Δευτέρα, Ιουνίου 20, 2005

No 94

ΑΠΟΚΟΥΜΠΙ

Το ξέρω, είσαι χαμένο υποκείμενο.
Διαρκώς ζητάς δαχτυλίδι και τσιγάρα,
διαμαρτύρεσαι πως είμαι τζαμπατζής,
ξινίζεις τα μούτρα σου όταν κάνω να σε χαϊδέψω,
και μόλις ξεμουδιάσει λίγο η καρδιά μου,
"Λοιπόν, τι θ' ακουμπήσεις;" με ρωτάς.

...Κι εγώ που νόμιζα πως βρήκα αποκούμπι !

Ντίνος Χριστιανόπουλος : Ποιήματα (Διαγώνιος)

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΑΙ ΣΑΒΒΑΤΟ

Τετάρτη και Σάββατο
σε νοσταλγώ περισσότερο.

Έγινε κιόλας χρόνος που απολύθηκες,
σε ξανακέρδισε το χωριό,
παντρεύτηκες, κόψαμε αλληλογραφία,
ξέχασα και το επίθετό σου.

Κι όμως κάθε Τετάρτη
και προπαντός κάθε Σάββατο
το κορμί μου θυμάται τις λεπτομέρειες
κι ανατριχιάζει.


ΕΡΩΤΑΣ

Να σου γλείψω τα χέρια, να σου γλείψω τα πόδια –
η αγάπη κερδίζεται με την υποταγή.

Δεν ξέρω πως αντιλαμβάνεσαι εσύ τον έρωτα’
δεν είναι μόνο μούσκεμα χειλιών,
φυτέματα αγκαλιασμάτων στις μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριά σπασμών.

Είναι προπάντων επαλήθευση της μοναξιάς μας,
όταν επιχειρούμε να κουρνιάσουμε σε δυσκολοκατάχτητο κορμί.

Από τον «Ανυπεράπιστο καημό»
(Ποιήματα – εκδ. Διαγώνιος)

Ανώνυμος είπε...

Από τις «Φρυκτωρίες», του δικτυακού τόπου του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας.
Γράφει η Σίσσυ Αθανασοπούλου


«Αν έχω κάποια δύναμη την οφείλω ολόκληρη στην ποίηση»»

Νικόλαος αρχικά κι αργότερα, όταν ξαναβαφτίστηκε, Κωνσταντίνος, Κώστας στην προσωπική ζωή και Ντίνος στην καλλιτεχνική. Δημητριάδης κανονικά, Δημητρίου από λάθος, Χριστιανόπουλος από δική του επιλογή, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είναι από τους πιο γνωστούς σήμερα ποιητές και παράλληλα μία από τις πιο μυστηριώδεις, σχεδόν μυθικές, μορφές των νεοελληνικών γραμμάτων.

Μαζί με τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου και τον Γιώργο Ιωάννου, αποτελούν τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά της Θεσσαλονίκης, που εμφανίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς ως η «τριάδα των ερωτικών ποιητών» της πόλης. […] Ο χαρακτηρισμός της ποίησής τους όμως ως ερωτικής κλείνει σε σχήματα και στεγανά την πολυποίκιλη ποιητική δημιουργία και την πραγματικότητα από την οποία αυτή τροφοδοτείται.
Έτσι, και για να περιοριστούμε στο Χριστιανόπουλο, μπορεί η ερωτική αναζήτηση, η συντριβή αλλά και η πρόκληση να κυριαρχούν, δεν λείπουν όμως και οι κοινωνικές προεκτάσεις, η υπαρξιακή αγωνία. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Αφού ο έρωτας τα συμπυκνώνει όλα αυτά.

Ο ερωτικός του προσανατολισμός και ο τρόπος που τον βιώνει είναι σταθερή πηγή έμπνευσης για τον Χριστιανόπουλο. Τα συναισθήματα καλύπτουν όλο το φάσμα από την ηδονή και την τρυφερότητα μέχρι τη συντριβή και την πρόκληση χωρίς ποτέ να ολισθαίνουν στην αισθηματολογία. Η ειρωνεία, ο σαρκασμός πολλές φορές, μας δείχνουν αμέσως την άλλη πλευρά και της πιο τραγικής ανθρώπινης στιγμής, λειτουργώντας σαν αντίβαρο στην συναισθηματική φόρτιση. Ο λόγος του απαλλαγμένος από κάθε είδους στολίδια, με πλήθος λαϊκά στοιχεία, σμιλεμένος μ’ επιμονή γίνεται συχνά επιγραμματικός, μας διαπερνά και λειτουργεί εξαγνιστικά μες την ωμότητά του.

