμος είπε...

Mυρτιώτισσα: Ναπολέων Λαπαθιώτης

Τώρα που έχεις ξεφύγει απ’ του βίου το δράμα
κι είσ’ ολόφωτο πνέμα,
η ψυχή σου απορεί για τ’ ανθρώπινο κλάμα
που σου ερούφα το αίμα.

Είχες έρθει να ψάλεις τ’ ώριο το φως που αναβρύζει
απ’ της φύσης τα σπλάχνα
και το εξαίσιο τραγούδι σου, Ποιητή, μας βυθίζει
μες στου πόνου την άχνα.

Εκαθόσουν στο πιάνο κι απ’ του δρόμου το βάθος
στης νυχτιάς τη γαλήνη,
μ’ έχει αγγίξει ο καημός και τ’ αδιέξοδο πάθος
της καρδιάς σου που εθρήνει.

Κι όταν σου ’φυγε η μάνα που κρατούσ’ αναμμένο
της στοργής το καντήλι,
σ’ ένα σκοτάδι φριχτό σ’ είδα πια βουτηγμένο,
βουτηγμένο ως τα χείλη.

Μοναχή συντροφιά σου μένει η θύμηση τώρα
-το στοιχειό του σπιτιού σου-
όλο πάει να σημάνει κι αναβάλλετ’ η ώρα
του στερνού λυτρωμού σου.

Πως ανάσανα, φίλε, όταν λεύτερο σ’ είδα
να κινάς γι’ άλλα μέρη,
σ’ ακλουθώ με το νου στην καινούρια Πατρίδα
που σε δέχτηκε αστέρι!