.
(…) Παρατηρούμε ότι καταφεύγει συστηματικά στο παράδειγμα της ζωγραφικής και της γλυπτικής προκειμένου να αποδώσει το έκπαγλο κάλλος της ανδρικής μορφής. Ο «ιδανικός» άνδρας του Εικονοστασίου παραπέμπει άμεσα ή έμμεσα στις μορφές της μυθολογίας του τσαρουχικού έργου (ναύτης, αλληγορικές φιγούρες νέων) (…) Ο Ρίτσος δημιουργεί στον αναγνώστη την ψευδαίσθηση ότι θεάται έναν ζωγραφικό πίνακα. Η επιλεκτική και λεπτομερειακή παρουσίαση ορισμένων ενδυματολογικών στοιχείων (άσπρο εφαρμοστό παντελόνι καμπάνα, κοντό σορτσάκι, ναύτη, αρβύλες με χοντρές χακί κάλτσες), που οπωσδήποτε διασπά την περιγραφή απομακρύνοντάς την από το ρεαλιστικό πρότυπο, παραπέμπει έντονα στα έργα του Τσαρούχη. Ο Βαγγέλης είναι ένας λαϊκός τύπος με αρρενωπή εμφάνιση και έντονα ερωτική υπόσταση.
[…] (γιατί ο Βαγγέλης έκανε τη θητεία του στο ναυτικό κι από κει τον στείλαν στη Μακρόνησο κι ύστερα στον Αϊ- Στρατή με τ’ άσπρο παντελόνι του, εφαρμοστό στους γοφούς, καμπάνα τα μπατζάκια – είχε κι ένα άλλο, άσπρο κι αυτό, σορτσάκι, πολύ κοντό – μια φορά που καθόταν αντίκρυ στο σκαμνί και μασουλούσε ένα ροδάκινο με τα φλούδια, είχε κρεμαστεί το ‘να αχαμνό του έξω στ’ αριστερό μπούτι […] μα τότε φορούσε αρβύλες και χοντρές χακί κάλτσες γυρισμένες σε δυο χοντρά βραχιόλια πάνου απ’ τις αρβύλες[…]) […]
(Με το σκούντημα του αγκώνα, σ.42)
Οι άνδρες του Eικονοστασίου είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, ωστόσο έχουν μια ηρωική και επιβλητική σωματική παρουσία. Με το κάλλος και την αίγλη του σώματός τους εξυψώνονται πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα. Για να αποδώσει την ομορφιά τους ο αφηγητής καταφεύγει συστηματικά στην τέχνη – κυρίως στη ζωγραφική του Τσαρούχη αλλά, σε άλλες περιπτώσεις, και στην αρχαία ελληνική τέχνη και ειδικότερα στην κλασική γλυπτική:
[…] και μου φάνηκε σα να τον έβλεπα ψηλά σ’ ένα αέτωμα, νεαρόν ιππέα, μαρμάρινον η μαρμαρωμένον, αποξενωμένον μες στην αθανασία του.
(Ίσως να ‘ναι κι έτσι, σ. 13)
[…] κείνα τα πυκνά κατάμαυρα δαχτυλιδωτά μαλλιά του, που όταν έκανε τις εκπληχτικές βουτιές του απ’ τον ψηλό βράχο του Αϊ –Στρατή κι ύστερα τινάζονταν σα δέλφινας μισό μέτρο πάνω απ’ το νερό σκορπώντας σμήνος χρυσές σταγόνες απ’ τις μπούκλες του, σωστό σπιθοβόλο φωτοστέφανο, κι έλεγες μην είναι ο Ποσειδώνας ή ο Απόλλωνας ή ο Αχιλλέας […]
(Ίσως να 'ναι κι έτσι, σ. 37)
Στο Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων (αλλά και σε ολόκληρο το έργο του) ο Γιάννης Ρίτσος εξυψώνει τους λαϊκούς, απλούς ανθρώπους και ταυτόχρονα μυθοποιεί τον μικροαστικό λαϊκό χώρο (καφενεία, ταβερνεία, λαϊκά κέντρα, μπουζουξίδικα), ακριβώς όπως και ο Τσαρούχης – ασφαλώς και δεν πρέπει να θεωρήσουμε τυχαίο ότι είναι τόσο συχνές οι εικαστικές αφορμήσεις του Εικονοστασίου από τη ζωγραφική του Τσαρούχη. Οι χτίστες, οι εργάτες, οι άνθρωποι της βιοπάλης αποδίδονται στο τσαρουχικό έργο, πολύ συχνά, με φωτοστέφανα και ζωγραφισμένα πλαίσια εικονισμάτων. Τα φτερά τούς μετατρέπουν σε έρωτες, άγγελους ή σε αλληγορικές μορφές από την αρχαία ελληνική μυθολογία. Στο Εικονοστάσιο του Ρίτσου οι απλοί άνθρωποι με τα σμιλεμένα από τον μόχθο πρόσωπα γίνονται «ανώνυμοι άγιοι» ή «Άγγελοι του Μεταξουργείου», ενώ οι λαϊκοί μάγκες, όπως ο Βαγγέλης, εμφανίζονται φωτοστεφανωμένοι.
