Πέμπτη, Φεβρουαρίου 21, 2013

No 821

Αλέξανδος Αλεξανδράκης

«Θα ‘πρεπε να ξυρίζεσαι δύο φορές την ημέρα…»
«Μα το πρωί… θέλω να πω… κάθε πρωί…»
Ήθελε να πει, αλλά ο ταγματάρχης δεν ήθελε να τον βλέπει αξύριστο στις εφτά το βράδυ.
«Για την τάξη. Όχι για μένα… Για την τάξη!» επέμενε.
Δεν είχε προσχεδιαστεί εκείνη η χειρονομία. Δηλαδή τα δάχτυλά του αριστερού χεριού του ταγματάρχη να διαγράψουν μια αργή τροχιά, για να αγγίξουν το πρόσωπο του στρατιώτη. Και πάνω που τα δάχτυλα περίμεναν να αγκυλωθούν στα σκουρόχρωμα γένια, ο άλλος τραβήχτηκε. Ένα κενό λίγων εκατοστών. Τραβήχτηκε σαν να είχε οργανώσει την άμυνά του, πανέτοιμος να αποφύγει ένα τέτοιο άγγιγμα. Μόνο που στη βιασύνη του, κάνοντας μισό βήμα πίσω, ένα γυάλινο σταχτοδοχείο γεμάτο αποτσίγαρα κομματιάστηκε στο πάτωμα. Κατά περίεργο τρόπο, ο σκληρός ήχος του γυαλιού που θρυμματίζεται ακούστηκε λιγότερο παράταιρος από το συγκινητικό φινάλε του Τελευταίου ρόδου του καλοκαιριού στο στέρεο.
«Δεν είναι τίποτα…»
«Συγγνώμη, κύριε. Θα τα μαζέψω αμέσως…»

Γιάννης Ξανθούλης: Ο γιος του δασκάλου (διόπτρα)

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγει κανείς από τις συμπτώσεις. Μια ξαφνική καλοκαιρινή βροχή και... η ζωή του αλλάζει. Το τυχαίο γίνεται κάτι παραπάνω από σημαντικό, σε βαθμό που να ξεκλειδώνει ένα προ σαράντα ετών μυστήριο.
Ο Νικόδημος είναι ο μικρός γιος, αλλά κυρίαρχος της οικογενειακής μυθολογίας είναι ο Άλλος. Ο μεγάλος απών. Ο αυτόχειρας αδερφός και "γιος του δάσκαλου", που συνέχισε να υπάρχει εντατικά και στις δεκαετίες που ακολούθησαν το χαμό του.
Μια ξαφνική καλοκαιρινή βροχή θα θέσει συνειδησιακά διλήμματα στον μεσήλικα πλέον μικρότερο αδερφό, που ως τότε ήταν μόνο παρατηρητής. Τώρα, όμως, είναι εκείνος που θα ψάξει εξαρχής τη ζωή του -μέσα από δύσβατες διαδρομές- και θα έρθει αντιμέτωπος με μια αμείλικτη, κάποτε, στην έπαρσή της παρέα αγοριών.
Όσο κι αν πονάει η αλήθεια και τα αντιφατικά γεγονότα που παρεμβαίνουν στην αναζήτησή του, εκείνος θα ακολουθήσει τα ίχνη που πιστεύει πως καθορίζουν το αίσθημα του δικαίου. Για να δικαιώσει την ηθική του πένθους που τον πονά. Αμυνόμενος στο βαρύ κλίμα μιας μίζερης Αθήνας, θα παραμείνει αμετακίνητος στις εμμονές του. Τώρα, όμως, πρέπει να σταθεί απέναντί τους. Μόνος. Όπως πάντα....

Ανώνυμος είπε...