Ανώνυμος είπε...

Το βιβλίο αυτό είναι η συγκεντρωτική έκδοση πέντε ποιητικών συλλογών και μιας συλλογής τραγουδιών. Σ’ αυτή την έκδοση είναι συγκεντρωμένα – ποιήματα από έξι ποιητικές συλλογές του Ντίνου Χριστιανόπουλου. “Εποχή των ισχνών αγελάδων”, “Ξένα γόνατα”, “Ανυπεράσπιστος καημός”, “Ο αλλήθωρος”, “Το κορμί και το σαράκι”, “Νεκρή πιάτσα” και “Το αιώνιο παράπονο”

Με τη σειρά που είναι στο βιβλίο

- από την Εποχή των ισχνών αγελάδων το ένατο ποίημα [σελ.26]

ΙΘΑΚΗ

Δεν ξέρω αν έφυγα από συνέπεια
ή από ανάγκη να ξεφύγω τον εαυτό μου,
τη στενή και μικρόχαρη Ιθάκη
με τα χριστιανικά της σωματεία
και την ασφυχτική της ηθική.

Πάντως, δεν ήταν λύση, ήταν ημίμετρο.

Κι από τότε κυλιέμαι από δρόμο σε δρόμο
αποχτώντας πληγές κι εμπειρίες.
Οι φίλοι που αγάπησα έχουνε πια χαθεί
κι έμεινα μόνος τρέμοντας μήπως με δει κανένας
που κάποτε του μίλησα για ιδανικά…

Τώρα επιστρέφω με μιαν ύποπτη προσπάθεια
να φανώ άψογος, ακέραιος, επιστρέφω
κι είμαι, Θεέ μου, σαν τον άσωτο που αφήνει
την αλητεία, πικραμένος, και γυρνάει
στον πατέρα τον καλόκαρδο, να ζήσει
στους κόλπους του μιαν ασωτία ιδιωτική.

Τον Ποσειδώνα μέσα μου τον φέρνω,
που με κρατάει πάντα μακριά.
Μα κι αν ακόμα δυνηθώ να προσεγγίσω,
τάχα η Ιθάκη θα μου βρει τη λύση;

*

- από τα Ξένα γόνατα το πέμπτο ποίημα [σελ. 37]

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Σπασμένες μέσα μου εικόνες ανταπόκρισης,
ρήμαγμα μέσα σε ξένες αγκαλιές,
απελπισμένο κρέμασμα από λαγόνια ξένα.

Πέσιμο εκεί που μοναχά η μοναξιά οδηγεί:
να υποτάξω ακόμη και το πνεύμα μου,
να το προσφέρω σαν την έσχατη υποταγή.

(1953)

*

- από την συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός, το δωδέκατο ποίημα [σελ.64] που μελοποιήθηκε από τον Μάνο Χατζιδάκι και ανήκει στη συλλογή του «Τα τραγούδια της αμαρτίας» που κυκλοφόρησε το 1996.

ΣΑΒΒΑΤΟ ΒΡΑΔΥ

Απ' το Βαρδάρη ως το Σιντριβάνι
κι από τον Πύργο ως την πλατεία Δικαστηρίων
σε ψάχνω σ' όλα τ' αγοραία, πεζοδρόμια,
έφαγα όλα τα γιαπιά για να σε βρω.

Μην είσαι σε κανένα σινεμά,
μην παίζεις σε κανένα σφαιριστήριο
ή τάχα πια ρουφήχτρα να σε χαίρεται
σε πιο δωμάτιο, σε πιο πάρκο, σε πιο κέντρο;

Και τριγυρνώ μονάχος και ξεδίψαστος
απ' το Βαρδάρη ως το Σιντριβάνι’
δεν εξαρθρώνεται αυτός ο πυρετός,
δεν επανδρώνεται με άλλους η καρδιά μου.

