Τετάρτη, Μαρτίου 30, 2011

No 745

Diego Velázquez (Ισπανία)

Μια βραδιά πήραν τον δρόμο για την κακόφημη συνοικία, μα βρήκαν την πόρτα του αγαπημένου τους σπιτιού κλειδωμένη. Αρνήθηκαν να παραδεχτούν την ήττα τους και συνέχισαν να περιφέρονται στα άδεια σοκάκια σαν χαμένες ψυχές, ψάχνοντας μάταια, ώσπου ο Μάρκος Τιμολέων θυμήθηκε πως ήταν πρώτη Απριλίου, γιορτή της Αγίας Μαρίας της Αιγύπτιας, προστάτιδας των μετανοημένων πορνών: όλα τα μπορντέλα ήταν κλειστά εκείνη τη μέρα. Κατέληξαν εξαντλημένοι και μεθυσμένοι στο δωμάτιο του υπάλληλου μετά από ώρες, όπου έπεσαν στο κρεβάτι και συνέχισαν να πίνουν για να ξεχάσουν την απογοήτευσή τους.
«Πήδα τις πουτάνες», είπε ο Μάρκος Τιμολέων.
«Αυτό ακριβώς», είπε ο φίλος του.
Άρχισε να ξεντύνεται. Ο Μάρκος τον κοίταζε μέσα από τη ζάλη του ποτού.
«Τι προτείνεις;»
«Να κάνουμε οικονομία», απάντησε ο άλλος.
Έτσι είπαν στο βιογράφο του πως έγινε. Εκείνος που το είπε είχε γνωρίσει και τον Μάρκο και το φίλο του και ορκιζόταν πως ήταν αλήθεια. Είπε επίσης πως ο φίλος του Μάρκου είχε χορογραφήσει όλο το επεισόδιο πολύ προσεχτικά, έχοντας διαισθανθεί από καιρό πως ό,τι χρειαζόταν ήταν μια σπίθα: όχι ξελόγιασμα αλλά λύτρωση, η κατάληξη μιας τρυφερότητας που είχε μεγαλώσει με τους μήνες χωρίς πρόθεση και χωρίς υποψία για το πού θα οδηγούσε. Ο Μάρκος Τιμολέων θα πρέπει να είχε ανησυχήσει για τη χριστιανική αμαρτία που διέπραττε, το ρίσκο που έπαιρνε σε μια πόλη που όλοι ήξεραν όλους και η ομοφυλοφιλία ήταν αδίκημα, αλλά μεγαλύτερο ήταν το βάρος της ντροπής, το οποίο αλάφρωνε με μεγάλες ποσότητες ποτού – ή έτσι ήθελε να κάνει το φίλο του να νομίζει: ένα βράδυ ο αγαπημένος του ανακάθισε στο κρεβάτι , άπλωσε το χέρι να πιάσει το μπουκάλι με το ρακί που Μάρκος Τιμολέων έπινε και ήπιε κι αυτός μια γουλιά από το διάφανο αλκοολικό ποτό, χωρίς να ξέρει πως θα ξεσκέπαζε την απάτη: «Μα αυτό είναι νερό με γλυκάνισο», είπε.
Στην μετέπειτα ζωή του, ο Μάρκος Τιμολέων θα αρνιόταν την ερωτική σχέση, επιλέγοντας να κρυφτεί πίσω από μια παραφουσκωμένη αίσθηση ανδρισμού που έδινε έμφαση στη σωματική δύναμη, στη σεξουαλική ικανότητα, στην επιβολή στις γυναίκες και στην επιθετικότητα: ένας αρρενωπός άνδρας.

Πάνος Καρνέζης: Το πάρτυ γενεθλίων (Μακόντο)

