Otto Müller (Γερμανία)
Οδηγούσε η Καίτη με τόση μαεστρία! Αυτή καθόταν δίπλα της, μπροστά, και τόσο ζαλιζόταν, που σε κάθε απότομη στροφή αγκάλιαζε την Καίτη, ακόμη λίγο να γινότανε δυστύχημα. Ό,τι κι αν συνέβαινε όμως, αυτό αφορούσε αυτές και μόνο, βρίσκονταν οι δυο τους μοναχές μέσα στο πρώτο αυτοκίνητο. Ένιωθε μια ηδονή, ένα δέος, το ύψος, η ταχύτητα –και πλάι της η Καίτη. Κι έπειτα, τι ‘ναι η ζωή; Un peu d´ amour, un peu d´espoir, et puis… bon soir, όπως είπε κάποιος. Τι να την κάνει τη ζωή; Ποτέ δεν θα μπορέσει να πραγματοποιήσει τα’ όνειρό της. «Τ’ όνειρό μου τ’ όνειρό μου», επανέλαβε δυο τρεις φορές.
Προτίμησα να μη ρωτήσω ποιο είναι τ’ όνειρό της. Όσο μιλάν, παρακολουθώ τομ μελαγχολικό κύριο Κοτσωνίτη που στριφογυρίζει στενοχωρημένος πάνω στην καρέκλα του. Σηκώθηκε στο τέλος και βγήκε απ’ το σαλόνι.
Η Καίτη, με το λαιμό σφιγμένο στο αντρικό κολάρο και με το τσιγάρο στο στόμα συζητά με τους άλλους γι’ αυτοκίνητα.
Κοσμάς Πολίτης: Λεμονόδασος (γράμματα)
Οδηγούσε η Καίτη με τόση μαεστρία! Αυτή καθόταν δίπλα της, μπροστά, και τόσο ζαλιζόταν, που σε κάθε απότομη στροφή αγκάλιαζε την Καίτη, ακόμη λίγο να γινότανε δυστύχημα. Ό,τι κι αν συνέβαινε όμως, αυτό αφορούσε αυτές και μόνο, βρίσκονταν οι δυο τους μοναχές μέσα στο πρώτο αυτοκίνητο. Ένιωθε μια ηδονή, ένα δέος, το ύψος, η ταχύτητα –και πλάι της η Καίτη. Κι έπειτα, τι ‘ναι η ζωή; Un peu d´ amour, un peu d´espoir, et puis… bon soir, όπως είπε κάποιος. Τι να την κάνει τη ζωή; Ποτέ δεν θα μπορέσει να πραγματοποιήσει τα’ όνειρό της. «Τ’ όνειρό μου τ’ όνειρό μου», επανέλαβε δυο τρεις φορές.
Προτίμησα να μη ρωτήσω ποιο είναι τ’ όνειρό της. Όσο μιλάν, παρακολουθώ τομ μελαγχολικό κύριο Κοτσωνίτη που στριφογυρίζει στενοχωρημένος πάνω στην καρέκλα του. Σηκώθηκε στο τέλος και βγήκε απ’ το σαλόνι.
Η Καίτη, με το λαιμό σφιγμένο στο αντρικό κολάρο και με το τσιγάρο στο στόμα συζητά με τους άλλους γι’ αυτοκίνητα.
Κοσμάς Πολίτης: Λεμονόδασος (γράμματα)
5 σχόλια:
Ο Κοσμάς Πολίτης (1888-1974) ήταν ένας απ' τους σημαντικότερους πεζογράφους της γενιάς του '30. Το πραγματικό του όνομα ήταν Παρασκευάς Ταβελούδης. Τα χαρακτηριστικότερα έργα του είναι τα μυθιστορήματα Eroïca (1938) και Στου Χατζηφράγκου (1962).
