Τετάρτη, Μαρτίου 26, 2008

No 519

Image Hosted by ImageShack.usKyril Fadeev (Ουκρανία)

Ερείπια της Παλμύρας
.
Όσο περνά ο καιρός και κάνω ένα προχώρημα
βαθύτερο μες στην παραδοχή, τόσο καταλαβαίνω
γιατί βαραίνεις κι αποχτάς τη σημασία
που δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι. Εδώ που όλα
σκουπίζονται, τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία
μένεις εσύ με την πυρακτωμένη σου πνοή για να θυμίζεις
το πέρασμα ανάμεσα στην ομορφιά, τη μνήμη
εκείνου που εσίγησε ανεπαίσθητα εντός μου
σφαδάζοντας στην ίδια του κατάρρευση κι ακόμα
τους άλλους που ανύποπτοι μες σε βαθύ ύπνο διαρρέουν

Όσο περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα
στο ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας
με φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω
στη χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη
για όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα
μου ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα
μοιράστηκα απερίσκεπτα και μένω
ξένος και κουρελιάρης τώρα
……………………….Μα όταν
μες στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω
ερείπια, βρίσκω απόκριση βαθιά γιατί τα μάρμαρα
κι οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν
το πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά – απόκριση
για όσα περιμένω και δεν πήρα
.
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου: Ο θάνατος του Μύρωνα

3 σχόλια:

Κ.σ-Μ. είπε...

Απoσπάσματα από το κείµενο του Γιώργου Βαϊλάκη «Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου. Η θανάσιµη µοναξιά»:

Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (1931-1996) ήταν γόνος αστικής οικογένειας από τη Θεσσαλονίκη, στην ιδιοκτησία της οποίας υπήρχε μια κλωστοϋφαντουργία. Ο νεαρός ποιητής απέτυχε ή απέφυγε, ωστόσο, να ενταχθεί στο αναμενόμενο μοντέλο της επαγγελματικής διαδοχής αδυνατώντας να συμφιλιωθεί με τη φύση της συγκεκριμένης εργασίας. Αναπόφευκτα, τον θάνατο του πατέρα ακολούθησε μία παρατεταμένη παρακμή. Πάντως νωρίτερα, ο ποιητής είχε εμφανιστεί στα γράμματα σε πολύ νεαρή ηλικία με τη μονόπρακτη ενότητα «Θάλασσα και συγχρονισμός» (1951), στην οποία διαφαίνεται μια πρώιμη και έντονη οδύνη: «Ακόμα μια νύχτα σπαταλημένη. Ακόμα μια / νύχτα / κάτω από τους ίδιους αστερισμούς. Περιμένουμε / χωρίς να περιμένουμε, / ελπίζουμε χωρίς να ελπίζουμε». Συνολικά, από τη δεκαετία του '50 είχε πολλές ιστορίες να διηγηθεί: ταξίδια, παραθερισμοί, βόλτες με τζιπ, στρατιωτική θητεία. Αλλά και λίγο αργότερα όταν λάτρεψε τη Γαλλία, όπου σε σχετικά μεγάλη ηλικία βρέθηκε για σπουδές φιλολογίας, ξοδεύοντας τα κατάλοιπα της οικογενειακής περιουσίας. Αυτή η σχεδόν μυθική εποχή για εκείνον, είχε πια παρέλθει ως μία ακόμα ανάμνηση.

Η ασυνήθιστη οικονομική δυσχέρεια στην οποία περιέπεσε, σε συνδυασμό με την ερωτική ιδιοτυπία του σε εποχές απόλυτης κατακραυγής της ομοφυλοφιλίας, δημιούργησαν συνθήκες απροσπέλαστης απελπισίας σ' έναν άνθρωπο ιδιαίτερα ευαίσθητο κι αξιοπρεπή. Ως εκ τούτου, το θέαμα της διαπόμπευσής του από κοινωνικά αποβράσματα στο ζαχαροπλαστείο «Αχίλλειον» της Θεσσαλονίκης ή οι βρισιές που άγνωστοι έγραφαν στις σκάλες της πολυκατοικίας που διέμενε, αποτελούν εν μέρει μια εξήγηση για την πληγωμένη εσωστρέφεια και την πνιγηρή απομόνωση του ποιητή. «Μέσα σ' αυτή τη διαπάλη μεταξύ του εξωτερικού κόσμου και του εσωτερικού», εξηγεί ο ίδιος, «γεννιέται μια σύγκρουση, ένα δράμα, που εξωτερικεύεται με μια στιχουργική προσωπική, μέσα σε μια θεματολογία που υπαγορεύεται από την ίδια την ψυχοσύνθεση του ποιητή, από τον ιδιαίτερο ψυχισμό του». Η ερημία, λοιπόν, έμελλε να γίνει σταδιακά η μόνιμη συνθήκη του έργου του, η κυριαρχική παρουσία μιας μοναξιάς που αποδίδεται με πηγαίο λυρισμό:«παγώνεις με την άνοιξη, το φως της σε ταλαιπωρεί / κι η πόλη σου είναι ξένη».

