
«Γιατί είσαι πούστης, ρε; Γιατί σου αρέσει να γαμιέσαι; Άει στο διάολο, γέμισε ο τόπος από σας. Μια Λέρος σας χρειάζεται».
Δεν πρόλαβε να μιλήσει. Και τι να απαντήσει σε μια τέτοια ερώτηση; Αστράκια είδαν τα μάτια του απ’ τη δυνατή σφαλιάρα του διοικητή. Δεκαέξι χρονών ήταν. Ανήλικο.
«Πού είναι η μάνα σου, ρε;», ρώτησε ουρλιάζονταςο κύριος Γεωργακόπουλος, διοικητής σε κάποιο τμήμα μεταξύ Ακαδημίας Πλάτωνος και Θησείου. Κάποια χρόνια αργότερα σαν μανιακός κυνηγούσε τις τραβεστί από τη λεωφόρο Συγγρού, ως αρχηγός της Αστυνομίας. Ποιος ξέρει τι κουβαλούσε κι αυτός μέσα του. Απίστευτη μανία, όμως. Κάθε βράδυ. Επί μήνες ολόκληρους. Αν μπορούσε, θα τις αφάνιζε.
«Να την πάρετε τηλέφωνο να έρθει», είπε αυτό με λυγμούς από τον πόνο, τον θυμό και την ντροπή. Ποιος είδε την κυρά Βάσω και δεν τη φοβήθηκε. Το ένα κι εξήντα. Με μια απίστευτη δύναμη, στον αέρα πήδησε να τον χτυπήσει.
«Με ποιο δικαίωμα βαράς το παιδί μου, ρε;», του φώναζε, βράζοντας από θυμό. Το πήρε κι έφυγε απειλώντας θεούς και δαίμονες. Στα σκαλιά του σπιτιού του κάθονταν και το μάζεψαν για εξακρίβωση στοιχείων. Μετά το είδε κουνιστό και λυγιστό ο διοικητής και είπε να περάσει διασκεδαστικά τη βραδιά του. Να σπάσει η ρουτίνα της βάρδιας. Παιδιά θα έχει σίγουρα. Και εγγόνια, πια. Κύκλος είναι η ζωή.
Και τώρα κάποιος άλλος αστυνομικός, την τραβούσε απ’ τα μαλλιά και την κατέβαζε, σέρνοντάς την απ’ τη σκάλα, στον από κάτω όροφο. Επειδή είχε απορία, γιατί ήταν πούστης. Την έβριζε πολύ άσχημα κι αυτή τόλμησε να τον φτύσει. Πολύ χάρηκε που έριξε τη ροχάλα στη μούρη του βλάχου. Κι ας το πλήρωσε κουτρουβαλώντας τη σκάλα, γεμάτη μώλωπες σε όλο της το σώμα, το άλλο πρωί. Στα κελιά την πήγαινε. Εκεί που είχαν και τις άλλες. Είχαν πιάσει πολλές εκείνο το βράδυ. Με κλούβες. «Επιχείρηση Αρετή» το ονόμαζαν. Ακόμα και σήμερα έτσι το λένε. Τρομάρα τους. Είχε τη γεύση απ’ το αίμα στα χείλη της, απ’ τα χαστούκια. Μα, συγγνώμη δεν του είπε. Δεν είχε και την κυρά Βάσω να τη σώσει. Είχε φύγει απ’ το σπίτι πια. Έμενε μόνη της. Δεν γινόταν κι αλλιώς.
Σε ένα τεράστιο κελί ήταν όλες, μαζεμένες. Στην παλιά Ασφάλεια, στη Μεσογείων, τουλάχιστον τριάντα με σαράντα άτομα μέσα. Οι πιο πολλές απ’ τη Συγγρού. Γριές, νέες, αντρικές, θηλυκές, άσχημες κι όμορφες, αχταρμάς. Ένα τσαμπί από αμαρτία. Αφού είχε φύγει ο θυμός μετά από κάνα δύο ώρες κι αφού όλες το είχαν πάρει απόφαση πως εκεί μέσα θα περάσουν τη νύχτα τους για πολλοστή φορά, χαλάρωσανοι πιο πολλές. Οι τσακωμοί άναβαν σε κλάσμα του δευτερολέπτου και σε λίγα λεπτά γελούσαν όλες μαζί με τα καμώματά τους. Και οι αστυνομικοί έξω απ’ τα κάγκελα, το ίδιο έκαναν. Όχι με τα αστεία τους. Με τις φιγούρες τους γελούσαν. Τουλάχιστον οι περισσότεροι.
Άννα Κουρουπού: Γιατί δεν έχω σαν το δικό σου, μαμά; (Ποταμός)