Πέμπτη, Δεκεμβρίου 24, 2009

No 660

Γιαννης Τσαρούχης

Θυμάμαι τα χέρια του να κόβουν το μαλακό χαρτόνι και να το ζωγραφίζουν, σχηματίζοντας τα φυλλαράκια- περνώντας επιδέξια και το λεπτό σύρμα- που χρειάζονταν στο σκηνικό για το «Φυντανάκι» που ανέβασε το «Θέατρο Τέχνης» πριν από δύο χρόνια. Ενώ δούλευε τη λεπτομέρεια, δεν είχε καμιά ανυπομονησία για το τελικό αποτέλεσμα. Η επιμέλειά του, βέβαια, ήταν τόση ώστε αν και διαμόρφωνε, λεπτομέρεια στη λεπτομέρεια, ένα σύνολο θαυμαστό, δεν φαινόταν να το έχει στο μυαλό του, ή να τον απασχολεί, την ώρα που χαιρόταν την ποίηση της επιδεξιοσύνης του και του ξοδέματός του. Το αποτέλεσμα το αντιμετώπιζε και ο ίδιος, εκ των υστέρων, με ανυπόκριτη καλλιτεχνική αγωνία, αλλά δεν ήταν ο λόγος που γι΄ αυτόν είχε αφοσιωθεί στην εργασία του. Το αποτέλεσμα για τον Τσαρούχη ήταν η ίδια η εργασία, γι΄ αυτό και η εργασία ήταν συνεχής. Η αίσθηση αυτή γινόταν πολύ αμεσότερη όταν δούλευε κανείς μαζί του πάνω σε κείμενά του.
Για δέκα ολόκληρα χρόνια είχα τη χαρά και την τιμή να μου υπαγορεύσει πλήθος κείμενά του, ή να τον ακούω να διορθώνει παλιότερά του. Μόνο αν μπορούσε να νοηθεί πανεπιστήμιο, ή σχολή, στον κόσμο που αυθόρμητα θα προσέρχονταν οι σπουδαστές, ανυπόμονοι να ξημερώσει, ή περιχαρείς που υπάρχει η επόμενη μέρα, για ν΄ ακούσουν τους δασκάλους τους, μπορεί να συγκριθεί μ΄ όσα ζήσαμε στο εργαστήρι, ή στο υπνοδωμάτιό του, που κι αυτό ανάλογα με τις ανάγκες μεταβαλλόταν σε εργαστήρι. Είτε ο λόγος έτρεχε σα νεράκι, ξέροντας όμως να του δίνει τον κατάλληλο βηματισμό ώστε να προλαβαίνει ο άλλος να τον καταγράφει, είτε σταματούσε δήθεν για να βρει μια λέξη, στην ουσία όμως για να παρασυρθούμε, όλοι μαζί, σε ιστορίες άσχετες με το κείμενο που γραφόταν, δεν υπήρχε ούτε μια στιγμή που να μην ανασαίνουμε όλοι μας φυσιολογικά, φιλικά, όπως σε μια συντροφιά που απλά κάποιος συμβαίνει να αφηγείται ιστορίες, ενώ οι υπόλοιποι έτυχε να μην έχουν παραβρεθεί στο ξετύλιγμά τους. Μπορεί να μιλούσε για τον Ζαν Κοκτώ, ή τον Λουκίνο Βισκόντι, την Μαρία Κάλλας, ή τον Φράνκο Ζεφιρέλι, αλλά αν τους θυμόταν δεν ήταν για κείνα που είχανε κάνει ή είχανε πει. Τους θυμόταν για περιστατικά της ζωής τους που μόνον ο ίδιος ο Τσαρούχης είχε προσέξει, για τους καθημερινούς τους φόβους, για τις αδυναμίες τους, για τα όνειρά τους, για τις σχέσεις τους με τους φίλους τους, κάνοντάς τους όλους τόσο απτούς και συγκεκριμένους ώστε μπορούσε να τους φαντάζεται κανείς ζωντανούς στο διπλανό δωμάτιο.

Θανάσης Θ. Νιάρχος: Γιάννης Τσαρούχης. Καθάπερ φερομένης βιαίας πνοής ( Καστανιώτης)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 23, 2009

No 659

Γιάννης Τσαρούχης

Η Ελένη Παπαδάκη, που τον είχε ακούσει κάποτε να τραγουδάει άριες από την «Τραβιάτα» ντυμένος ως κυρία με τα καμελίας, του είχε πει: «Γιάννη μου, ήσουνα υπέροχος. Κι όπου δεν έφτανε η φωνή σου, έφτανε η βεντάλια σου!..».
Η μεγάλη πρωταγωνίστρια δεν ήταν η μόνη θαυμάστρια των μεταμφιέσεων του Γιάννη Τσαρούχη. Οι περίφημες παραστάσεις του, που έφτασαν στο αποκορύφωμα της ευρηματικότητας στα πάρτι της Κατοχής, τα αναγκαστικά ολονύχτια λόγω απαγόρευσης της κυκλοφορίας, είχαν πάντοτε εκλεκτό καλλιτεχνικό κοινό. Γι΄ αυτό και οι περιγραφές τους έχουν διασωθεί στην προφορική παράδοση της αθηναϊκής κοινωνίας. Κι όχι μόνο ανεκδοτολογικά. Εχουν φτάσει ως τις μέρες μας όλες οι λεπτομέρειες για το πώς ήταν φτιαγμένα τα διάφορα κοστούμια, με τα υποτυπώδη υλικά που είχε στη διάθεσή του εκείνο τον καιρό της τραγικής ανέχειας ο ζωγράφος. Σε μερικές περιπτώσεις, μάλιστα, οι εμφανίσεις του αυτές έχουν διασωθεί σε μικρές τσακισμένες και ξεθωριασμένες από τον καιρό φωτογραφίες, που επιβεβαιώνουν το υψηλό επίπεδο εκείνων των κοστουμιών, τη φαντασία, τη βαθιά, βαθύτατη γνώση του για την εποχή και το αιώνιο χιούμορ τουκράμα οξύτατης κοινωνικής παρατήρησης και ειρωνείας. (…)
Η Ολυμπία Παπαδούκα γράφει για την πολύτιμη προσφορά του Γιάννη Τσαρούχη στην Εθνική Αλληλεγγύη, που εκείνη την εποχή ήταν κάτι σαν τον Ερυθρό Σταυρό του ΕΑΜ. Το κοινό των παραστάσεών του συγκεντρωνόταν στο σπίτι της Ελένης Θεοχάρη-Περράκη, της γνωστής δημιουργού του κουκλοθέατρου του μπαρμπα-Μυτούση στους πρόποδες του Λυκαβηττού, στην οδό Μαρασλή. «Τον είδα σε μία από τις παραστάσεις που έδινε, κρατώντας όλο το πρόγραμμα μόνος του, παίζοντας και τραγουδώντας άριες από όπερες. Εκείνο που εντυπωσίαζε ήταν η σωστότατη μουσική απόδοση κάθε άριας που τραγουδούσε. Τότε μελετούσα μουσική με τον Ζήζο Χαρατσάρη, έναν ταλαντούχο συνθέτη, μαέστρο, σκηνοθέτη και φιλόλογο. Εμενε σε ένα υπόγειο διαμέρισμα, στην οδό Λένορμαν 165. Εκεί ερχόταν κάθε μέρα ο Τσαρούχης και μελετούσε τις άριες. Η μελέτη γινότανε στο αρμόνιο γιατί ο Ζήζος δεν είχε πιάνο. Ετσι, ο Τσαρούχης έμαθε και τραγουδούσε τις άριες με απόλυτη μουσική ακρίβεια. Στην άρια της Βιολέτας από την “Τραβιάτα”, τραγουδούσε κι έπαιζε τη σκηνή που η Βιολέτα έχει αποσυρθεί στο μικρό της διαμέρισμα λησμονημένη και περνάει τις τελευταίες της μέρες περιμένοντας τον θάνατο. Ο Γιαννάκης-Βιολέτα σηκωνόταν από το κρεβάτι και με κόπο, γιατί τα πόδια της δεν τη βαστούσαν, τρικλίζοντας, πήγαινε στον καθρέφτη, έκλαιγε και μόλις αναπνέοντας τραγουδούσε σπαραχτικά το “Αντίο ντελ πασάτο!”. Τραγουδούσε επίσης την άρια της Μαργαρίτας από τον “Φάουστ”, τη σκηνή που η Μαργαρίτα γυρίζοντας τη ρόδα της ανέμης τραγουδάει την άρια για τον βασιλιά της Θούλης. Το πρόγραμμα τελείωνε με μιμήσεις παλαιών σταρ του βωβού κινηματογράφου Μπερτίνι, Πόλα Νέγκρι. Αξέχαστος ο Γιαννάκης μας...».

