Γιάννης Τσαρούχης
Μα δε χρειάστηκε να μου πει τίποτα. Τά’ μαθα απ’ τη μαμά. Μου τά’ πε με μια σκληρότητα που αν της έχω συγχωρήσει είναι μόνον επειδή ξέρω πόσο ακριβά το πλήρωσε στον αγαπημένο της το γιο. Ό,τι κοροϊδεύει κανείς σ’ αυτό τον κόσμο, το λούζεται. «Πάψε να μας ζαλίζεις» μου λέει, «έτσι κι έτσι έχουν τα πράματα». Όλα τά’ χε βάλει ο νους μου εκτός απ' αυτό. Έκλαψα, χτυπήθηκα, μα ύστερ’ άρχισα να σκέφτομαι: κι αν είναι αλήθεια; Κι αποφάσισα να δω τον Αργύρη και να του μιλήσω. (Συνήθως συναντιόμασταν μπροστά στην Ακαδημία.) Αλλά όταν ήρθε εκείνη η στιγμή ήμουνα τόσο ταραγμένη, που ήταν αδύνατον να μιλήσω ήρεμα. Του είπα, χωρίς περιστροφές, ότι ο θείος Μαρκούσης είχε βάλει έναν άνθρωπο της εμπιστοσύνης του να τον παρακολουθήσει κι έμαθαν ότι είχε σχέσεις μ’ έναν…
Δεν τελείωσα τη φράση μου. Τον είδα να κοκκινίζει και κατάλαβα ότι ήξερε τι εννοούσα. Τον κοιτούσα άφωνη, παρακαλώντας από μέσα μου να μου πει πως είναι ψέματα. Ακόμα και σήμερα διερωτώμαι τι απ’ την κατηγορία ήταν αλήθεια και τι ψέμα. Ένας αθώος άντρας θα το ‘ριχνε στο σορολόπ ή θα θύμωνε και θά’ λεγε πως τον συκοφαντούσαν άδικα. Θα μού’ λεγε πως ήμουνα τρελή να τους πιστεύω, θα μ’ έπιανε και θα με φιλούσε. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να μου κλείσει το στόμα. Μα ο Αργύρης κοκκίνισε, ύστερα χλώμιασε, με κοίταξε καλά-καλά στα μάτια –ποτέ όσο ζω δε θα ξεχάσω εκείνο το βλέμμα- έβαλε τα χέρια στις τσέπες, και σηκώθηκε κι έφυγε, χωρίς να πει λέξη. Κι έμεινα μόνη μου κάτω απ’ το άγαλμα του Πλάτωνος, άναυδη, παρακαλώντας ν’ ανοίξ’ η γη να με καταπιεί.
Κώστας Ταχτσής: Το τρίτο στεφάνι (Ερμής)
Μα δε χρειάστηκε να μου πει τίποτα. Τά’ μαθα απ’ τη μαμά. Μου τά’ πε με μια σκληρότητα που αν της έχω συγχωρήσει είναι μόνον επειδή ξέρω πόσο ακριβά το πλήρωσε στον αγαπημένο της το γιο. Ό,τι κοροϊδεύει κανείς σ’ αυτό τον κόσμο, το λούζεται. «Πάψε να μας ζαλίζεις» μου λέει, «έτσι κι έτσι έχουν τα πράματα». Όλα τά’ χε βάλει ο νους μου εκτός απ' αυτό. Έκλαψα, χτυπήθηκα, μα ύστερ’ άρχισα να σκέφτομαι: κι αν είναι αλήθεια; Κι αποφάσισα να δω τον Αργύρη και να του μιλήσω. (Συνήθως συναντιόμασταν μπροστά στην Ακαδημία.) Αλλά όταν ήρθε εκείνη η στιγμή ήμουνα τόσο ταραγμένη, που ήταν αδύνατον να μιλήσω ήρεμα. Του είπα, χωρίς περιστροφές, ότι ο θείος Μαρκούσης είχε βάλει έναν άνθρωπο της εμπιστοσύνης του να τον παρακολουθήσει κι έμαθαν ότι είχε σχέσεις μ’ έναν…
Δεν τελείωσα τη φράση μου. Τον είδα να κοκκινίζει και κατάλαβα ότι ήξερε τι εννοούσα. Τον κοιτούσα άφωνη, παρακαλώντας από μέσα μου να μου πει πως είναι ψέματα. Ακόμα και σήμερα διερωτώμαι τι απ’ την κατηγορία ήταν αλήθεια και τι ψέμα. Ένας αθώος άντρας θα το ‘ριχνε στο σορολόπ ή θα θύμωνε και θά’ λεγε πως τον συκοφαντούσαν άδικα. Θα μού’ λεγε πως ήμουνα τρελή να τους πιστεύω, θα μ’ έπιανε και θα με φιλούσε. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να μου κλείσει το στόμα. Μα ο Αργύρης κοκκίνισε, ύστερα χλώμιασε, με κοίταξε καλά-καλά στα μάτια –ποτέ όσο ζω δε θα ξεχάσω εκείνο το βλέμμα- έβαλε τα χέρια στις τσέπες, και σηκώθηκε κι έφυγε, χωρίς να πει λέξη. Κι έμεινα μόνη μου κάτω απ’ το άγαλμα του Πλάτωνος, άναυδη, παρακαλώντας ν’ ανοίξ’ η γη να με καταπιεί.
