Τετάρτη, Ιουλίου 28, 2010

No 699

Francis Picabia

Η μαμά θεωρεί τη μητέρα της ανήθικη, διότι πλάγιασε με πολλούς ανθρώπους. (…) η γιαγιά Έρρα είχε διάφορους αρραβωνιαστικούς και τώρα ζει με μια γυναίκα και αυτό που συμβαίνει ονομάζεται ομοφυλοφιλία […]
Την επομένη μάς τηλεφωνεί η γιαγιά Έρρα και απαντώ εγώ’ (…)
«Θέλετε να κάνουμε πικ-νικ και οι τέσσερις, την Κυριακή;» Όταν λέει και οι τέσσερις, καταλαβαίνω ότι επιτέλους θα γνωρίσω τη φίλη της, άλλο ένα μυστικό θα προστεθεί στον μακρύ κατάλογο με τα μυστικά στον «όρκο φιλίας» ανάμεσα σε μένα και τον μπαμπά.
Το Σάββατο το βράδυ επιστρέφοντας, τα χέρια του μπαμπά είναι γεμάτα με σακούλες από το σούπερ-μάρκετ, και όλη την Κυριακή το πρωί προετοιμάζει το πικ-νικ, αλλά ακριβώς τη στιγμή που αρχίζει να βάζει τα πάντα στο καλάθι, ο ουρανός σκοτεινιάζει. Δεν είναι μερικές σταγονίτσες ούτε μια καλοκαιρινή μπόρα που μετά ο ουρανός θα είναι γαλανός και λαμπερός, αλλά πραγματικός κατακλυσμός. (…)
Όταν φτάνουμε, είμαστε βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο. Η γιαγιά Έρρα και η φίλη της ορμούν πάνω μας με πετσέτες και τρίβουν τα κεφάλια μας μέχρι να μας ζαλίσουν. Η καταιγίδα εξελίχθηκε σε ένα δραματικό στοιχείο της ημέρας, σαν ένα είδος δράκου που βρυχάται και θέλησε να επιτεθεί στο πικ-νικ μας, αλλά ευτυχώς καταφέραμε να γλιτώσουμε από τα νύχια του. Οι δυο γυναίκες άπλωσαν ένα τραπεζομάντιλο στο πάτωμα στο κεντρικό μέρος του λοφτ και τώρα τοποθετούν χάρτινα πιάτα και πλαστικά πιρούνια. Η φίλη της Έρρα είναι κοντή, τα μαλλιά της και τα μάτια της είναι σκούρα, διότι είναι από το Μεξικό και ονομάζεται Μερτσέντες σαν αυτοκίνητο πολυτλείας. Σφίγγοντας το χέρι μου μού λέει: «Χαίρομαι πάρα πολύ, Ράνταλ», σαν να το πίστευε πραγματικά.
Η γιαγιά Έρρα είναι πιο δυνατή απ’ αυτό που φαίνεται, με παίρνει στην αγκαλιά της, με σηκώνει ψηλά και με φιλά σε όλο το πρόσωπο, με κοιτάζει και χαμογελάει ανάμεσα σε κάθε φιλί. Τα μάτια της είναι μπλε σαν ζαφείρια με ρυτίδες τριγύρω που φαίνονται από κοντά, και τα μαλλιά της είναι κάτασπρα με λίγες μικρές ξανθιές τούφες που έχουν απομείνει. «Α, αγοράκι μου» λέει. «Πάει πολύς καιρός, ε;», και εγώ απαντώ «Ναι».

Nancy Huston: Ίχνη ρήγματος (Άγρα)