[…] Ο Ξανθούλης υπογραμμίζει ότι μια «απωθητική αφορμή» τον ώθησε να γράψει το «Γιο του δάσκαλου»: η βία στην οικογένεια και στην εκπαίδευση. «Εκπαιδευόμαστε να γίνουμε βίαιοι. Σιχαίνομαι τα σχολεία γιατί κουβαλούν όλους τους μύκητες της βίας». Κουβαλώντας αναμνήσεις από ιδεαλιστές εκπαιδευτικούς και από χαρισματικούς μαθητές ανασύρει μια ιστορία που διαδραματίζεται σε ένα θεσσαλικό χωριό.
Ο δάσκαλος παίζει καθοριστικό ρόλο στη μικρή κοινωνία. Ο μεγάλος γιος του τού βάζει την ιδέα να δημιουργήσει μια συμπαγή τριάδα μαθητών και να τους διδάξει μια ζωή υπέροχη και ανταγωνιστική, την τέχνη της επιβίωσης. «Τους διδάσκει ακόμα και σεξ, γιατί παραδοσιακά ο πατέρας πήγαινε τον γιο στο πορνείο, για να μη γίνει ομοφυλόφιλος… Ηταν ομοφοβικοί, όπως ο Τατσόπουλος», είπε ο Ξανθούλης προκαλώντας γέλιο.
«Ο δάσκαλος είναι ο μέντορας-ρυθμιστής και οι τρεις επίλεκτοι που έχει αναλάβει είναι νέοι, όμορφοι, υγιείς, ατρόμητοι, αγαπούν την τελειότητα. Στην αντίθετη μεριά βρίσκεται ο μικρός γιος του δασκάλου, ο Νικόδημος, που μισεί την τελειότητα, όπως εγώ. Και αυτός θα ανοίξει ένα θέμα-ταμπού στην οικογένεια, την αυτοκτονία του μεγάλου αδερφού στον στρατό».
Ο Ξανθούλης βασίζεται σε ένα πραγματικό γεγονός. «Τη μακρινή Σαρακοστή της άνοιξης του 1972, όταν έκανα τη θητεία μου στο Λιτόχωρο, ένας φαντάρος αυτοκτόνησε ξημερώματα στη σκοπιά γιατί δεν άντεξε ένα ανεπίτρεπτο ή συνηθισμένο καψώνι που του έκαναν μπροστά σε όλο τον λόχο. Βλέπουμε πού μπορεί να οδηγήσει η μικρή εξουσία που έχουν οι επιλοχίες, οι δεκανείς…».
Ο συγγραφέας ξαναπιάνει το νήμα της αφήγησης στη σύγχρονη Αθήνα, της λιτότητας και της εξαθλίωσης. Ο μικρός αδελφός, που έχει απομακρυνθεί από το χωριό, βρίσκει καταφύγιο μια βροχερή μέρα σε ένα βιβλιοπωλείο και το μάτι του πέφτει σε ένα βιβλίο με τίτλο «Γεια σας παιδιά». Γαλλοθρεμμένος, αφού σπούδαζε στο Παρίσι, νομίζει ότι πρόκειται για δοκίμιο για την ομότιτλη ταινία του Λουί Μαλ.
Ωστόσο, η συγγραφέας του αναφέρεται στο γεγονός που συγκλόνισε την οικογένειά του, την αυτοκτονία του μεγάλου, χαρισματικού αδερφού του. Τότε ο Νικόδημος αποφασίζει να γυρίσει στο χωριό αναζητώντας μια ευκαιρία να συμφιλιωθεί με τον πόνο και τις εμμονές του.

Της Παρής Σπίνου (efsyn.gr, 14-12-2012)

Ανώνυμος είπε...

[…] «Ωραίο το βιβλίο σας, οι σκηνές όμως του ήρωα στη Γαλλία μού φάνηκαν λίγο εκτός κλίματος» τον τσιγκλάω. «Γνωρίζω πολλούς που σπούδαζαν στη Γαλλία Ιστορία της Τέχνης, Κοινωνιολογία και κάτι άλλα πιο ασαφή πράγματα ή στην Ιταλία Αρχιτεκτονική – ήταν πολύ στη μόδα τότε. Μετά γνώριζαν κάτι άλλα πρόσωπα, καθόλα συμπαθέστατα και ερωτικά ύποπτα, και αποκόμιζαν εμπειρίες. Όλοι αυτοί κατόπιν έγιναν ΚΚΕ εσωτερικού και μετά πέρασαν σε άλλα... Έτσι τον έστειλα στη Γαλλία – πιστεύω πως ταίριαζε στο πνεύμα του αντιήρωα.
Γι’ αυτό διάλεξα και για το εξώφυλλο του βιβλίου μια φωτογραφία του ηθοποιού Χορστ Μπούχολτς – άλλη εμμονή μου αυτή. […]
«Η ιστορία του αυτόχειρα στο βιβλίο σας είναι αληθινή;» «Ναι, και με είχε σοκάρει πάρα πολύ. Συνέβη στο τάγμα 646 του Έβρου, όπου ήμουν τηλεφωνητής. Με έστειλαν ως επικίνδυνο κομουνιστή γιατί δούλευα στο συγκρότημα (σ.σ. Λαμπράκη) – εκεί ξεκίνησα το ’69 να γράφω. Όμως παράλληλα με ενέπνευσε και το βιβλίο “Η δεύτερη νιότη της Τζιν Μπρόντι”, που έγινε θεατρικό με την Ρεντγκρέιβ και ταινία με τη Μάγκι Σμιθ. Η ηρωίδα ήταν μια δασκάλα με φασίζουσα νοοτροπία. Λάτρευε τον Φράνκο και τον Μουσολίνι. Στο τέλος οι μαθήτριές της την προδίδουν με το χειρότερο και τον καλύτερο τρόπο. Αυτή τη σχέση δασκάλου με μια κάστα μαθητών ήθελα να περιγράψω. Την παρατηρούσα να αναπτύσσεται πολύ στην επαρχία. Με απωθούσε, αλλά και τη ζήλευα».
«Έχω την εντύπωση πως σε όλη σας τη ζωή αυτά τα δύο συναισθήματα σας καθοδηγούσαν». «Κυρίως η απώθηση. Τα βιβλία μου πάντα ξεκινούν από αυτή. Βάζω πράγματα που δεν τόλμησα να κάνω, τα απέφευγα, αλλά τα παρατηρούσα με μια αρρωστημένη έλξη. Λίγο η ζωή που δεν έζησα, αλλά με μια εγκληματική προσέγγιση». […]

Δημήτρης Μαστρογιαννίτης (athensvoice.gr, 30-1-2013)