Κώστας Ταχτσής: Το τρίτο στεφάνι (Ερμής)
4 σχόλια:
Η πρώτη έκδοση του βιβλίου - ένα βιβλίο με πολλά βιωματικά στοιχεία - έγινε το 1962 αναλώμασι του συγγραφέα, μιας και του το είχαν απορρίψει τρεις εκδοτικοί οίκοι στους οποίους το είχε προτείνει. Η έκδοση που παρουσιάζει σήμερα η Gay Βιβλιογραφία στα Ελληνικά, είναι η δεύτερη, από τον εκδοτικό οίκο Ερμής αυτή τη φορά, το 1970, και την ακολούθησαν πολλές επανεκδόσεις.
Με την ευκαιρία μιας ακόμα επανέκδοσής του -από τον Γαβριηλίδη - και την μεταφορά του σε αθηναϊκή σκηνή, η Σταυρούλα Παπασπύρου γράφει στο Επτά της Ελευθεροτυπίας:
Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2009
«Να ταξιδεύω, να κάνω έρωτα και να γράφω»
Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927 και δολοφονήθηκε το 1988 κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, κάνοντας στο μεσοδιάστημα ομολογημένα «γκελ με την άβυσσο» και προικίζοντας τα ελληνικά γράμματα μ' ένα έπος για τους μικροαστούς.
Χείμαρρος λόγου κι ελευθεριότητας, αντικομφορμιστής αλλά κι ονειροπαρμένος, πρίγκιπας των σαλονιών και εκδιδόμενος ως τραβεστί στη Συγγρού ταυτόχρονα, πέρασε στις συνειδήσεις μας -κι ας ενοχλούνταν σφόδρα γι' αυτό- ως συγγραφέας του ενός βιβλίου.
Κι είναι ακριβώς το «Τρίτο στεφάνι» του, έργο μυθικό για τη μεταπολεμική μας πεζογραφία, που, με την επανέκδοσή του από τον «Γαβριηλίδη» και με τη θεατρική του μεταφορά από τους Θανάση Νιάρχο και Σταμάτη Φασουλή, δίνει ξανά την αφορμή γιά να σταθούμε στην περίπτωσή του.
Η διαδρομή του απλώνεται διεξοδικά στη μοναδική ώς τώρα βιογραφία του, γραμμένη από τον εξ Αυστραλίας νεοελληνιστή Γιάννη Βασιλακάκο («Η αθέατη πλευρά της σελήνης», εκδ. «Ηλέκτρα»). Γιος ενός αλκοολικού χωρίς πυγμή και μιας ατίθασης, μικροπαντρεμένης κοκέτας, ο Ταχτσής βρέθηκε απ' τα μικράτα του μέσα σε μια διαλυμένη οικογένεια και ανατράφηκε από μια σχεδόν ερωτευμένη με τ' αγόρια γιαγιά που ενθάρρυνε εντός του τους σπόρους μιας ενοχικής ομοφυλοφιλίας. Στην Αθήνα από τα επτά του και περιστοιχισμένος από θηλυκά σ' ένα σπιτικό που τρανταζόταν καθημερινά από ομηρικούς καβγάδες, υπήρξε έφηβος που διάβαζε μανιωδώς εξωσχολικά, σύχναζε στο θέατρο και τον κινηματογράφο, ζωγράφιζε καλά και μάθαινε μ' ευκολία ξένες γλώσσες.
