.
Όλοι λέγανε τότε πως το υπερβολικό ενδιαφέρον του για μένα δεν ήτανε τίποτε άλλο παρά ένα παιχνίδι που έπαιζε ώστε να κάνει τον Αλαίν Ντελόν να ζηλέψει, μια και η φιλική τους σχέση τότε ήταν τεταμένη και καθόλου ειρηνική. Συνέχεια τσακώνονταν σαν το σκύλο με τη γάτα. Πάντα ο Λουκίνο τον παρατηρούσε για τον απότομο τρόπο που φερόταν γενικά. Ειδικά στη Ρόμυ Σνάιντερ, με την οποία ο δεσμός τους περνούσε μια περίοδο πλήξης και όλα έδειχναν πως ο μακρόχρονος αρραβώνας τους θα διαλυόταν. (…)
Το παιχνίδι, όμως, του Λουκίνο δεν έπιασε καθόλου γιατί ο Ντελόν, όπως ήταν έξυπνος και πονηρός, το κατάλαβε αμέσως. Έτσι άρχισε να με παίρνει μαζί του όπου πήγαινε και μου ζητούσε να καθόμαστε σε ξεχωριστό τραπέζι από τους άλλους στα εστιατόρια. Με τον καιρό κατάλαβα πως παιζόταν μεταξύ τους ένα ανταγωνιστικό παιχνίδι ζήλιας και υπεροχής κι εγώ ήμουν το μπαλάκι τους.
(…) Το χειρότερο εκείνης της βραδιάς ήταν πως, αφού ζήτησα απ’ τον Αλαίν να φύγουμε, μετά από αρκετή ώρα, όρμησε κυριολεκτικά πάνω μου, με άρπαξε από τους ώμους και μ’ όλη του τη δύναμη μ’ έβγαλε έξω από το κλαμπ. Μ’ έβαλε μέσα στο αυτοκίνητό του και, αφήνοντας τη Ρόμυ μόνη, οδήγησε με ιλιγγιώδη ταχύτητα και φτάσαμε στην κορυφή του Μόντε Λούκο. Εκεί μείναμε μέχρι που ξημέρωσε και, μετά απ’ τη δική μου επιμονή και τα παρακάλια, επιστρέψαμε στο Σπολέτο, όπου βρήκαμε τη Ρόμυ να κάθεται μόνη της έξω από μια καφετέρια. Τι επακολούθησε μεταξύ τους δεν ξέρω, γιατί τους καληνύχτισα ή μάλλον τους καλημέρισα, και έφυγα να πάω για ύπνο.
Την ίδια μέρα ο Λουκίνο ήταν έξω φρενών και ρωτούσε να μάθει τι ακριβώς είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ, ώστε να αναγκαστεί η Ρόμυ να κλειδωθεί στο δωμάτιό της και να μη θέλει να δει άνθρωπο.
Νικηφόρος Νανέρης: Πριν τα σβήσει ο χρόνος (Καστανιώτης)
Όλοι λέγανε τότε πως το υπερβολικό ενδιαφέρον του για μένα δεν ήτανε τίποτε άλλο παρά ένα παιχνίδι που έπαιζε ώστε να κάνει τον Αλαίν Ντελόν να ζηλέψει, μια και η φιλική τους σχέση τότε ήταν τεταμένη και καθόλου ειρηνική. Συνέχεια τσακώνονταν σαν το σκύλο με τη γάτα. Πάντα ο Λουκίνο τον παρατηρούσε για τον απότομο τρόπο που φερόταν γενικά. Ειδικά στη Ρόμυ Σνάιντερ, με την οποία ο δεσμός τους περνούσε μια περίοδο πλήξης και όλα έδειχναν πως ο μακρόχρονος αρραβώνας τους θα διαλυόταν. (…)
Το παιχνίδι, όμως, του Λουκίνο δεν έπιασε καθόλου γιατί ο Ντελόν, όπως ήταν έξυπνος και πονηρός, το κατάλαβε αμέσως. Έτσι άρχισε να με παίρνει μαζί του όπου πήγαινε και μου ζητούσε να καθόμαστε σε ξεχωριστό τραπέζι από τους άλλους στα εστιατόρια. Με τον καιρό κατάλαβα πως παιζόταν μεταξύ τους ένα ανταγωνιστικό παιχνίδι ζήλιας και υπεροχής κι εγώ ήμουν το μπαλάκι τους.
(…) Το χειρότερο εκείνης της βραδιάς ήταν πως, αφού ζήτησα απ’ τον Αλαίν να φύγουμε, μετά από αρκετή ώρα, όρμησε κυριολεκτικά πάνω μου, με άρπαξε από τους ώμους και μ’ όλη του τη δύναμη μ’ έβγαλε έξω από το κλαμπ. Μ’ έβαλε μέσα στο αυτοκίνητό του και, αφήνοντας τη Ρόμυ μόνη, οδήγησε με ιλιγγιώδη ταχύτητα και φτάσαμε στην κορυφή του Μόντε Λούκο. Εκεί μείναμε μέχρι που ξημέρωσε και, μετά απ’ τη δική μου επιμονή και τα παρακάλια, επιστρέψαμε στο Σπολέτο, όπου βρήκαμε τη Ρόμυ να κάθεται μόνη της έξω από μια καφετέρια. Τι επακολούθησε μεταξύ τους δεν ξέρω, γιατί τους καληνύχτισα ή μάλλον τους καλημέρισα, και έφυγα να πάω για ύπνο.
Την ίδια μέρα ο Λουκίνο ήταν έξω φρενών και ρωτούσε να μάθει τι ακριβώς είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ, ώστε να αναγκαστεί η Ρόμυ να κλειδωθεί στο δωμάτιό της και να μη θέλει να δει άνθρωπο.
Νικηφόρος Νανέρης: Πριν τα σβήσει ο χρόνος (Καστανιώτης)