Μαρία Καραβία: Ο στοχαστής του Μαρουσιού. Μνήμες και συνομιλίες με τον Γιάννη Τσαρούχη (Καπόν)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 16, 2009

No 658

Image Hosted by ImageShack.usJ.A. Rohne

Βρίσκοντας τις λέξεις

Βρήκα τις λέξεις φυλαγμένες σ’ ένα συρτάρι,
με μαύρο κρέπι τυλιγμένες, σαν δυο βέρες που κύλησαν
από χέρι νεκρής, κρύο, άτονο χρυσό. Τις είχα κρατήσει ξανά

χρόνια πάνε πολλά, έπειτα τις έκανα στην άκρη
ξεχνώντας και όλους τους λόγους που μου χρησίμευαν για να
τις ξεστομίσω. Σαν χείλη την πρώτη ακουμπώ, τη δεύτερη μετά
σαν θεία μετάληψη, σαν φίλημα μαζί κι όρκο ιερό,

και η ανάσα μου θα τις ζεστάνει τις λέξεις που χρειάζομαι
για να προφέρω αυτό, λέξεις σύντομες, μικρές. Το στόμα μου
ακολουθούν, σημείο τριβής, και στην παλάμη μου ξανά
λαμποκοπούν – σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ – ολοκαίνουριες θαρρείς.

Κάρολ Ανν Ντάφυ: Σαγήνη (Ηριδανός)
Μετάφραση: Θάλεια Μελή-Χωλ

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 10, 2009

No 657

Image Hosted by ImageShack.us
Αττική μελανόμορφη λήκυθος. ο εραστής συνευρίσκεται με το ερώμενο στη στάση του "διαμηρίζειν"
500-475 π.Χ.
Τσίβιτα Καστελλάνα, Αρχ. Μουσείο του Argo Falisco, αρ. ευρ. 1392


(...) απεικονίζεται το δέλεαρ των ενηλίκων εραστών προς τους ερωμένους σαν έρωτες και αντέρωτες που παλεύουν με σώματα ανοιξιάτικα, εαρινά, με σώματα άφθαρτα ωραία, γιατί ωραίο είναι ό,τι είναι στην ώρα του. "Πιο γλυκό είναι το ερωτικό άνθος που ανοίγει στα δεκατέσσαρα και όλο πιο γοητευτικό εκείνο των δεκαπέντε. τα δεκαέξι είναι θεϊκή ηλικία. για τα δεκαεπτά όμως, δεν θα μπορούσα να το πω: μονάχα ο Δίας έχει αυτό το δικαίωμα" (Παλατινή Ανθολογία ΧΙΙ, 4). Φυσικά θα πρέπει να διευκρινισθεί εδώ ότι οι ηλικιακές κατηγορίες διέφεραν από τις σημερινές σε αρκετά σημεία. λόγου χάρη, κορίτσια στην ηλικία τωμ 13-14 ετών ήσαν ήδη παντρεμένα και όταν οι αρχαίοι μιλούν για παίδες εννοούν εφήβους, όπου ερωτική και σεξουαλική διαπαιδαγώγηση ελιναι αναγκαία, όπως η φύση ορίζει.

Ν. Σταμπολίδης (επιμ.): ‘Ερως. Η τέχνη του έρωτα στην αρχαιότητα. Από τον Ησίοδο έως τον 4ο αι. μ.Χ. (Το Βήμα)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 09, 2009

Νο 656

Image Hosted by ImageShack.us
212 Αττική μελανόμορφη λήκυθος με ώμο
550-530 π.Χ.
Από τη Τανάγρα
Αθήνα, Εθνικό αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. ευρ. 1121

Πηλός πορτοκαλέρυθρος. Γάνωμα μελανό, στιλπνό, κατά τόπους απολεπισμένο.
Χρήση επίθετου ιώδους χρώματος στις μορφές’ με επίθετο λευκό χρώμα αποδίδονται τα σώματα των πετεινών και με ιώδες τα λειριά τους. Συγκολλημένη και συμπληρωμένη.
Υ. 26 ΜΔ. 14,5

Ο ώμος κοσμείται με ροπαλοειδή' χαμηλότερα, ανθέμια εναλλάσσονται με σταγονόσχημα πέταλα που πατούν σε αλυσίδα κύκλων με στιγμές στο κέντρο.
Η παράσταση στο σώμα του αγγείου ορίζεται πάνω και κάτω από λεπτές ιώδεις ταινίες: στο μέσον της σκηνής, δυο αγένειοι άνδρες αποδίδονται αντωποί και τυλιγμένοι από κοινού με ιμάτιο που διακοσμείται με τεθλασμένη γραμμή και ελικοειδή μοτίβα. Έχουν τις κεφαλές τους ελαφρώς χαμηλωμένες και φαίνονται πως παρατηρούν τα γυμνά σώματά τους. Το ζευγάρι πλαισιώνεται από δύο γυμνούς νέους που κρατούν πετεινούς' ο νεαρός στα αριστερά φαίνεται πως πλησιάζει προς το ζεύγος, ενώ η μορφή στα δεξιά απομακρύνεται στρέφοντας την κεφαλή της προς την κεντρική σκηνή.

ΠΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Η μορφή του πετεινού στη μελανόμορφη και ερυθρόμορφη αττική αγγειογραφία έχει καθαρά συμβολικό χαρακτήρα και παραπέμπει πάντα στο ερωτικό πνεύμα της παράστασης. Πρόκειται για το πλέον συνηθισμένο δώρο που προσφέρεται σε εφήβους (ερωμένους) από μεγαλύτερους ηλικιακά άνδρες (εραστές) στο πλαίσιο του «όμοιου» έρωτα. Για τον πετεινό ως δώρο και ερωτικό σύμβολο βλ. Koch-Harmack 1983, 97-105. Η γενναιότητα, η μαχητικότητα και η λαγνεία είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον πετεινό' παράλληλα, όμως, χαρακτηρίζουν τον επιτυχημένο εραστή, που επιθυμεί να κατακτήσει τον ερώμενο, αλλά και τον ιδανικό ερώμενο, που οφείλει να αντισταθεί στην επίμονη πολιορκία προτού υποκύψει. Σχετικά βλ. Barringer 2001, 90-95, 102-103.
Για την χρήση του κοινού ιματίου – που τυλίγει τις ερωτοτροπούσες μορφές, καλύπτοντας τη ερωτική συνεύρεσή τους από τα αδιάκριτα βλέμματα των παρευρισκομένων – τόσο σε ετεροφυλοφιλικές όσο και ομοερωτικές σκηνές, βλ. Koch-Harmack 1989, 109 κ.εξ., κυρίως 138-143, εικ 10 και Dierichs 1993, 50-51. (Αναστασία Γκαδόλου)

Σταμπολίδης Ν.- Τασούλας Γ. (επιμ.): Έρως: Από τη Θεογονία του Ησιόδου στην ύστερη Αρχαιότητα (Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 02, 2009

No 655


Η ΑΛΛΗ

Σκότωσα μία μέσα μου:
δεν την αγαπούσα

Ήταν το φλογάτο άνθος
του βουνίσιου κάκτου’
ήταν η φωτιά και η ξηρασία’
και ποτέ δεν δροσιζόταν.

Ουρανό και πέτρα είχε
στα ποδάρια της και στην πλάτη
και ποτέ της δεν κατέβαινε
να βρει «μάτια του νερού».

Όπου ξεκουραζόταν,
τα χορτάρια μαραίνονταν
από την αναπνοή της
κι απ’ τη θέρμη του προσώπου της.

Σαν σε γρήγορα ρετσίνια
σκλήραινε η ομιλία της,
για να μην πέσει σαν ωραίο
κυνήγι αμολημένο.

Δεν ήξερε να λυγίσει
το βουνίσιο σύθαμνο,
και στο δικό της πλευρό
εγώ λύγιζα…

Την άφησα να πεθάνει,
κλέβοντάς της τα σωθικά μου.
Τέλειωσε σαν την αετίνα
που δεν είχε τι να φάει.

Ησύχασε το φτερούγισμα,
διπλώθηκε, χαλαρή,
κι έπεσε στο χέρι μου
η σβησμένη σπίθα της…

Αυτή ακόμα οι αδελφές της
μου την κλαίνε με λυγμούς,
και οι πήλινες φωτιές
σαν περνάω με πληγώνουν.

Όταν διαβαίνω εγώ τους λέω:
-ψάξτε μες στα φαράγγια
Και φτιάξτε με πηλό
μια άλλη φλογισμένη αετίνα.

Αν δεν μπορέσετε, τότε,
αχ! να την ξεχάσετε.
Εγώ την σκότωσα. Εσείς
σκοτώστε την πάλι!