Αλωνίζοντας τον κόσμο
Στη Νομική πέρασε, αλλά δεν την τέλειωσε. Στα καλλιτεχνικά στέκια που σύχναζε ήταν μάλλον αντιπαθής με την εριστικότητά του και οι ποιητικές του απόπειρες («Η Συμφωνία του Μπραζίλιαν», «Καφενείο το Βυζάντιο») δεν έκλεψαν διόλου τις εντυπώσεις. Για το σινάφι, ο νεαρός Ταχτσής ήταν «νούμερο».
Ο ίδιος, πάντως, ήξερε τι λαχταρούσε: «Να ταξιδέψω, να κάνω έρωτα και να γράψω». Αφησε λοιπόν πίσω του τη συντηρητική, μετεμφυλιακή Ελλάδα και μεταξύ 1954-1964 αλώνισε στην Αυστραλία, την Αφρική, την Ευρώπη, την Αμερική, κάνοντας του κόσμου τις δουλειές - μεταφορέας, ξεναγός, υπάλληλος σε τράπεζα, ώς και τσατσά σε μπουρδέλο του Χάρλεμ, λένε κάποιοι. Παράλληλα δε, εργαζόταν πάνω στο έργο που κυοφορούσε πριν ακόμα ξενιτευτεί, το εν πολλοίς βιωματικό «Τρίτο στεφάνι».
(συνεχίζεται)
Για το «Τρίτο Στεφάνι», αυτό το σημαντικό νεοελληνικό μυθιστόρημα, γράφει ο Σταμάτης Φασουλής στο αφιερωματικό τεύχος στον Κώστα Ταχτσή, του λογοτεχνικού περιοδικού «η λέξη» (τ.197, Ιούλιος 2008). Aξίζει να σημειωθεί πως τόσο στην αφήγηση του Σταμάτη Φασουλή όσο και στους συντελεστές του αφιερώματος «εμπλέκονται» πρόσωπα που συνετέλεσαν και στην τηλεοπτική και την θεατρική μεταφορά του βιβλίου. Η Νένα που, σύμφωνα με το παρακάτω κείμενο, όταν το 1970 πρωτοδιάβασε το βιβλίο, που ο Σ.Φ. της έδωσε, «μεγάλωσαν τα μάτια της και τον κοίταγε λες κι είχε διαβάσει τη ζωή της απ' την φόδρα», είναι η Νένα Μεντή που στην τηλεοπτική μεταφορά του, το 1995, ερμήνευσε την Νίνα και στην θεατρική, το 2009, ερμήνευσε την Εκάβη. Ο Θανάσης Νιάρχος, εκδότης της αξιόλογης και μακρόβιας «λέξης» (κυκλοφορεί από το 1981), έκανε την θεατρική διασκευή του βιβλίου, σε συνεργασία με τον Σταμάτη Φασουλή που σκηνοθέτησε την περσινή παράσταση του Εθνικού Θεάτρου.
~
:
Τον γνώρισα ελάχιστα. Μια δυο φορές στο θέατρο. Άλλες τόσες στις Μηλιές, σ' ένα πανέμορφο σπίτι που είχε, κι έβλεπες από πλατάνια μέχρι θάλασσα.
Το έργο του όμως το 'ξερα καλύτερα κι από μένα τον ίδιο.