Γεννήθηκε στις 16 Μαρτίου 1888 στην Αθήνα. Ο πατέρας του ,Λεωνίδας, καταγόταν από την Μυτιλήνη και η μητέρα του, Καλλιόπη Χατζημάρκου, από το Αϊβαλί. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη το 1890, έπειτα από οικονομική καταστροφή. Τα παιδικά του χρόνια δεν ήταν ευχάριστα: ο πατέρας του ήταν αυταρχικός και η φιλάσθενη μητέρα του πέθανε όταν εκείνος ήταν 12 χρονών. Τη φροντίδα του ανέλαβε μια γαλλίδα δασκάλα και η 18 χρόνια μεγαλύτερη αδερφή του Μαρία. Φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή (1900-1904)και στο Αμερικάνικο Κολέγιο της Σμύρνης (1904-1905), χωρίς ποτέ να πάρει απολυτήριο: στη δευτέρα γυμνασίου εγκατέλειψε το σχολείο και άρχισε να εργάζεται στην Τράπεζα Ανατολής (1905-1911) και στη συνέχεια, 1911-1919, στην Wiener Bank. Το 1918 παντρεύτηκε την Κλάρα Κρέσπι, ευγενή αυστροουγγκρικής καταγωγής. Ένα χρόνα μετά απέκτησαν μια κόρη, την Φοίβη (Κνούλη). Από το 1919 ως το 1922 εργαζόταν στην Crédit Foncier d' Algérie et de Tunisie.
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή εγκατέλειψε τη Σμύρνη και εγκαταστάθηκε αρχικά στο Παρίσι (1922-1923, έπειτα στο Λονδίνο, όπου εργαζόταν στο εκεί υποκατάστημα της Ιονικής Τράπεζας, και τελικά το 1924 στην Αθήνα, όπου έγινε και υποδιευθυντής της Τράπεζας, ένα χρόνο μετά.
Στα γράμματα εμφανίστηκε αιφνίδια, το 1930, σε ηλικία 42 ετών, ενώ ήδη είχε αξιόλογη επαγγελματική σταδιοδρομία, με το μυθιστόρημα Λεμονοδάσος. Η επιτυχία του έργου ήταν μεγάλη και προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι ο ίδιος δεν έκανε καμία ενέργεια για να προβληθεί (Αναγνωστάκη 1992, σ. 254). Το 1934 μετατέθηκε στην Πάτρα, όπου ανέλαβε την υποδιεύθυνση του υποκαταστήματος της τράπεζας, ενώ εν τω μεταξύ είχε συνάψει σχέση με μια άλλη γυναίκα και είχε εγκαταλείψει την οικογένειά του. Κατά την παραμονή του στην Πάτρα έγραψε την Eroica, που εκδόθηκε το 1938 και τιμήθηκε με το Κρατικό Bραβείο μυθιστορήματος την επόμενη χρονιά, και δημοσίευσε σε συνέχειες στο περιοδικό Νέα Γράμματα την Κυρία Ελεονώρα (1935) και το 1939, στο ίδιο περιοδικό, τη Μαρίνα.
Το 1942 πέθανε η κόρη του κατά τη διάρκεια του τοκετού. Αυτό το γεγονός τον συγκλόνισε και θεώρησε τον εαυτό του υπεύθυνο, καθώς πίστευε ότι αν δεν είχε εγκαταλείψει το σπίτι του, η κοπέλα θα ζούσε ακόμα. Επέστρεψε τότε στη γυναίκα του, με την οποία επανασυνδέθηκε. Εν τω μεταξύ, επειδή κατά τη διάρκεια της ασθένειας της κόρης του είχε παρατείνει αδικαιολόγητα την άδειά του, σύμφωνα με την κρίση της υπηρεσίας του, απολύθηκε. Η Τράπεζα αργότερα τροποποίησε τα επίσημα στοιχεία ώστε να φαίνεται ότι δεν απολύθηκε, αλλά παραιτήθηκε οικειοθελώς. Από τότε ζούσε αποκλειστικά από τις μεταφράσεις του και από την πενιχρή σύνταξη που του πλήρωνε η Τράπεζα μέχρι το 1945. Επιπλέον πούλησε την κατοικία του στο Παλαιό Ψυχικό σε κάποιον μαυραγορίτη, στον οποίον πλήρωνε ενοίκιο για να παραμένει εκεί. (Αργότερα, το 1945 περίπου, το σπίτι του δημεύτηκε και πλήρωνε ενοίκιο στο Δημόσιο).
