Τετάρτη, Δεκεμβρίου 08, 2010

No 728

Θάλεια Φλωρά-Καραβία

Ο Καβάφης ήρθε ξαφνικά σαν πυρετός και ξεσήκωσε την τάξη. Πέσαμε μονομιάς όλοι άρρωστοι. Ως και οι πιο ανίδεοι από ποίηση –κουμπούρες και καζουροποιοί- ένιωσαν ενδιαφέρον μαζί κι ενόχληση. Ήταν σαν να είχαμε φέρει μέσα στην τάξη κάτι το απαγορευμένο. (…)
Ο Καβάφης ξέσπασε σαν μια επιδημία που υπόβοσκε, μια ασθένεια απ’ την οποία λίγο πολύ όλοι είχαμε προσβληθεί και που θέλαμε, αψήφιστα, να τη μεταδώσουμε και σε άλλους. Σκύβαμε πάνω στο βιβλίο του αφιονισμένοι. «Τα χρόνια της νεότητός του, ο ηδονικός του βίος» κι είχαμε μια τάση να σοκαριστούμε και να ταυτιστούμε συνάμα.
«Τι μεταμέλειες περιττές, τι μάταιες…», τη στιγμή που, όντως, μερικοί από μας είχαμε αρχίσει να ‘χουμε μεταμέλειες για κάποιες ατασθαλίες μας ερωτικές. Βρισκόμασταν στην εποχή που «η κοινωνία… σεμνότυφη πολύ, συσχέτιζε κουτά». «Αλλά δεν έβλεπα το νόημα τότε».
Βέβαια ο φιλόλογος μας φρόντιζε να μας κάνει μόνο τα ιστορικά και τα παραινετικά ποιήματα του, παραμερίζοντας επιδέξια κάθε άλλο κείμενο του προκλητικό.

Μένης Κουμανταρέας: Ξεχασμένη φρουρά (Καστανιώτης)

4 σχόλια:

библиоptic είπε...

Από την Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας
Σάββατο 18 Δεκ. 2010

Γράφει ο Βαγγέλης Μπέκας

Το βιβλίο αποτελείται από αφηγήματα, αυτοβιογραφικά κείμενα, ομιλίες και δοκίμια για θέματα που απασχόλησαν τον Μένη Κουμανταρέα. Ο συγγραφέας αυτοσυστήνεται στη σκιά ενός πλατανιού. Γράφει για το θέατρο, το Τρίτο στεφάνι του Ταχτσή, τον Καραγάτση, για τα βιβλία κλασικής λογοτεχνίας που δεν του άρεσαν. Γράφει ακόμη για τον «παράξενο κύριο Βαρβέρη», τον Ερμαν Εσσε, για τους Νεοέλληνες, που όπως λέει: «Λάμπουν από εξυπνάδα, καμιά φορά υπερβολική». Κείμενα που έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα έντυπα, ομιλίες του συγγραφέα σε διάφορες περιστάσεις. Ο Μένης Κουμανταρέας τοποθετείται, εστιάζει, σχολιάζει και το σημαντικότερο όλων, αποκαλύπτεται...

Ανώνυμος είπε...

Ο ευπατρίδης των λαϊκών συνοικιών
Τoυ Δημοσθένη Κούρτοβικ (Τα Νέα, 19/2/2011

Αειθαλής στα 80 του, ο Μένης Κουμανταρέας δεν έχει χάσει την ικανότητα να ανανεώνεται και να διεγείρει το ενδιαφέρον μας, εκφράζοντας πλευρές της προσωπικότητάς του που κρύβονται κάτω από το συγκρατημένο αφηγηματικό ύφος του.

ΟΜένης Κουμανταρέας έχει καθιερώσει από το 1989 τη συνήθεια να συγκεντρώνει, στο τέλος κάθε δεκαετίας, τα γραφτά του αυτής της περιόδου που δεν ανήκουν στην πεζογραφική παραγωγή του και να τα εκδίδει σ΄ έναν τόμο. ΄Οσοι εκτιμάμε τα μυθιστορήματα και τις νουβέλες του, στα οποία χρωστάει άλλωστε τη φήμη του, αλλά νιώθουμε σαν ν΄ ασφυκτιά μέσα στη φόρμα τους μια συνείδηση με ζωηρότερο βηματισμό και πλουσιότερο δυναμικό, πρέπει να του είμαστε ευγνώμονες γι΄ αυτή τη συνήθεια. Γιατί τα κείμενα αυτά (δοκίμια, εισηγήσεις σε παρουσιάσεις βιβλίων, συνεργασίες σε λογοτεχνικά περιοδικά, συζητήσεις) μας επιβεβαιώνουν και προπαντός μας γοητεύουν.

