Κυριακή, Ιουλίου 31, 2005

No 142

Τελευταία ημέρα του Ιουλίου σήμερα κι εμείς θα σας αποχαιρετήσουμε με ένα ποίημα του Francisco Brines, αφιερωμένο στο ερωτικό Ελληνικό Καλοκαίρι, θα σας ευχηθούμε "Καλές Διακοπές" και θα ανανεώσουμε το καθημερινό ραντεβού μας για τη Δευτέρα 22 Αυγούστου.
Να είστε εδώ!
.
*****
.
Image Hosted by ImageShack.usSteve Walker (Καναδάς)
.
ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΗΣ ΝΕΟΤΗΤΑΣ ΜΟΥ

Και τι είναι αυτό που έµεινε από εκείνο το παλιό καλοκαίρι
στα παράλια της Ελλάδας;
Τι µου αποµένει από το µοναδικό καλοκαίρι της ζωής µου;
Αν µπορούσα να διαλέξω απ’ όλα όσα έχω ζήσει
κάποιον τόπο και το χρόνο που τον περιβάλλει,
η θαυµατουργή συνοδεία του µε φέρνει εκεί,
όπου το να είσαι ευτυχισµένος είναι ο φυσικός λόγος του
...να είσαι ζωντανός.
Διαρκεί η εµπειρία, σαν κλειστό δωµάτιο των παιδικών
...χρόνων·
δεν µένει πια η ανάµνηση των διαδοχικών ηµερών
σ’ αυτή την ανούσια διαδοχή των χρόνων.
Σήµερα βιώνω αυτή την έλλειψη,
κι εκβιάζω από την αυταπάτη να διασώσω κάτι
που να µου επιτρέπει να κοιτάζω ακόµη τον κόσµο
µε τον αναγκαίο έρωτα·
κι έτσι να µε αναγνωρίσω άξιο για το όνειρο της ζωής.
Απ’ ό,τι υπήρξε τύχη, σ’ εκείνο το µέρος της ευτυχίας,
άπληστα λεηλατώ
την ίδια πάντα εικόνα:
τα µαλλιά του ν’ ανεµίζουν στον αέρα
και το βλέµµα καρφωµένο µέσα στη θάλασσα.
Μόνον εκείνη την αδιάφορη στιγµή.
Σφραγισµένη σ’ αυτήν, η ζωή.
..
Francisco Brines / Ισπανία
Από την ανθολογία ομο-ερωτικών ποιημάτων
Η έλξη των ομωνύμων (Οδυσσέας)
Μετάφραση : Ρήγας Κούπα

Σάββατο, Ιουλίου 30, 2005

No 141

Image Hosted by ImageShack.usIda Teichmann
.
Κι ακόμα : «Ανάμεσα στις θνητές γυναίκες, να το ξέρεις καλά, έχεις εξουσία να γιατρεύεις με την ομορφιά σου όλο μου τον πόνο»(απ.94,23). Έτσι θέλει ο Έρωτας. Το θαυμάσιο στη Σαπφώ είναι πως τον αναγνωρίζει μέσα στη ματιά, πάνω στο πρόσωπο, από το κορμί των γυναικών που την αγαπούν’ αυτόν το θεό «με το λυγερό κορμί το λείο και τριμμένο με λάδι, που γλιστρά ανάμεσα από τα χέρια μας και μας ξεφεύγει, γιατί τέτοια είναι η φύση του» και γιατί θέλει να τον κυνηγούν πάντα πιο ψηλά, πιο κυρίαρχο, πιο φωτεινό.

Yves Battistini : Σαπφώ (Παπαδήμας)

Παρασκευή, Ιουλίου 29, 2005

No 140

Σαπφώ:
.
Ατθίδα, μ' αποστρέφεσαι, για μένα πια δεν γνοιάζεσαι'
μα άνοιξες τα φτερά σου για την Ανδρομέδα.
.
Από Αρχαίοι Λυρικοί - Β'. Μελικοί (Άγρα)
Μετάφραση : Γιάννης Δάλλας

Πέμπτη, Ιουλίου 28, 2005

No 139

Καλύτερα να πέθαινα’ που μ’ άφησε εκείνη
με τόσα κλάματα, κι αυτό μου φώναξε μονάχα:

αλίμονό μας, συμφορές μας βρήκανε, Σαπφώ μου’
διόλου δεν θέλω, πίστεψε με, να φύγω από κοντά σου’
κι εγώ έτσι αποκρίθηκα: πήγαινε, μη σε νοιάζει,
να με θυμάσαι πού και πού’ γιατί καλά τι ξέρεις

πώς σου φερθήκαμε εδώ’ κι αν τα ‘χεις λησμονήσει
όλα εγώ να σου τα πω: πόσο αγαπημένες

ήμαστε οι δυο και τι καλά περάσαμε αντάμα’
πόσα στεφάνια έφτιαξες, πόσα μενεξεδένια,

πότε με τριαντάφυλλα κίτρινα να μου δώσεις,
και τ’ ακουμπούσες δίπλα μου’ πόσα κρεμούσες άλλα

στον τρυφερό σου το λαιμό, πλεγμένα μ’ άνθη φρέσκα,
κι έλουζες μύρο μπόλικο, βασιλικό, απ’ την Βρένθη,

τα’ όμορφο κεφαλάκι σου’ και στ’ απαλό το στρώμα
τον κρυφό πόθο ξάπλωνες των κοριτσιών να σβήσεις…

(Και δεν υπήρχε τελετή να μην προσευχηθούμε
ούτε λιβάδι, ούτε χορός, να μην…)

Σαπφώ : Τα ποιήματα (Ερατώ)
Μετάφραση : Σωτήρης Κακίσης

Τετάρτη, Ιουλίου 27, 2005

No 138

Image Hosted by ImageShack.usAuguste Rodin (Γαλλία)
.
Η ποίηση της φανερώνει τι τύπος ερωμένης υπήρξε. Την πλημμύριζε έντονο πάθος, άλλαζε συχνά τα αντικείμενα του πόθου της, ερωτοτροπούσε με περισσότερες από μια γυναίκα κάθε φορά, περνούσε από κρίσεις μελαγχολίας, στην διάρκεια των οποίων λαχταρούσε να πεθάνει, και διηγιόταν σ’ όλον τον κόσμο, χωρίς περιστροφές, όλες ή σχεδόν όλες τις ερωτικές περιπέτειές της. Καθώς η φήμη της απλωνόταν, ο κύκλος των ακροατών και αναγνωστών της διευρυνόταν, φθάνοντας να καλύψει το σύνολο του Ελληνικού κόσμου. Κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει μια τέτοια εξέλιξη. Τίποτε παρόμοιο δεν είχε συμβεί στο παρελθόν. Δεν ήταν πολύς καιρός που οι Έλληνες έγραφαν και διάβαζαν, μ’ αποτέλεσμα να μην έχει εκτιμηθεί ακόμη η πλήρης αξία του γραπτού λόγου.
Τα ονόματα των εννέα κοριτσιών, που ερωτεύτηκε κατά καιρούς, βρίσκονται στα ποιήματα της: Ατθίς, Ανακτορία, Γογγύλα, η Πλειστοδίκα, η Μνασιδίκα, Δίκα, Γυρίννα, Άβανθις και Ειρήνη. Ο Οβίδιος προσθέτει την Κυδρώ και ο Σουίδας την Τελέσιππα και την Μεγάρα. Πρόκειται για ένα ρεκόρ που κανείς ποιητής ή ποιήτρια δεν πέτυχε ποτέ.
.
B. Ledwidge : Η παράφορη Σαπφώ (Ηλέκτρα)

Τρίτη, Ιουλίου 26, 2005

No 137

Όμοια θεού μου φαίνεται η θωριά του
του αντρός αυτού που κάθεται αντικρύ σου
κι αγροικάει με λαχτάρα τη φωνή σου
σα μιλήσεις κοντά του

και γλυκά σαν γελάσεις, μα η καρδιά μου
στα στήθη μου από τούτο σπαρταράει,
μόλις στρέψω και ιδώ σε ξεψυχάει
κι αποσβήν’ η λαλιά μου,

σαν τη γλώσσα μου κάτι να τσακίζει,
σιγανή φλόγα τρέχει το κορμί μου,
θαμπωμένοι δεν βλέπουν οι οφθαλμοί μου,
κι η ακοή μου βουίζει,

ιδρώτ’ από τα μέλη μου αναδίνω,
κι όλη τρέμω, πιο πράσινη στο χρώμα
κι από χόρτο, και λέω πως λίγο ακόμα
και νεκρή θ’ απομείνω.