Το 1944 έγινε μέλος του Κ.Κ.Ε. και το 1945 δημοσίευσε το μυθιστόρημα Το Γυρί, που αντικατοπτρίζει τους κοινωνικούς προβληματισμούς του. Ιδρυτικό μέλος της Ε.Δ.Α., κατήλθε στις εκλογές στην περιφέρεια Πατρών, χωρίς να εκλεγεί, το 1951. Το 1960 τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος για την Κορομηλιά (είχε δημοσιευτει το 1946). Την ίδια χρονιά ο Μιχ. Κακογιάννης μεταφέρει την Eroica στον κινηματογράφο. Το 1961 εξελέγη επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και ένα χρόνο αργότερα δημοσίευσε το μυθιστόρημα "Στου Χατζηφράγκου", για το οποίο πήρε το Α' Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος το 1964.
Το 1967, την ημέρα του πραξικοπήματος, πέθανε η σύζυγός του κι ο ίδιος συνελήφθη και ανακρίθηκε ως αριστερός. Αφέθηκε τελικά ελεύθερος μετά από παρέμβαση της Τατιάνας Μιλιέξ. Ο κλονισμός από το θάνατο της γυναίκας του ήταν μεγάλος, αλλά δεν τον εμπόδισε να αρχίσει να γράφει ένα νέο έργο (Τέρμα), το οποίο δεν ολοκληρώθηκε γραπτώς (ο συγγραφέας όμως είχε συλλάβει όλο το σχέδιο του βιβλίου), αλλά εκδόθηκε μετά το θάνατό του από τον Γ.Ν.Πεντζίκη.
Το 1973 εισήχθη στον Ευαγγελισμό με αναπνευστική και καρδιακή ανεπάρκεια , και στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε οίκο ευγηρίας. Το 1974 νοσηλεύτηκε ξανά στον Ευαγγελισμό όπου και πέθανε, στις 23 Φεβρουρίου.
Η εμφάνιση του Κοσμά Πολίτη στην νεοελληνική πεζογραφία ήταν αιφνίδια και εντυπωσιακή: το πρώτο του μυθιστόρημα, το Λεμονοδάσος, (1930), έγινε δεκτό ενθουσιωδώς από την κριτική· ο Αντρέας Καραντώνης (Καραντώνης 1977, σελ. 160), αναφέρει σχετικά: "πρωτοφάνηκε στα γράμματά μας, όχι με τον συνηθισμένο τρόπο, που φανερώνονται οι λογοτέχνες, ακόμα και οι καλύτεροι, προετοιμάζοντας δηλαδή την επιβολή του, αρχίζοντας να γράφει από νέος, να δημοσιεύει δειλά σε περιοδικά και σιγά-σιγά να χρίεται άνθρωπος των γραμμάτων, αλλά με μια εισβολή απροσδόκητη και συναρπαστική...". Το έργο, παρά τον μελοδραματικό χαρακτήρα του, σφύζει από ζωή, νεανικότητα και αγάπη για τη φύση, κάτι που το διαφοροποιούσε από την ατμόσφαιρα των περισσότερων μυθιστορημάτων της εποχής και που ήταν ο βασικός λόγος για την θετικότατη υποδοχή του.