Πράγματι, ο δοκιμιακός και ο συζητητικός λόγος του Κουμανταρέα γίνονται με τα χρόνια πιο δροσεροί, πιο ευκίνητοι, πιο τολμηροί από τον μυθοπλαστικό του, σαν να αισθάνεται την ανάγκη αυτός ο άνθρωπος, ο τόσο απόμακρος, σφιγμένος και λιγάκι σνομπ στις κοινωνικές συναναστροφές του, να μιλήσει πιο ελεύθερα, πιο ανοιχτά απ΄ όσο του επιτρέπει το πεζογραφικό ύφος που καλλιέργησε. Πιο ανοιχτά εδώ δεν σημαίνει εξομολογητικά, γιατί αυτό θα ήταν αφύσικο για την ιδιοσυγκρασία του Κουμανταρέα, αλλά έχει την έννοια της έκφρασης μιας εντελώς προσωπικής στάσης απέναντι στην τέχνη του, απελευθερωμένης από τις δουλείες της συντεχνιακής εθιμοτυπίας, δηλαδή τη δημόσια κολακεία των ομοτέχνων και το υποχρεωτικό προσκύνημα των τοτέμ του λογοτεχνικού Κανόνα.

Ας παρατηρήσουμε, για παράδειγμα, με πόση απλότητα, αλλά και αυτοπεποίθηση, χωρίς συγγνώμες, ούτε όμως έπαρση, δηλώνει, στο σύντομο κείμενο «Περί σπουδαιότητας και αρεσκείας», ότι προτιμά τους «Νεκρικούς διαλόγους» του Λουκιανού από κάποιους διαλόγους του Πλάτωνα (τους περισσότερους, φαίνεται να υπονοεί), ότι λατρεύει τους «Δουβλινέζους» και το «Πορτρέτο του καλλιτέχνη» του Τζόυς, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να τελειώσει τον εμβληματικό «Οδυσσέα» (κάνοντας εύκολο για τον αναγνώστη να μαντέψει το γιατί), ότι δεν διάβασε ποτέ το «Πόλεμος και ειρήνη», κι ας λατρεύει τον Τολστόι, ότι άφησε στη μέση τον δεύτερο τόμο του «Δον Κιχώτη», παρόλο που τον ξετρέλανε ο πρώτος, κ.λπ. ΄Αλλοι λογοτέχνες, που παίρνουν πολύ στα σοβαρά τον εαυτό τους και προπαντός τη δημόσια εικόνα τους, θα ντρέπονταν να ομολογήσουν τέτοια πράγματα. ΄Η θα το έκαναν μόνο και μόνο για να εντυπωσιάσουν. Ο Κουμανταρέας όμως, με την άνεση του συγγραφέα που δεν έχει πια ν΄ αποδείξει τίποτα, δεν διστάζει ν΄ απαντήσει στο δίλημμα περί σπουδαιότητας ή αρεσκείας προκρίνοντας ανεπιφύλακτα τη δεύτερη. Αυτό είναι το σημάδι της ωριμότητας: να συνειδητοποιείς τι σου αρέσει πραγματικά (και γιατί), όχι τι πρέπει να σου αρέσει.

Ανώνυμος είπε...

Εδώ, βέβαια, θα μπορούσε να τεθεί και το κάπως διαφορετικό ερώτημα πόσο ευρύ είναι το φάσμα των αρεσκειών. Ο Κουμανταρέας έχει αφομοιώσει άριστα αμέτρητους συγγραφείς και έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, έτσι ώστε μπορεί να κάνει με ζηλευτή καθαρότητα σκέψης και συνοπτικότητα καίριες παρατηρήσεις γι΄ αυτά τα θέματα. ΄Εχω την εντύπωση όμως ότι δεν πολυδιαβάζει άλλου είδους βιβλία, π.χ. ιστορικά, φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά ή επιστημονικά. Ζήτημα αρεσκείας και αυτό, φυσικά, και ουδείς ψόγος εν προκειμένω. ΄Εχει ωστόσο ορισμένες συνέπειες αυτή η, ας την πούμε έτσι, απαρέσκεια. Όταν, λόγου χάρη, ο Κουμανταρέας μιλάει για την πολιτική κατάσταση ή για το μεταναστευτικό πρόβλημα, οι απόψεις του δεν υπερβαίνουν το πλαίσιο κοινών τόπων και μιας κάπως ευχολογικής τοποθέτησης, απογοητεύοντας κάπως όσους ξέρουν με πόσο πλούτο αποχρώσεων εκφράζεται για άλλα ζητήματα. Ασφαλώς μια πιο διαφοροποιημένη προσέγγιση τέτοιων προβλημάτων δεν είναι μόνο ζήτημα διαβασμάτων. Είναι όμωςκαιζήτημα διαβασμάτων.