Κοινό στοιχείο της αισθητικής του Ρίτσου και του Τσαρούχη (και, βεβαιότατα, της κλασικής τέχνης) είναι ο ανθρωποκεντρικός της χαρακτήρας. Και οι δύο εξυμνούν το κάλλος του ανθρωπίνου σώματος που διατηρεί στο ακέραιο τη ρώμη και το σφρίγος του. Παρατηρούμε ότι στο Εικονοστάσιο ο Ρίτσος συσχετίζει το διακείμενο της τσαρουχικής ζωγραφικής με την απόδοση της ανθρώπινης μορφής. Τα πρόσωπα της ατομικής τους μυθολογίας μετέχουν ταυτόχρονα του υποκειμενικού και του αντικειμενικού, του ρεαλιστικού και του ιδεατού στοιχείου. Οι μορφές στο έργο του Τσαρούχη χαρακτηρίζονται από σφύζοντα ερωτισμό και πνευματική ένταση που επιτυγχάνεται με την έμφαση στον μαγνητισμό του βλέμματος (στοιχείο που παραπέμπει στα πορτραίτα Φαγιούμ). Με τη σοβαρότητά τους και τη μνημειακή παρουσία τους μέσα στον χώρο εμφανίζονται ως ιδανικές ερωτικές παρουσίες. Αλλά αντίστοιχα και ο Ρίτσος καταφεύγει στον Τσαρούχη, από τη στιγμή που η γραφή του στο Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων αποσκοπεί στην εξύμνηση του ανθρωπίνου κάλλους και του έρωτα και, περαιτέρω, στην απόδοση της αρχετυπικής ουσίας του ανθρώπου.
Τζίνα Καλογήρου: Αφηγηματικός λόγος και ύφανση της αφήγησης στο Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων
στο Ο ποιητής και ο Πολίτης Γιάννης Ρίτσος (Μουσείο Μπενάκη -Κέδρος)
[…] (γιατί ο Βαγγέλης έκανε τη θητεία του στο ναυτικό κι από κει τον στείλαν στη Μακρόνησο κι ύστερα στον Αϊ- Στρατή με τ’ άσπρο παντελόνι του, εφαρμοστό στους γοφούς, καμπάνα τα μπατζάκια – είχε κι ένα άλλο, άσπρο κι αυτό, σορτσάκι, πολύ κοντό – μια φορά που καθόταν αντίκρυ στο σκαμνί και μασουλούσε ένα ροδάκινο με τα φλούδια, είχε κρεμαστεί το ‘να αχαμνό του έξω στ’ αριστερό μπούτι […] μα τότε φορούσε αρβύλες και χοντρές χακί κάλτσες γυρισμένες σε δυο χοντρά βραχιόλια πάνου απ’ τις αρβύλες[…]) […]
(Με το σκούντημα του αγκώνα, σ.42)
Οι άνδρες του Eικονοστασίου είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, ωστόσο έχουν μια ηρωική και επιβλητική σωματική παρουσία. Με το κάλλος και την αίγλη του σώματός τους εξυψώνονται πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα. Για να αποδώσει την ομορφιά τους ο αφηγητής καταφεύγει συστηματικά στην τέχνη – κυρίως στη ζωγραφική του Τσαρούχη αλλά, σε άλλες περιπτώσεις, και στην αρχαία ελληνική τέχνη και ειδικότερα στην κλασική γλυπτική:
[…] και μου φάνηκε σα να τον έβλεπα ψηλά σ’ ένα αέτωμα, νεαρόν ιππέα, μαρμάρινον η μαρμαρωμένον, αποξενωμένον μες στην αθανασία του.