Τα τρία πρώτα μυθιστορήματα του Πολίτη, Λεμονοδάσος, Εκάτη και Εroïca έχουν χαρακτήρα κοσμοπολίτικο. Το κεντρικό θέμα αυτών των μυθιστορημάτων είναι η αναζήτηση της "αυθεντικής ζωής" (Vitti 1977, σελ. 339). Στα δύο πρώτα έργα οι ήρωες είναι ενήλικοι, ενώ στην Eroïca ο συγγραφέας στράφηκε στον κόσμο της εφηβικής ηλικίας για να αναζητήσει εκεί την αυθεντικότητα. Από το μυθιστόρημα Το Γυρί (1944), παράλληλα με την ιδεολογική μεταστροφή του συγγραφέα, σημειώνεται θεματική μεταβολή και στην πεζογραφία του: το ενδιαφέρον του μετατοπίζεται πλέον στις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις και τους λαϊκούς ανθρώπους και εστιάζει στο καθημερινό και το συνηθισμένο (Σαχίνης 1967, σ.), αντί για το απόλυτο και το ιδανικό. Από την ίδια οπτική γωνία περιγράφει και την Σμύρνη στο τελευταίο του ολοκληρωμένο μυθιστόρημα, Στου Χατζηφράγκου (1962). Πρωταγωνίστρια του έργου είναι η ίδια η Σμύρνη, και η συγκεκριμένα η λαϊκή συνοικία Χατζηφράγκου. Όλο το έργο διαδραματίζεται στα 1902, με εξαίρεση ένα εμβόλιμο τμήμα στο μέσον του βιβλίου, την "Πάροδο", όπου ένα από τα παιδιά της λαϊκής συνοικίας και πρόσφυγας πια στην Αθήνα του 1962 αφηγείται την καταστροφή της πόλης το 1922. Η "Πάροδος" είναι ένα από τα πιο συγκλονιστικά κείμενα που έχουν γραφτεί για την Μικρασιατική Καταστροφή.
Αυτό που αναγνωρίστηκε αμέσως ως το αξιολογότερο χαρακτηριστικό της πεζογραφίας του Κοσμά Πολίτη ήταν η "ποιητικότητα" και ο "λυρισμός". Ο Mario Vitti (Vitti 1977, σελ. 329-337) ερμηνεύει την ποιητικότητα ως "συγκινησιακή φόρτιση" στην περιγραφή του τοπίου. Το δεύτερο σημαντικότερο χαρακτηριστικό της πεζογραφικής τέχνης του Πολίτη ήταν η συνεχής ανανέωση, όχι μόνο θεματολογικά, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αλλά και μορφολογικά.
el.wikipedia.org
Το "Λεμονοδάσος" (1930), με το οποίο γίνεται η πρώτη εμφάνιση του Κοσμά Πολίτη στα γράμματα, είναι μια ιστορία γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο, εν είδει ημερολογίου. Καλύπτει τον ίδιο χρόνο που καλύπτουν τα αναφερόμενα γεγονότα και αφηγείται τον νεανικό έρωτα ανάμεσα στον Παύλο, το κεντρικό πρόσωπο, ένα νέο με επιτυχημένη σταδιοδρομία, γεμάτο όρεξη για ζωή και πόθο να χαρεί τα νιάτα του, και τη Βίργκω, το νεαρό κορίτσι από τον Πόρο που εγκλιματίζεται σιγά σιγά και στην κυριολεξία "ετοιμάζεται" να ενσαρκώσει την πραγματικότητα του απόλυτου έρωτα που βιώνει στο πρόσωπό της ο Παύλος.
Καθώς πλησιάζω τη σκεπαστή βεράντα που δίνει στον κήπο, με κτυπά καταπρόσωπο ένα κύμα αρωματισμένο. Στέκομαι και κοιτάζω. Οι τέντες προς τον κήπο είναι κατεβασμένες. Η βεράντα βυθισμένη στην σκιά και μόνον κάτω από την τέντα μια λωρίδα γης ανάβει στον ήλιο εκτυφλωτική. Σκέπτομαι την Σαχάρα και το πορτοκαλί ύφασμα.
