«Υπάρχουν άλλα ντοκουμέντα για την ερωτική ζωή του Βίνκελμαν;»
«Ναι», είπε με ζήλο ο Αντόνιο, «από τη γερμανική του περίοδο. Το 1742, όταν ήταν είκοσι πέντε χρονών, έγινε παιδαγωγός του συνομηλίκου του Φρήντριχ Βίλχελμ Λάμπρεχτ, τον οποίο ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή και με τον οποίο έφυγαν αργότερα στο Ζέεχαουζεν, όπου συγκατοίκησαν ως το 1746. όποτε ερωτευόταν ο Βίνκελμαν, ανακαλούσε όσα είχε διαβάσει για τις μεγάλες ανδρικές φιλίες της ελληνικής ιστορίας και μυθολογίας. Τα πρότυπά του ήταν ο Πάτροκλος και ο Αχιλλέας, ο Αλέξανδρος και ο Ηφαιστίων, ο Ηρακλής και ο Ύλας. Όμως, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ο Μπεργκ τον εγκατέλειψε για πάντα, χωρίς να τον ευχαριστήσει ποτέ για την αφιέρωση του βιβλίου του, και αργότερα παντρεύτηκε, ενώ ο Λάμπρεχτ έφυγε για να γίνει κρατικός υπάλληλος, χωρίς να επιστρέψει ένα μεγάλο ποσό που του είχε δανείσει ο Βίνκελμαν. Την ίδια περίπου εποχή εμφανίστηκε στη ζωή του ένας άλλος νεαρός, ο Φρήντριχ φον Μπύλοβ, γιός ενός πρώην πρέσβη στη Στοκχόλμη. Όταν χώρισαν, ο Βίνκελμαν έγραψε: “Για μένα έχουν χαθεί τα πάντα: η τιμή, η χαρά, η ησυχία, η ευχαρίστηση’ και όλ’ αυτά επειδή δεν μπορώ να σε βλέπω και να απολαμβάνω (…) Τα μάτια μου δακρύζουν μόνο για σένα (….) Θα σ’ αγαπώ όσο ζω (….)”»
Αλέξανδρος Ίσαρης: Βίνκελμαν ή το Πεπρωμένο (Κίχλη)
«Ναι», είπε με ζήλο ο Αντόνιο, «από τη γερμανική του περίοδο. Το 1742, όταν ήταν είκοσι πέντε χρονών, έγινε παιδαγωγός του συνομηλίκου του Φρήντριχ Βίλχελμ Λάμπρεχτ, τον οποίο ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή και με τον οποίο έφυγαν αργότερα στο Ζέεχαουζεν, όπου συγκατοίκησαν ως το 1746. όποτε ερωτευόταν ο Βίνκελμαν, ανακαλούσε όσα είχε διαβάσει για τις μεγάλες ανδρικές φιλίες της ελληνικής ιστορίας και μυθολογίας. Τα πρότυπά του ήταν ο Πάτροκλος και ο Αχιλλέας, ο Αλέξανδρος και ο Ηφαιστίων, ο Ηρακλής και ο Ύλας. Όμως, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ο Μπεργκ τον εγκατέλειψε για πάντα, χωρίς να τον ευχαριστήσει ποτέ για την αφιέρωση του βιβλίου του, και αργότερα παντρεύτηκε, ενώ ο Λάμπρεχτ έφυγε για να γίνει κρατικός υπάλληλος, χωρίς να επιστρέψει ένα μεγάλο ποσό που του είχε δανείσει ο Βίνκελμαν. Την ίδια περίπου εποχή εμφανίστηκε στη ζωή του ένας άλλος νεαρός, ο Φρήντριχ φον Μπύλοβ, γιός ενός πρώην πρέσβη στη Στοκχόλμη. Όταν χώρισαν, ο Βίνκελμαν έγραψε: “Για μένα έχουν χαθεί τα πάντα: η τιμή, η χαρά, η ησυχία, η ευχαρίστηση’ και όλ’ αυτά επειδή δεν μπορώ να σε βλέπω και να απολαμβάνω (…) Τα μάτια μου δακρύζουν μόνο για σένα (….) Θα σ’ αγαπώ όσο ζω (….)”»