Σαπφώ : Άπαντα (Πάπυρος)
Μετάφραση : Παναγιώτης Λεκατσάς

Δευτέρα, Ιουλίου 25, 2005

Νο 136

Image Hosted by ImageShack.us
.
Αν ήταν δυνατόν
αν ήτανε να μου δοθεί η χάρη
να χορτάσω από φιλιά
τα μελιχρά μάτια του Γιουβέντιου
τις τριακόσιες χιλιάδες θα 'φτανα
κι ακόμη θα πεινούσα
και θα 'ρχιζα ξανά
κι ας έδρεψα φιλιά
ισάριθμα και πιο πολλά
από έναν κόσμο μεστά στάχυα.
.
Γάιος Βαλέριος Κάτουλλος : Ποιήματα (Γνώση)
Μετάφραση : Νίκος Σπάνιας

Κυριακή, Ιουλίου 24, 2005

Νο 135

Image Hosted by ImageShack.us
.
.
Στράτων:

Τους άσπρους άσπρους λαχταρώ,
τους μελιχρώδεις και ξανθούς επίσης.
Και για τους μελαψούς δεν λέω όχι.
Μάτια λαδιά δεν τα περιφρονώ,
μα για τους μαυρομάτηδες λατρεία έχω περίσσια,
μ’ εκείνη τη λαμπράδα που διαχύνουν.

*
Δεν εισχωρεί ο θήλυς έρως στην καρδιά μου.
δαυλιά αρσενικά παραχωμένο μ' έχουν
σε θράκα μέσα που ποτέ δεν σβήνει.
Κι η κάψα αυτή η πιο μεγάλη είναι.
Όσο πιο δυνατός ο αρσενικός από το θήλυ
τόσο οξύτερος και ο καημός του.

Από την Στράτωνος Μούσα Παιδική (Κέδρος)
Μετάφραση : Γιώργος Ιωάννου.

Σάββατο, Ιουλίου 23, 2005

Νο 134

Image Hosted by ImageShack.us
.
.
Καλλίμαχος:

Σιχαίνομαι το ποίημα το μεγάλο, ούτε μ’ αρέσει
η δημοσιά που οδηγεί πολλούς εδώ κι εκεί'
μισώ αυτόν που για έρωτα με όλους τρέχει, κι ούτε
πίνω από βρύση' τα κοινά μ’ αηδιάζουν όλα.
Ναι, Λυσανία, είσαι όμορφος, είσαι όμορφος – μα πριν
το πει καθάρια η ηχώ, λέει κάποιος: «Άλλος τον έχει!»

*

Μελέαγρος:

Νύχτα ιερή, και λυχνάρι, άλλον κανένα
μάρτυρα δε διαλέξαμε κι οι δυο μας
στους όρκους μας, παρά εσάς μονάχα'
εκείνος μου ορκίστηκε να μ’ αγαπάει,
κι εγώ ποτέ να μην τον παρατήσω.
Μάρτυρες ήσασταν κι οι δυο' μα τώρα εκείνος
λέει πως τους όρκους μας τους πήρε το ποτάμι,
κι εσύ, λυχνάρι μου, σε άλλες αγκαλιές τον βλέπεις.

Από τα Αρχαία Ελληνικά Λυρικά Ποιήματα (Μπιλιέτο)
Μετάφραση : Ντίνος Χριστιανόπουλος

Παρασκευή, Ιουλίου 22, 2005

No 133

Image Hosted by ImageShack.us
.
.
Ανακρέων:

Ε, παιδί, φέρε νερό, φέρε κρασί,
φέρε μας κι ανθοστόλιστα στεφάνια, φερ’ τα, εμπρός,
γιατί στ’ αλήθεια πυγμαχώ, αναμετριέμαι με τον Έρωτα.

*

τον Κλεόβουλο εγώ τον αγαπώ,
για τον Κλεόβουλο με πιάνει τρέλα
και πάνω στον Κλεόβουλο τα μάτια μου καρφώνω.

Από την Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Ερωτικής Ποίησης (Ροές)
Μετάφραση : Γεωργία Παπαδάκη

Πέμπτη, Ιουλίου 21, 2005

No 132

Μου είπε πως ο Μιζίλ πέθανε από AIDS, ούτε κι ο ίδιος το ήξερε ως τη στιγμή που συνοδεύοντας την αδελφή του Μιζίλ στο γραφείο όπου καταχώριζαν τα ονόματα των νεκρών διάβασε συγχρόνως μ΄ εκείνη στο βιβλίο: «Αιτία θανάτου AIDS». Η αδελφή του ζήτησε να σβήσουν αμέσως την ένδειξη, να τη διαγράψουν εντελώς, στην ανάγκη να ξύσουν το σημείο εκείνο, ή καλύτερα να σκίσουν τη σελίδα και να την ξαναγράψουν, φυσικά αυτά τα βιβλία ήταν απόρρητα, αλλά ποιος ξέρει τι μπορούσε να συμβεί, ίσως σε δέκα, σε είκοσι χρόνια κάποιος βιογράφος που ψάχνει στα σκατά ερχόταν να φωτοτυπήσει τη σελίδα ή να ακτινογραφήσει το αποτύπωμα που θα φαινόταν από πίσω. Ο Στεφάν εμφάνισε αμέσως τη μοναδική αυτόγραφη διαθήκη του Μίζιλ, που τον προστάτευε από κάθε ενδεχόμενη εισβολή της οικογένειας στο διαμέρισμα, όμως οι όροι αυτής της διαθήκης παρέμεναν γεμάτοι ασάφειες και δεν αναδείκνυαν τον Στεφάν ως τον προφανή κληρονόμο. Τον καθησύχασα ενημερώνοντάς τον πως ο Μιζίλ είχε συμβουλευτεί τους τελευταίους μήνες ένα συμβολαιογράφο και του έδωσα τη διεύθυνση. Ο Στεφάν γύρισε άπρακτος από τη συνάντηση του με το συμβολαιογράφο: η διαθήκη υπήρχε και φυσικά τον ευνοούσε, όμως δεν ήταν παρά ένα πρόχειρο χαρτί που είχε συντάξει ο συμβολαιογράφος μετά τη συνομιλία του με τον Μίζιλ, ο οποίος δεν πήγε ποτέ να υπογράψει το καθαρογραμμένο κείμενο της διαθήκης, κι αφού επιπλέον το κείμενο αυτό δεν ήταν γραμμένο με το χέρι του, δεν είχε καμιά νομική αξία. Ο Στεφάν αναγκάστηκε να διαπραγματευτεί με την οικογένεια για να κρατήσει το διαμέρισμα και τα χειρόγραφα που υπήρχαν εκεί, και σε αντάλλαγμα θα δεχόταν να παραιτηθεί απ’ τα συγγραφικά δικαιώματα και τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που δεν του είχαν μεταβιβαστεί.