Τετάρτη, Ιουλίου 21, 2010

No 698












Πολλά πράγματα συνωμότησαν για να τον αποθαρρύνουν, το χειρότερο απ’ όλα όμως ήταν το σφοδρό ξύπνημα αισθημάτων για τον Λουκά, μια και ο Μπάιρον πίστευε ότι, όπως συνέβη με τον Έντελστον και τον Ρόμπερτ Ράστον, έτσι και ο νεαρός ακόλουθος θα γινόταν αιχμάλωτος του συνήθους μαγνητισμού του. Μόνο που αυτό δεν συνέβη. Για τον Λουκά, ο Μπάιρον ήταν γέρος, τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν, τα δόντια του είχαν λεκιαστεί, είχε τάση προς την παχυσαρκία, ήταν απλώς ένας δυνάστης που πρόσφερε στολές, χρυσές περικεφαλαίες και όλα τα στολίδια ενός πολεμιστή. Για τον Μπάιρον, η δυσφορία του Λουκά ήταν ανησυχητική «σαν μάτι έχιδνας». Στα τριακοστά έκτα γενέθλιά του, τον Ιανουάριο του 1824, μολονότι καταλάβαινε ότι οι σεξουαλικές ικανότητες του έφθιναν, έγραψε ένα ποίημα για το πείσμα του έρωτα, ακόμα και σε μια καρδιά που γερνά:

Ώρα να πάψει να ταράζεται η καρδιά
Σαν άλλες πια έχει πάψει να ταράζει’
Μα κι αν ακόμα δεν μπορώ να αγαπηθώ
ας αγαπώ!
(…)
Η που τον κόρφο μου βαραίνει πυρκαγιά
Μοιάζει μ’ ηφαίστειο σε νησί μονάχο
Δαυλός κανείς δεν άναψε με τούτη τη φωτιά -
Μια νεκρική πυρά

Έντνα Ο’ Μπράιεν: Λόρδος Μπάιρον. Οι έρωτές του (Μεταίχμιο)

Τετάρτη, Ιουλίου 14, 2010

Νο 697

Maureen Mullarkey (ΗΠΑ)

Το ότι ένα βιβλίο μπορεί να γίνει αιτία μιας απ’ τις πιο άγριες και μυστηριώδεις δολοφονίες ενός συγγραφέα στα εγκληματολογικά χρονικά της Ελλάδος, μπορεί ν’ ακούγεται κάπως ως προϊόν πλοκής ενός ευφάνταστου αστυνομικού μυθιστορήματος. Ωστόσο, κάποιοι άνθρωποι είναι απόλυτα πεπεισμένοι πως πρόκειται για γεγονός αναμφισβήτητο. Η αλήθεια είναι –ισχυρίζονται- ότι ο Ταχτσής, μέσα απ’ το τελευταίο βιβλίο που έγραφε, έκανε ή επρόκειτο να κάνει σοβαρότατες καταγγελίες και/ή αποκαλύψεις για γνωστούς και επώνυμους της υψηλής αθηναϊκής κοινωνίαςτους οποίους και θα «έκαιγε». Κι επειδή διακυβευόταν το κύρος και η υπόληψη κάποιων «ειδώλων» του ελληνικού κατεστημένου, απόλυτα φυσικό ήταν να θέλουν αυτοί πρώτοι να τον εξοντώσουν βιολογικά, πριν τους καταστρέψει εκείνος με τη δημοσίευση του επίσημου βιβλίου του (…)
Όπως υποστηρίζει κατηγορηματικά η αδελφή του Ταχτσή Ελπίδα, φοβόταν όντως για τη ζωή του, λόγω των αποκαλύψεων που (θα) έκανε στο βιβλίο που έγραφε, και προσθέτει ότι κρατούσε ημερολόγιο, στο οποίο έδινε οδηγίες στον εαυτό του να προσέχει κι επεξηγεί:
«Για τους ανθρώπους του στενού κύκλου του αδελφού μου, δηλαδή εμάς και τους φίλους του, είναι ξεκάθαρο ότι δολοφονήθηκε για το βιβλίο που έγραφε. Στο ημερολόγιο που κράταγε τον τελευταίο καιρό, αναφέρει: “δεν πρέπει να λέω σε κανέναν τι γράφω!” Οι σελίδες που βρήκαμε σκόρπιες από τα γραφτά του, δεν συγκροτούν ένα ολοκληρωμένο έργο. Λείπουν πολλά κομμάτια.» (…)
Η σημαντικότερη όμως μαρτυρία είναι αυτή της φίλης του συγγραφέα, Νένης Σταμάτη. Ιδού τι ακριβώς ισχυρίζεται:
«(…) Εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι, αυτά τα κεφάλαι που είχε γράψει, δεν τα είδα εγώ μέσα στο βιβλίο που κυκλοφόρησε. Δεν μίλαγε με ονόματα μέσα στο βιβλίο που έγραφε, ααλλά σκιαγραφούσε ανθρώπους, τους φωτογράφιζε. Απ’ αυτή την άποψη το βιβλίο ήταν και πιο δελεαστικό. Ήταν πολύ έντεχνα γραμμένο – λέξη-λέξη το ‘γραφε και το παίδευε…»