Αρχές του '70, ο Διαγόρας κι η Χριστίνα, μέσα στ' άλλα δώρα, μου xάρισαν κι αυτό το βιβλίο Το τρίτο στεφάνι, - «Διάβασ' το. Θα σ' αρέσει». Δεν ήξερα τίποτα ούτε για τον συγγραφέα ούτε για το θέμα, μάλιστα επειδή η εποxή ήταν επιρρεπής σε κάθε τι το πολιτικοποιημένο, περίμενα κάτι «επαναστατικό», κάτι σε «Παιδιά σηκωθείτε» ή ακόμα και «Πώς να φτιάxνετε μια βόμβα με τα υλικά της κουζίνας σας». (Ήταν ο καιρός που ο Μαριγκέλα ξετρέλαινε και κόσμο και ντουνιά). Μπορεί βέβαια το «Παιδιά σηκωθείτε» να απουσίαζε και τη θέση του να είχε η «Ρεζεντά», αλλά το βιβλίο ήταν για μένα τότε (όπως και τώρα ακόμα) σαν xλωρός αναγνώστης που ήμουνα εκείνη την εποxή, η ίδια η επανάσταση στη συγγραφή. Για πρώτη φορά δεν διάβαζα τον λόγο. Τον άκουγα. Έβλεπα συλλαβές και άκουγα τον ήχο της λέξης ολοζώντανο στερεοφωνικό κι έβλεπα μέσα απ' τις xιλιάδες αποxρώσεις όxι μόνο το πρόσωπο του ήρωα αλλά και το σώμα, τα μάτια, το γέλιο κι ακόμα περισσότερο, σε κάθε τσάκισμα του ήxου του καταγεγραμμένου στο xαρτί, τις κινήσεις της ψυxής του. Ααααα! Αυτό ναι. Πρώτη φορά το ένιωθα. Κι ενώ ζωντάνευαν μέσα μου πράγματα που ήξερα, ήταν σαν να τα γνώριζα πρώτη φορά. Γεννιόταν απ' την αρxή ο κόσμος ίδιος κι ολοκαίνουργιος.
... ...
συνέχεια στο επόμενο σχόλιο
(συνέχεια και τέλος του προηγούμενου σχολίου)
:
Όσο για τη βόμβα που περίμενα. Ναι, ο Ταχτσής έφτιαχνε όντως μια βόμβα τεράστιας ισχύος με υλικά της κουζίνας μας. Αυτό που θα πει η Έλλη Αλεξίου περιφρονητικά «δύο γυναίκες συζητάνε πάνω από μια μπουγάδα» είναι η μεγάλη δύναμη του έργου. Δυο γυναίκες μιλάνε με μια γλώσσα που όχι μόνο καταγράφει το ύφος, το ήθος και το έθος μιας εποχής, αλλά για πρώτη φορά, απ' ό,τι ξέραμε τουλάχιστον μέχρι τότε, οι ήρωες δεν χαρακτηρίζονται απ' την ιστορία και τα γεγονότα της, αλλά αντίθετα. Με τον ψιχισμό, την γλώσσα, τη θερμοκρασία της συγκίνησης τους, αυτοί είναι που καθορίζουν την Ιστορία, καταγράφοντάς την μέσα τους με το δικό τους αλφάβητο και μας την παραδίδουν ολοζώντανη να σπαρταράει από σελίδα σε σελίδα. Ίσως να μην το καταλαβαίνεις απ' την πρώτη στιγμή, αλλά το νιώθεις το ιστορικό πλαίσιο (που θα 'λεγαν κι οι «προοδευτικοί» διανοούμενοι για να προσδώσουν βάθος στα λεγόμενα) να κυκλώνει τη δράση από παντού. Ή Εκάβη φεύγει για την Θεσσαλονίκη με την κήρυξη του Α' Βαλκανικού πολέμου 30 Σεπτεμβρίου του 1912, στο Διχασμό το Νοέμβρη του '20 πάει με τον Λόγγο στη Βιέννη, το '22 με τη Μικρασιατική χωρίζουν. Ο γιος της ο Δημήτρης πεθαίνει όταν φεύγουν οι Γερμανοί. Η Νίνα συναντάει την Εκάβη μια δυο μέρες απ' την Μεταξική 4η Αυγούστου. Στη συνάντησή τους αντηχεί τραγουδιστά το βασανιστικό ερώτημα: «Γιατί χαίρεται ο κόσμος;». Ο Αντώνης, το δεύτερο στεφάνι της Νίνας, πεθαίνει στις 6 Απριλίου του '41 ημέρα της εισβολής των Γερμανών, και στα Δεκεμβριανά η Νίνα δίνει ένα ρεσιτάλ χαμαιλεοντισμού, ανθρωπιάς και θεοκατίνας, ανάμεσα στους «Χίτες» και τους «Συμμορίτες». Κι όλα αυτά με μια γλώσσα φωτεινή και αιμάσσουσα, σκανδαλιάρα και θεοσεβή, ασύντακτη και αρχαιολάγνα, ανάλογα με τον άνθρωπο, την στιγμή και το αίσθημα, μια γλώσσα που τελικά είναι και ο ήρωας και η δράση και η ιστορία. Η γλώσσα στο Στεφάνι, μοναδική, αδιαμφισβήτητη και απόλυτη πρωταγωνίστρια.