Hervé Guibert : Το πρωτόκολλο της θλίψης (Νέα Σύνορα)

Τετάρτη, Ιουλίου 20, 2005

No 131

Image Hosted by ImageShack.us Leif Thageson (Σουηδία)
.
.
Όμως ο πυρετός, αντί να πέφτει με την αντιβίωση, ανέβαινε. Τριανταεπτά κι οκτώ – όχι τρομερά υψηλός πυρετός, αλλά πυρετός επίμονος. Όποτε άγγιζα το μέτωπο ή το χέρι του Βασίλη τον εύρισκα ζεστό.(…)
Την άλλη μέρα κιόλας, 23 Σεπτεμβρίου, πήγαμε στον Π., το γιατρό που είχε υποδείξει ο δικός μας γιατρός, για το τεστ AIDS. Ο Π. μας δέχθηκε με μια ερεθισμένη νευρικότητα και καχυποψία που τη μετέφρασα να σημαίνει ακόμα και χαιρεκακία για το «σπουδαίο» πελάτη που είχε στα χέρια του. Το ύφος του, καθώς μας έκανε ερωτήσεις που δεν είχε λόγο να κάνει (ποιοι ήμαστε κι αν είχαμε σχέσεις, και τι σχέση είχαμε μεταξύ μας). Ήταν πολύ αδιάκριτος. Ή μπορεί να ήταν απλά περίεργος.
Αλλά ευαίσθητοι καθώς ήμαστε εκείνο τον καιρό στα υπονοούμενα, ο Βασίλης κι εγώ, ενοχληθήκαμε.

Φρίντα Μπιούμπι : …Και το όνειρο πάγωσε. Ένα χρονικό του AIDS (Εξάντας)

Τρίτη, Ιουλίου 19, 2005

No 130

[...]Eκεί που έκανε τραμπάλα μόνος του, εμφανίστηκε ένας που μέτραγε πολύ. Ήρθε κοντά, τον έπιασε γερά και εκεί που πήγαινε να τρομάξει, τον κοίταξε στα βαθιά μάτια και είπε: "Eίμαι κι εγώ σαν και σένα. Εγώ είμαι ο Αργύρης, το καυτό εητζόνι, από μάνα διάμεσο και πατέρα σιδερουργό. Εδώ μέσα σ' αυτή την παιδική λύπη ήταν γραφτό να σε συναντήσω να κάνεις τραμπάλα μόνος σου. Ο τρόμος σου θα τρομάξει τον τρόμο μου και θα μπορούμε μαζί να είμαστε γενναίοι. Εκεί που δεν πιάνει μελάνι θα γράψουμε την υγεία, τους υγιείς και το προφυλαγμένο σεξ. Θα μπορούμε να το κάνουμε ο ένας στον άλλον άρρωστα και οι οργασμοί μας θα είναι λουτρά αίματος. Οι κόκκινες κηλίδες στο δέρμα σου θα είναι στα μάτια μου ματιέρες ψυχωφέλειας και ο φόβος του επικείμενου θανάτου σου μια τσιγαριά στο μπράτσο μου".
Με κομμένη την ανάσα ο Μπιλ, το κακό εητζόνι ρώτησε:"Δηλαδή θα μπορούμε να βουτάμε την ίδια σύριγγα μέσα σε ένα σαγκουίνι; Oι καινούργιες μας μολύνσεις θα είναι τα έγχρωμα παιδιά μας; Kαι θα μας περάσει απ' το μυαλό πως ίσως ο ιός ΗΤL V3 είναι κι αυτός ένα ζώο με δικαιώματα που δύσκολα επιζεί στον αέρα;"
"Ναι"του απάντησε ο Αργύρης, και έγιναν αιμαδελφοί, με ημερομηνία λήξης, καθώς κυλούσαν στην τσουλήθρα.

Αλέξης Μπίστικας : Οι κόκκινες κηλίδες στο δέρμα σου

Δευτέρα, Ιουλίου 18, 2005

Νο 129

Εκείνη τη μέρα πρώτη φορά από τη στιγμή που παραδόθηκα μου φόρεσαν χειροπέδες. Τα κρύα σίδερά τους που έσφιγγαν τους αδύνατους καρπούς των χεριών μου δεν έλεγαν να ζεσταθούν από τη θερμοκρασία του σώματος, τα αισθανόμουν κρύα, πολύ κρύα, να με σφίγγουν και να μου παγώνουν τα χέρια και την καρδιά. Μπήκαμε όλοι στη σκεπαστή καρότσα ενός ημιφορτηγού του ναυτικού. Κάθισα στον πάγκο ανάμεσα σε δυο καρατζόβες. Ήμουν εξαντλημένος από την αϋπνία, με μάτια μελανιασμένα και πρησμένα από το πολύ κλάμα. Είχα ανάγκη από λίγη ζεστασιά και στοργή, αλλά πού να την έβρισκα; Όλοι ήταν αδιάφοροι. Οι ασφαλίτες, ψυχροί επαγγελματίες. Κι εκείνοι οι δυο που μου φόρεσαν τις χειροπέδες χαχάνιζαν κι έκαναν αστεία μεταξύ τους. Γι’ αυτούς το να δένουν χέρια ήταν μια συνηθισμένη δουλειά ρουτίνας. Αδιαφόρησαν ακόμα και που μου τις έσφιγγαν πολύ και πονούσα.
Όταν το αυτοκίνητο ξεκίνησε, στα μαρσαρίσματα και φρεναρίσματα που έκανε, καθώς ήταν δεμένα τα χέρια μου δυσκολευόμουν να κρατηθώ και κινδύνευα να πέσω. Ο ένας καρατζόβας δίπλα μου το κατάλαβε και με κοίταξε με ένα τέτοιο τρυφερό βλέμμα που δε θα το ξεχάσω ποτέ. Χωρίς να πει τίποτα, πέρασε το χέρι του πίσω στην πλάτη μου, μ’ έπιασε από τον ώμο και με έσφιξε πάνω του. Ακούμπησα στην αγκαλιά του κι ένιωσα να με πλημμυρίζει μια ανείπωτη συγκίνηση και γαλήνη, μα και μια επιθυμία να τον αγκαλιάσω και να σφιχτώ πάνω του' οι χειροπέδες έπνιξαν την επιθυμία μου. Έκλεισα λίγο τα μάτια και παρακάλεσα να γινόταν να πέθαινα αυτήν τη στιγμή, την ανθρώπινη, την τρυφερή, στην αγκαλιά του ευαίσθητου καρατζόβα.

Χρήστος Ρούσσος : Προς σωφρονισμόν (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)

Κυριακή, Ιουλίου 17, 2005

Νο 128

Image Hosted by ImageShack.us Valentina Savelieva (Ρωσία)
.
.
Το παράξενο βλέμμα του νεαρού κατάδικου καρφώθηκε για λίγο στο πρόσωπο του επισκέπτη του. Ύστερα είπε :
- Κάντε το αυτό για μένα.
- Τι να κάνω;
- Να μου σκουπίσετε τον ιδρώτα από την πλάτη.
Κυλίστηκε στην κοιλιά μ' ένα βαθύ αναστεναγμό ανακουφίσεως που ξύπνησε στη μνήμη του πάστορα το φόβο του χρυσόμαλλου πάνθηρα, αυτόν το φόβο που κοιμόταν μέσα του εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Άρχισε να τον τρίβει.
- Μήπως μυρίζω άσχημα; ρώτησε ο Όλιβερ
- Όχι. Γιατί;
- Είμαι καθαρός. Έκανα μπάνιο μετά το πρόγευμα.
- Ναι.
- Πάντοτε φρόντιζα να κρατιέμαι πολύ καθαρός. Ήμουνα ένας πυγμάχος πολύ καθαρός…και μια πολύ καθαρή πόρνη. Ά! Ά! είπε ακόμα. Το ξέρατε ότι ήμουνα μια πόρνη;
- Όχι, απάντησε ο πάστορας.
- Έ, λοιπόν ήμουνα. Αυτό ήταν το δεύτερο επάγγελμα μου.
Ο πάστορας συνέχισε να τον τρίβει στην πλάτη ένα λεπτό ακόμα – και σ’ αυτό το διάστημα του φαινόταν ότι κάποιος έπαιζε σ' ένα αόρατο τύμπανο, πλησίαζε στην άκρη του διαδρόμου, σταμάταγε στην πόρτα του κελιού και χτύπαγε ανάμεσα απ’ τα κάγκελα : ήταν οι χτύποι της ίδιας του της καρδιάς. Του είχε κοπεί η ανάσα, λαχάνιαζε. Άφησε την πετσέτα να πέσει και πήρε από την τσέπη του το κουτί με τα καταπραϋντικά. Μα όταν το 'πιασε, είδε ότι το χάρτινο κουτάκι ήταν βρεμμένο από τον ιδρώτα και τα λιωμένα χάπια σχημάτιζαν έναν πηχτό, γλοιώδη, ασπρουλιάρικο πολτό.
- Άντε, είπε ο Όλιβερ, μου κάνει τόσο καλό.
Έστριψε το κορμί του σαν τόξο και κατέβασε το σώβρακο, αποκαλύπτοντας τους λεπτούς γοφούς του, με την τέλεια γλυπτή ομορφιά τους.
- Τώρα, είπε ο Όλιβερ, με το χέρι.
Ο πάστορας τινάχτηκε μ' ένα πήδημα.
- Όχι!
- Μην κάνεις το βλάκα. Είναι μια πόρτα στην άκρη του διαδρόμου. Θ' ακούσουμε αν έρθει κανείς.
Ο πάστορας οπισθοχώρησε. Ό Όλιβερ ανασηκώθηκε και τον άρπαξε απ' τον καρπό.
- Βλέπετε όλ' αυτά τα γράμματα, πάνω στο ράφι. Είναι λογαριασμοί που χρωστάω στον κόσμο. Τρία χρόνια ολόκληρα σεργιάνιζα όλη τη χώρα, αναστατώνοντας καρδιές, χωρίς ο ίδιος να νοιώσω τίποτα. Τώρα όλα άλλαξαν. Έχω κι εγώ αισθήματα. Κι είμαι μόνος, στριμωγμένος εδώ, ακριβώς σαν κι εσάς(…)