*

- από την συλλογή Ο αλλήθωρος, το εικοστό ποίημα [σελ. 124]

Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις.

Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους –
μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,
ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.

Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια
Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα
Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.

Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει.

(1962)

*

- από Το κορμί και το σαράκι, το δέκατο τέταρτο ποίημα [σελ. 142]

κοιτάσματα ηδονής στα σκέλια σου
τροφοδοτούν την έμφυτη μοναξιά μου

όλα μού φαίνονται όμορφα
όταν τα χέρια μου σε πασπατεύουν
ανακαλύπτοντας του έρωτα ρετάλια

ακριβοπληρωμένη μου χαρά

*

- από την Νεκρή πιάτσα το εικοστό δεύτερο ποίημα [σελ. 328]

ΑΙΣΘΗΜΑ

Μ’ αυτά και μ’ αυτά κύλησε η ζωή μου. Το ένα αίσθημα διαδέχονταν το άλλο, καινούριες απογοητεύσεις στοιβάζονταν επάνω σε παλιούς σπαραγμούς, άντρες με μαύρα μουστάκια αναζωπύρωναν κάθε λίγο την καταστροφή μου. Κι εγώ που η τόση πείρα δε με βοήθησε ποτέ μου, τον άνθρωπο που μού ‘βαζε φωτιά τον πέρναγα για πυροσβέστη.

Και τώρα που έλεγα πως γλίτωσα απ’ την επικίνδυνη ηλικία, ήρθε ένα νέο αίσθημα και με σμπαράλιασε για τα καλά. Πάλι ένα μαύρο μουστάκι με χορεύει στο ταψί.

Όμως μ’ αυτά και μ’ αυτά δε στέγνωσε ποτέ η ψυχή μου. Πάντα ένα αίσθημα ανανεώνει τα αισθήματά μου εφοδιάζοντας τη λάσπη μου με υγρασία, και πάντα ένα κάθαρμα με φέρνει στην κάθαρση, χωρίς να ξέρει τι καλό μού κάνει.

*

- και από την συλλογή τραγουδιών Το αιώνιο παράπονο ας δούμε το τέταρτο:

ΕΓΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ

Εγώ για την αγάπη σου και για την ομορφιά σου
παράτησα τους φίλους μου και γίνηκα σκιά σου.

Παράτησα το σπίτι μου, έφαγα τα λεφτά μου,
εσύ ‘σουν η λαχτάρα μου, εσύ ‘σουν η χαρά μου.

Πουθενά αλλού δε βρήκα
τέτοια μάτια, τέτοια γλύκα.

Κι όμως εσύ δε μ’ άνοιξες να μπω μες στην καρδιά σου
κι αφού με ξεπουπούλιασες, με πέταξες μακριά σου.

Και τώρα λιώνω και πονώ, κι εσένα δε σε μέλλει
γελάς με την κατάντια μου, που μ’ έκανες κουρέλι.

Πουθενά αλλού δεν ήπια
τόσον πόνο, τόση πίκρα.

Ανώνυμος είπε...

Από Το ΒΗΜΑ, 14/01/2001

Γράφει ο Νίκος Δαββέτας

Μια ποίηση που δεν βραβεύθηκε ποτέ ή δεν αξιώθηκε ευρείας προβολής και εξακολουθεί να διχάζει. Ο θεσσαλονικιός ποιητής καταθέτει το ποιητικό έργο του της τελευταίας πεντηκονταετίας .

Η επανακυκλοφορία της τελευταίας έκδοσης του συγκεντρωτικού τόμου Ποιήματα 1949-1999 του Ντίνου Χριστιανόπουλου μάς «αναγκάζει» να ασχοληθούμε με ένα φαινόμενο της μεταπολεμικής γραμματολογίας μας, που, αν λάβουμε υπόψη και τη δυσμενή συγκυρία, αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον. Σε μια εποχή όπου ο εκδοτικός μηχανισμός, τα ΜΜΕ και σύσσωμη η κριτική έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους στην πορεία της πεζογραφίας, υπάρχει ένας ποιητής που αν και αποκομμένος από το κέντρο ­ με ό,τι καλό και κακό αυτό συνεπάγεται ­ εξακολουθεί να πουλάει τα βιβλία του σε αριθμούς διόλου ευκαταφρόνητους και να κάνει αλλεπάλληλες εκδόσεις, ουσιαστικά με τα ίδια ποιήματα εδώ και 20 χρόνια. Η ποίηση μάλιστα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, επειδή ακριβώς δεν ταυτίστηκε ποτέ με κάποιου είδους επικαιρότητα ή με πολιτικά μανιφέστα και εθνικά «προσκλητήρια», επειδή ποτέ δεν βραβεύτηκε ή δεν αξιώθηκε της ανάλογης προβολής από το κράτος, δημιουργεί ακόμη περισσότερες απορίες για τη διάρκεια και την αντοχή της.