Αλέξανδρος Ίσαρης: Βίνκελμαν ή το Πεπρωμένο (Κίχλη)
3 σχόλια:
«Για τη ρωμαϊκή περίοδο έχουμε άλλα δύο ντοκουμέντα», είπε καθώς καθόταν σε μία πολυθρόνα. «Το 1762 ο Βίνκελμαν γνώρισε στενότερα έναν νεαρό θαυμαστή του από τη Ρίγα, τον βαρόνο Φρήντριχ Ράιχολντ φον Μπεργκ, έναν πλούσιο γαιοκτήμονα, για χάρη του οποίου έγραψε ένα εκτενές δοκίμιο με τον τίτλο Πραγματεία για την ικανότητα της αίσθησης του Ωραίου στην τέχνη, και του το αφιέρωσε. “Το περιεχόμενο της μελέτης μου το πήρα από σας”, του έγραψε αργότερα.
“Μόλις σας αντίκρισα για πρώτη φορά, ένιωσα πόσο συμφωνούσαν τα πνεύματά μας. Η μορφή σας με έκανε να συμπεράνω αυτό που επιθυμούσα, και βρήκα σ’ ένα ωραίο κορμί μια ψυχή καμωμένη για την αρετή, προικισμένη με την αίσθηση του Ωραίου”. Το ειδύλλιο διήρκεσε μόνο μερικές εβδομάδες, αλλά ο Βίνκελμαν τον ερωτεύτηκε παράφορα. Σε επιστολές του ομολογεί πως είναι ερωτευμένος με έναν Λεττονό! Όσο ήταν μαζί τον παρότρυνε να διαβάσει όμηρο, Πλούταρχο, τον Φαίδρο του Πλάτωνα, αλλά και τον αναγεννησιακό Μονταίνιο, του Αλεξάντερ Πόουπ και, κυρίως, τον Κάουλυ»
Αλέξανδρος Ίσαρης: Βίνκελμαν ή το Πεπρωμένο (Κίχλη, 2010)
Στις 8 Ιουνίου 1768 εμφανίστηκε ενώπιον του Αυτοκρατορικού Ποινικού Δικαστηρίου ο Μπαρτζέλλο Τζοβάννι Τζανάρντι και ανέφερε πως πριν από λίγο διεπράχθη φόνος στη Λοκάντα Γκράντε, που βρίσκεται στην κεντρική πλατεία της πόλης.
Το δικαστήριο αποφάσισε να στείλει υπαλλήλους στον τόπο του εγκλήματος και να αναθέσει στον δικαστικό κλητήρα Μπιάτζο Νταλμασόν να βρει επειγόντως γιατρούς και χειρουργούς, και να τους οδηγήσει αμέσως στη Λοκάντα Γκράντε.
Οι εκπρόσωποι του Αυτοκρατορικού Ποινικού Δικαστηρίου πήγαν στο πανδοχείο και ανέβηκαν τη σκάλα που οδηγούσε στον δεύτερο όροφο. Στο τέρμα του διαδρόμου, μπροστά στο δωμάτιο 10, υπήρχε πολύς κόσμος. Οταν μπήκαν μέσα, είδαν ξαπλωμένο στο στρώμα έναν άντρα που ακουμπούσε πάνω σε μαξιλάρια. Είχε πολύ κοντά γκρίζα μαλλιά, ήταν ψηλός και αδύνατος, γύρω στα πενήντα, με παραμορφωμένο, κάτωχρο πρόσωπο. Τα μάτια του ήταν κλειστά και βογκούσε ασταμάτητα. Φορούσε ένα ακριβό φίνο πουκάμισο, που ήταν καταματωμένο, και μαύρο δερμάτινο παντελόνι. Οι παντόφλες του ήταν από λευκό λινό ύφασμα. Στα δεξιά του στεκόταν ένας καπουτσίνος μοναχός. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο ένας ιερέας, κρατώντας τη θεία μετάληψη.
