Kent Neffendorf (ΗΠΑ)
«Του αγόρασα εκείνο το καινούριο μπουφάν, το North Face που φορούσε» είπε ο Τζόνσον, κοιτώντας το χορταριασμένο μέρος του γκαζόν στα πόδια του' η φωνή του χαμήλωσε ξαφνικά. «Διακόσια εβδομήντα πέντε δολάρια. Κάναμε συμφωνία μαζί: του είπα ότι, αν έπαιρνε εκείνο το μπουφάν, θα έπρεπε την επόμενη σεζόν να ξαναβγεί στο γήπεδο. Έφτασαν τα δοκιμαστικά του καλοκαιριού και βρήκε κάποια δικαιολογία για να μην παίξει. Έκανε πολλή ζέστη, δεν είχε διάθεση… τέτοιες μπούρδες. Τον τσάκισα. Του είπα ότι μ’ έκανε να ντρέπομαι». Το κάτω χείλος του Τζόνσον έτρεμε ελαφρά. «Του είπα: "θα κάθεσαι στο δωμάτιό σου σαν να είσαι καμιά αδερφάρα, ενώ τα’ άλλα αγόρια θα είναι στο γήπεδο και θα γίνονται άντρες;"»
Ο Ραμόουν, αμήχανος, και λίγο θυμωμένος, δεν κοίταξε τον Τζόνσον.
«Πότε το είδες τελευταία φορά;» είπε ο Ραμόουν.
«Δουλεύω εφτά με τρεις, οπότε είμαι συνήθως σπίτι την ώρα που επιστρέφει από το σχολείο. Βγήκε έξω και τον ρώτησα πού πάει. "Πάω μια βόλτα" μου είπε και του είπα "Κάνει πολλή ζέστη για να φοράς αυτό το μπουφάν. Και το ξέρεις ότι δεν πρέπει να το φοράς, ούτως ή άλλως, γιατί αθέτησες τη συμφωνία που κάναμε"».
«Και;»
«Μου είπε: "Σ’αγαπώ, μπαμπά"». Ένα δάκρυ άρχισε να τρέχει από το μάτι του Τζόνσον και να κυλάει στο μάγουλό του. «Μόνο αυτό μου είπε. Και γύρισε αμέσως κι έφυγε από το σπίτι. Την επόμενη φορά που τον είδα ήταν παγωμένος. Κάποιος είχε φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι του γιου μου»
Ο Ραμόουν κοίταξε τον ουρανό και τις σκιές που μεγάλωναν στο γρασίδι. Θα είχε φως για λίγες μόνο ώρες ακόμα. Σηκώθηκε από το κάθισμά του.
Τζόρτζ Πελεκάνος: Ο κηπουρός της νύχτας (Πατάκης)
«Του αγόρασα εκείνο το καινούριο μπουφάν, το North Face που φορούσε» είπε ο Τζόνσον, κοιτώντας το χορταριασμένο μέρος του γκαζόν στα πόδια του' η φωνή του χαμήλωσε ξαφνικά. «Διακόσια εβδομήντα πέντε δολάρια. Κάναμε συμφωνία μαζί: του είπα ότι, αν έπαιρνε εκείνο το μπουφάν, θα έπρεπε την επόμενη σεζόν να ξαναβγεί στο γήπεδο. Έφτασαν τα δοκιμαστικά του καλοκαιριού και βρήκε κάποια δικαιολογία για να μην παίξει. Έκανε πολλή ζέστη, δεν είχε διάθεση… τέτοιες μπούρδες. Τον τσάκισα. Του είπα ότι μ’ έκανε να ντρέπομαι». Το κάτω χείλος του Τζόνσον έτρεμε ελαφρά. «Του είπα: "θα κάθεσαι στο δωμάτιό σου σαν να είσαι καμιά αδερφάρα, ενώ τα’ άλλα αγόρια θα είναι στο γήπεδο και θα γίνονται άντρες;"»
Ο Ραμόουν, αμήχανος, και λίγο θυμωμένος, δεν κοίταξε τον Τζόνσον.
«Πότε το είδες τελευταία φορά;» είπε ο Ραμόουν.
«Δουλεύω εφτά με τρεις, οπότε είμαι συνήθως σπίτι την ώρα που επιστρέφει από το σχολείο. Βγήκε έξω και τον ρώτησα πού πάει. "Πάω μια βόλτα" μου είπε και του είπα "Κάνει πολλή ζέστη για να φοράς αυτό το μπουφάν. Και το ξέρεις ότι δεν πρέπει να το φοράς, ούτως ή άλλως, γιατί αθέτησες τη συμφωνία που κάναμε"».