Ο Ντ. Χριστιανόπουλος πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματά μας το 1950 με τη συλλογή Η εποχή των ισχνών αγελάδων (προτάσσεται και στην παρούσα έκδοση) που έμελλε να δημιουργήσει και τις πρώτες λογοτεχνικές κόντρες για τον ποιητή και το έργο του. Η καβαφίζουσα ατμόσφαιρα των στίχων του και ο αιρετικός ερωτισμός δημιουργούσαν στους περισσότερους την εντύπωση ενός καλού μαθητή του Αλεξανδρινού. Ωστόσο κάτω από την καβαφική «κρούστα» υπήρχε μια νεανική φωνή που ξεχώριζε για τον τολμηρό συνδυασμό της ποιητικής ειρωνείας με τη μοντερνίστικη ανάγνωση της ιστορίας, κατά τα πρότυπα του Ελιοτ και του Οντεν (ιδιαίτερα του τελευταίου) και αυτό οι επαΐοντες το εκτίμησαν. Το εκτίμησαν μάλιστα τόσο πολύ ώστε δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η πρώτη αυτή συλλογή είναι και η σημαντικότερή του. Ισως σε αυτή την κρίση να συνετέλεσε και η εμφανής στροφή που ακολούθησε με τη συλλογή Ξένα γόνατα. Αν οι εχθροί του θεώρησαν το βιβλίο αυτό ταφόπλακα του έργου του, οι φίλοι του μίλησαν για μια νεορεαλιστική ματιά που απελευθέρωνε την ποίηση από τα κοσμητικά επίθετα, τους ρομαντικούς μύθους και τις υπερρεαλιστικές φιοριτούρες. Η ειρωνεία παραχωρεί τη θέση της στην απελπισία, η ιστορία στην καθημερινότητα, οι καβαφικοί υπαινιγμοί στην ωμότητα της σκληρής συναλλαγής.

Οι επόμενες δύο συλλογές, Ανυπεράσπιστος καημός και Ο αλλήθωρος, κινούνται στο ίδιο κλίμα της ερωτικής στέρησης και της διαρκούς αναζήτησης συντρόφου, μέσα σε ένα σκηνικό όμως πρωτόγνωρο για τα ποιητικά μας πράγματα. Τα δαντελωτά ακρογιάλια, οι αρχαίες κολόνες και τα πεύκα που τόσο πολύ χρησιμοποίησε η γενιά του '30 έχουν τώρα δώσει τη θέση τους στα μηχανουργεία, στα γιαπιά, στα λασπωμένα σοκάκια, στις μάντρες των εργοστασίων, στα εργατικά προάστια. Και σε αυτά τα μέρη ο έρωτας είναι πια ένα επικίνδυνο παιχνίδι που μπορεί να φθάσει ως στην ατίμωση. Ο ποιητής όμως δεν σταματά στην εξομολόγηση, υπάρχει ακόμη ένα σκαλοπάτι που πρέπει να κατεβεί, περισσότερο θα έλεγα από διαίσθηση παρά συνειδητά: Ο μικρόκοσμος που διαλέγει για σκηνικό των ατελέσφορων ερώτων του είναι το αυριανό πρόσωπο μιας μεταπολεμικής κοινωνίας σε κρίση, σε κρίση οικονομική, ηθική, πολιτική. Πίσω από τις περιγραφές των λαϊκών γειτονιών υπάρχει διάχυτη η πίκρα του κοινωνικού αποκλεισμού, η μελαγχολία της βιοπάλης, οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες για μια καλύτερη ζωή. Και ακόμη η μετεμφυλιακή Θεσσαλονίκη, η τρομοκρατία, το παρακράτος. Πολλοί θυμούνται το γνωστό ποίημα για «το βράδυ που σκότωσαν τον Λαμπράκη», αλλά και το πιο άρτιο «Αποστρατευμένοι» με τον ακροτελεύτιο στίχο-σύνθημα «δεν έχει τέλος αυτή η θητεία». Ολα αυτά μάλιστα διατυπωμένα προτού μας έρθει ο ιταλικός νεορεαλισμός και η αιρετική ποίηση του Παζολίνι.