Τεννεσύ Ουίλιαμς : Ο ακρωτηριασμένος Απόλλωνας (Άγκυρα)

Σάββατο, Ιουλίου 16, 2005

Νο 127

Image Hosted by ImageShack.us Leif Thageson (Σουηδία)
.
.
- Μολίνα, θα ήθελα να σε ρωτήσω κάτι.
- Τι;
- Είναι κάπως πολύπλοκο. Να! Δες: ανατομικά τουλάχιστον είσαι το ίδιο άντρας με μένα…
- Ωχ
- Μα βέβαια, δεν υστερείς σε τίποτα. Γιατί, λοιπόν, δεν προσπαθείς μια φορά τουλάχιστον…να είσαι άντρας, να φερθείς σαν άντρας; Και δεν εννοώ με τις γυναίκες, αφού αυτές δεν σ’ ελκύουν. Αλλά με κάποιον άντρα.
- Όχι, δε μου πάει.
- Και γιατί;
- Γιατί η γάτα έχει ένα αυτί.
- Ε, αυτό είναι που δεν καταλαβαίνω…Δεν είναι όλοι οι ομοφυλόφιλοι έτσι…
- Έχεις δίκιο. Έχει απ’ αυτούς κι από εκείνους. Αλλά εγώ τη βρίσκω μόνον έτσι.
- Κοίτα, εγώ δεν καταλαβαίνω απ’ αυτά, αλλά θα ήθελα να σου εξηγήσω, έστω και κομπιάζοντας…, να βλέπεις…
- Σ’ ακούω.
- Λέω, αν νιώθεις καλύτερα σα γυναίκα…αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να νιώθεις…κατώτερος.
- …
- Δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις τι λέω;
- …
- Θέλω να πω, επειδή τη βρίσκεις έτσι, δε σημαίνει πως πρέπει να πληρώνεις κάποιο τίμημα. Δε χρειάζονται ούτε καλοπιάσματα, ούτε παρακάλια, ούτε και συγνώμες. Δε χρειάζεται να υποτάσσεσαι επειδή είναι έτσι.(…) Για να είσαι γυναίκα, δε χρειάζεται να είσαι, τι να πω;…ιερομάρτυρας. Κοίτα… αν δε φοβόμουν ότι θα πονέσω, θα σου πρότεινα να μου το κάνεις, μόνο και μόνο για να σου δείξω ότι το να είσαι «άντρας» δε σου δίνει κανένα δικαίωμα.
.
Μανουέλ Πούιγκ : Το φιλί της γυναίκας – αράχνης (Οδυσσέας)

Παρασκευή, Ιουλίου 15, 2005

Νο 126

ΚΟΝΤΣΙΤΑ : …Κι ήταν ο Δομένικος που λες, ήταν μ’ άλλους δυο τρεις μαζί τους κι ο Τυφλός, πείραζαν τα κορίτσια, ήταν κι η αδερφή μου που πείραζαν, μπήκα να τους σταματήσω κι ο Δομένικος τότε έβγαλε ένα μικρό κοφτερό σουγιά, τον ίδιο που ‘χει ακόμη, μου τον έβαλε εδώ στο λαιμό, με κοίταξε και μ’ άρπαξε δυνατά απ’ τα μαλλιά και με φίλησε στο στόμα, Θεέ μου, αγόρι μ’ αγόρι στο στόμα, οι άλλοι με πιάσαν, πέσαν πάνω μου, μ’ έσπρωξαν πιο ‘κει, πίσω απ’ τη μάντρα, έτρεμα, με γύμνωσαν. Ακόμα έχω ουλές απ’ τα δαγκώματα του, ξέσπασε πάνω μου, καιρό το ‘θελε αυτό, έτσι μου ‘ λεγε… Θεέ μου… Δεν τον μίσησα, δεν του κράτησα κακία…
Τρόμαξα με τον εαυτό μου, καταλαβαίνεις, δεν είν’ αφύσικο αυτό;…ξύπνησε μέσα μου κάτι που ποτέ δεν είχα νιώσει… τον αγάπησα μ’ όλη τη δύναμη που ‘χει τούτος ο έρωτας… τούτη η τρέλα (υποφέρει) του πόθου, που κάνει τη σάρκα να τρεμουλιάζει, που ξεπερνά το λογικό… είχαμε χαθεί και μετά που απολύθηκα από το ναυτικό, βρεθήκαμε τυχαία, μ’ έφερε εδώ…Τ’ ακούς; Εμένα μ’ έφερε εδώ, μου το ‘ταξε, δικό μου μου ‘πε θα ‘ναι, η Χαβάη δικιά μου, η προίκα μου.

Θανάσης Σκρούμπελος : «Χαβάη» (Αιγόκερως)

Πέμπτη, Ιουλίου 14, 2005

Νο 125

Μπήκα στο σπίτι χαρούμενος και αποκοιμήθηκα χωρίς να γδυθώ με τα βλέφαρά μου τυλιγμένα στη μάσκαρα. Έντρομος ξύπνησα από φωνές και βρισιές του αδελφού μου και της αδελφής μου που στέκονταν απειλητικά επάνω μου. Ο Αλέκος με άρπαξε και άρχισε να με κουρεύει ενώ η Μαρία μου έσκιζε τα ρούχα. Μάζεψαν σε μια σακούλα όλες τις μεταμφιέσεις που διέθετα. Ενώ με βομβάρδιζαν με κουβέντες μαλακισμένης ηθικής και κηρύγματα κατεστημένου. Εγώ έκλαιγα συνεχώς όχι τόσο για τις φωνές τους όσο για τα μαλλιά μου που με τόσο κόπο είχα μακρύνει και με έκαναν να προχωρώ ένα βήμα ακόμα στη γυναικεία φύση. Και τότε μια οργή αφάνταστη με πλημμύρισε.
Άρχισα να χτυπιέμαι στο πάτωμα και να καταστρέφω ό,τι βρισκόταν μπροστά μου. Τους καταριόμουν και τους ρωτούσα τι τους πείραζε αν με προσέλκυαν τα αντρικά κορμιά. Γιατί ενοχλούνταν στο να γίνω γυναίκα αν αυτό με γαλήνευε και με ισορροπούσε; Προτιμούσαν να είμαι ένας πούστης ακόμα που ενώ του άρεσαν τα αγοράκια διατηρούσε και μια γκόμενα για πρόσχημα; Τους δήλωσα πως ό,τι κι αν μου έκαναν η απόφαση μου ήταν αμετάκλητη.(…)
Μια λύσσα με συνεπήρε. Κανένας δεν θα μου στερούσε την ελευθερία μου. Κανένας δεν θα κατάφερνε να υποτάξει την ανάγκη μου να γίνω γυναίκα. Παίρνοντας ότι χρήματα βρήκα πήδησα από το μπαλκόνι στο διπλανό διαμέρισμα. Τους είπα ότι με είχαν κλειδώσει μέσα κατά λάθος και βγήκα στο διάδρομο της πολυκατοικίας. Ήξερα πού θα πήγαινα. Βρέθηκα στο δρόμο γνωρίζοντας ότι ήμουν ολότελα μόνος.

