
Ο Καυγατζής κοιμόταν στη γέφυρα, κάτω απ’ τον ήλιο. Όρθιος, τον κοίταζα για ώρα. Το πρόσωπό μου βούλιαζε μέσα στο δικό του και μόλις που πρόφτασα ν’ αποτραβήξω το βλέμμα μου, για να μη με πάρει είδηση. Από τις ήρεμες και γεμάτες ασφάλεια μακριές ώρες που θα μπορούσαμε ίσως να κοιμόμασταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, προτιμώ αυτές τις στιγμές της αμηχανίας, αυτές τις σύντομες στιγμές που πρέπει να διακόψω γιατί τα πόδια δεν αντέχουν να στηριζόμαστε για ώρα πάνω τους, γιατί ένα χέρι έχει ζαρωθεί άβολα, κάποια πόρτα ή κάποιο βλέφαρο δεν έχει κλείσει τελείως. Ξεκλέβω αυτές τις στιγμές κι ο Καβγατζής δεν το ξέρει.
Ο Καβγατζής ξέχασε το σλιπ του στη καμπίνα μου. Δεν τολμώ να το αγγίξω. Αυτό το γαριασμένο σλιπ του ναύτη είχε την ίδια δύναμη μ’ ένα τομάρι λεοπάρδαλης. Κι ακόμα μεγαλύτερη απ’ αυτό. Ήταν το ίδιο το ζώο που είχε ξαπλωθεί κατάχαμα, που είχε λουφάξει κι είχε κουλουριαστεί μέσα στο κορμί του και δεν είχε αφήσει παρά μόνο το περίγραμμά του. «Θα έπρεπε να το πετάξουμε στην άκρη». Αν κάνω όμως να το αγγίξω, ν’ απλώσω το χέρι μου πάνω του, θα φουσκώσει μεμιάς μ’ όλους τους μυς του Καβγατζή.
Ζαν Ζενέ: Ο Καβγατζής της Βρέστης (Εξάντας)