Η επόμενη στροφή στο έργο του Χριστιανόπουλου έρχεται τη δεκαετία του '70, με τη συλλογή Το κορμί και το σαράκι. Περιλαμβάνει ως επί το πλείστον μικρά άτιτλα ποιήματα γραμμένα κατά καιρούς, ίσως στο περιθώριο άλλων ποιημάτων. Η τραγική πλευρά του ερωτικού πάθους έχει εμφανώς υποχωρήσει, το σκηνικό του '50 έχει ακολουθήσει την ευμάρεια της αντιπαροχής και ο ποιητής, περισσότερο ασφαλής, αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο να «παίξει» με τον στίχο. Ετσι το χιούμορ, η σάτιρα και οι γραφικές παρατηρήσεις πάνω στη συμπεριφορά των νεοελλήνων κερδίζουν διαρκώς έδαφος. Δυστυχώς μερικές φορές σε βάρος της ποίησης: «Θανάση, γιατί έκοψες το άλφα από μπροστά; / για ένα γράμμα χάνεις την αθανασία» ή «Τα πάντα κρέμονται από μια κλωστή / μονάχα ο έρωτας κρέμεται από μια τρίχα». Γενικά, θα μπορούσαμε εδώ να επαναλάβουμε την εύστοχη παρατήρηση του αδικημένου Τίμου Μαλάνου για τον Καβάφη: «Η ποίησή του ακμάζει όσο ο φόβος εξαιτίας της κοινωνικής λογοκρισίας δυναμώνει την επινοητικότητά της και παρακμάζει όσο ο φόβος αυτός χαλαρώνει...».

Η πιο πρόσφατη εκδοτικά ποιητική συλλογή του Χριστιανόπουλου ­ αν εξαιρέσουμε μια θαυμάσια έκδοση των τραγουδιών του υπό τον τίτλο Το αιώνιο παράπονο ­ είναι η Νεκρή πιάτσα, που διαρκώς εμπλουτίζεται με καινούργια ποιήματα. Χοντρικά καλύπτει την εικοσαετία 1977-1997 αλλά, όπως είπαμε, το αρχικό corpus συμπληρώνεται σταδιακά και με πιο πρόσφατα κομμάτια. Εδώ η επιλογή της φόρμας, πολύ φοβάμαι, αποκαλύπτει και το πρόβλημα. Δηλαδή, υιοθετώντας ο ποιητής το πεζό ποίημα ολισθαίνει και στην πεζολογία. Συνήθως προσπαθεί να αφηγηθεί μια ιστορία λίγο ευτράπελη, λίγο διδακτική, κάτι από τα παλιά, που ίσως αξίζει να διασωθεί, όπως ο συγκινητικός «περίπατος» για την απώλεια της μητέρας του ή το πολύ ατμοσφαιρικό «Κασελάκι».

Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν σχετικά με την αντοχή του υλικού που καταθέτει εκ νέου ο Χριστιανόπουλος, θα μπορούσα να συμφωνήσω με όσους υποστηρίζουν ότι «αιχμή» της καλλιτεχνικής του προσφοράς, αυτό το πράγματι νέο που εκόμισε, είναι η τριλογία του Ξένα γόνατα, Ανυπεράσπιστος καημός και Ο αλλήθωρος, συλλογές που καλύπτουν μια άκρως ενδιαφέρουσα και παραγωγική εικοσαετία (1950-1970). Τα ποιήματα αυτής της περιόδου αρκούν και με το παραπάνω για να εξασφαλίσουν στον δημιουργό τους την υστεροφημία, αν τελικά είναι αυτό το ζητούμενο, έπειτα από μισό αιώνα πνευματικής παρουσίας.