Σε λίγο κατέφτασαν ο χειρουργός Αντόνιο Αλμπριτσι και ο υγειονόμος και ρώτησαν τον χειρουργό Φλεκ αν μπορούσαν να δουν τις πληγές του άγνωστου άντρα, αλλά εκείνος είπε πως αυτό ήταν αδύνατον, γιατί οι πληγές αιμορραγούσαν συνεχώς. Είπε πως είχε εντοπίσει τρεις μαχαιριές στο στήθος και δύο στην κοιλιά, όλες πολύ βαθιές και θανατηφόρες. Επίσης είχαν τραυματιστεί και τα δυο του χέρια. Ετσι, η εξέταση των πληγών δεν πραγματοποιήθηκε και προχώρησαν στην κατάθεση του ετοιμοθάνατου. [...]
Το απόγευμα της 15ης Ιουνίου 1768, ο Μπαρτζέλλο Τζοβάννι Τζανάρτι κατέθεσε στο Αυτοκρατορικό Ποινικό Δικαστήριο την εξής γραπτή αναφορά: «Σήμερα το απόγευμα στις 15.30 η Φρουρά της πόλεως της Τεργέστης έλαβε τη διαταγή να παραλάβει τον άνθρωπο που δολοφόνησε με αποτρόπαιο τρόπο τον Τζοβάνι Βίνκελμαν στις 8 Ιουνίου του ενεστώτος έτους. Ονομάζεται Φραντσέσκο Αρκάντζελι και γεννήθηκε στο Τζαμπίλλι της περιοχής της Φλωρεντίας. Ο δολοφόνος οδηγήθηκε στο κελί 2 των φυλακών». Κατόπιν τούτου, το δικαστήριο ζήτησε να προσαχθεί αμέσως ο κατηγορούμενος ενώπιόν του.
Οταν ο Αρκάντζελι οδηγήθηκε στο δικαστήριο, είπε: «Κατάγομαι από το χωριό Τζαμπίλλι, που βρίσκεται στην επαρχία της Φλωρεντίας. Ο πατέρας μου ήταν μέτοχος τριών καραβιών στο Λιβόρνο. Οταν φαλίρισε, επέστρεψε στο Τζαμπίλλι και ασχολήθηκε με τα κτήματά του. Ημασταν πέντε παιδιά, τέσσερα αγόρια κι ένα κορίτσι. Εγώ είμαι τώρα τριάντα οκτώ χρονώ. Η γυναίκα μου ονομάζεται Τζοάνα και ζει στη Βενετία. Δεν έχουμε παιδιά. Το επάγγελμά μου είναι μάγειρας και είμαι Καθολικός. Ηρθα στην Τεργέστη με σκοπό να βρω εργασία.
»Συνδέθηκα φιλικά με τον κύριο Τζοβάννι, του οποίου το επίθετο δεν γνωρίζω, ή, μάλλον, για να πω την αλήθεια, δεν θυμάμαι. Επειδή έμενε στην ίδια λοκάντα μ' εμένα, και μάλιστα δίπλα στο δωμάτιό μου, βλεπόμασταν συχνά. Τρώγαμε το μεσημέρι μαζί στην τραπεζαρία και τα βράδια πάντα στο δωμάτιό μου. Κάναμε πολλούς περιπάτους και δυο-τρεις φορές την ημέρα πηγαίναμε σε διάφορα καφενεία για να πιούμε καφέ. Μετά συνέβη ό,τι συνέβη».