Τζένη Χειλουδάκη : Οι άγγελοι δεν έχουν φύλο (Όμβρος)

Τετάρτη, Ιουλίου 13, 2005

Νο 124

ΚΑΘΡΗΝ : Μα δεν καταλαβαίνετε; Ήμουνα ο κράχτης του (…) Ο Σεμπάστιαν ένιωθε πολλή μοναξιά, γιατρέ, και το Γαλάζιο Σημειωματάριο παρέμενε άδειο, το κενό μεγάλωνε, το σημειωματάριο μεγάλωνε, γινότανε τεράστιο και άδειο και γαλάζιο σαν τη θάλασσα και τον ουρανό(…) Και σε λίγες μέρες, όταν ζέστανε αρκετά ο καιρός και η παραλία γέμιζε ασφυκτικά, δεν με χρειαζότανε πια. Εκείνοι που συχνάζανε στη δίπλα παραλία σκαρφάλωναν απ’ το φράχτη ή ερχόντουσαν στη δική μας παραλία από τη θάλασσα : ομάδες νεαροί, χωρίς σπίτι και οικογένεια, που ζούσανε σ’ εκείνη την παραλία σαν αδέσποτα σκυλιά, και κάτι πεινασμένα παιδιά που… Και τότε ο Σεμπάστιαν με άφησε να φορέσω ένα πιο σεμνό, μαύρο μαγιό. Πήγαινα στην πιο απόμακρη γωνιά της παραλκίας κι έγραφα κάρτες ή γράμματα ή το ημερολόγιο μου’ μέχρι τις πέντε το απόγευμα που είχαμε δώσει ραντεβού έξω από τις καμπίνες, στο δρόμο. Κι αυτός ερχόταν με ακολουθία.(...) Εκείνοι οι αλήτες, εκείνοι οι πεινασμένοι νεαροί που ζούσανε στην παραλία : είχανε σκαρφαλώσει το φράχτη κι ερχόντουσαν από πίσω του. Κι αυτός τους μοίραζε φιλοδωρήματα, σαν να του είχανε γυαλίσει τα παπούτσια ή σαν να του είχανε φωνάξει ταξί…Κάθε μέρα η ακολουθία μεγάλωνε, γινότανε όλο και πιο θορυβώδης, πιο απαιτητική! Τότε ο Σεμπάστιαν άρχισε να φοβάται.

Τεννεσή Ουίλλιαμς : Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι (Κέδρος)
Μετάφραση : Ερρίκος Μπελιές

Τρίτη, Ιουλίου 12, 2005

Νο 123

Image Hosted by ImageShack.us David Glen Smith (ΗΠΑ)
.
.
ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ : Παντρευτήκαμε το καλοκαίρι που τελειώσαμε το σχολείο, κι ήμαστε ευτυχισμένοι – δεν ήμαστε Μπρικ; - ήμαστε τόσο ευτυχισμένοι κι αγγίζαμε τον ουρανό κάθε φορά που αγαπιόμαστε. Μα εκείνο το φθινόπωρο, εσύ κι ο Σκίππερ αρνηθήκατε ένα σωρό θαυμάσιες δουλειές που σας πρόσφεραν, μόνο και μόνο για να μείνετε πρωταθλητές του φούτμπωλ! Φτιάξατε την ομάδα των «Σταρ», για νάσαστε πάντα μαζί! Μα κάτι δεν πήγαινε καλά ανάμεσα σας – και κάτι απ' αυτό το κάτι ήμουνα εγώ!…Ο Σκίππερ άρχισε να πίνει…σύ πληγώθηκες στην πλάτη…δε μπόρεσες να παίξεις στο Σικάγο…κι έβλεπες το ματς απ' την τηλεόραση στο νοσοκομείο…Πήγα μαζί, με το Σκίππερ…Οι «Στάρ» χάσανε, επειδή ο κακομοίρης ο Σκίππερ ήταν μεθυσμένος…Κάτσαμε και πίναμε μαζί, εκείνη τη νύχτα. Όλη τη νύχτα, σ’ ένα μπαρ…Κι όταν έπιασε το πρωινό αγιάζι και βγήκαμε έξω μεθυσμένοι, του είπα… «Σκίππερ! Πάψε ν΄ αγαπάς τον άντρα μου ή πεσ' του πως πρέπει να σ' αφήσει μα του τ' ομολογήσεις!» - κάπως έτσι!
ΜΠΡΙΚ (Χτυπάει με το δεκανίκι του απειλητικά το κρεβάτι)
ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ : Με χτύπησε μ' όλη του τη δύναμη στο στόμα! Έπειτα, γύρισε κι έφυγε τρέχοντας, χωρίς να σταματήσει, ως το δωμάτιο του…και του γρατζούνισα στην πόρτα του σα ντροπαλό ποντίκι…προσπάθησε του κάκου να μου αποδείξει πως αυτό που είπα δεν ήταν αλήθεια. Ο κακόμοιρος! Ήταν για λύπηση.
ΜΠΡΙΚ (Ορμά κατά πάνω της με το μυτερό μέρος του δεκανικιού προς αυτήν)
ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ (Ξεφωνίζει, αναπηδά και τρέχει στο βάθος δεξιά στη γαλαρία κι από 'κει μέσα στο δωμάτιο)
ΜΠΡΙΚ (Γυρίζει προς το μέρος της γαλαρίας, ακουμπώντας στο δεκανίκι και κοιτώντας την μεσ’ απ’ την μπροστινή πόρτα)
ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ: Μη! Μη ! Μη! (Γυρίζει και τον κοιτάει απ’ το κέντρο του δωματίου) Έτσι, τον αφάνισα, λέγοντας του την αλήθεια…που ο κόσμος τον είχε μάθει πως δεν πρέπει να λέγεται! Από κείνη τη μέρα, ο Σκίππερ δεν ήτανε πια παρά ένα σφουγγάρι, που ρουφούσε πιοτό και ναρκωτικά!

Τεννεσύ Ουίλλιαμς : Η λυσσασμένη γάτα (Γκόνης)
Μετάφραση : Μάριος Πλωρίτης.