Gabriela Mistral / Χιλή

Gabriela Mistral. Τα καλύτερα ποιήματά της (Εκάτη)
Μετάφραση: Ρήγας Καπάτος

Τετάρτη, Νοεμβρίου 25, 2009

No 654

Image Hosted by ImageShack.usDavid Hockney (Ην. Βασίλειο)
.
Μόλις έκλεισε η πόρτα, ο Θέιερ όρμησε στον Χάρντι, τον βύθισε στη μάλλινη, υγρή μόχα του επενδύτη του και πίεσε το στόμα του πάνω στο δικό του, έτσι που τα δόντια τους συγκρούστηκαν. Ύστερα έπεσαν στο πάτωμα, και τα ρούχα βγήκαν τόσο βίαια που ο Χάρντι άκουγε κουμπιά να σπάνε. Το ότι ο Θέιερ, όπως αποδείχτηκε, προτιμούσε να σοδομιστεί, δεν αποτελούσε έκπληξη. Ο Κέυνς είχε ενημερώσει τον Χάρντι για το περίεργο γεγονός ότι σχεδόν όλοι οι αδειούχεοι στρατιώτες ήθελαν, στις συνευρέσεις τους με ομοφυλόφιλους, να έχουν τον παθητικό ρόλο. «Σημειωτέον, ότι δεν παραπονιέμαι», είχε πει ο Κέυνς. «Απλώς μου φαίνεται παράξενο. Περίμενα πως θα πρτιμούσαν να έχουν αυτοί τον ενεργητικό ρόλο, ώστε να μπορούν να πουν στον εαυτό τους ότι δεν είναι πραγματικά ανώμαλοι, αλλά απλώς εκμεταλλεύονται την ευκαιρία, αφού είναι φτηνότερο από μια πουτάνα, και τα λοιπά – αλλά όχι». αντίθετα, φαίνεται ότι προτιμούσαν, όπως το περιέγραψε κάποιος εραστής του Κέυνς, «να δουν πώς είναι». Λες και –ύστερα από τόσες ζωές που είχαν αφαιρέσει, κι αφού είχαν κινδυνέψει να πεθάνουν και οι ίδιοι- απαιτούσαν τώρα μια ερωτική εμπειρία πιο ακραία από τη συνήθη συνουσία. Ο Χάρντι ανταποκρίθηκε πρόθυμα όταν ο Θέιερ γονάτισε και του πρότεινε τον πισινό του, παρά το γεγονός, που δεν το είχε ομολογήσει σε κανέναν φίλο του (ούτε καν στον Κέυνς), ότι ποτέ μέχρι τότε δεν είχε προβεί σε σοδομισμό’ το σεξουαλικό του ρεπερτόριο περιοριζόταν σε κάποιες ακατανόμαστες πράξεις «πράξεις ιδιαίτερης απρέπειας», τις οποίες ο νόμος τιμωρούσε με μεγαλύτερη επιείκεια: χουφτώματα και γλειψίματα, περισσότερο τα πρώτα παρά τα δεύτερα στην περίπτωση του Χάρντι, λόγω του ότι η μητέρα του τού είχε ενσταλάξει την πεποίθηση ότι τα μικρόβια μεταδίδονται κυρίως μέσω του στόματος. Ο Γκάι τον κορόιδευε γι’ αυτό.
Και τι θα σκεφτόταν ο Γκάι, αν τον έβλεπε εκείνο το πρώτο απόγευμα με τον Θέιερ, να έχει πέσει στα γόνατα και να αποδίδει θαυμάσια, αν έκρινε κανείς από τα μοπυγκρητά και τους αναστεναγμούς του άλλου; Τα κατάφερνε τόσο καλά που για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε τελικά να το κάνει κάποτε και με γυναίκα. Όχι, όμως. Αυτό που απολάμβανε δεν ήταν τόσο το ίδιο το πήδημα όσο οι παροξυσμοί ηδονής του Θέιερ. Ο Θέιερ ελευθερώθηκε, γύρισε ανάσκελα κι έβαλε τα πόδια του στους ώμους του Χάρντι. Τώρα η ουλή από το θραύσμα της οβίδας βρισκόταν ακριβώς αριστερά από το στόμα του –κόκκινη και οδοντωτή- και, καθώς ο Χάρντι τον αγκάλιασε, δεν μπόρεσε να μην τη διατρέξει με τη γλώσσα του. Ο Θέιερ μούγκρισε και τελείωσε. Τελείωσε και ο Χάρντι.

David Leavitt: Ο υπάλληλος από την Ινδία (Πόλις)

Πέμπτη, Νοεμβρίου 19, 2009

No 653

Image Hosted by ImageShack.usΓιάννης Κεφαλληνός

Φλόγες μοιάζουν να ξερνούν τα μάτια αυτού του νέου, που το κορμί του, κάτω από της φτώχειας τα ενδύματα, σπαρταρά ολόκληρο. Τον πλησιάζει κι άλλο. Μα εκείνος δεν φαίνεται να έχει επίγνωση. Με βλέμμα απλανές και άσπλαχνο κοιτάζει αλλού.
Στο μεταξύ ο ποιητής βάζει το χέρι στην τσέπη του. Ψάχνει να βρει το μικρό δερμάτινο πορτοφολάκι για τα κέρματα, αγορασμένο κάποτε από έναν Εβραίο έμπορο στο παζάρι Σου-Γκόμα στο δυτικό λιμάνι. Ένα κράμα από λίρες, σελίνια, γρόσια και δεκάρες κουδουνίζουν εκεί. Μαζί και καμιά φτωχή δραχμούλα. Τραβά ένα νόμισμα αποφασιστικά και του το προτείνει.
Οπότε, ξαφνικά η φωνή του νεαρού, χωρίς να κοιτάξει προς το μέρος του, ακούγεται τραχιά μέσα από το ολοκαίνουργιο λαρύγγι του:
«Τράβα το δρόμο σου, κύριος».
Άκουσε καλά ή του φάνηκε; Παρ’ όλο το κρύο ο ποιητής ιδρώνει. Διστάζει, δεν θέλει να κάνει πίσω, να παραιτηθεί. Ίσως είναι η υπερηφάνεια που μιλά σ’ αυτό τον άνθρωπο. Ναι, σίγουρα αυτή υπαγορεύει τους απότομους τρόπους. Μένει νε το χέρι μετέωρο. Προσπαθεί να ψελλίσει κάτι. Δεν ξέρουμε ποιος είναι πιο απελπισμένος από τους δυο: αυτός που προσφέρει ή εκείνος που αρνείται;
Οπότε. Η τραχιά νεανική φωνή δίνει τη λύση:
«Κράτα τα λεφτά σου, γέρο. Δεν είμαστε για τα δόντια σου εμείς».
Και πάλι αμφιβάλλει αν άκουσε καλά. Καθυστερεί λίγα δευτερόλεπτα ακόμα. Είναι τα μάτια του νέου άντρα που ξερνούν λάβα και τον τραβάνε σαν μαγνήτης ή μήπως αυτή η απόρριψη τον πεισματώνει περισσότερο; Αυτόν! έναν καθωσπρέπει αστό, ένα στέλεχος της κοινωνίας. Κάνει ακόμα ένα βήμα προς το μέρος του. Νιώθει τώρα τα χέρια του νεαρού, χέρια με σιδερένιες λαβές, να τον απωθούν, να τον σπρώχνουν. Έτοιμα αν χρειαστεί να χειροδικήσουν. Λίγο ακόμα και από θύτης θα βρεθεί θύμα. Τρελέ ποιητή!
«Δεν άκουσες; Φύγε, σου λέω πούστη!»
Επιτέλους η μοιραία λέξη, που τον καταδιώκει χρόνια, ειπώθηκε. Αυτός ο νέος είναι μια επιτομή της κοινής γνώμης.
Ο ποιητής οπισθοχωρεί κακήν κακώς. Τρέμει ολόκληρος.

Μένης Κουμανταρέας: Το show είναι των Ελλήνων (Κέδρος)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 18, 2009

No 652

Image Hosted by ImageShack.usΓιάννης Τσαρούχης

ΑΝΑΜΦΙΒΟΛΩΣ
.
Όταν επέρασεν απ’ εκείνες τες γειτονιές
– όλως τυχαίως- εκείνο το βράδυ
(καλοκαίρι) πώς εθυμήθη
εξαίσιες μυρωδιές από υασεμί
στον κήπο του ή τες λεπτές
εκείνες ευωδιές που με τες ριπες
του αέρα τα’ αγιόκλημα σου στέλνει
πώς εθυμήθη εκείνα τα βτάδια
π’ ανέβαινε τη σκάλα κι εκείνος
επερίμενε με λάμπα χαμηλή
σχεδόν σβησμένη.