Οταν τον ρώτησαν τι συνέβη ακριβώς, εκείνος είπε: «Σας λέω την αλήθεια. Δεν επιδίωξα εγώ να συνδεθώ μαζί του, αλλά εκείνος ήθελε να γίνει φίλος μου. Κάποια μέρα είχαμε βγει να κάνουμε έναν περίπατο, και του είπα πως ο πανδοχέας με είχε ρωτήσει ποιος ήταν. Ισχυρίστηκε πως ήταν άνθρωπος με πολύ καλή φήμη. Μετά γυρίσαμε στην οστερία. Σε λίγο ήρθε στο δωμάτιό μου και μου έδειξε μια επιστολή που απευθυνόταν σε κάποιους τραπεζίτες της Βενετίας, που θα του ήταν χρήσιμοι στη συνέχεια του ταξιδιού του. Κατόπιν μου έδειξε ένα διαβατήριο που είχε εκδοθεί στη Βιέννη, λέγοντάς μου ότι μπορούσα να το διαβάσω, αλλά εγώ δεν το διάβασα.
»Κάποια στιγμή μου είπε πως θα μου έδειχνε κάτι μετάλλια. Οντως, λίγο πριν πάμε για φαγητό, μου έδειξε δύο χρυσά και δύο ασημένια μετάλλια. Τον ρώτησα τι αξία είχαν αυτά τα μετάλλια, κι εκείνος είπε ένα ποσό»
Αλέξανδρος Ίσαρης: Βίνκελμαν ή το Πεπρωμένο* (Κίχλη, 2010)
Το πρώτο σκέλος του τίτλου, δηλαδή το όνομα Βίνκελμαν, είναι μόλις η δεύτερη φορά που εμφανίζεται στην ελληνική πεζογραφία, παρότι ο γερμανός ιστορικός της τέχνης και αρχαιολόγος Ιωάννης-Ιωακείμ Βίνκελμαν υπήρξε πολύ σημαντικός γι' αυτόν τον τόπο. Η πρώτη ήταν προ τριετίας, στο μυθιστόρημα του Τάκη Θεοδωρόπουλου, «Το αριστερό χέρι της Αφροδίτης». Εκεί, ο αφηγητής αναφέρει τους πιστούς της «Λευκής Ελλάδας» του Βίνκελμαν και την άποψή του ότι «το κλασικό κάλλος είναι συνώνυμο του φυσικού κάλλους». Στην ιστορία του Ισαρη παρατίθενται πλείστα όσα γύρω από την αισθητική του «πατέρα της Αρχαιολογίας», όπως τον αποκάλεσαν. Από την πίστη του ότι η ελληνική τέχνη ενσαρκώνει το ιδανικό κάλλος και ότι ο μόνος τρόπος για να γίνουν μεγάλα έργα, που θα φέρουν μια δεύτερη Αναγέννηση, είναι μιμούμενοι τους Ελληνες, μέχρι την επίδραση που είχε στους μεταγενέστερούς του. Ομως, όλα αυτά αποτελούν μάλλον το διάνθισμα παρά το κυρίως θέμα.