Δευτέρα, Ιουλίου 11, 2005

Νο 122

ΜΠΛΑΝΣ : Αγαπούσα κι εγώ κάποιον. Και τον έχασα.
ΜΙΤΣ : Πέθανε; (Η Μπλανς πάει στο παράθυρο και στέκει. Βάζει κι άλλο ποτό). Άντρας;
ΜΠΛΑΝΣ : Ένα παιδί – ένα νέο αγόρι, τότε που ήμουνα κι εγώ κοριτσάκι. Τότε που ήμουνα κι εγώ δεκάξη χρονώ και αποκαλύφθηκε στα μάτια μου ο έρωτας…με όλη του τη δόξα – και τόσο πολύ, τόσο πολύ ξαφνικά… όπως όταν, με μιας, χωρίς προειδοποίηση, ένα πελώριο φως πέφτει σ' ένα πράγμα που μέχρι τότε κειτόταν στη σκιά….Μου άλλαξε η όψη του κόσμου…Μόνο…δεν είχα τύχη – με γελάσανε…
Το νέο αγόρι κάτι είχε. Το τύλιγε μια σκιά : μια νευρικότητα, κάτι – μαλακό πολύ – που δεν ταίριαζε σε άντρα… δηλαδή το παρουσιαστικό του ήταν καθαρά αντρικό…Κι όμως…αυτή η σκιά…αυτό το άλλο πράγμα που τον τριγύριζε…δεν τον άφηνε – το μυριζόσουνα γύρω του…
Διάλεξε εμένα να τον βοηθήσω. Κι εγώ δεν το κατάλαβα αυτό. Δεν το κατάλαβα. Ούτε όταν παντρευτήκαμε, ούτε μετά, που χωρίζαμε και ξαναγυρίζαμε ο ένας στον άλλον – και το μόνο που καταλάβαινα ήταν πως δεν στάθηκα εκείνο που γύρευε. Ήταν χαμένος μέσα σε ομίχλη, και 'γω δεν ήμουνα ικανή να του δώσω τη βοήθεια που ντρεπόταν να μου ζητήσει με λόγια…ντρεπόταν να μου τη ζητήσει με λόγια… Δεν μου τόλεγε… και 'γω δεν καταλάβαινα. Τον είχε αρπάξει μια δίνη και βούλιαζε…βούλιαζε – και αρπαζόταν από μένα – αλλά εγώ δεν μπορούσα να τον γλυτώσω, γλιστρούσα κι εγώ μέσα στη δίνη, κοντά του! Και δεν τόξερα! Δεν ήξερα τίποτα παρά πως τον αγαπούσα όσο δεν μπορεί ν’ αντέξει άνθρωπος… αλλά ήμουνα ανήμπορη να τον βοηθήσω – ούτε εκείνον, ούτε εμένα.
Και τότε κατάλαβα : με τον πιο σκληρό, τον πιο άδικο τρόπο : Κατάλαβα, όταν μια μέρα μπήκα ξαφνικά σ’ ένα δωμάτιο που νόμιζα πως ήταν άδειο – αλλά δεν ήταν άδειο…ήταν δυο άντρες μέσα…ο άντρας μου, κι ένας άλλος, μεγαλύτερος, φίλος του από χρόνια…
Ύστερα, κάναμε σαν να μην είχαμε δει κανείς μας τίποτα. Μάλιστα. Και μετά, πήραμε το αυτοκίνητο και πήγαμε στο Καζίνο, στη λίμνη, βαρειά μεθυσμένοι και οι τρεις μας – είχαμε πάει και οι τρεις μας – βαρειά μεθυσμένοι και γελώντας σ’ όλο το δρόμο…
Χορεύαμε πόλκα – τη Βαρσουβιάνα! Ξαφνικά, στη μέση του χορού το αγόρι που είχα παντρευτεί ξέφυγε από κοντά μου κι έτρεξε έξω. Δυο στιγμές μετά – η μπιστολιά!
Έτρεξα έξω – κι όλοι έτρεξαν έξω… έτρεξαν όλοι κι έκαναν κύκλο ολόγυρα στο φοβερό πράγμα που κειτόταν στην όχθη. Εγώ δεν μπορούσα να πλησιάσω πιο πολύ – πολύς ο κόσμος…Ύστερα, κάποιος με τράβηξε από το χέρι. «Μην πάτε κοντά! Γυρίστε πίσω! Δεν κάνει να δείτε!» Να δω; Να δω τι; Και τότε άκουσα κουβέντες γύρω μου : Άλλαν! Άλλαν !! Ο Άλλαν Γκρέη! Κόλλησε το περίστροφο στο στόμα και τράβηξε – το κρανίο του είχε ξεκολλήσει…κομμάτια στο χώμα…
Επειδή… εκεί που χορεύαμε – δεν μπορούσα να κρατηθώ – είπα ξαφνικά: «Το είδα! Ξέρω! Με αηδιάζεις – μου φέρνεις εμετό»…
Κι από τότε, το πελώριο φως που άναψε και μου φώτισε τον κόσμο…έσβυσε – και ποτέ πια, ούτε για μια στιγμή – δεν άναψε για μένα φως δυνατό – πιο δυνατό από τούτη τη λάμπα της κουζίνας…

Τεννεσή Ουίλλιαμς : Λεωφορείο ο Πόθος κι έξι μονόπρακτα (Γκοβόστης)
Μετάφραση : Π. Μάτεσις

Κυριακή, Ιουλίου 10, 2005

Νο 121

Image Hosted by ImageShack.usEileen Doman (ΗΠΑ)
.
.
Η Χάισμιθ συνέδεσε την πορεία που την έβγαλε από τον εθισμό στη λογοτεχνία – τον εθισμό ενός ανθρώπου που χρησιμοποιούσε τα βιβλία ως ναρκωτικά για να προστατεύσει τον εαυτό του από την πραγματικότητα – και την οδήγησε στην ενεργό συμμετοχή στη ζωή, με την σεξουαλική της ταυτότητα που βρισκόταν σε άνθηση. Στα δεκαεννιά της πήγε, αρχικά με δισταγμό, σε ένα μπαρ του Γκρήνουιτς Βίλατζ μαζί με κάποια άλλα κορίτσια από το Μπάρναρντ. Εκεί συνάντησε τη Μάιρη Σάλλιβαν, μια βραχύσωμη, ώριμη λεσβία που είχε το βιβλιοπωλείο στο ξενοδοχείο Ουάλντορφ Αστόρια. Η Μαίρη προσκάλεσε την Πατ σε ένα πάρτυ – οι φίλες της αρνήθηκαν την πρόσκληση – και μέσα σε διάστημα μιας εβδομάδας «η μοναστική της εφηβεία είχε πάρει τέλος». Η Χάισμιθ περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τη σεξουαλική της αφύπνιση στα ημερολόγια της, αφηγούμενη με κτηνώδη ειλικρίνεια και πηγαία δύναμη τις σχέσεις της με ένα μεγάλο αριθμό ανδρών και γυναικών, ανάμεσα τους και η Μάιτη Σάλλιβαν. Αυτή η εκ βαθέων εξιστόρηση της ζωής των σαραντάρηδων Νεοϋορκέζων ομοφυλόφιλων πίσω από τις κλειστές πόρτες του πυκνού δικτύου των μπαρ και των εντευκτηρίων τους είναι πολύ δυνατή (...)
Η ελευθεριότητα της Πατ και η έμμονη ανάγκη της να καταγράφει τα πάντα όσα της συνέβαιναν μπορούν αναχθούν στην ίδια πηγή – την αναζήτηση μιας πληρέστερης αυτογνωσίας. Είχε επίγνωση ότι χρειαζόταν να «γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό της» και μέσα από τα ημερολόγια της συνέδεε αυτή την αυτοενδοσκόπηση με δυο αλληλένδετες δραστηριότητες : τις λεσβιακές σεξουαλικές της σχέσεις και το γράψιμο. Πίστευε στην πνευματική επίδραση των γυναικών που αγαπούσε, καθώς τις έβλεπε ως μούσες που θα της ενέπνεαν ένα έργο για το οποίο θα ήταν περήφανη. (...)
Όπως πίστευε η Χάισμιθ, μόνο όσοι απέρριπταν την ιδέα της «κανονικότητας», μόνο όσοι ήταν σε θέση να προσεγγίσουν τα ζητήματα της κοινωνίας και του ατόμου από μια παρεκκλίνουσα, περιθωριακή προοπτική, μπορούσαν να κατανοήσουν πραγματικά τα προβλήματα του 20ου αιώνα.(...) Αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τη δική της αίσθηση του παράδοξου, τις δικές της ψυχολογικές ιδιορρυθμίες ως βάση για τις εκκεντρικές μυθιστορηματικές της φαντασιώσεις. Για να δημιουργήσει, όφειλε να γνωρίσει εκ βαθέων τον εαυτό της, και ως ένα τέτοιο μέσο αυτογνωσίας θεωρούσε την πιο σημαντική δύναμη στη ζωή της : το σεξ. «Ναι, ίσως το σεξ – με το να ασκεί την πιο βαθιά επίδραση πάνω μου – είναι το θέμα μου στη λογοτεχνία».

