
Λος Μποστέρος’ οι
χωρικοί έτσι ονόμαζαν τους ανθρώπους της Λα Μπόκα. Η Λους, που ξεκίνησε την
καριέρα της ως τραβεστί κάνοντας πίπες στους νταλικέρηδες του Χουνίν, δεν
ένιωσε καθόλου αποξενωμένη ξεμπαρκάροντας στη γειτονιά. Η Λους, πρώην Ορλάντο,
είχε ξεφύγει απ’ τη μοίρα του βενζινάδικου στη Ρούτα 7 και απ’ τον μοναδικό
γνωστό της, έναν ξάδελφο που την πέταξε έξω ανακαλύπτοντας τα γυναικεία ρούχα
μες στη βαλίτσα της. Ο νεαρός τραβεστί τότε άρχισε να τριγυρνάει σε μπαρ και
μπουάτ αναζητώντας έναν άντρα που θα την ήθελε έστι όπως ήταν, πριν πέσει στην
Πάουλα.
Αν οι περισσότεροι απ’ τους
τραβεστί βλέπουν τους ομοίους τους στην καλύτερη περίπτωση ως εραστές, και στη
χειρότερη ως αντίζηλους, Πάουλα είχε καρδιά και για τα δύο. Η καλή Σαμαρείτισσα
βρισκόταν στην κατάλληλη θέση για να προβλέψει πώς θα κατέληγε η ιστορία. Πλημμυρισμένη
απ’ την ανάγκη να ντύνεται γυναίκα, η
Λους είχε χάσει τα πάντα –οικογενειακούς δεσμούς, δουλειά φίλους. Μαρά τις πρώτες
πίπες γύρω από πλατείες και σταυροδρόμια, που ήταν περισσότερο θέμα φαντασίωσης
παρά βιοπορισμού, η πορνεία κατέληξε γρήγορα να γίνει η σανίδα σωτηρίας της. Θα
πέθαινε από φθορά, θα κατέληγε με γυμνά ούλα: θα πέθαινε ή θα τον έβρισκαν σε
κάποιο χαντάκι. Χαμένη στο Μπουένος Άιρες, η Πάουλα της πρότεινε να
συνεργαστούν στα ντόκια της Λα Μπόκα: θα αλληλοπροστεύονταν, περιμένοντας
καλύτερες μέρες, και η Πάουλα θα της μάθαινε το επάγγελμα…
Caryl Ferey: Μαπούτσε (Άγρα)