Τετάρτη, Μαρτίου 23, 2011

No 744


Είχε απορροφηθεί και πάλι με τα βυζιά της. Τώρα έπαιζε με τις ρώγες της.
«Υπέροχα δεν είναι;»
«Πολύ»
«Τα λατρεύω… Όλη μέρα τα κοιτάω και δεν τα χορταίνω».
«Θα τα συνηθίσεις».
«Και βέβαια θα τα συνηθίσω. Δεν θα χαζεύω μια ζωή το στήθος μου. Γι’ αυτό συνέχεια το πασπατεύω, για να το βαρεθώ γρήγορα».
«Καλά. Ποιος πήγε εκείνη τη βραδιά μπορείς να θυμηθείς;» ρώτησα για να την επαναφέρω στην τάξη.
«Νομίζω πως ο Γιλντίζ πήγε με την Μπέμπα τη Βουσλάτ. Σου είπα, γουστάρει τα φιντανάκια».
«Ξέρεις τι έκαναν;»
«Καλέ, που θες να ξέρω; Μόλις τελείωσε η δουλειά μου, έφυγα. Δε μου αρέσει να το ξενυχτώ. Τα κορίτσια όμως εκεί ήταν… Η αλήθεια είναι πως δεν τα είδα, αλλά μάλλον εκεί θα πρέπει να ήταν».
«Αργότερα δεν τα είπατε;»
«Καλέ, τι να πω με δαύτες; Ίσα κι όμοια είμαστε;»
Είχε σηκωθεί στο πόδι, πατίκωσε με τα χέρια το σφριγηλό της στήθος από τα πλάγια και το άφησε απότομα, κάνοντάς το να τρεμουλιάσει.
«Η αγριονταρντάνα η Ντεμέτ ούτε χαλάουα δεν κάνει και η Βουσλάτ είναι ένα κακομαθημένο μικρό! Ενώ εγώ έχω αυτά εδώ!»
Άρα, κατά τα λεγόμενά της, υπήρχε μια νέα κατηγορία τραβεστί, όπου αυτές που έχουν βυζιά είναι ανώτερες αυτών που δεν έχουν. Με λίγα λόγια, εμείς που δεν έχουμε είμαστε για φτύσιμο.
«Κι εγώ δεν έχω…» είπα.
«Ναι, αντρούλη μου, αλλά εσύ θεωρείσαι αφεντικό».

Μεχμέτ Μουράτ Σομέρ: Δολοφονίες προφητών (Πατάκης)


Τετάρτη, Μαρτίου 16, 2011

No 743


Ο Κόντε παρατήρησε το εξώφυλλο του βιβλίου: από μια χρυσαλλίδα ξεπεταγόταν μια πεταλούδα με ανθρώπινο πρόσωπο, διαιρεμένο με τρόπο γκροτέσκο: μάτια γυναίκας και στόμα άνδρα, μαλλί γυναικείο και πιγούνι ανδρικό. Ο τίτλος ήταν Το πρόσωπο και η μάσκα και, με τρόπο καθόλου κρυπτικό, ήταν αφιερωμένο «Στο τελευταίο εν ενεργεία μέλος της κουβανικής τάξης των ευγενών». Αισθάνθηκε την επιθυμία να πάει σπίτι του και να αρχίσει να διαβάζει εκείνο το βιβλίο που ίσως του έδινε κάποια κλειδιά για τα όσα είχαν συμβεί ή, τουλάχιστον, τον μάθαινε κάτι σχετικά με τον σκοτεινό κόσμο της ομοφυλοφιλίας. Στη διάλεξή του περί τραβεστισμού, ο Μαρκές είχε αναφέρει τρεις πιθανές συμπεριφορές όσων μεταμφιέζονται: τη μεταμόρφωση ως υπέρβαση του μοντέλου, το καμουφλάζ ως μορφή εξαφάνισης και τη μεταμφίεση ως μέσο εκφοβισμού. Ποια απ’ όλες να είχε σπρώξει άραγε τον Αλέξις Αραγιάν να ντυθεί Ελέκτρα Γκαριγκό ακριβώς το βράδυ της εορτής της Μεταμόρφωσης; Τελικά αυτή η ιστορία άρχιζε να του αρέσει, αν όμως ήθελε να καταλάβει κάτι, έπρεπε να μάθει λίγα πράγματα παραπάνω. Ένα τουλάχιστον ήταν σίγουρο: ο Αλμπέρτο Μαρκές δεν μπορούσε να είναι ο φυσικός αυτουργός της δολοφονίας του Αλέξις Αραγιάν. Με εκείνα τα μπράτσα θα είχε χρειαστεί δυο ώρες για να πνίξει τον νεαρό, ο οποίος θα έπρεπε ταυτόχρονα να κλείνει τη μύτη του με τα δάχτυλά του. Εξίσου σίγουρο ήταν όμως ότι ο Αλμπέρτο Μάρκες είχε πολλά να πει για εκείνον το θάνατο τον ντυμένο στα κόκκινα.