Γιάννης Βασιλακάκος: Κώστας Ταχτσής. Η αθέατη πλευρά της σελήνης (Ηλέκτρα)

Τετάρτη, Ιουλίου 07, 2010

No 696

Maureen Mullarkey (ΗΠΑ)

Στις αρχές του ’81, ο Ταχτσής, κάτω από την πίεση και τον εκφοβισμό από τους τραβεστί, έκανε απόπειρα αυτοκτονίας, που απέτυχε.
«Ώσπου ένα βράδυ, σε μια στιγμή μαύρης απελπισίας, πήρα 60 Valium των 5. Μπήκε τυχαία η νοικοκυρά-οικονόμος μου να πάρει έναν τενεκέ ντοματάκια για να τα ‘χει την επομένη το πρωί και με βρήκε αναίσθητο, να βγάζω αφρούς απ’ το στόμα… Με πήγαν στο νοσοκομείο. Σε τρεις μέρες βγήκα. Αλλά σε μια περίεργη κατάσταση έκστασης-αμνησίας. Εκινούμην, ενεργούσα μηχανικά. Σαν υπνοβάτης. Μου τηλεφώνησε ένας δημοσιογράφος της… «Ακρόπολης»: “Γιατί; Κύριε Ταχτσή, εμείς που σας εκτιμούμε” κλπ. “Εμ, απ’ την μια η Οδύσσεια της ταινίας, απ’ την άλλη οι παρανοϊκές, απηνείς διώξεις εκ μέρους δυο ψυχοπαθών τραβεστί-ξεχάστε το”. Έγραφε: “Η μαφία των τραβεστί μ’ έσπρωξε στην αυτοκτονία”»
Δεν είχε νόημα πλέον να σωπαίνει. Κατέθεσε μηνύσεις, εναντίον των διωκτών του. Και η ιστορία με τους τραβεστί τελείωσε ως εξής:
«Ήταν λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Αμέσως μετά το δημοσίευμα με τίτλο “Η μαφία των τραβεστί κλπ”. Έφυγα για το Πήλιο, λίγο μετά θα ‘ρχόντουσαν κι οι δικοί μου να περάσουμε τα Χριστούγεννα. Μαύρα Χριστούγεννα. Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων ήρθε κι ένα τηλεφώνημα απ’ τον Μπέττυ: “Να δεις τι σου ετοιμάζω ακόμα. Θα πεθάνεις πουστόγερε…” Mια φίλη της αδελφής μου είπε: “Kάτι διάβασα προχτές στην Απογευματινή”. Ο “Μπέττυ” είχε στείλει ένα γράμμα-απάντηση στο δημοσίευμα “Ναι, εγώ απήγαγα κι έσπασα στο ξύλο τον Ταχτσή και θα τον καταδιώκω σ’ όλη μου τη ζωή χωρίς να μπορεί κανένα σύστημα να το σώσει…”. Τότε ακόμα κι ο δικηγόρος μου, που ως τότε μ’ είχε συμβουλέψει ν’ αποφύγω τη μήνυση, συμφώνησε ότι δεν μπορούσα πια να σωπαίνω.
Μετά τη μήνυση γλίτωσα απ’ τον “Μπέττυ”, όχι όμως κι απ’ τον Αλόμα. Γιατί τώρα βέβαια κατέβαινα στη Σωκράτους, τώρα δεν είχα πια να χάσω τίποτα, τα ‘χα χάσει όλα, δεν θα μου στερούσαν ακόμα και το ναρκωτικό μου…»


Κώστας Τσαρουχάς: Η δολοφονία του συγγραφέα (Αλήθεια)