Τώρα, που όλως τυχαίως
απ’ τες ίδιες γειτονιές περνά ξανά,
βλέπει φώτα πολλά στο παράθυρο
και παιδικές φωνές ακούει
αναμφιβόλως πολλές φωνές παιδιών.

Ετάχυνε το βήμα κι ενεθυμήθη
τα τελευταία λόγια του
«θα υπανδρευτώ», τον είχε πει,
«μια πιο ηθική ζωή θα ζήσω, μα πάλι…»

Παιδικές φωνές και γέλια
αναμφιβόλως
ετάχυνεν το βήμα.

Ρέμων Γραικός: Κ.Π. Καβάφης (1917-2005) [Γαβριηλίδης]

Τετάρτη, Νοεμβρίου 11, 2009

No 651

Image Hosted by ImageShack.usViktor Lipunov (Ρωσία)
.
Στο βάθος μπροστά του είδε έναν άντρα. Ο Αλεξάντρ σταμάτησε. Ο άντρας στράφηκε και τον κοίταξε. Μια ηλεκτρισμένη παύση μαρτυρούσε πως και οι δύο βρίσκονταν εκεί για τον ίδιο λόγο. Ο Αλεξάντρ προχώρησε ενώ ο άντρας έμεινε ακίνητος στη θέση του περιμένοντας ο άλλος να πάει κοντά του. Μόλις βρέθηκαν δίπλα δίπλα, κοίταξαν κι οι δυο τους ολόγυρα θέλοντας να βεβαιωθούν πως ήταν μόνοι και ύστερα κοιτάχτηκαν. Ο άντρας ήταν νεότερος από τον Αλεξάντρ, το πολύ δεκαεννιά είκοσι χρονών. Έδειχνε αβέβαιος και ο Αλεξάντρ σκέφτηκε πως αυτή πρέπει να ήταν η πρώτη του φορά. Τη σιωπή έσπασε ο Αλεξάντρ.
- Ξέρω ένα μέρος όπου μπορούμε να πάμε.
Ο νεαρός ξανακοίταξε γύρω του κι ύστερα έγνεψε καταφατικά χωρίς να πει λέξη. Ο Αλεξάντρ συνέχισε:
- Ακολούθησε με, από απόσταση.
Προχώρησαν χωριστά. Ο Αλεξάντρ έφυγε πρώτος, κι όταν ξεμάκρυνε καμιά διακοσαριά βήματα, γύρισε να ελέγξει. Ο άλλος τον ακολουθούσε ακόμα.
(…) Η πόρτα του γραφείου άνοιξε κι άλλο. Ο άντρας μπήκε μέσα, κι οι δυο τους κοιτάχτηκαν καλά για πρώτη φορά. Ο Αλεξάντρ πήγε στην πόρτα και την έκλεισε. Ο ήχος της κλειδαριάς τον διέγειρε. Σήμαινε πως ήταν ασφαλείς. Σχεδόν αγγίζονταν, αλλά και πάλι όχι ακριβώς, κανείς τους δεν ήταν σίγουρος ποιος θα έκανε την πρώτη κίνηση. Ο Αλεξάντρ απολάμβανε τη στιγμή και ήταν αποφασισμένος να περιμένει όσο μπορούσε να αντέξει, ώσπου έσκυψε και τον φίλησε.
Κάποιος χτύπησε με δύναμη την πόρτα. Το πρώτο που σκέφτηκε ο Αλεξάντρ ήταν πως πρέπει να ήταν ο πατέρας του – πρέπει να το είχε καταλάβει, να το ήεξερε όλον αυτό τον καιρό. Τότε όμως συνειδητοποίησε πως ο θόρυβος δεν ερχόταν απέξω. Ήταν αυτός ο άντρας που βροντούσε την πόρτα, φωνάζοντας να τον ακούσουν. Είχε αλλάξει γνώμη; Σε ποιον φώναζε; Ο Αλεξάντρ σάστισε. Έξω από το γραφείο άκουγε φωνές. Ο άντρας δεν ήταν πια μειλίχιος και συνεσταλμένος. Είχε μεταμορφωθεί. Ήταν οργισμένος, αηδιασμένος. Έφτυσε τον Αλεξαντρ στο πρόσωπο.

Tom Rob Smith: παιδί 44 (Πατάκης)

Πέμπτη, Νοεμβρίου 05, 2009

Νο 650

Image Hosted by ImageShack.usDavid W. Haskins (ΗΠΑ)

Ο Ναγκίμπ πήρε τον Φαρίντ και πήγαν σ’ έναν αγώνα πυγμαχίας στη μεγάλη αίθουσα. Εκεί είχε πάντα μια τιμητική θέση με άνετα καθίσματα. Ο πρώτος αγώνας ήταν βαρετός. «Αρχάριοι», φώναξε ένας θεατής στα δεξιά τους.
Στο διάλειμμα ο παππούς εξαφανίστηκε και δεν επέστρεψε ούτε όταν το καμπανάκι ανήγγειλε τον επόμενο αγώνα. Ο Φαρίντ σηκώθηκε ανήσυχος και πήγε να τον ψάξει. Φοβήθηκε ξαφνικά ότι ο παππούς μπορεί να είχε λιποθυμήσει στην τουαλέτα. Έτρεξε λοιπόν να τον βρει. Σ’ έναν μέτριο χώρο υπήρχαν τέσσερις ή πέντε τουαλέτες. Οι δυο πρώτες ήταν ανοιχτές αλλά, όταν πήγε ν΄ ανοίξει την πόρτα της τρίτης, είδε τον παππού του να βγαίνει από μία πιο πίσω. Δίπλα του προχωρούσε ένας νεαρός. Ο παππούς τακτοποίησε το σακάκι του, έλεγξε τα κουμπιά στο άνοιγμα του παντελονιού του, έβγαλε το πορτοφόλι και πλήρωσε τον άγνωστο. Ο νεαρός, συγκλονισμένος προφανώς από τη γενναιοδωρία του, φίλησε το χέρι του Ναγκίμπ. Εκείνος το αγκάλιασε από τον λαιμό και τον φίλησε στα χείλη. Ο Φαρίντ, που ήθελε να φωνάξει τον παππού του, ένιωσε πολύ παράξενα κι έμεινε στη σκια της πόρτας σαν να είχε βγάλει ρίζες.
Όταν ο Ναγκιμπ βγήκε έξω, τον ακολούθησε διακριτικά μέχρι τις θέσεις τους. «Σε έψαχνα», είπε όταν κάθισαν ο ένας δίπλα στον άλλο. Ο παππούς απέφυγε το ερωτηματικό βλέμμα του.

Rafik Schami: Η σκοτεινή πλευρά της αγάπης (Λιβάνης)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 04, 2009

No 649

Image Hosted by ImageShack.usNeel Bate (ΗΠΑ)