(Ίσως να ‘ναι κι έτσι, σ. 13)
[…] κείνα τα πυκνά κατάμαυρα δαχτυλιδωτά μαλλιά του, που όταν έκανε τις εκπληχτικές βουτιές του απ’ τον ψηλό βράχο του Αϊ –Στρατή κι ύστερα τινάζονταν σα δέλφινας μισό μέτρο πάνω απ’ το νερό σκορπώντας σμήνος χρυσές σταγόνες απ’ τις μπούκλες του, σωστό σπιθοβόλο φωτοστέφανο, κι έλεγες μην είναι ο Ποσειδώνας ή ο Απόλλωνας ή ο Αχιλλέας […]
(Ίσως να 'ναι κι έτσι, σ. 37)
Στο Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων (αλλά και σε ολόκληρο το έργο του) ο Γιάννης Ρίτσος εξυψώνει τους λαϊκούς, απλούς ανθρώπους και ταυτόχρονα μυθοποιεί τον μικροαστικό λαϊκό χώρο (καφενεία, ταβερνεία, λαϊκά κέντρα, μπουζουξίδικα), ακριβώς όπως και ο Τσαρούχης – ασφαλώς και δεν πρέπει να θεωρήσουμε τυχαίο ότι είναι τόσο συχνές οι εικαστικές αφορμήσεις του Εικονοστασίου από τη ζωγραφική του Τσαρούχη. Οι χτίστες, οι εργάτες, οι άνθρωποι της βιοπάλης αποδίδονται στο τσαρουχικό έργο, πολύ συχνά, με φωτοστέφανα και ζωγραφισμένα πλαίσια εικονισμάτων. Τα φτερά τούς μετατρέπουν σε έρωτες, άγγελους ή σε αλληγορικές μορφές από την αρχαία ελληνική μυθολογία. Στο Εικονοστάσιο του Ρίτσου οι απλοί άνθρωποι με τα σμιλεμένα από τον μόχθο πρόσωπα γίνονται «ανώνυμοι άγιοι» ή «Άγγελοι του Μεταξουργείου», ενώ οι λαϊκοί μάγκες, όπως ο Βαγγέλης, εμφανίζονται φωτοστεφανωμένοι.
Κοινό στοιχείο της αισθητικής του Ρίτσου και του Τσαρούχη (και, βεβαιότατα, της κλασικής τέχνης) είναι ο ανθρωποκεντρικός της χαρακτήρας. Και οι δύο εξυμνούν το κάλλος του ανθρωπίνου σώματος που διατηρεί στο ακέραιο τη ρώμη και το σφρίγος του. Παρατηρούμε ότι στο Εικονοστάσιο ο Ρίτσος συσχετίζει το διακείμενο της τσαρουχικής ζωγραφικής με την απόδοση της ανθρώπινης μορφής. Τα πρόσωπα της ατομικής τους μυθολογίας μετέχουν ταυτόχρονα του υποκειμενικού και του αντικειμενικού, του ρεαλιστικού και του ιδεατού στοιχείου. Οι μορφές στο έργο του Τσαρούχη χαρακτηρίζονται από σφύζοντα ερωτισμό και πνευματική ένταση που επιτυγχάνεται με την έμφαση στον μαγνητισμό του βλέμματος (στοιχείο που παραπέμπει στα πορτραίτα Φαγιούμ). Με τη σοβαρότητά τους και τη μνημειακή παρουσία τους μέσα στον χώρο εμφανίζονται ως ιδανικές ερωτικές παρουσίες. Αλλά αντίστοιχα και ο Ρίτσος καταφεύγει στον Τσαρούχη, από τη στιγμή που η γραφή του στο Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων αποσκοπεί στην εξύμνηση του ανθρωπίνου κάλλους και του έρωτα και, περαιτέρω, στην απόδοση της αρχετυπικής ουσίας του ανθρώπου.