«Και;»
«Μου είπε: "Σ’αγαπώ, μπαμπά"». Ένα δάκρυ άρχισε να τρέχει από το μάτι του Τζόνσον και να κυλάει στο μάγουλό του. «Μόνο αυτό μου είπε. Και γύρισε αμέσως κι έφυγε από το σπίτι. Την επόμενη φορά που τον είδα ήταν παγωμένος. Κάποιος είχε φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι του γιου μου»
Ο Ραμόουν κοίταξε τον ουρανό και τις σκιές που μεγάλωναν στο γρασίδι. Θα είχε φως για λίγες μόνο ώρες ακόμα. Σηκώθηκε από το κάθισμά του.
Τζόρτζ Πελεκάνος: Ο κηπουρός της νύχτας (Πατάκης)
3 σχόλια:
Πριν από είκοσι χρόνια, δύο νεαροί μπάτσοι παρακολουθούσαν τον Τι Σι Κουκ, αρχιφύλακα δεινό στις έρευνες, να εργάζεται στον τόπο ενός εγκλήματος σ’ έναν εξαθλιωμένο δημοτικό κήπο σε βίαιη γειτονιά της Ουάσινγκτον. Σήμερα, ο αγώνας δρόμου των μεσιτικών γραφείων δεν έχει επιφέρει πολλές αλλαγές σ’ αυτές τις γειτονιές· και στον ίδιο αυτό κήπο, μέσα στο ίδιο κομφούζιο, ο δολοφόνος έχει αφήσει πίσω του ένα πτώμα και στοιχεία τα οποία οι τρεις άντρες αμέσως αναγνωρίζουν. Ο Τι Σι Κουκ, συνταξιούχος πλέον, που τον στοιχειώνει ακόμα η υπόθεση που δεν κατάφερε ποτέ να λύσει. Ο Γκας Ραμόουν, σεμνός μπάτσος, αφοσιωμένος σύζυγος και πατέρας που μάχεται για το μέλλον του γιου του. Και ο Νταν Χολιντέι, που παλεύει να βγάλει τα προς το ζην μετά από ένα συμβάν που του γύρισε τη ζωή ανάποδα. Συναντιούνται πάλι και προσπαθούν να βρουν τον δολοφόνο ενός νέου φονικού, με ζήλο και απόγνωση. Κι αυτό επειδή σ’ αυτό το σκληρό χώμα, το αιματοβαμμένο, τους παρουσιάζεται κάτι που πολύ δύσκολα δίνεται: μια δεύτερη ευκαιρία...
patakis.gr
Καρκινικά αινίγματα στην Ουάσιγκτον
Ο Τζορτς Πελεκάνος (Ουάσιγκτον,
1957), ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς
αστυνομικών μυθιστορημάτων
στις Ηνωμένες Πολιτείες, αφηγείται
μια ιστορία που αρχίζει το 1985 στην
Ουάσιγκτον, όταν τρεις αστυνομικοί
- ένας μαύρος μεσήλικος αρχιφύλακας
(ο Τι Σι Κουκ) και δύο λευκοί
νεαροί αστυφύλακες (ο ΓκαςΡαμόουν
και ο Νταν Χολιντέι) - αναλαμβάνουν
την υπόθεση της Αννα
Ντρέικ, μιας 14χρονης μαύρης που
δολοφονήθηκε αε έναν δημοτικό
κήπο. Την ίδια εποχή έχουν δολοφονηθεί
άλλα δύο παιδιά, επίσης
μαύρα, που λέγονται Οτο και Αβα.
Τα ονόματα και των τριών διαβάζονται
από τα δεξιά προς τα αριστερά
και αντίστροφα. Γι' αυτό ο Τύπος βαφτίζει
τα εγκλήματα «Οι φόνοι με τα
καρκινικά ονόματα», ενώ ο δολοφόνος
αποκαλείται «Κηπουρός της
νύχτας».
Ο δράστης των εγκλημάτων δεν
ανακαλύπτεται και ο φάκελος της
υπόθεσης μπαίνει στο αρχείο. Οι
τρεις αστυνομικοί θα βρεθούν να
ερευνούν την ίδια υπόθεση είκοσι
χρόνια αργότερα, το 2005, όταν στη
Μαύρη Πόλη (n Ουάσιγκτον κατοικείται κυρίως από μαύρους) βρίσκεται νεκρός, βιασμένος και δολοφονημένος ο νεαρός μαύρος Ασα Τζονσον, που το όνομα του είναι επίσης καρκινικό. Τώρα ο Κουκ είναι συνταξιούχος, ο Ραμόουν αρχιφύλακας και ο Χολιντέι, ο οποίος παράτησε το αστυνομικό σώμα λόγω ευθιξίας, επαγγέλλεται τον ταξιτζή. Ο Ασα είναι φίλος του Ντιέγκο, του γιου του
Ραμόουν. Στην υπόθεση εμπλέκονται
ο Ρεντ και ο Ρομέο, μικροκακοποιοί
που ληστεύουν πιτσιρικάδες σι
οποίοι πουλάνε λαθραία ναρκωτικά.