Η Φλώρα πλήρωσε ολόκληρο και μπήκε στο φουαγιέ. Οι ερωτικοί αναστεναγμοί από την αίθουσα προβολής μαρτυρούσαν πως δεν ήταν διάλειμμα. Κι όμως δεκάδες άντρες συνωστίζονταν στον προθάλαμο της τουαλέτας και το καπνιστήριο. Σαν μόνη γυναίκα συγκέντρωσε τα βλέμματα όλων επάνω της. Ένιωσε άσχημα και βιάστηκε να χωθεί στην αίθουσα. Δεν είχε ταξιθέτρια. Η Φλώρα προχώρησε στα τυφλά, μεγαλώνοντας έτσι την ανασφάλειά της. Μέχρι να συνηθίσει το μάτι στο σκοτάδι αναγκάστηκε να σταθεί όρθια στον πίσω τοίχο της αίθουσας. Στην οθόνη ένας φαλλός σε γκροπλάν μπαινόβγαινε σε δυο χοντρά νέγρικα στήθη. Ένα αντρικό μπούτι που πλεύρισε το δικό της ανάγκασε τη Φλώρα να ξαναγυρίσει στην πραγματικότητα. Τραβήχτηκε ενοχλημένη και προχώρησε στο διάδρομο. Κάθησε σε μια πολυθρόνα και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στην οθόνη. Αυτό που της σερβίρανε δεν ήταν πραγματικότητα, μα ούτε κι άγγιζε το όνειρο. Ήταν χυδαίο, με την έννοια του μονότονου και του φτηνού. Σηκώθηκε και τράβηξε για την τουαλέτα.
Καθισμένη στη λεκάνη, προστατευμένη από τα πέντε κυβικά αρωματισμένου σκοταδιού, η Φλώρα άρχισε να συνέρχεται. Έβγαλε να καπνίσει, μα κάτι ψίθυροι στο διπλανό κουβούκλιο τράβηξαν την προσοχή της. Τέντωσε τα’ αυτί, αλλά δεν άκουσε τίποτα. Ακολούθησε ένα μικρό βογγητό και στη συνέχεια λαχανιασμένες ανάσες. «Κάνουν έρωτα», χαμογέλασε η Φλώρα και τα μάτια της έλαμψαν. Ένιωθε κάτι σαν πόθο στην κοιλιά: το άγνωστο ζευγάρι της χάριζε ό,τι δεν είχε καταφέρει η πλαστή πραγματικότητα της οθόνης. Κρατούσε και την ανάσα της ακόμα. Από διακριτικότητα; Από φόβο μη σταματήσουν; Δεν ήξερε να πει. Καθόταν στη λεκάνη και περίμενε να τελειώσουν. Σηκώθηκε αφού άκουσε την πόρτα του προθαλάμου να κλείνει. Ξεκλείδωσε και μ’ έκπληξη διαπίστωσε πως είχε βιαστεί. Στον προθάλαμο κάποιος νεαρός έβαφε τα χείλη του. Η Φλώρα ταράχτηκε: το πρόσωπο του αγνώστου στον καθρέφτη της ήταν πολύ οικείο: «Θεέ μου, πόσο έμοιαζε στον δόκτορα Κασσανδρινό!»
«Καινούργια;» ρώτησε ο Υάκινθος χωρίς να σταματήσει το βάψιμο, «δεν σ’ έχω ξαναδεί ποτέ».
«Εγώ σ’ έχω δει», είπε η Φλώρα, χαμογελώντας μυστήρια. «Μετά πολλά, πολλά χρόνια» Υπονοούσε βέβαια τον δόκτορα Κασσανδρινό: τον είχε γνωρίσει ώριμο άντρα, μα σίγουρα έφηβος θα ήταν το ίδιο θεϊκός με τον άγνωστο στον καθρέφτη.
Ο Υάκινθος δεν κατάλαβε, μα ούτε ζήτησε να μάθει. «Με λένε Υάκινθο», είπε. «Εσένα;» Ο πόθος στο βλέμμα της Φλώρας τον έκανε να ελέγξει τον καβάλο του στενού παντελονιού της. «Εγχειρισμένη;» ρώτησε

Ιάκωβος Κοπερτί: Σενάριο για εφιάλτη (Οδυσσέας)

Πέμπτη, Οκτωβρίου 29, 2009

No 648

Image Hosted by ImageShack.usAl Pierce

Πάντως τον βρήκα να τις έχει όλες έτοιμες απάνω στο χορτάρι, και να μάχεται με τον αγέρα να μην του τις σκορπίσει. Πρώτη φορά μου έβλεπα τέτοια συμπλέγματα. Ήταν πολύ βρόμικος ο κόσμος. Εκείνος όμως τον έβρισκε ωραίο, μου έδειχνε λεπτομέρειες και γελούσε. Όλα είχαν το όνομά τους και το ήξερε. Δεν ξέρω όμως τι θα 'λεγε τώρα, γιατί βέβαια όλα θα τα είχε δοκιμάσει. Καθώς φεύγαμε, έδωσε μια με το πόδι του και σκόρπισαν πάλι τα κομματάκια.
Την άλλη μέρα, που έλεγα να τα μαζέψω, δε βρήκαμε ίχνος. Κάποιος άλλος θα τα είχε πάρει. Γι' αυτό μπήκαμε μέσα στην εκκλησία και κοιτάζαμε, ξαπλωμένοι ανάσκελα στις καρέκλες, την Ανάληψη στο ψηφιδωτό του τρούλου. Δύο άγγελοι πετώντας πλαγιαστά κρατάνε το Χριστό μέσα στη δοξαστική σφαίρα, που μου φάνηκε σαν ένα τεράστιο αυγό. Έβλεπα τους αγγέλους και θυμόμουν εμάς την προηγούμενη μέρα. Όχι πως θεωρούσα, έστω και τότε, τον εαυτό μου για άγγελο, αλλά για το φίλο μου το πίστευα αυτό. Είχε πολλά στοιχεία. Κομματάκι κομματάκι είναι καμωμένο κι αυτό, μου είπε στο τέλος. Ήταν φανερό πως σκεφτόταν τις φωτογραφίες. Κι εγώ για το ίδιο λυπόμουν, αλλά δεν ήθελα να το πω. Και όχι μονάχα τότε∙ ποτέ μου δεν τις ξέχασα. Πολλές οργιαστικές διηγήσεις μου μάλιστα, σ' αυτές κυρίως τις έχω στηρίξει, κι ας έχω δει πλήθος άλλες εν τω μεταξύ.
Από καιρό σε καιρό σκέφτομαι: αυτός που τις ξέσκισε μέσα στον αυλόγυρο της εκκλησίας δεν μπορεί να έκανε από το φόβο της έρευνας την πράξη. Ήταν προχωρημένη Κατοχή τότε, και από κάθε τι άλλο μπορούσες να κινδυνέψεις, αν το 'βρισκαν απάνω σου, όχι όμως και από άσεμνες φωτογραφίες. Η λογική μού λέει, πως θα τις χάλασε μάλλον από φόβο μήπως τις βρει καμιά μάνα του στις τσέπες του ή από θρησκευτική κρίση. Εγώ πάντως θέλω να πιστεύω πως από μετάνοια έγιναν όλα.

Γιώργος Ιωάννου: Για ένα φιλότιμο (Κέδρος)

Τετάρτη, Οκτωβρίου 28, 2009

No 647

Image Hosted by ImageShack.usΔιαμαντής Διαμαντόπουλος

'Ενα πρωί, μόλις είχα γίνει καλά, ακούσαμε στο δρόμο ζωηρές φωνές. Μια γειτονοπούλα με την εφημερίδα στα χέρια φώναζε δυνατά: "Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο". 'Ηταν μια τόση δα ειδησούλα στην τελευταία σελίδα. Την έβλεπες και δεν μπορούσες να το πιστέψεις. Σε λίγο, όμως, άρχισαν αλλεπάλληλα παραρτήματα και το πιστέψαμε για καλά. Συνεργεία τοιχοκολλούσαν με μεγάλη βιασύνη τη διαταγή επιστρατεύσεως. Οι νέοι άντρες κατηφόριζαν παρέες παρέες για το πενήντα σύνταγμα να ντυθούνε. Ο πατέρας μου, που λόγω της δουλειάς του φαντάρος δεν πήγαινε, πήρε ένα μπουκάλι κονιάκ και μας πότιζε όλους με το ζόρι. Είχε ανοίξει τα παράθυρα και κερνούσε τους περαστικούς. Λόγια μεγάλα δεν ακούγονταν, είναι αλήθεια, όμως κανένας δεν έβαζε με το νου του πως μπορούσαν οι Ιταλοί να βρεθούν μια μέρα μπροστά μας.
Μετά το μεσημέρι άρχισαν να περνούν απ' την Αγίου Δημητρίου οι φάλαγγες των επιστρατευμένων. Μόλις ακούγαμε τραγούδια, τρέχαμε στη γωνιά για να χειροκροτήσουμε. Γυναίκες και παιδιά πέφταν μέσα στη γραμμή και τους φιλούσαν.
'Οταν όμως πήρε να νυχτώνει μας έπιασε απελπισία. Τα φώτα του δήμου δεν άναψαν και στο σπίτι δεν μπορούσαμε ν' ανάψουμε φως, αν δεν βάζαμε στα παράθυρα κουβέρτες. Που να ξέραμε πως οι Ιταλοί δεν ήταν σε θέση να βομβαρδίσουνε τη νύχτα. Αργότερα θέλαμε μόνο συννεφιά ή σκοτάδι.