Τζίνα Καλογήρου: Αφηγηματικός λόγος και ύφανση της αφήγησης στο Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων
στο Ο ποιητής και ο Πολίτης Γιάννης Ρίτσος (Μουσείο Μπενάκη -Κέδρος)
1 σχόλιο:
Ο τόμος συγκεντρώνει την αναλυτική, επεξεργασμένη και τεκμηριωμένη μορφή των τριάντα τριών εισηγήσεων οι οποίες παρουσιάστηκαν στο Διεθνές Συνέδριο, με τίτλο "Ο ποιητής και ο πολίτης Γιάννης Ρίτσος", το οποίο οργάνωσε το Μουσείο Μπενάκη, από τις 28 Σεπτεμβρίου μέχρι την 1η Οκτωβρίου του 2005. Στις εργασίες του συνεδρίου είχαν επίσης περιληφθεί δύο "στρογγυλά τραπέζια", τα οποία επικεντρώθηκαν (α) στην πρόσληψη του Ρίτσου από σύγχρονους ποιητές και (β) στην αποτύπωση μαρτυριών ανθρώπων που η πορεία τους διασταυρώθηκε με εκείνην του Γιάννη Ρίτσου. Ο παραπάνω τίτλος εκάλυπτε, πέρα από το συνέδριο, μια έκθεση τεκμηρίων από το Αρχείο του ποιητή, το οποίο απόκειται στο Μουσείο Μπενάκη, και μια σειρά καλλιτεχνικών εκδηλώσεων (αναγνώσεις ποιημάτων και συναυλία).
Κατά τις εργασίες του συνεδρίου, διακεκριμένοι Έλληνες και ξένοι φιλόλογοι, ποιητές και μεταφραστές, μελετητές του έργου του ποιητή, αλλά και της νεοελληνικής φιλολογίας, αναμετρήθηκαν με την πολυσχιδή ποιητική δημιουργία του Ρίτσου, υπό το φως των νέων προβληματισμών που ορίζει ο συνδυασμός της επιστημονικής μεθοδολογίας και των νέων κοινωνικών - πνευματικών συνθηκών της εποχής μας.
Οι κεντρικοί όροι του τίτλου (ποιητής και πολίτης), αλλά και οι θεματικοί άξονες του συνεδρίου, οι οποίοι εξειδίκευαν τις αναζητήσεις και τις στοχεύσεις των οργανωτών του ("Ο Γιάννης Ρίτσος και ο αρχαίος ελληνικός κόσμος", "Ο Γιάννης Ρίτσος και η εποχής του", "Η ποιητική του Γιάννη Ρίτσου", "Ο Γιάννης Ρίτσος και ο κόσμος"), έδωσαν την ευκαιρία στους εισηγητές να αναπτύξουν προβληματισμούς που άγγιξαν πολλά επίπεδα και ποικίλες πτυχές του ποιητικού σώματος του Ρίτσου, προσφέροντας τους καρπούς μιας μελέτης που σφραγίζεται πλέον -και κυρώνεται- από την απόσταση του χρόνου. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, αναλύθηκαν ζητήματα όπως: η -ούτως ή άλλως, κρίσιμη και πολύσημη για τους Έλληνες δημιουργούς- σχέση του Ρίτσου με τον αρχαιοελληνικό κόσμο, η εννοιολόγηση, οι μορφές πρόσληψης και οι τρόποι χειρισμού του μύθου, η έννοια της ποιητικής, που είτε διατυπώθηκε θεωρητικά από τον ποιητή είτε αναδύεται από τον λόγο του έργου του, ο ρόλος του ποιητή και η έννοια της "στράτευσης", η αντιμετώπιση του έργου από τη σύγχρονή του και τη μεταγενέστερη κριτική, η παλαιότερη και η σημερινή πρόσληψη της ποίησής του πέραν των ελληνικών συνόρων και σχόλια πάνω στα αναφυόμενα μεταφραστικά προβλήματα, οι δυνατότητες και οι τρόποι ανάγνωσης της ποίησής του σήμερα.
Ο τόμος των Πρακτικών του Συνεδρίου αυτού, του πρώτου μεγάλου που αφιερώνεται αποκλειστικά στη μελέτη του έργου του, φιλοδοξεί, σύμφωνα με τους εκδότες του, "να αποτελέσει ένα corpus ευδιάκριτο μέσα στο σύνολο της ήδη εκτεταμένης βιβλιογραφίας που έχει συγκροτηθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες".
Δημοσίευση σχολίου