Andrew Wilson : Patricia Highsmith. Ζωή στο σκοτάδι (Νεφέλη)

Σάββατο, Ιουλίου 09, 2005

Νο 120

Στο Αμαράντε στήνουμε τη σκηνή δίπλα στο ποτάμι και ξαπλώνουμε στη ζεστή άμμο, η καθεμιά βυθισμένη στις δικές της σκέψεις. Όταν ξυπνάω από ένα λήθαργο, μισκοκοιμισμένη, μισοξύπνια, βλέπω ότι σε κάποια απόσταση κάθονται δυο Πορτογάλοι, με μελαγχολική όψη και με κοιτάζουν λάγνα. Το βλέπουν, σκέφτομαι, το βλέπουν πόσο καίγομαι. Μυρίζουν ετεροσεξουαλικότητα. Αυτό είχε να μου συμβεί πολύ καιρό από τότε που κάνω διακοπές με τη Μάρθα, ούτε στις πιο νότιες χώρες, ούτε στην Ελλάδα και την Ιταλία, παρόλο που κάποιες φίλες με είχαν προειδοποιήσει ότι σ’ αυτές τις χώρες δε θα μπορούσα να κάνω τίποτε χωρίς ανδρική συνοδεία. Σχεδόν σαράντα χρονών, δεν παρουσιάζω πια ενδιαφέρον, έλεγα, δεν σκοτίζονται για μαραμένες δασκάλες. Θέλουν νεαρές με μακριά πόδια και ξανθά μαλλιά ή τις δικές τους γυναίκες που είναι πολύ πιο διακοσμητικές απ’ ό,τι εμείς, με τα ψηλά τους τακούνια και το πολεμικό τους βάψιμο, που το φοράνε ακόμα και στον καυτό ήλιο. Εγώ είμαι αόρατη με το παλιό αντρικό πουκάμισο, χωρίς μακιγιάζ και με τα μαλλιά μου δεμένα σε μια ακατάστατη αλογοουρά. Όμως αυτό που ξεχνούσα ήταν ότι είχα αποσυνδέσει ολοκληρωτικά το δικό μου μηχανισμό ανταπόκρισης απέναντι στους άντρες, ότι είχα μετατοπίσει όλο τον ερωτισμό μου στις γυναίκες, στη Μάρθα.

Anja Meulenbelt : Το τραγούδι του έρωτα (Λιβάνης)

Παρασκευή, Ιουλίου 08, 2005

Νο 119

Image Hosted by ImageShack.us Dmitry Bilyk (Ουκρανία)
.
.
ΔΕΚΑΔΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ
Νόμισμα θηλυκό και
από τις δύο όψεις.
Μόνο οι γύψινες κόχες να κοιτάζουν
βασίλισσες του τοίχου
με τά χρυσά σκουλαρίκιατης πολιορκίας,
τα δάκτυλα,μονάχα αυτά
μέσα στα τρίγωνα που μόλις γεμίζουν χνούδι.
.
Είναι κι αυτή
μια ηδονή
πριν απ' τη Βίβλο
σπάνια.
Η Βεατρίκη με τη Μίνα,
ούτε καν βουνά,
ούτε καν λόφοι
μονάχα η καμπύλη μυστική της εφηβείας.
.
Μακριά,
πολύ μακριά
φεύγει η θάλασσα γαμήλιο ταξίδι.
.
Αθηνά Παπαδάκη
Από την Ανθολογία ερωτικής ποίησης (Καστανιώτης)

Πέμπτη, Ιουλίου 07, 2005

No 118


ΕΧΟΝΤΑΣ ΠΑΡΑΔΟΘΕΙ
Γνωρίζοντας σιγά σιγά την τοπογραφία του σώµατός σου µε τα χείλη µου,
µαθαίνω από µνήµης τις διαστάσεις του στήθους σου, του θώρακα,
της κοιλιάς, του εφηβαίου, των ποδιών, της πλάτης,
καταλαβαίνω τον καλύτερο τρόπο να σε κάνω ευτυχισµένη
και κλείνοντας τα µάτια µια στιγµή µπορώ να σε ακολουθώ
καθώς βλέπουµε, αισθανόµαστε, παγιδεύουµε µαζί κι οι δυο την ευτυχία.
.

Guadelupe Sequeira Malespín / Νικαράγουα
Από την Ανθολογία ομο-ερωτικών ποιημάτων
Η έλξη των ομωνύμων (Οδυσσέας)
Μετάφραση : Ρήγας Κούπα

Τετάρτη, Ιουλίου 06, 2005

No 117

Image Hosted by ImageShack.us
Madison Mikel Weiss (ΗΠΑ)


Δε μου έκανε κέφι να στείλω στην Κατ μια καρτ ποστάλ με μια άποψη του πύργου του Άιφελ, του Σηκουάνα ή της Παναγίας των Παρισίων. Αργά ή γρήγορα, πάντοτε εμφανίζεται στο γραμματοκιβώτιο του καθένα μια καρτ ποστάλ σταλμένη απ’ το Παρίσι από κάποιο φίλο, έναν εραστή ή έναν απλό γνωστό, και δεν ήθελα η δική μου να μοιάζει σε καμία απ’ αυτές που είχε λάβει ή θα λάμβανε η Κατ α[‘π το Παρίσι σε όλη της τη ζωή. Την τελευταία μέρα της παραμονής μου εκεί, στο δρόμο για το ξενοδοχείο, στάθηκα σ’ ένα βρομιάρικο και μικροσκοπικό μαγαζί με κόμικς που έμοιαζε πάρα πολύ στο Μετρόπολις, στο αγαπημένο μαγαζί της Μόνικα. Η Κατ θα λάμβανε μια κάρτα του διαστημόπλοιου Εντερπράιζ που μου κόστισε οκτώ φράγκα. Όταν γύρισα στο Εδιμβούργο, βρήκα στο γραμματοκιβώτιο μου την κάρτα που μου είχε υποσχεθεί η Κατ : ένα πορτρέτο του δόκτορα Σποκ. Κατάλαβα τότε ότι ήμασταν καταδικασμένες να ευδοκιμήσει η ιστορία μας.

Λουθία Ετσεμπαρρία : Η Μπεατρίθ και τα ουράνια σώματα (Πατάκης)

Τρίτη, Ιουλίου 05, 2005

No 116

Παραμέρισα με αργές κινήσεις αυτό το ύφασμα που τύλιγε τα μέλη της. Όταν τέλος, αποκαλύφθηκε μπροστά μου το αγαλματένιο σώμα της παρθένας, το συναίσθημα του θριάμβου έδωσε τη θέση του στον θαυμασμό και ασυναίσθητα ξεφώνησα :
Α! Πόσο σε μισώ! Έχεις ένα τόσο υπέροχο σώμα: θάθελα να σε σκοτώσω.
Λέγοντας αυτά, με το ένα χέρι τής έσφιγγα τον καρπό του χεριού της στα χείλη μου. Και την φίλησα. Τότε η Μιτσούκο άρχισε με τη σειρά της να ουρλιάζει:
Σκότωσε με, σκότωσε με. Θέλω να πεθάνω από το χέρι σου!
Και η ζεστή αναπνοή της χάιδευε το πρόσωπο μου. Τα δάκρυα της κυλούσαν ασταμάτητα πάνω στα μάγουλα μου. Μείναμε σφιχταγγαλιασμένες, τα χέρια της μιας τυλιγμένα στη μέση της άλλης και ρουφούσαμε τα δάκρυα μας.