Γιώργος Ιωάννου: Η Σαρκοφάγος (Ερμής)

Πέμπτη, Οκτωβρίου 22, 2009

No 646

Image Hosted by ImageShack.usBenoît Prévot

Ο Ζενέ, απ’ το βάθος της υποταγής του, παίρνει την εκδίκησή του: στόχος των χαδιών του είναι η μαλθακοποίηση του αρσενικού. Κι όταν, επιτέλους, ο τελευταίος αυτός, εξαντλημένος, καταρρέει και γίνεται απαλός, μέσα στον δήθεν σκλάβο του ξαναγεννιέται ένα αίσθημα που το νόμιζε πεθαμένο μαζί με την παιδική του ηλικία: η τρυφερότητα. Η τρυφερότητα, άμεση αντίδραση του αγαπώντα στην αφαρρενοποίηση του αγαπημένου. Άδειο, ζαρωμένο, ένα βρεγμένο κουρέλι, το ανδρικό μόριο δεν είναι πια τρομερό. Πριν ήταν κανόνι, πύργος, όργανο μαρτυρίου’ τώρα είναι από σάρκα, μπορείς να το χαϊδέψεις χωρίς να τιναχτεί όρθιο. Όπως έχουμε πει ήδη, η σκληρότητα του πέους του Νταβατζή και η συμπαγής και τρομερή του δύναμη είναι ένα και το αυτό. Η συρρίκνωση του πρώτου συμβολίζει την εξαφάνιση της δεύτερης. Δίνοντας τον εαυτό του στους σκληρούς, ο Ζενέ τούς στήνει παγίδα: μπερδεύονται μες στα μολυσμένα έλη του κι ο ανδρισμός τους τους εγκαταλείπει. Σε τελευταία ανάλυση, η πεολειχία είναι ευνουχισμός. Η πρωκτική συνουσία είναι ο συστηματικά επιδιωκόμενος θάνατος του αγαπημένου. Υποταγμένος, νικημένος φαινομενικά, ο Ζενέ, κατά τη στιγμή της ψεύτικης ηδονής του, νιώθει ότι η δήθεν κατάκτησή του απ’ τον αγαπημένο κάνει μια απότομη στροφή και μετά καταρρέει. Μπροστά στον ευνουχισμένο αρσενικό, που γλιστράει ανάσκελα δίπλα του, απαλλάσσοντάς τον απ’ το βάρος του, η συνείδηση του Ζενέ παραμένει μόνη και καθάρια και, χάρη στην προμελετημένη αντιστροφή, είναι το πέος του παθητικού ομοφυλόφιλου – το μόνο που είναι ακόμη επειδή αρνήθηκε την ηδονή- που αποδεικνύει την επαγρύπνησή του.

Jean-Paul Sartre: Άγιος Ζενέ. Κωμωδός και μάρτυρας (Εξάντας)

Τετάρτη, Οκτωβρίου 21, 2009

No 645

Image Hosted by ImageShack.usPlayer(ΗΠΑ)

Κατέφθασε, με το καπέλο του βαλμένο άταχτα, όπως όταν δεν είχε χάσει τον καιρό του. Μ’ έσυρε μέσα στο σωμάτιό του, και καθισμένος στη γωνιά του κρεβατιού του, μου έκανε την εξιστόρηση.
Αυτό που είχε συμβεί εκείνο το βράδυ ήταν πως, απαντώντας σ’ ένα μήνυμα, ο Αλμπέρ τού είχε γνωστοποιήσει πως μπορούσε να πάει: ια έβλεπε αυτό για το οποίο του είχε μιλήσει.
-Αγαπητή μου Σελέστ, αυτό που είδα απόψε δεν το χωράει η φαντασία. Έρχομαι από του Λε Κυζιά, όπως ξέρετε. Με είχε ειδοποιήσει πως υπήρχε ένα άνθρωπος που πηγαίνει στο σπίτι του για να βάλει να τον μαστιγώσουν. Παρακολούθησα ολόκληρη τη σκηνή, από ένα άλλο δωμάτιο, από ένα παραθυράκι στον τοίχο. Είναι απίστευτο, σας λέω! Αμφέβαλλα γι’ αυτό’ ήθελα επαλήθευση’ την έχω. Πρόκειται για έναν μεγαλοβιομήχανο που ταξιδεύει ειδικά για τον σκοπό αυτό, από τα βόρεια της Γαλλίας. Φανταστείτε πως είναι εκεί, μέσα σ’ ένα δωμάτιο, δεμένος σ’ ένα τοίχο με αλυσίδες που έχουν λουκέτα, και πως ένα βρωμερό υποκείμενο, που το μάζεψαν δεν ξέρω από πού και το πληρώνουν γι’ αυτό, τον χτυπάει με το μαστίγιο, ώσπου το αίμα ν’ αναβρύσει από παντού. Και τότε μονάχα ο δυστυχής απολαμβάνει όλες του τις ηδονές…
Ήμουνα τόσο εξουθενωμένη από φρίκη, που του είπα:
- Κύριε, δεν είναι δυνατόν, αυτό δεν μπορεί να υπάρχει!
- Και όμως, Σελέστ, δεν το ‘χω επινοήσει
- Μα, Κύριε, πώς μπορέσατε να το κοιτάξετε αυτό;
- Ακριβώς επειδή δεν μπορεί κανείς να το επινοήσει, Σελέστ.

Σελέστ Αλμπαρέ: Ο κύριος Προυστ (Ολκός)

Παρασκευή, Οκτωβρίου 16, 2009

Νο 644

Image Hosted by ImageShack.us Αλμαλιώτης Στέφανος
.
(…) τρέχω, τρέχω, τρέχω, τρέχω, ονειρεύομαι τον μυστικό ψαλμό των Αράβων μεταξύ τους, σύντροφοι, σε βρίσκω και σε πιάνω απ’ το μπράτσο, θέλω τόσο πολύ ένα δωμάτιο και είμαι μούσκεμα, μάμα, μάμα, μάμα, μη λες τίποτα, μην κουνιέσαι, σε κοιτάζω, σ’ αγαπώ, φίλε, εγώ φίλε αναζητούσα κάποιον να είναι κάτι σαν άγγελος, μέσα σ’ αυτό το μπορντέλο, και είσαι εδώ, σ’ αγαπώ, και τα ρέστα, μπύρα, μπύρα, και εξακολουθώ πάντα να μην ξέρω πώς να το πω, τι πολτός, σκέτο μπορντέλο, φίλε, κι έπειτα συνέχεια αυτή η βροχή, η βροχή, η βροχή, η βροχή»

B-M Koltés: Η νύχτα μόλις πριν από τα δάση (Άγρα)

Τετάρτη, Οκτωβρίου 14, 2009

No 643

Image Hosted by ImageShack.us
- Είσαι ένας ευνούχος τραγουδιστής, είπε.
- Ο Θεός το αποφάσισε έτσι.
- Το σκέφτεσαι συχνά αυτό;
- Ποιο; Το ότι είμαι ευνούχος;
- Το ότι δεν είσαι εντελώς όπως οι άλλοι.
- Δον Ραϊμούντο, αν δεν το σκεφτόμουν ο ίδιος, θα αναλάμβαναν οι άνθρωποι να με κάνουν να το σκεφτώ! Δεν υπάρχει άλλο θέμα για συζήτηση στα σαλόνια. Άλλοι μας χτυπούν, άλλοι μας υπερασπίζονται. Κανένας δεν νιώθει άβολα μιλώντας έτσι μπροστά μου.
- Μη μου πεις ότι δεν υπέφερες ποτέ συγκρίνοντας τον εαυτό σου με τους άλλους νεαρούς της ηλικίας σου.
- Στην αρχή, ναι. Τώρα…
- Στην αρχή;
- Ναι. Μου συνέβη να κλάψω τη νύχτα μπροστά στο παράθυρο της κάμαράς μου. Ο φοίνικας που σάλευε τα κλαδιά του στην αυλή είχε τόσο μελαγχολική όψη.
- Έκλαιγες!
- Άκουγα τα’ αγόρια που φώναζαν στο δρόμο, τα παράθυρα που έτριζαν, τα μουρμουρητά που ανέβαιναν στα μπαλκόνια. Ήμουν δεκαπέντε χρονών.

Dominique Fernandez: Πορπορίνο ή Τα μυστήρια της Νάπολης (Εξάντας)

Πέμπτη, Οκτωβρίου 08, 2009

No 642

Image Hosted by ImageShack.us
Ο επίσκοπος κλείδωσε την πόρτα του προθάλαμου. Πήρε τον εσταυρωμένο από το μάρμαρο και τον έβαλε στο τραπέζι, φίλησε το κεντημένο σταυρό στο μικρό μωβ πετραχήλι που είχε φέρει μαζί του και το έβαλε στους ώμους του. Γονάτισε με τους αγκώνες στην άκρη του τραπεζιού με το αριστερό μάγουλο προς τον σταυρό και την ράχη στον μετανοούντα. Ο Τζωρτζ γονάτισε στο πάτωμα δίπλα απ’ το τραπέζι μπροστά στον εσταυρωμένο, έκανε το σημείο του σταυρού και άρχισε:
«Ευλόγησέ με, Πάτερ, γιατί αμάρτησα (…) έχω διαβάσει απαγορευμένα βιβλία και περιοδικά – τον 19ο Αιώνα και βιβλία παληά και σύχγρονα με συγκεκριμένο περιεχόμενο. Ήξερα πολύ καλά σε ποιες περιοχές πειρασμού τριγυρνούσα. Κατά κανόνα δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα πάνω μου, εκτός απ’ το αίσθημα της απέχθειας για τους συγγραφείς που γράφουν χυδαία μόνο για να γράφουν χυδαία, σαν τον Στράτωνα ή τον Ποντάνο. Ομολογώ, ότι δυο ή τρεις φορές στη ζωή μου απόλαυσα βρώμικες σκέψεις, που μου ενέπνευσαν κάποιες γραμμές στον Οράτιο του Κικέρωνα για τον Μ. Κέλιο και, ίσως πέντε-έξι φορές από ένα στίχο του Τζων Άντιγκτον Σύμοντς στο Artist. (…)»