Σε αντιστάθμισμα, όταν ο Κουμανταρέας αναφέρεται στη λογοτεχνία ή γενικότερα στην τέχνη, ο συμπαγής και κοφτερός μέσα στη νηφαλιότητά του λόγος του (που θυμίζει τον δοκιμιογράφο Σεφέρη), έχει μια ιδιοπροσωπία που του δίνει τη βαρύτητα ενός ολόκληρου συστήματος βιοτικών αξιών, αντί να είναι απλώς μια σειρά από αισθητικές αξιολογήσεις έργων τέχνης. Για παράδειγμα, ο Κουμανταρέας δεν αγαπάει τη λόγια επιτήδευση στη λογοτεχνία, όσο διάσημη σφραγίδα και αν φέρει. Δεν την αγαπάει, νομίζω, ούτε στη ζωή του (ο σνομπισμός του, για τον οποίο έκανα μια νύξη πιο πάνω, δεν είναι επιτήδευση αλλά μάλλον κατάλοιπο μεγαλοαστικής συνείδησης σ΄ έναν μικροαστικό κόσμο). Συγκινείται και εμπνέεται, αντίθετα, από την απροσποίητη λαϊκότητα, που τη βρίσκει χύμα στη σχεδόν πληβειακή πια, μεταναστοβριθή Κυψέλη, όπου μένει. Από την άλλη, αποστρέφεται τον μελοδραματισμό, την αισθηματολογία, τη μεγαλοστομία, τη διαχυτικότητα, πράγμα που αυτή τη φορά αναγνωρίζουμε πολύ εύκολα τόσο στην πεζογραφία του όσο και στον χαρακτήρα του, όσοι τον γνωρίζουμε προσωπικά. Τέτοιες διαθέσεις παραπέμπουν σε μια σχεδόν χαμένη σήμερα αίσθηση αστικής ευπρέπειας, η οποία βρίσκεται άλλωστε στη ρίζα του σύγχρονου μυθιστορήματος, ακόμα και όταν οδηγεί στην εξέγερση εναντίον της. Και ίσως μπορούμε τώρα να καταλάβουμε καλύτερα τι κάνει τον Κουμανταρέα έναν από τους αυθεντικότερους εκπροσώπους του αστικού μυθιστορήματος στη νεότερη λογοτεχνία μας- έναν «δυτικό» συγγραφέα, παρόλο που κανένα αφήγημά του δεν διαδραματίζεται έστω κατά ένα μέρος έξω από τον ελληνικό χώρο, ενώ πολύ λίγες (και όχι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες) είναι οι περιγραφές των εντυπώσεών του από τα ταξίδια του στο εξωτερικό.

Ανώνυμος είπε...

Eίναι ένας από τους ελάχιστους σύγχρονους συγγραφείς μας που θα μπορούσαν να διαπρέψουν και ως κριτικοί, όπως πολλοί σημαντικοί ομότεχνοί τους στο παρελθόν. Ο λόγος που δεν ασχολήθηκε συστηματικά με τη λογοτεχνική κριτική θα πρέπει να είναι το πολύ ανεπτυγμένο esprit de corps του: η πίστη στην αποστολή της λογοτεχνικής κοινότητας, η έμφαση στην αλληλεγγύη των μελών του τμήματός της που αποτελεί τον δικό του κύκλο και η αποφυγή δημόσιων αντιπαραθέσεων, τουλάχιστον με ζώντες συγγραφείς. ΄Εχει μετάσχει σε πολλές βιβλιοπαρουσιάσεις ως ομιλητής, ρόλος που είναι σχεδόν πάντοτε μια φιλική εκδούλευση προς τον παρουσιαζόμενο, δηλαδή διαφημιζόμενο, συγγραφέα, αλλά έχει γίνει ανυπόληπτος και πάντως ανούσιος (ο ρόλος), εξαιτίας της εκνευριστικά προβλέψιμης και υπερθετικής επαινολογίας που συνεπάγεται. Με τα χρόνια όμως ο Κουμανταρέας γίνεται πιο τολμηρός και σ΄ αυτό τον τομέα. Στον τελευταίο τόμο του θα διακρίνει κανείς, ανάμεσα στα εγκώμια, και αιχμηρά σχόλια, που διατυπώνονται μ΄ εκείνη τη λεπτότατη, αλλά τσουχτερή ειρωνεία του ύφους του, την τόσο απολαυστική (όταν δεν είσαι ο ίδιος στόχος της). Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα τα σχόλια αυτά δεν αφορούν μόνο το προκείμενο βιβλίο αλλά και τον χαρακτήρα του δημιουργού του. Ο Κουμανταρέας είναι άλλωστε, το ξέρουμε και από το αφηγηματικό έργο του, δεινός χαρακτηρογράφος.

Δεν ανήκω στην ίδια γενιά με αυτόν. Δεν έχουμε στενή σχέση, παλιότερα μάλιστα γνώρισα την αντιπαλότητα, ίσως και την αντιπάθειά του. Ξέρω ότι η πεζογραφία μου δεν είναι του είδους που του αρέσει, ενώ για τη δική του, παρόλο που την εκτιμώ πολύ και μερικές πλευρές της με αγγίζουν βαθιά, δεν μπορώ να πω ότι με συναρπάζει. Είναι όμως ένας συγγραφέας που, τόσο με το έργο του όσο και με την προσωπικότητά του, με κρατά σε διαρκή εγρήγορση και μου θέτει ολοένα καινούργια ερωτήματα, όχι απαραίτητα αυτά που θα ήθελε ο ίδιος. Πιστεύω πως θα το αισθανθεί αυτό, και ορθότατα, ως μεγάλο έπαινο εκ μέρους μου. Πολύ περισσότερο καθώς γνωρίζει ότι εγώ δεν μετέχω σε πάνελ βιβλιοπαρουσιάσεων!