[….]
Ως προς τις καλλιτεχνικές καταβολές του, είναι φανερή η έντονη επίδραση του συμβολισμού αλλά και η υιοθέτηση μιας αντίληψης της ποιητικής τέχνης απόλυτα εργαστηριακής. Δεν αποτυπώνεται ένα γεγονός απευθείας, ούτε καταγράφεται η άμεση εντύπωση που του προκαλείται. Αντιθέτως, αφήνει να «κρυώσει» και να σχηματοποιηθεί σε μια στερεοποιημένη ανάμνηση. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγει τις υπέρμετρες συναισθηματικές εξάρσεις και τον εύκολο μελοδραματισμό ενώ προσεγγίζει το βίωμα μέσα από μια πιο ψύχραιμη αντιμετώπιση.

Σαφώς οφείλει στον συμβολισμό την επιδίωξη να απορρέει η μουσική από τον στιχουργημένο λόγο, χρησιμοποιώντας κάθε δυνατότητα ηχητικών και αρμονικών συνδυασμών που έχουν οι λέξεις ως φωνές, ήχοι και τελικά ως υλικό αποτελούμενο από μελωδίες και ρυθμούς: «Θέλω να γράψω ποιήματα ηλιόλουστα / επάνω στα ακρογιάλια των χεριών σου». Παράλληλα, προσπάθησε επίμονα να αποστειρώσει τις λέξεις από το καθημερινό τους νόημα εντάσσοντάς τες σε στιχουργικές μουσικών συνδυασμών που δημιουργούν αισθητική σαγήνη: «Ερείπιο απ' τα ναρκωτικά του ήλιου έρχεσαι / ν' αποτελειώσεις την παλιά συνομιλία / να με ξεπλύνεις απ' την περασμένη άνοιξη / κατεδαφίζονται τα καλοκαίρια στη σειρά / όσο παλιώνω». Ταυτόχρονα, αυτή η μουσική της γλώσσας αποτελεί το περιτύλιγμα μιας ποίησης σε καθαρή μορφή, μιας ποιητικής έκφρασης προς την αναζήτηση της ουσίας της με στίχους σαν κρύσταλλα πολυεδρικά: «Οι χαραμάδες στην ασήμαντη ζωή μου / είναι λυγμός καλοκαιριού στα πρόθυρα χειμώνα».

Συνολικά, κάθε σύμβολο προϋποθέτει δύο όρους: κατ' αρχάς μια εικόνα, μια μορφή συγκεκριμένη, ένα σχήμα, κι ακόμη ένα νόημα, μια κατάσταση, ένα συναίσθημα, μια «άλλη πραγματικότητα» που κρύβεται πίσω από το σύμβολο και που υποβάλλεται μέσα από αυτό. Το σύνολο, λοιπόν, του ποιητικού έργου του καλύπτει εξ ολοκλήρου την προσωπική του περιπέτεια εστιάζοντας κατ' επανάληψη στη δική του διαφορετικότητα, στο αποκρυπτόμενο αντικείμενο του ερωτικού πάθους του. Πρόκειται για κρυπτικό λόγο, έμμεση εξομολόγηση, όπου η μνήμη λειτουργεί ως συμπυκνωτής των εσωτερικών ζυμώσεων που ξεκινάει από την ερωτική εμπειρία επιδιώκοντας να αποκρυπτογραφήσει την απουσία μιας ειλικρινούς επαφής, αλλά και να κρυσταλλώσει την πικρή αίσθηση της μοναξιάς και της στέρησης. «Η ουσία του ποιητικού μου λόγου», έλεγε σε συνέντευξή του, «προσδιορίζεται ακριβώς από την απροθυμία μιας θεματογραφικής ανάπτυξης του ποιήματος. Δηλαδή μιας ανάπτυξης αφηγηματικής, περιγραφικής. Με μια προσωπική τεχνική κατά την εκφορά του λόγου, πυκνώνω κατά τρόπο αφαιρετικό, ένα πολύ προσωπικό ψυχισμό».