Φρέντερικ Ρολφ: Ανδριανός ο Έβδομος (Μέδουσα)

Τετάρτη, Οκτωβρίου 07, 2009

No 641

Image Hosted by ImageShack.us
- Εν δε τω ξβ’ εις δεκαπέντε χρόνους κανονίζει τους αρσενοκοίτας ο αυτός Βασίλειος, ως και τους μοιχούς.
- Ο δε Νύσσης εν τω δ’ εις δεκαοκτώ, λέγων ότι αυτή είναι αδικία εις το αλλότριον, και παρά φύσιν.
- Ο δε Νηστευτής εν τω ιη’ αυτού Κανόνι τρία έτη εμποδίζει τον αρσενοκοίτην από την κοινωνίαν μετά νηστείας, ξηροφαγίας και μετανοιών. Εν τω ιθ’ λέγει ότι αν παιδίον φθαρή από τινος, Ιερεύς ου γίνεται, έξω μόνον αν εις μόνους τους μοιρούς την ροήν εδέξατο.
- Ο δε Θεός προστάζει εις το Λευϊτικόν να θανατώνωνται οι αρσενοκοίται.
«Και ος αν κοιμηθή μετά άρρενος κοίτην γυναικός, βδέλυγμα εποίησαν αμφότεροι, θανάτω θανατούσθωσαν, ένοχοι εισιν».
Τόσον δε φοβερόν πράγμα είναι η αρσενοκοιτία, καθώς στοχάζεται ένας διδάσκαλος, ώστε οπού ο ίδιος Θεός ηθέλησε να καταβή προσωπικώς δια να ιδή αν τη αληθεία ενεργήται τοιαύτη αμαρτία, ωσάν να μη επίστευε καλά, αν ήτο δυνατόν να ευρεθή επάνω εις την γην τοιαύτη τερατώδης καία. Ούτω γαρ έλεγε δια τους αρσενοκοίτας Σοδομίτας: «Καταβάς ουν όψομαι, ει κατά την κραυγήν αυτών την ερχομένην προς με συντελούνται, ειδέ μη ίνα γνω» (Γένεσις ιγ’ 13)
- Και ο μεν Ιουστινιανό, κατά τον Ζωναράν (βιβλ. Γ’), και ο μέγας Θεοδόσιος πρότερον εγύμνωναν τους αθέους αρσενοκοίτας από όλα των τα υπάρχοντα, έπειτα τους επόμπευον, και ούτω τους έδιδαν πικρόν θάνατον.
- Ο δε Ουαλεντιανός ενώπιον πάντων κατέκαιε τους αρσενοκοίτας.
- Και Λέων δε και Κωνσταντίνος οι Βασιλείς εν τη εκλογή των νόμων (τιτλ. Κη’ σε. 128 της βιβλ. Γιορ. Γρασικορ.) λέγουσι θανατώνωνται με ξίφη οι ασελγείς, και ο ποιών και ο υπομένων. Εάν δε ο υπομένων είναι παρακάτω από τους ιβ’ χρόνους, να συγχωρείται δια το ανήλικον.
- Ο Νύσσης Γρηγόριος αναφέρων τα λόγια οπού είπεν ο Θεός περί των Σοδόμων το κραυγή Σοδόμων, κτλ. λέγει:
«Φρίξωμεν ουν, αδελφοί, και τρόμω περισχεθώμεν’ ου γαρ μικρός ο κίνδυνος, ότι η αμαρτία αυτή, λέγει ο Θεός, μεγάλη σφόδρα».

Πηδάλιον. Περί Μαλακίας, Αρσενοκοιτίας, Μοιχείας, Αιμομιξίας και Πορνείας (Περίπλους)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 30, 2009

No 640

Image Hosted by ImageShack.usKároly Ferenczy (Ουγγαρία)

Είμαι έξω...
...μόνος μου.

Το σπίτι του Μίλτου είναι κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό. Για να φτάσω μέχρι εκεί, αφού κατεβώ από το λεωφορείο, πρέπει να ανεβώ μια γέφυρα που περνάει πάνω από τις γραμμές των τρένων. Γέφυρα σιδερένια, παλιά. Κάνω πολλή φασαρία όταν την περνάω. Όλη η πόλη ακούει τα βήματά μου. Εκεί υπάρχω. Την αγαπάω, είναι ωραία. Ανεβαίνω, είμαι ψηλά, περπατάω, νιώθω υπέροχα. Σκέφτομαι τον Άνχελ, σκέφτομαι να πέσω στο κενό. Να φύγω τώρα που είμαι ευτυχισμένος... Να μην είμαι αχάριστος... Να μη ζητήσω περισσότερα... Να μη ζήσω τίποτε άλλο που να είναι μικρότερο, λιγότερο έντονο, λιγότερο όμορφο. Να μη ζητήσω τίποτε άλλο. Όσο έζησα, έζησα! Να φύγω τώρα! Να ήταν η γέφυρα πιο ψηλή... Να μη φοβόμουν τον πόνο... Να μην είχα αίμα...

"Ναι, σιγά!".

Μετράω τα σκαλοπάτια...

Αιμίλιος Βάρνας: Τριαντάφυλλα και φράουλες (Νεφέλη)

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 24, 2009

No 639

Image Hosted by ImageShack.us
Το ν’ αγαπάς δεν σημαίνει μόνο ν’ «αγαπάς», αλλά κυρίως να καταλαβαίνεις. Και το να καταλαβαίνεις, σημαίνει να ξεπερνάς τα ελαττώματα, να μην μιλάς γι’ αυτά. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να μην φοβούνται, να νιώθουν ασφαλείς, να έχουν ζεστασιά, να αγαπιούνται. Οι άνθρωποι φοβούνται τη ζωή, φοβούνται μήπως χάσουν τα πάντα, φοβούνται πραγματικά.

Τα δύο βασικά χαρακτηριστικά που ζητάω απ’ τους φίλους είναι το χιούμορ και η αφιλοκέρδεια: οι δυο μεγάλες ιδιότητες της φιλίας. Το χιούμορ σημαίνει εξυπνάδα κι έλλειψη υποκρισίας, κι η αφιλοκέρδεια είναι η γενναιοδωρία, η καλοσύνη.

Θεωρώ τον έρωτα σπουδαιότερο απ’ όλα τα πράγματα που θεωρώ επιθυμητά – τον έρωτα, τον θαυμασμό, τον σεβασμό την εκτίμηση. Αυτό που ονομάζουμε έρωτα είναι εγωϊστικό, υπερβολικό αίσθημα, η επιθυμία να κατέχεις. Αλλά είναι κάτι άλλο, είναι η συνεχής τρυφερότητα, η γλύκα, η έλλειψη.
Συχνά ο έρωτας είναι πόλεμος. Μια μάχη όπου ο καθένας προσπαθεί να νικήσει τον άλλο. Είναι φτιαγμένος από ζήλεια, κατάκτηση, ακόμα και όταν η συμπεριφορά μας είναι φαινομενικά γενναιόδωρη. Έχει θύματα, όπως όλες οι μάχες. Πάντα υπάρχει κάποιος που αγαπάει περισσότερο απ’ τον άλλο, κάποιος που υποφέρει, κάποιος άλλος που υποφέρει γιατί σε κάνει να υποφέρεις. Ευτυχώς δεν είναι πάντα οι ίδιοι κι η σχέση μπορεί να αντιστραφεί. Αλλά υπάρχει μια τρυφερότητα που σε κάνει να δεχθείς τον άλλο, και που είναι ταυτόχρονα εμπιστοσύνη και χάρη. Η δυστυχία είναι πως οι άνθρωποι προσπαθούν να κερδίσουν σ’ έναν τομέα αυτό που χάνουν στον άλλο. Υπάρχουν πολύ λίγοι που είναι ευχαριστημένοι απ’ την κατάστασή τους ή την υλική τους ζωή. Προσπαθούν να αναπληρώσουν αυτό που τους λείπει απ’ τους άλλους στις ερωτικές τους σχέσεις, γιατί θέλουν να κερδίσουν τουλάχιστον σ’ έναν τομέα. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα για να κερδίσουν. Κερδίζεις πάντα, όταν δίνεις, όταν αφήνεις τα πράγματα να τραβήξουν το δρόμο τους. Κι ύστερα υπάρχει ένα «κόλπο» που πρέπει να εφαρμόζεται στις ερωτικές σχέσεις: πρέπει ν’ αφήνεις μια φαινομενική ελευθερία στον σύντροφό σου για ν΄ αναρωτιέται αν τον αγαπάς πραγματικά. Δεν μ’ αρέσει και πολύ αυτό. Υπάρχει μια φυσική τάση του πνεύματος που συνίσταται στο να πιστεύεις πως αν κάποιος κοιμάται μαζί σου, ζει μαζί σου και κυρίως γελάει μαζί σου, αυτό σημαίνει πως σ’ αγαπάει: γιατί λοιπόν να σκεφθείς πως θα φύγει μακριά;
Ο έρωτας είναι εμπιστοσύνη. Το να καταλάβεις πως κάποιος σ' αγαπάει γιατί ζηλεύει, ίσως να σε μεθάει, ασφαλώς είναι μια εκδήλωση αγάπης αλλά στην πραγματικότητα μία από τις τελευταίες. Τα παιχνιδάκια της ζήλειας είναι αξιοθρήνητα. είμαι υπέρ της αγάπης με πλήρη εμπιστοσύνη κι αν κάνεις λάθος, τόσο το χειρότερο. Αυτό στοιχίζει συνήθως πολύ ακριβότερα σ' εκείνους που απατούν παρά σ'εκείνους που απατούνται. Πολλοί άνθρωποι αναζητούν έναν παροξυσμό στον έρωτα και χρησιμοποιούν τη ζήλεια για να τον πετύχουν. Οι σύντροφοί τους γοητεύονται, αλλά αυτό οφείλεται στη βία. Δεν είναι ανθρώπινες σχέσεις αλλά σχέσεις κυρίου και υπηρέτη ή αφέντη και σκλάβου.