Ο Πελεκάνος δεν ενδιαφέρεται
όμως τόσο για τον σίριαλ κίλερ ή
τους παρανόμους όσο για τον αρχιφύλακα που είναι έντιμος αστυνομικός, πιστός σύζυγος και καλός πατέρας.
Κυρίως δεν είναι ρατσιστής
αφού παντρεύτηκε μαύρη. Ο Ραμόουν
και n γυναίκα του συμβιώνουν
ευτυχισμένοι. Συζητούν, κάνουν
έρωτα, αποφεύγουν τους καβγάδες.
Πηγαίνουν επίσης στην εκκλησία και
διαπαιδαγωγούν σωστά τα παιδιά
τους. Ετσι ο Ντιέγκο αποφεύγει τα
ναρκωτικά, τα οποία καταναλώνουν
αφειδώς σι νέοι. Προτιμά τον αθλητισμό, τη μουσική, τα βιβλία, το θέατρο, τις συναυλίες, του αρέσει να ασχολείται με τον υπολογιστή του.
Ο συγγραφέας περιγράφει την κοινωνία της εποχής του Ρόναλντ Ρίγκαν, καθώς και εκείνη του Τζορτζ
Μπους του νεότερου.
Το Βήμα, 13/12/2009
«Βρήκαν και κάτι άλλο μέσα του» είπε ο Γουίλκινς. «Κάτι σαν βαζελίνη».
Ο Ραμόουν χάιδεψε το μαύρο μουστάκι του. «Το διάβασα».
«Δε Φάινεται να έχει πέσει θύμα βιασμού».
«Από την άλλη, δεν μπορούμε όμως να αποδείξουμε ότι δεν τον έχουν βιάσει».
«Καλά, έτσι απλά λέω».
«Οκέι».
Ο Γουίλκινς δε μίλησε για ένα λεπτό, αφήνοντάς τον στις σκέψεις του. «Έψαξα το δωμάτιο του παιδιού» είπε ο Ραμόουν μόλις συνήλθε. «Ακόμα και το ντουλάπι τουθ». «Τίποτε;»
«Τίποτα που να ‘χει σχέση. Έγραφε ημερολόγιο απ’ ότι κατάλαβα, αλλά φαίνεται ότι εξαφανίστηκε. Κρίνοντας από την αυτοψία, πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε αυτό το ημερολόγιο. Είναι η πρώτη μας προτεραιότητα».
«Όταν του μίλησα, ο κύριος Τζόνσον μού είπε ότι ο Άσα δεν είχε κινητό».
«Αλήθεια είναι αυτό».
«Είχε υπολογιστή στο σπίτι;»
«Υπήρχε ένα PC στο δωμάτιό του. Δε βρήκα και πολλά προσωπικά αρχεία εκεί μέσα. Οι φάκελοι με τα Αποσταλμένα και τα Διαγραμμένα e-mail του ήταν άδειοι. Στο φάκελο με τα’ Αγαπημένα τα μόνα που είχε ήταν κάποιες λίστες με παιχνίδια και ιστοσελίδες για τον Εμφύλιο. Τίποτε άλλο».
«Τσέκαρες το φάκελο με το Ιστορικό πλοήγησης;»
«Αμάν, όχι».
«Έχεις γιο στην εφηβεία» είπε ο Γουίλκινς. «Καλό είναι να είσαι ενήμερος για όλα αυτά. Μπορείς να διαγράψεις τα e-mail σου και τις ιστοσελίδες που επισκέπτεσαι, αλλά υπάρχουν όλα μέσα στον υπολογιστή, στην καρτέλα με το Ιστορικό πλοήγησης, εκτός κι αν το παιδί τα διαγράψει και από κει. Τα πολύ προσεκτικά παιδιά προγραμματίζουν τον υπολογιστή τους να διαγράφει αυτομάτως, καθημερινά, το Ιστορικό αυτό. Μερικές φορές κάθε βδομάδα ή κάθε μήνα. Είναι σαν να σβήνεις τα ίχνη σου. Αλλά αν ο Άσα δεν το ‘κανε αυτό, θα μπορούσαμε να βρούμε αν ήταν μπλεγμένος σε κάτι’ αν είναι, θα ‘ναι ακόμα εκεί. Είναι αρκετά εύκολο να ψάξουμε».
Τζορτζ Πελεκάνος: Ο κηπουρός της νύχτας (Πατάκης, 2010)
Μετάφραση: Θανάσης Γιαννακόπουλος
Δημοσίευση σχολίου