Λεονάρδο Παδούρα: Μάσκες (Καστανιώτης)

Τετάρτη, Μαρτίου 09, 2011

No 742

Ilya Schor

Πριν από τρεις μήνες, ο Νταγκλίς είχε πάει με την Έμμα στην τελετή της υπογραφής του συμφώνου συμβίωσης της Κλάρα και της Άννυ. Ήταν μια ωραία ήσυχή τελετή στην οποία καλεσμένοι ήταν μόνο οι γονείς της Κλάρα, ο χήρος πατέρας της Άννυ και λίγοι στενοί φίλοι. Ύστερα έφαγαν στο σπίτι το μεσημεριανό γεύμα που είχε μαγειρέψει η Άννυ. Όταν τέλειωσε το κυρίως πιάτο, η Κλάρα και ο Νταγκλίς πήραν τα πιάτα στην κουζίνα για να φέρουν το γλυκό. Τότε ήταν που γύρισε προς το μέρος του και με τρόπο αποφασιστικό που έδειχνε πως περίμενε αυτή την ευκαιρία του είπε:
‘Μπορεί να φαίνεται παράξενο να θέλουμε εμείς να επισημοποιούμε το δεσμό μας, όταν εσείς, οι ετεροφυλόφιλοι παίρνετε σωρηδόν τα διαζύγια, ή προτιμάτε να συζείτε χωρίς τα καλά του γάμου. Εμείς, και χωρίς αυτά, ευτυχισμένες είμαστε. Όμως θέλαμε και νομικά να αναγνωριστούμε ως οι πλησιέστεροι συγγενείς. Αν τύχει να χρειαστεί να πάει η Άννυ στο νοσοκομείο, θέλω να μπορώ να είμαι δίπλα της. Υπάρχουν επίσης τα περιουσιακά. Αν πεθάνω πρώτη εγώ, η περιουσία πηγαίνει αφορολόγητη στην Άννυ. Βέβαια θα ξοδέψει τα πιο πολλά στους ξυπόλυτους, αλλά αυτό είναι δικό της θέμα. Δεν θα πάνε χαμένα. Η Άννυ είναι πολύ συνετή. Ο κόσμος νομίζει πως ο δεσμός μας κρατάει επειδή εγώ είμαι η πιο δυνατή και η Άννυ κρέμεται από μένα. Στην πραγματικότητα, συμβαίνει το αντίθετο, και εσύ είσαι από τους λίγους που το είδαν αμέσως αυτό. Σ’ ευχαριστώ που ήσουν σήμερα μαζί μας».

Π. Ντ. Τζέιμς: Θάνατος σε ιδιωτική κλινική (Καστανιώτης)

Τετάρτη, Μαρτίου 02, 2011

No 741


Γουάιλντ, Όσκαρ (1854-1900)
Μετά από δύο χρόνια στη φυλακή του Ρέντινγκ, σωματικά καταπονημένος, έμεινε πρώτα σ’ ένα χωριό της Νορμανδίας κι έπειτα στο Παρίσι. Εκεί, αυτός που κάποτε ήταν το πρότυπο του δανδή και του εστέτ, τριγυρνούσε στα καφέ παραμελημένος και ξεπεσμένος. Στον εκτελεστή της λογοτεχνικής του διαθήκης, Ρομπερ Ρος, είχε πει:
Η καθολική Εκκλησία είναι η μόνη που σου δίνει τη δυνατότητα να πεθάνεις αξιοπρεπώς.
Στα τελευταία του, στις 30 Νοεμβρίου 1900, ο Όσκαρ Γουάιλντ έμενε στο άθλιο ξενοδοχείο «Αλσατία». Εκεί κλήθηκαν να τον δουν δύο γιατροί, που διαπίστωσαν την κατάστασή του κι ο ένας ψιθύρισε στον άλλο: «Είναι προφανές ότι δεν πρόκειται να πληρωθούμε». Ο Γουάιλντ που τον άκουσε απάντησε σιγανά:
Υποθέτω πως ο θάνατός μου θα στοιχήσει ακριβότερα απ’ όσο αντέχει η τσέπη μου.
Γύρισε έπειτα στο πλάι, προς το μέρος του τοίχου. Τα τελευταία του λόγια ήταν:
Αυτή ταπετσαρία με πεθαίνει!
Λέγεται ότι μόνο εφτά άτομα ακολούθησαν την κηδεία του. Ο Αντρέ Ζιντ είχε ακούσει πως υπήρχε μόνο ένα στεφάνι. Το είχε στείλει ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, κι έγραφε:
A mon lacateur. Στον νοικάρη μου.

Σωκράτης Δ. Νικολάου: Αυτή η ταπετσαρία με πεθαίνει! Τελευταία λόγια μεγάλων ανδρών (και γυναικών) [Γνώση]