Κεντρικός ήρωας της ιστορίας είναι ένας σκηνοθέτης, που έχει αρχίσει να γράφει το σενάριο της καινούριας ταινίας του με θέμα τον Βίνκελμαν. Τον κεντρίζει η υπόθεση της δολοφονίας του από έναν λαϊκό τύπο, με κίνητρο την κλοπή. Μια υπόθεση, που μένει σκοτεινή, όπως εκείνη του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Σύμφωνα με την αφήγηση, στην επιλογή του θέματος φτάνει τυχαία. Εκ των υστέρων, ωστόσο, όλα δείχνουν σαν προδιαγεγραμμένα. Ο ξαφνικός θάνατος της ιταλίδας συζύγου ενός φίλου του είναι αυτό που τον φέρνει από την οδό Βίνκελμαν του Μετς στη Βία Βίνκελμαν της Τεργέστης. Εκεί ρωτάει για την ονοματοθεσία του δρόμου τον συνοδό του, που συμπτωματικά ονομάζεται Πιερ Πάολο, όπως παιδί είχε ρωτήσει τον πατέρα του. Εχει ήδη μισοτελειωμένο ένα άλλο σενάριο. Σε εκείνο, η πρώτη ιδέα ήταν ο έρωτας δύο αδελφών. Αρχισε, όμως, να παγιώνεται μόνον όταν διάβασε την ιδεατή μορφή που δίνει ο Μούζιλ στον έρωτα αδελφού και αδελφής. Γι' αυτόν, όπως αφήνεται να διαφανεί, το ενδιαφέρον στοιχείο δεν είναι η αιμομιξία, αλλά η σύζευξη απαγορευμένου και ιδεατού. Σύζευξη που βρίσκει και στην περίπτωση του Βίνκελμαν. Αφ' ενός μεν, στην εποχή του Βίνκελμαν, δηλαδή στα μέσα του 18ου αιώνα, ο ομοφυλόφιλος έρωτας ήταν απαγορευμένος και όσοι ενέδιδαν καταδικάζονταν, ακόμη τότε, στον διά πυράς θάνατο, αφ' ετέρου, για εκείνον, ο έρωτας ήταν ταυτόσημος με τον έρωτα για το Ωραίο.
Αρχάγγελος ήταν το επίθετο του δολοφόνου τού Βίνκελμαν. Και ο ήρωας είχε γυρίσει μια ταινία μικρού μήκους, με θέμα έναν άνθρωπο, που καλεί σπίτι του για συντροφιά έναν άγνωστο, όπως ο Βίνκελμαν, ο Παζολίνι και μια σειρά άλλων επιφανών. Ο άγνωστος της ταινίας τού αποκαλύπτεται ότι ήταν ο ψυχοπομπός άγγελος, με άλλα λόγια ο ίδιος ο θάνατος. Ο ήρωας εξομολογείται στη γυναίκα του ότι η ιστορία του Βίνκελμαν «τον αφορά προσωπικά». Προσπαθεί να εκλογικεύσει τους φόβους του, αραδιάζοντας αριθμητικές και άλλες συμπτώσεις. Τελικά, τα δυσοίωνα προαισθήματά του επαληθεύονται μ' ένα παράδοξο ατύχημα που έρχεται ως κατάληξη, δίνοντας έτσι μεταφυσική διάσταση στην ιστορία. Ταυτόχρονα, η αφήγηση υποβάλλει και τις διεργασίες του ασυνείδητου. Ο σκηνοθέτης δεν πληροφορήθηκε για την ομοφυλοφιλία του Βίνκελμαν από το λήμμα νεότερης εγκυκλοπαίδειας, το οποίο αναπαράγει με αποκομμένη την επίμαχη πρόταση. Τη διαισθάνθηκε, γιατί ανήκει κι αυτός «στον κόσμο του Βίνκελμαν». Από τον ίδιο κόσμο προέρχονται και οι δύο τεργεστίνοι μελετητές του, που συμβιώνουν αρμονικά μία δεκαετία και οι οποίοι του αποκαλύπτουν, όχι μόνον άγνωστες πτυχές του βίου του, αλλά και όσα λεπτομερώς διαδραματίστηκαν κατά τη δολοφονία του στην Τεργέστη. Σήμερα που η ομοφυλοφιλία είναι ζήτημα ελεύθερης επιλογής, οι ήρωες των ιστοριών αφήνουν λανθάνουσες τις ομοφυλοφιλικές παρορμήσεις τους στα ενύπνια και στις καλλιτεχνικές τους επιλογές.
Μ. Θεοδοσοπούλου (Ελευθεροτυπία, 7/2010)
Δημοσίευση σχολίου