Η έκρηξη αυτής της ταχτσικής βόμβας ήταν από τις πιο ισχυρές εκείνη την εποχή. Θυμάμαι, πήγα το βιβλίο στη Νένα. Πώς μεγάλωσαν τα μάτια της, με κοίταγε λες κι είχε διαβάσει τη ζωή της απ' την φόδρα. Κι ύστερα πώς χέρι με χέρι δόθηκε απ' τον έναν στον άλλον, σ' όλη τότε την παρέα του « Ελεύθερου Θεάτρου» (νομίζω ο Αρζόγλου το 'ξερε από πριν) και πώς μας επηρέασε. Μάλιστα στο Κι εσύ χτενίζεσαι., την πρώτη μας επιθεώρηση, είχαμε γράψει κι ένα νούμερο με εμφανείς τις επιρροές απάνω του, κι όταν ήρθε ο Ταχτσής στην παράσταση, με το ύφος το γνωστό: «Βλέπω το θέαμά σας δεν είναι μόνο ταξικό αλλά και αρκούντως ταχτσικό».
Από τότε γυρνάω ξανά και ξανά σ' αυτό το «στεφάνι» και κάθε φορά αφήνομαι στην αφήγηση των δύο γυναικών «πάνω απ' τα άπλυτα της Ιστορίας» και πολλές φορές παραφράζοντας τον στίχο του Σαββόπουλου τις αποκαλώ (Νίνα και Εκάβη) «Δύο Ελλάδες που σιγοπίνουν τον καφέ».
Ήμουνα στο Λονδίνο, στη γυάλινη περιστρεφόμενη πόρτα του ξενοδοχείου, όταν ένας Έλληνας με πληροφόρησε: «Σκοτώσαν τον Ταχτσή». Γύρναγε ο κόσμος γυάλινος. «Τον βρήκαν στο κρεβάτι του γυμνό, στεφανωμένο με λουλούδια».
Γυμνός, νεκρός και ιοστεφής. Ίσως αυτό το ύστερο στεφάνι να 'ταν το τέταρτο, που αν «το επιτρέψουν οι παπάδες» να έβαζε κι η πρωταγωνίστριά του.
Δεν πρόλαβε να το φορέσει εν ζωή και του το φόρεσε η Νίνα. Ναι αυτή. Ο ίδιος.
Σταμάτης Φασουλής
-η λέξη, τχ.197 / Ιούλ.2008-
“…ο σκοπός μου ήταν να κάνω το ακριβώς αντίθετο της ηθογραφίας”
“Η φύση μου είναι διαλεκτική. Κάνω συνεχώς έναν αγώνα εναντίον όλων, και του ίδιου του εαυτού μου. Σ' όλα τα πεδία. Και στο ερωτικό.”
Για το «Τρίτο στεφάνι» μιλάει ο ίδιος ο συγγραφέας του, απαντώντας σε ερωτήσεις του Θανάση Νιάρχου και του Αντώνη Φωστιέρη, στο πλαίσιο μιας συνέντευξης. Στις απαντήσεις του, ο Κώστας Ταχτσής αποκαλύπτει και σημαντικές πτυχές του εαυτού του – όχι άγνωστες πια για τους αναγνώστες του έργου του:
- H πάλη, ή μάλλον η αντιπαράταξη των δύο φύλων φαίνεται, έμμεσα αλλά καθαρά, και στο «Τρίτο στεφάνι» όπου λιγότερο οι άντρες φέρονται σα γυναίκες και περισσότερο οι γυναίκες σαν άντρες. Μια πλεκτάνη του γυναικείου φύλου που προσπαθεί με πλάγια μέσα να εξουδετερώσει το αντρικό και να πάρει στα χέρια του τα ηνία.