Μια τέτοια γραφή προκύπτει τόσο από την ερωτική ιδιαιτερότητά του όσο και από τη φυσική ατολμία και συστολή που τον διέκρινε, προτιμώντας το μισοσκόταδο, τη θολή ατμόσφαιρα, τους χαμηλούς τόνους, το θαμπό φως, τις λυπημένες Κυριακές, την απογευματινή ομίχλη: «Κοιτούσα τα χέρια του που έσφιγγαν ήρεμα, με κρυφή συγκατάθεση, τα δικά μου. Μες στο σακίδιο ήταν όλος / ο κόσμος του - πουλόβερ, βιβλία, γράμματα... / Επρεπε να 'ρχονταν τα πράγματα αλλιώς, μα το θελήσαμε τάχα / Αχρωμο φως, μια Κυριακή φθινοπωριάτικη, καμιά ελπίδα. / Μικρά ταξίδια στις ακτές, όλα χαλάσανε. Θεέ μου, / τόση ερημιά / Εβρεχε στην επιστροφή και ο αυτοκινητόδρομος γέμισε / φωτεινά σήματα, πικρά ολομόναχα φώτα». Ποιητής με εύθραυστο και μοναδικής λεπτότητας ψυχισμό, συλλαβίζει μέσα του καταπιεσμένες τρυφερές προθέσεις, ματαιωμένες φιλίες, ναυαγισμένες σχέσεις, ένα σύμφυρμα συγκινήσεων και καταπνιγμένων δακρύων, ενώ τον κατατρέχει αδιάλειπτα η μυθοποιημένη ομορφιά μιας εφηβείας που παρήλθε οριστικά και η συναίσθηση ενός χρόνου που καταστρέφει και δεν σέβεται τίποτα: «Μα έτσι είναι πάντα. Το πάρτι ματαιώθηκε / σαν την παρέα μας που το Σεπτέμβρη θα / διαλύσει / όπως τόσες και τόσες παρέες το καλοκαίρι. Να / έμενε τουλάχιστον κάτι».

Με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι προσπαθεί μάταια να λησμονήσει τη μοναξιά του, παρατηρώντας μια εποχή γεμάτη θέλγητρα να απομακρύνεται και αισθάνεται ότι γύρω του ανασαίνει μια ζωή που η υπερβολική γνωριμία μαζί της του προκαλεί ασφυξία και κατάθλιψη: «Μια πολυκατοικία άδεια κι ασυνάρτητη / επιστρατεύει το λυγμό μου κάθε βράδυ». Ολα αυτά αποτελούν για εκείνον αόριστη προειδοποίηση για μελλοντικές ματαιώσεις και απογοητεύσεις, ώσπου κάποια στιγμή προσλαμβάνει το μυστικό νόημα, το ανεξήγητο που έκρυβαν όλες οι νύχτες που τον έγδαραν, όλες οι μέρες που τον έφθειραν μέχρι το τέλος: «Οσο περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα / στο ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας / με φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω / στη χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη / για όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα / μου ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα / μοιράστηκα απερίσκεπτα και μένω / ξένος και κουρελιάρης τώρα».

Τελικά, η ποίηση του Ασλάνογλου χαρακτηρίζεται από εντυπωσιακή αντινομία -συνταιριάζει στοιχεία εκ διαμέτρου αντιθετικά: τον έντονο λυρισμό με το δραματικό περιεχόμενο, τις μυστικές μουσικές σχέσεις των λέξεων με το απεγνωσμένο ξεγύμνωμα της ψυχής, τις στιχουργικές σαγηνευτικών μουσικών συνδυασμών με το τρομακτικό κενό της ερωτικής απόρριψης ή εγκατάλειψης: «Ψυχή μου τι λυπάσαι αυτόν που πέρασε / πανέμορφος χλευάζοντας τη συμπεριφορά σου / ανένδοτος στα παρακάλια των πολλών / Τι συμπονείς αυτόν που μόνο θέρισε / παίρνοντας δύναμη απ' το χαμό των άλλων / ανώνυμος μέσα στο πλήθος θα χαθεί». Από τα ποιήματά του διαχέεται μια συστάδα ετερόκλητων και συχνά αντιφατικών συναισθηματικών αποχρώσεων, η οποία δεν προκύπτει από τη θεματική αλλά από την ίδια την ποιητική του: η λυρική του υπόσταση συμπαρασύρει τον αναγνώστη σε μια διάχυτη μουσική ρευστότητα, ενώ τον «παγώνουν» οι αλγεινές εξομολογήσεις του καθώς οι λυρικές αποκρυσταλλώσεις τους κάθε άλλο παρά τις υπαινίσσονται: «Τότε τα είδα λουσμένα με άλλο φως / ματόκλαδα ανοιχτά βαλσαμωμένα / σαν τα νεκρά πουλιά, τα είδα/ μες σε γλυκό βυθό, σε αράγιστο καθρέφτη αποθεμένα / να με κοιτούν αμίλητα σα μάτια / σφαγμένου ζώου που ακόμα θυμάται. / Και κατάπια / τα θρύμματα απ' τα τζάμια κι έσφιξα / πάνω μου σύρματα γυμνά, ηλεκτροφόρα». Στην ουσία, αυτό ακριβώς το εκρηκτικό συνταίριασμα της σκορπισμένης ελπίδας με τη μουσική, του λυρικού με το δραματικό, είναι που καθιστά την ποίησή του εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και σημαντική.

