Παρασκευή, Ιανουαρίου 27, 2012

No 795


Στο μάθημα αισθημάτων του Γιάννη Ρίτσου
Στο διάλειμμα ενός μαθήματος Λατινικών, το 1962, στον Πειραιά, πρωτοδιάβασα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου. Το τετράδιο, που τα είχαν αντιγράψει, ήταν ανοιχτό και η ανάγνωσή τους με άλλαξε. Οι λέξεις του σχημάτιζαν εικόνες. Οι εικόνες στοιχεία της φύσεως. Κίνηση. Αναπνοές. Ιδρώτας. Πέρασαν χρόνια και τον συνάντησα στο σπίτι του στον Αγιο Νικόλαο, στην Αχαρνών. Δίπλα στον ομώνυμο ηλεκτρικό σταθμό. Περάσαμε στο σαλόνι. Η φωνή του θερμή. Μιλούσε σαν να συνέθετε μουσική. Τα χέρια του όπως σε έργο του Γκρέκο. Μου πρόσφερε καφέ και νερό. Γλυκό του κουταλιού. Τον έβλεπα να με φροντίζει σαν μπάτλερ. Με τρόμαξε. Με κινήσεις αυστηρές. Όλοι οι ρυθμοί εντός του. Εδώ κάθομαι το βράδυ. Είπε. Ακούω Μπαχ στο πικ-απ. Και γράφω. Μέχρι αργά. Είδα τη σκηνή. Νύχτα. Η κουρτίνα να γέρνει. Η υγρασία να ανεβαίνει. Θα μπορούσατε να είσαστε ο Τένεσι Ουίλιαμς, της Μεσογείου, μ' όσα έχετε γράψει, του είπα. Δεν απάντησε. Ήταν ο Ρίτσος του Κόσμου. Τον ξαναείδα άλλη μια φορά. Είχαμε πάει με τον Τσαρούχη. Του έδωσε έναν πρόλογο για τις Τρωάδες του Ευριπίδη, που ανέβαζε - για το βιβλίο που προήλθε από την μετάφραση του ζωγράφου. Εφαίνοντο πόσο φίλοι ήσαν και αγαπιόνταν με λόγια και σιωπές. Κάτι μεγαλειώδες.
Τελευταία φορά τον είδα να βγαίνει από τον ηλεκτρικό, στο Μοναστηράκι -από τους ελάχιστους διανοούμενους στην Ελλάδα που κινούνταν με δημόσια μέσα- και πήγαινε στη Μητρόπολη όπου γινότανε μια διάσημη κηδεία, το όνομα του νεκρού ήταν τυπωμένο στον Τύπο της ημέρας. Έκανε κρύο. Φορούσε γούνα. Αναψε τσιγάρο βγαίνοντας και προχώρησε. Ο Βισκόντι -είπα- από την Μονεμβάσια - η πατρίδα του Ρίτσου. Κάθε φορά που διαβάζω ποιήματά του -δεν τον ένοιαζε που ήταν πολυγραφότατος- ξαναμπαίνω στο μάθημα των αισθημάτων. Άρρωστα ή υγιή έρχονται και με απαλύνουν. Μια σάλπιγγα ακούγεται, ένα παιδί ψηλά κοιτά πάνω από την Πύλη των Λεόντων, στην είσοδο του Κάστρου της Μονεμβάσιας, το σπίτι που γεννήθηκε ο ποιητής. Πιο κάτω, ο τάφος του, μες στη νύχτα φέγγει. Έχει πανσέληνο απόψε. Ο Ξένος, από την ομώνυμη συλλογή του, με υποδέχεται - προηγήθηκε ο Ρίτσος και ακολούθησε ο Παζολίνι με το Θεώρημά του, έχουν το ίδιο θέμα. Κάποιο ραδιόφωνο παίζει. Ένα παράθυρο ανοίγει. Ο Γιάννης Ρίτσος είναι εδώ. Πάντα μένει εδώ. Δεν έχει φύγει.

Γιώργος Χρονάς: Σάββατο (Οδός Πανός)

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Στα κείμενα του Γιώργου Χρονά που είναι συγκεντρωμένα στον τόμο αυτό, η ποίηση συναντά την δημοσιογραφία, εννοώντας έτσι την επίκαιρη σχολιογραφία. Μπορούμε μέσα από αυτά, απ' όσα αναφέρονται και όσα ανακαλούν, να παρακολουθήσουμε, χωρίς χρονολογική σειρά, την πνευματική και πολιτιστική κίνηση των τελευταίων δεκαετιών, από το 1980 έως τις μέρες μας. Πρώτα απ' όλα, όμως, να διακρίνουμε την ιδιαίτερη αγάπη του συγγραφέα για την ποίηση και το θέατρο, τέχνες στις οποίες και ο ίδιος μετέχει ενεργά.