Κόσμος ελάχιστος εδώ μέσα. Μόνον τρία τέσσερα τραπεζάκια είναι πιασμένα. Σε μια γωνιά, ολίγο παράμερα, διακρίνω την Λήδα. Κάθεται με το κεφάλι ακουμπισμένο πίσω στον τοίχο, το πρόσωπο σχεδόν οριζόντιο. Σ’ αυτή την στάση, το δέρμα φαίνεται παρά ποτέ κολλημένο στα οστά του προσώπου. Απέναντί της η Καίτη έχει τους αγκώνας επάνω στο τραπεζάκι που της χωρίζει και της μιλά ζωηρά. Παύει, την κοιτάζει και ξαναρχίζει. Κάθε τόσο η Λήδα κινεί το κεφάλι αρνητικά.
Με παρετήρησε και μου γνέφει να πλησιάσω. Η Καίτη έστρεψε να δει. Διακρίνω στο πρόσωπό της έναν μορφασμό δυσαρεσκείας.
— Τι συμβαίνει; σκέπτομαι καθώς προχωρώ. Η αιχμάλωτος σπάνει τα δεσμά;
Η Λήδα μου έκανε θέση να καθίσω δίπλα της επάνω στο στενό καναπεδάκι.
— Θα έλθετε αύριο στην υποδοχή; με ρωτά με άτονη φωνή και με χείλη που μόλις κινούνται. Το δέρμα πάντα κολλημένο στα οστά.
Μια εντύπωσις μούμιας που ελκύει νοσηρά.
— Ποια υποδοχή;
— Προς τιμήν του Σαλχανατί.
Ποιος είναι πάλι αυτός ο Σημίτης! Εξακολουθεί σε τόνον ιεροτελεστίας
— Είναι απόστολος του Φθα Καραπουσί. Το τέλειον εν τη επιγείω ζωή δια των εναλλαγών μέχρι τελείας εξαντλήσεως της ηδονής.
Ο κυνισμός δεν της πηγαίνει άσχημα.
— Και είσθε οπαδός αυτού του δόγματος; την ρωτώ με κωμική σοβαρότητα.
— Ανέκαθεν, πριν μάθω καν ότι υπάρχει τέτοιο δόγμα. Η Καίτη όμως δεν συμφωνεί μαζί μου. Αυτή είναι υπέρ της αιωνίας μονοτονίας.
Ό,τι γυμνό φαινόταν, τα χέρια της, το πρόσωπό της, ο λαιμός της, απέπνεαν την ηδυπάθεια, σαν ένα δέρμα που έχει απορροφήσει την οσμήν του περιβάλλοντος. Λέγουν πολλά γι’ αυτήν, αλλά δεν γνωρίζω τίποτε συγκεκριμένο από την ζωή της.
— Για την Καίτη, εξηκολούθησε η Λήδα, ένα κι ένα κάνουν δύο και τα ανόμοια δεν έλκονται.
Κοιτάζω τα βαμμένα χείλη της και προσπαθώ να φαντασθώ όλα τα μέρη του σώματος που έχουν εγγίσει.
Η Καίτη δεν λέγει λέξη. Κάθεται συγκεντρωμένη με μια έκφραση πόνου χυμένη στο πρόσωπό της. Αν πρόκειται να διαλέξω μεταξύ των δύο, ασφαλώς η συμπάθειά μου πηγαίνει προς το αγοροκόριτσο με το τραγικό προσωπείο. Τα μάτια της είναι υγρά γεμάτα παράπονο και ικεσία. Έτσι θα ήταν η Σαπφώ ένα βράδυ στην μοναξιά της ταράτσας ενώ δύει η Σελήνη και τρεμοσβήνει η Πούλια.
— Πρέπει να έλθετε χωρίς άλλο αύριο μου λέγει πάλι η Λήδα.
Διακρίνω μία σύσπαση στα χαρακτηριστικά της Καίτης. Ω, δεν έχει λόγο να φοβάται από μένα. Δόξα σοι ο Θεός δεν επεθύμησα ακόμη την γυναίκα του πλησίον μου.
Κοσμάς Πολίτης: Λεμονόδασος
Δημοσίευση σχολίου