Από το e-poema

Ανώνυμος είπε...

Από το αρχείο του Ε.Λ.Ι.Α.

Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου γεννήθηκε το 1931 στη Θεσσαλονίκη από γονείς μικρασιάτες. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νικόλαος Αρσλάνογλου. Απόφοιτος του Πειραματικού Σχολείου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Γαλλικού Λυκείου Θεσσαλονίκης (1949). Το 1964-1965 φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου ως υπότροφος της αιγυπτιακής κυβέρνησης και το 1966-1967 παρακολούθησε μαθήματα γαλλικής λογοτεχνίας και γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Aix en Provence. Πήρε το δίπλωμα Ανώτερων Γαλλικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Παρισιού (1966) και το πτυχίο Γαλλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1971).

Εργάσθηκε ως διευθύνων σύμβουλος στην Μακεδονική Εριουργία που ανήκε στον πατέρα του (1952-1963), ως καθηγητής της γαλλικής (1965-1979), ως επιστημονικός συνεργάτης της Σχολής Αρχιτεκτόνων (1970-1973) και στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Από το 1980 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και εργάστηκε σε εκδοτικό οίκο ξενόγλωσσων βιβλίων.

Είχε ενεργό συμμετοχή στην πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης ως μέλος του Δ.Σ. του Συλλόγου αποφοίτων του Πειραματικού Σχολείου Θεσσαλονίκης και της Γαλλικής Λαϊκής Αποστολής. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης και στη Μέση Ανατολή.

Εξέδωσε το ποιητικό μονόπρακτο Θάλασσα και συγχρονισμός (1952, 1991) και τις ποιητικές συλλογές: Δύσκολος Θάνατος (1954), Ο Θάνατος του Μύρωνα (1960), Ποιήματα για ένα καλοκαίρι (1963), Νοσοκομείο Εκστρατείας (1972), Αργό Πετρέλαιο (1974), Ο Δύσκολος Θάνατος (συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων, 1978, 1985), Ωδές στον Πρίγκηπα (1981, 1991), Τρία ποιήματα (1987). Μετέφρασε τις Εκλάμψεις του Ρεμπώ (1971, 1981), την Ταβέρνα του Ζολά (1981).

Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Χρονικά του Πειραματικού Σχολείου Θεσσαλονίκης (1947), Σκέψη (1951, ως συνδιευθυντής), Πυρσός (1953-1955, ως μέλος της συντακτικής επιτροπής), Διαγώνιος (1957-1969), Διάλογος (1963-1963), Ausblicke (1970-1973) και Ροτόντα (1971), καθώς και με τις εφημερίδες Δράσις και Ναυτεμπορική.

Τιμήθηκε με διάκριση του Δήμου Θεσσαλονίκης (1957) και με χορηγία από το Υπουργείο Πολιτισμού (1974-1976, 1994), επίσης βραβεύτηκε από τον Δήμο Αθηναίων (1986).

Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου πέθανε το 1996.

ReyCorazón είπε...

To ποίημα που έδωσε τον τίτλο στη συλλογής:

Ο θάνατος του Μύρωνα

Το ξέρω, δεν αξίζει τόση επιμονή
μέσα στην εκμηδένιση. Και όμως, xρόνια
μετά, ο Μύρωνας θα γίνει μουσική και φώτα
αίμα και γέλιο ενός παιδιού, σπαρμένοι
αγροί και θάλασσες, κι όλα τα μάτια των παιδιών
θα τον θυμίζουν γέρνοντας σα στάχυα
από ψιλή βροχή στα πεζοδρόμια. Εκείνος
ανεπανάληπτη φωνή μέσα μου θα σωπαίνει
ανάβοντας την ομορφιά στο σκοτωμένο νόημα
που η ζωή περιέχει. Γιατί τον είδα πόσο
καρτερικά φυτεύτηκε για πάντα ψιθυρίζοντας
ήμουν πολύ νέος για θάνατο, θα επιστρέφω πάντα
τα καλοκαίρια, όσο υπάρxεις, κι ύστερα
θα σταματήσουν όλα
Θεέ μου, ετοιμάζεις
κόσμο απατηλό, ατρικύμιστο για το χαμό μου
~~~~~~~~~~~~

Άλλες καταχωρήσεις για τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου:

No 249: Ωδές στον πρίγκηπα
No 518: Δύσκολος θάνατος