Junichiro Tanizaki : Ο Τροχός της Τύχης (Ροές)

Δευτέρα, Ιουλίου 04, 2005

No 115

Image Hosted by ImageShack.usMike Bliss (Μ.Βρετανία)
.
.
Όταν δεν απάντησα, σύρθηκε κοντά μου και μου έβγαλε το πάπλωμα κι άρχισε να μου αλείβει την πλάτη. Σκέπασε τα χέρια μου και τους ώμους μου και τα μπούτια μου και τα πόδια μου με το λάδι. Ήταν σα να μου έτριβε πάλι μέσα μου τη ζωή. Εκεί όπου είχαν περάσει τα χέρια της, η σάρκα μου έλαμπε ζεστά. Μ’ έσπρωξε κι εγώ γύρισα ανάσκελα με μεγάλη προθυμία. Έτριψε το λάδι στο στήθος μου και τα βυζιά μου κ;αι την κοιλιά μου και τα πόδια μου. Το τρεμούλισμα μου υποχώρησε. Ο κόμπος στο στομάχι μου άρχισε να διαλύεται κάτω από τα χέρια της σαν παγωμένη λίμνη την άνοιξη. Σύρθηκε στα πόδια μου και τα μάλαξε. Έπειτα σύρθηκε μέχρι τους ώμους μου και έβαλε λάδι στα μάγουλα μου και το μέτωπο μου και το πάνω χείλι μου. Έπειτα ξάπλωσε δίπλα μου και με πήρε στην αγκαλιά της, με το κεφάλι μου φωλιασμένο στο στήθος της, ακριβώς πάνω από την καρδιά της.
Δεν ξέρω πόση ώρα είχαμε μείνει ξαπλωμένες έτσι, εγώ ν’ ακούω τους χτύπους της καρδιάς της και να συγχρονίζω την ανάσα μου μ’ αυτούς. Θα μπορούσαν να είχαν περάσει λεπτά ή ώρες.

Λίζα Άλθερ : Σε στενό οικογενειακό κύκλο (γράμματα)

Κυριακή, Ιουλίου 03, 2005

No 114

…ο Βίκτορ αναρωτιέται πώς να τα πηγαίνει ο Ρούντι, αν και ξέρει πως δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας, ο Ρούντι είναι μια ανθρώπινη μυγοπαγίδα, οι άντρες κρέμονται από πάνω του, κολλούν στην ανάμνηση της στιγμής και, στα χρόνια που έρχονται, θα ψιθυρίζουν : « Έκανα κι εγώ το χρέος μου στον Ψυχρό Πόλεμο, γαμήθηκα από τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ! Και σας πληροφορώ ότι το σφυροδρέπανό του δούλευε σαν πιστόνι!» κι η ιστορία θα λέγεται και θα ξαναλέγεται, θα περιγράφεται το μέγεθος του πέους του, το ρυθμικό καρδιοχτύπι του, η αίσθηση των δαχτύλων του,το άρωμα που άφηνε η γλώσσα του, ο ιδρώτας των μηρών του, το αποτύπωμα των χειλιών του, ίσως ακόμη κι ο ήχος που έκαναν οι καρδιές τους καθώς ράγιζαν όταν τον έβλεπαν να φεύγει
...αλλά ο Βίκτορ έχει πει πολλές φορές στον Ρούντι ότι είναι αδύνατον να αγαπήσει έναν άντρα γιατί πρέπει να τους αγαπάει όλους, αν και ο Ρούντι υπέφερε και πόνεσε κατά καιρούς για μια χαμένη αγάπη ενώ το στιλ του Βίκτορ είναι τελείως διαφορετικό, πιστεύει στο «πάμε για άλλα», στον τζόγο, και δεν μπορεί να καταλάβει πώς έγινε κι ερωτεύτηκε ο Ρούντι, παλιότερα, πώς προσκολλήθηκε σε ένα μόνο άντρα και του χάρισε την καρδιά του, όπως έγινε με τον Έρικ Μπρουν για τόσα χρόνια, τότε που οι δυο μεγαλύτεροι χορευτές του κόσμου ερωτευμένοι μεταξύ τους, δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό του κι εκνευριζόταν με τον τρόπο που μιλούσε ο φίλος του, σαν να ήταν καρφωμένα στο στήθος του Ρούντι ένα εκατομμύριο μαχαίρια, κι αηδίαζε όταν άκουγε για τις τρυφερές στιγμές των δυο χορευτών σε όλο τον κόσμο, σε θαλαμηγούς και σαλόνια, σε σουίτες πολυτελών ξενοδοχείων και σπα της δανέζικης υπαίθρου…

Colum McCann : Ο χορευτής (Διόπτρα)

Σάββατο, Ιουλίου 02, 2005

No 113

Image Hosted by ImageShack.us Zoran Korac (FYROM)
.
.
Σκεφτόμουν τον Έρικ. Είπα δυνατά :
- Δε με περιμένεις, δε θα είσ’ εκεί όταν γυρίσω. Αλλά αυτό που δεν ξέρεις και που θα ‘θελα να το ξέρεις είναι ότι κάθε φορά που θα μου αρνείσαι τον έρωτα σου, εγώ θα πέφτω λίγο πιο χαμηλά, για να βεβαιώνομαι για την ανυπαρξία των άλλων ερώτων, για την πίκρα των άλλων όταν αγκαλιάζονται κορμί με κορμί
Πονούσα. Αλλά μέσα στην πόλη που είχε μουλιάσει απ’ τη βροχή, έτσι πορτοκαλόχρωμη και με σπασμένες μεταλλικές γραμμές να τη διασχίζουν, ο πόνος μου θύμιζε ότι ήμουν ζωντανός. Η βρομιά, που την έψαχνα, κολλούσε πάνω μου, άλειφε το κορμί μου, μου υποδείκνυε τον πόνο, που ήταν καλύτερος από τη στασιμότητα. Το τυραννισμένο σώμα μου απόμενε κομμένο στα τέσσερα πάνω στο μπετόν της αποβάθρας. Κι εγώ σκαμμένος στην ψυχή και στο σώμα.

Συρίλ Κολλάρ : Άγριες νύχτες (Πατάκης)

Παρασκευή, Ιουλίου 01, 2005

No 112

Η ομορφιά των νεαρών, τα μακριά τους πόδια, η λυγερή τους μέση, η λάμψη του δέρματος τους, η χαρά στο βάθος των ματιών τους, η ευγένεια τους και τα χαμόγελα τους εξέπληξαν τον Παριζιάνο του οποίου οι εμπειρίες σε σχέση με οτιδήποτε το αραβικό περιοριζόταν στους μετανάστες εργάτες. Κάτω απ’ το γλυκό φως του δεκεμβριάτικου ήλιου, σαν φυτά που δεν μπορούν να μεγαλώσουν παρά μόνο μέσα στο φυσικό τους περιβάλλον, τα σώματα ανακλαδίζονταν προς μια χρυσή πλησμονή. Τα ματόκλαδα ήταν πιο μακριά, τα μαλλιά πιο πλούσια και πιο σγουρά, τα κεφάλια στημένα πιο ψηλά πάνω σε ολόισιους κορμούς. (…)
Ούτε μούσι ούτε μουστάκι δεν κατέστρεφαν το καλογραμμένο οβάλ των νέων προσώπων. Πάνω απ’ όλα εκτιμούσε αυτή τη λεία κομψότητα του δέρματος, ενώ σκεφτόταν ότι στο Παρίσι τη στιγμή που οι όμοιοί του είχαν επιτέλους κατακτήσει την ελευθερία να διαθέτουν το σώμα τους σύμφωνα με τις επιθυμίες τους, οι περισσότεροι άφηναν να κατατρώει την όψη τους μια περίσσια τριχοφυϊας, λάβαρο του ανδρισμού τους : λες κι ένα υπόλοιπο κοινωνικού φόβου ή εσωτερικής ενοχής τους υποχρέωνε να κρύβουν απ’ τους άλλους, να καταχωνιάζουν βαθιά, μέσα τους, την θηλυκότητα που φιλοξενούσαν.

Ντομινίκ Φερναντέζ : Ένα μπουκέτο γιασεμί στ’ αυτί (Aquarius)