- Έτσι είδα εγώ την ελληνική κοινωνία. Είν' αυτό που λέει κάποια στιγμή η Λυσιστράτη: «Μα δεν υπάρχει ούτε ένας άντρας σ' αυτό τον τόπο; Κι είπα με το νου μου: φαίνεται πως δεν υπάρχει, θ' αναλάβουμε λοιπόν εμείς οι γυναίκες να σώσουμε την Ελλάδα.» Είναι μια ελληνική κατάσταση που την έζησα στα παιδικά μου χρόνια. Δε μπορώ όμως να πω ότι οι σύγχρονες ελληνίδες είναι ώριμες για τέτοιες αποστολές. Δεν έχουν απελευθερωθεί πραγματικά. Μόνο τον κυρίαρχο άντρα έχει βολέψει αυτή η γυναικεία ψευτο-απελευθέρωση, που με το πρόσχημα ότι απελευθερώθηκε κι η γυναίκα, μπορεί να κάνει τώρα και πράματα που δε θα τολμούσε να κάνει άλλοτε. Αυτό που μπορεί ίσως ν' αλλάξει την πορεία της ανθρωπότητας θα ήταν μια πραγματική γυναικεία επανάσταση. Που όμως αμφιβάλλω αν θα γίνει ποτέ. Γιατί πιστεύω ότι οι γυναίκες είναι συνένοχες των αντρών.
[….] Το «Τρίτο Στεφάνι» περιέχει και τις «Τρωάδες» και την «Εκάβη» του Ευριπίδη - αφανώς βέβαια. Τι να κάνουμε, τα είχα διαβάσει, τα είχα δει στο θέατρο. Αλλά απέφυγα οποιαδήποτε ρητή αναφορά. Ήθελα να δείξω ότι, εις πείσμα των αιώνων που έχουν περάσει, η στάση ζωής, η νοοτροπία, ο καημός, αυτό το «αχ» της Ελληνίδας είναι πάντα ίδιο. Περιέργως.
- Χωρίς όμως τα στοιχεία αυτά να συντίθενται σε ηθογραφία.
- Μα ο σκοπός μου ήταν να κάνω το ακριβώς αντίθετο της ηθογραφίας. Είναι και δράμα και σάτιρα - περιγράφω καταστάσεις δραματικά δείχνοντας συγχρόνως και την κωμική, την ανάποδη πλευρά τους. Είναι σα να κλέβεις τους κλέφτες. Είν' ένας τρόπος ν' αντιστέκεσαι - όχι με διαδηλώσεις έξω απ' τα τείχη του κατεστημένου, αλλά μπαίνοντας σαν κατάσκοπος μέσ' το εχθρικό στρατόπεδο. Δεν ξέρω αν διατυπώνω εύστοχα τη σκέψη μου. Δεν μπορώ να τα εξηγήσω όλ’ αυτά θεωρητικά - θα ήταν και βαρετό. Εγώ έκφράζομαι περισσότερο με κραυγές. Έχω αδυναμίες, έχω προκαταλήψεις, αλλ' έχω και σωστό ένστικτο. Και διορθώνω, συνεχώς διορθώνω. Είμαι διορθωτικός τύπος. Είμαι απ' αυτούς που λένε κάτι, κι αμέσως σκέπτονται: γιατί δηλαδή είναι σωστό αυτό που είπα, και το ανάποδό του σωστό είναι. Ή θα μπορούσα να το 'χω πει διαφορετικά. Η φύση μου είναι διαλεκτική. Κάνω συνεχώς έναν αγώνα εναντίον όλων, και του ίδιου του εαυτού μου. Σ' όλα τα πεδία. Και στο ερωτικό.
- Μέσα στο «Τρίτο στεφάνι» υπάρχουν συγκεκριμένες βιωματικές και αυτοβιογραφικές αναφορές ή όλα, πρόσωπα και γεγονότα, έχουν υποταχθεί στις αδήριτες ανάγκες ενός μύθου φανταστικού;
- Μα όλη ή λογοτεxνία είναι αυτοβιογραφική - σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, με τη στενότερη ή την ευρύτερη έννοια του όρου. Ό,τι έxω γράψει είναι ένα συνεxές παιχνίδι με μάσκες — γι αυτό και δεν έχω καμιά, σxέση με το παραδοσιακό μυθιστόρημα. Είναι μια προσπάθεια να δεις το κάθε τι από πολλές πλευρές.
… …
Από την «λέξη» – 1η δημοσίευση τ. 29/30, Νοέ. 1983
Αναδημοσίευση τ. 197, Ιούλιος 2008
Δημοσίευση σχολίου