Τα κείμενα του Χρονά πάνε πέρα από την δημοσιογραφική κριτική και τα μικρο-ρεπορτάζ για τις εκδηλώσεις που παρακολούθησε. Κατατρύχονται, λες, από την πεποίθηση ότι η καθημερινότητα έχει πάντα κάτι άλλο να πει, το οποίο βρίσκεται πέρα από αυτήν. Γι' αυτό και οι λέξεις τραβιούνται βιαίως προς την έκσταση, οι συνειρμοί κάνουν άλματα, γεφυρώνοντας διαφορετικές πραγματικότητες: προσωπικότητες μιας περασμένης εποχής βρίσκονται μαζί με τις σύγχρονες, οι ζωντανοί μαζί με τους νεκρούς, πλάσματα της φύσης, ιδίως ελάφια, εισβάλλουν στο αστικό τοπίο... Πίσω από αυτά τα κείμενα κρύβεται ο παράφορος έρωτας του συγγραφέα με την ζωή, η αδήριτή του ανάγκη να γευτεί ακαριαία την ομορφιά και την έντασή της σε κάθε συνηθισμένη στιγμή. Πέρα από τη ρουτίνα της καλλιτεχνικής κίνησης -οι εκθέσεις βιβλίων, οι συναυλίες, οι εκδόσεις, η επικαιρότητα, οι συνεννοήσεις-, υπάρχει ένα κρυφό μονοπάτι που πρέπει οπωσδήποτε να οδηγήσει στην έκσταση. Αυτό το ζευγάρωμα της ποίησης με τη δημοσιογραφική γραφή δεν είναι πάντα εύκολο. Αρκετές φορές η γραφή γίνεται κρυπτική, οι συνειρμοί μάς ξεπερνούν.

Ο τόμος θα μπορούσε να λειτουργήσει και απολογιστικά, περισσότερο για τον αναγνώστη. Μπορεί λοιπόν ο αναγνώστης να αναρωτηθεί, πόσες σπουδαίες προσωπικότητες, πόσα δυνατά έργα και εμπειρίες μπορεί να έχει συναντήσει στην καριέρα του ο εξηντατριάχρονος σήμερα δημοσιογράφος-ποιητής-εκδότης. Υπάρχουν σταθερά πρόσωπα που τον επισκέπτονται συχνά στα κείμενά του: Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, η Λένα Πλάτωνος, ο Γιάννης Τσαρούχης (τα ποιήματά του περί πνευματικότητας δίνουν μια σπαρταριστή νότα), ο Μάνος Χατζηδάκις κ.ά., ενώ ξεχωρίζουν κάποιες εμπειρίες, όπως όταν ο Τσαρούχης τού υπαγόρευε την μετάφραση των Τρωάδων, οι συζητήσεις που έκανε με τον Χριστιανόπουλο κ.ά.

Τα κείμενα του τόμου μοιράζονται ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Δίπλα στις λαμπερές προσωπικότητες, τις εκδηλώσεις κλπ, υπάρχει η οδός Αθηνάς, οι «καταραμένοι», και ο λιγότερο προβεβλημένος κόσμος του βιβλίου, αυτός που εργάζεται μεθοδικά και τον γνωρίζουν μόνο οι μυημένοι, και που όμως, με την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του, γίνεται σημείο αναφοράς. Αυτός ο κόσμος δικαίως διασώζεται από τη λήθη μέσα από τέτοια κείμενα.

Επιτυχημένα είναι στον τόμο τα ζευγάρια κείμενο-εικόνα, όπου ο Χρονάς σχολιάζει μια εικόνα. Η διεισδυτική γραφή του κάνει τις εικόνες αυτές να μοιάζουν με τοτέμ.

Οι συνεντεύξεις, επίσης, είναι το απολαυστικότερο κομμάτι του βιβλίου. Μπορούν να διαβαστούν και ως μία ενότητα που ψηλαφεί, στο πέρασμα του χρόνου, τα ίχνη κάποιου ελληνικού spleen, μέσα στους ελευθεριακούς αυτοσχεδιασμούς της δεκαετίας του 1980, στη σκληρή μετανάστευση στην Αμερική, στην μηντιοκρατούμενη ελληνική κοινωνία των 90ς και στον επιθανάτιο ρόγχο του «βασανιστικού πάθους», του υπαρξιακού μας αμανέ δηλαδή, στο λυκόφως της νέας εποχής.

Καλλιτέχνες-βασανισμένες υπάρξεις που έζησαν τη ζωή τους και από την καλή και από την ανάποδη, η Μαρία Μήτσορα, η Καίτη Ντάλη, οι γιοι του Άκη Πάνου, με τη βαριά σκιά του πατέρα τους να πέφτει πάνω τους και ο Θωμάς Κοροβίνης δείχνουν ότι ο πόνος δημιουργεί αυθεντικότητα. Και αυτό είναι το καλύτερο επίμετρο για τα αισθαντικά κείμενα που προηγήθηκαν.

Βιβή Ζωγράφου-Πόνσε (Η Αυγή, 10/2011)