Φρανσουάζ Σαγκαν: Εξομολογήσεις (Δίδυμοι)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 23, 2009

No 638

Image Hosted by ImageShack.usΣοφία Λασκαρίδου

ΧΧΙΙ
Μοιρολογούσα ως πάντα εδώ σκυμμένη,
σαν είδα από το χέρι σου νανοίγη
η θύρα μου κι ανάλαφρο να μπαίνη
το βήμα σου όπως κάποτε είχε φύγει...
Δεν έλπιζα να σέφερνε, η καϋμένη,
το κλάμα που μερόνυχτα με πνίγει
μεσ' το κελλί μου που όλο σε προσμένει,
έστω για λίγη ώρα έστω για λίγη...
Σα να μου πήρες το σκυφτό κεφάλι
και τόσφιξες γλυκά σταβρά σου στήθεια,
σαν νάνιωσα τα χείλη σου στη ζάλη
στο μέτωπό μου, Αγάπη, νάναι αλήθεια
πως ήρθες, για ονειρεύτηκα και πάλλει
έτσι η καρδιά μου απόψε μεσ' τα βύθια;

Ρίτα Μπούμη-Παπά: Τα τραγούδια στην αγάπη (Μαυρίδης)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 16, 2009

No 637

Image Hosted by ImageShack.usMel Odom

Εκείνη τη στιγμή κάτι την έσπρωξε να στραφεί και να κοιτάξει την Ήντι Τουάιμπορν, αν και διαισθάνθηκε πως η γηραιά κυρία είχε γυρίσει και την κοιτούσε.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια: τα μάτια της Ήντιθ, από θρυμματισμένο γαλανό και χρυσαφί, να λαμποκοπούν από την ένταση, από την απόφαση να μην ενδώσουν’ της Ήντιθ, από θαμπό τοπάζι, μάτια γέρικου, ανήσυχου σκύλου. Το μαλακό άσπρο σεβρό πρόσωπο, τα άχρωμα χείλια άρχισαν να συσπώνται τόσο βίαια, που τελικά η μαστροπός στράφηκε μπροστά.
Συνέχισαν να κάθονται πλάι πλάι, ώσπου η Ήντι βρήκε τηδύναμη να ψαχουλέψει την τσάντα της, και όταν βρήκε το μολύβι που ήθελε, προχειρόγραψε κάτι στο λευκό εμπροσθόφυλλο του προσευχητάριου.
Η Ήντιθ παρέλαβε αυτό το τρεμάμενο ορνιθοσκάλισμα, και διάβασε: «Είστε ο γιος μου ο Έντι;» (…)
Αν μπορούσε να χαλαρώσει η Ήντιθ… Αν χαλάρωνε, όμως, μπορεί να τσάκιζε. Εν πάση περιπτώσει, δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στα χείλια της.
Οπότε πήρε το μολύβι και χάραξε κάτι στο εμπροσθόφυλλο, με μια αγριότητα που δεν ένιωθε.
Η Ήντι Τουάιμπορν, όταν ξαναπήρε το βιβλίο, διάβασε: «Όχι, αλλά είμαι η κόρη σας η Ήντιθ».
Οι δυο γυναίκες εξακολούθησαν να κάθονται μαζί στη σκιά που πύκνωνε.
Τώρα η Ήντι είπε: «Πόσο χαίρομαι! Πάντοτε ήθελα μια κόρη».

Πάτρικ Γουάιτ: Η υπόθεση Τουάιμπορν (Εστία)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 09, 2009

No 636

Image Hosted by ImageShack.us
«Ο Σέργιος ήταν το στερνοπαίδι του δικαστή Θεοστήρικτου και της Πουλχερίας. Τον αγαπούσαν όλοι στο σπιτικό του γιατί ήταν ένα καλό και υπάκουο αγόρι. Έπαιζε ήσυχα με τα άλλα παιδιά και ήταν πάντα επιμελής στα μαθήματά του. Ο πατέρας του τον προόριζε να γίνει ανώτερος αξιωματούχος στο λογοθέσιο του γενικού. Ο Σέργιος το ήθελε πολύ αυτό, γιατί είχε μεγάλη έφεση στην αριθμητική. Φανταζόταν πως θα μπορούσε να βρει καινούριους τρόπους για την καταμέτρηση της γης και τον ακριβέστερο υπολογισμό της επιβολής φόρων. Λίγο πριν ο Σέργιος να πατήσει τα δεκαπέντε, η μητέρα του άρχισε να ψάχνει για μια καλή νύφη και ο πατέρας του τον έστειλε να μελετήσει τις μαθηματικές επιστήμες με τον Στέφανο τον Φιλόσοφο, τον καλύτερο δάσκαλο που υπήρχε τότε στη βασιλεύουσα. Δεν ήταν πολύς καιρός που ο Στέφανος είχε έρθει στην Πόλη. Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και είχε σπουδάσει στη Βασόρα με τον περίφημο Περσοεβραίο αστρονόμο Γιαζντάν Χβαστ.
Σχεδόν έναν χρόνο σπούδαζε ο Σέργιος με τον δάσκαλο του. Είχε κάνει μεγάλη πρόοδο στη γεωμετρία. Έτσι, ο Στέφανος αποφάσισε να τον εισάγει στην αστρονομία. Καθώς, μάλιστα, εκείνον τον καιρό ολοκλήρωνε τη συγγραφή μιας μεγάλης πραγματείας για την αστρονομία, έβαζε πού και πού τον Σέργιο να δοκιμάζει τις ικανότητές του στους καινούριους αστρονομικούς υπολογισμούς που ο Στέφανος σκόπευε να προτείνει. Ο Θεοστήρικτος ήταν πολύ ευχαριστημένος από την πρόοδο του γυιού του και, χωρίς δεύτερη σκέψη, συμφώνησε να πάει ο Σέργιος και τον επόμενο χρόνο στον Στέφανο, για να ολοκληρώσει και τις αστρονομικές σπουδές του.
Η οικογένεια γύρισε στα τέλη Αυγούστου από τη Σηλυμβρία. Η Πουλχερία είχε βρει δύο καλές νύφες κι ετοιμαζόταν να τις παρουσιάσει του γυιού της, καθώς σε δυό μήνες γινόταν δεκάξι. Ανήμερα της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, ο Σέργιος επέστρεψε στο σχολείο του δασκάλου του. Εννιά μέρες αργότερα, ο Θεοστήρικτος επισκέφτηκε απροειδοποίητα τον Στέφανο. Ήταν απόγευμα και οι άλλοι τέσσερις μαθητές είχαν φύγει. Ο Θεοστήρικτος προσπέρασε τη μικρή αίθουσα διδασκαλίας και μπήκε στο δώμα του Στέφανου. Εκεί βρέθηκε αντιμέτωπος μ’ ένα θέαμα που δεν το είχε ξαναδεί στη ζωή του. Σκυμμένος πάνω από ένα κάθισμα και με τον χιτώνα του ανσηκωμένο, ο δάσκαλος είχε αφήσει τον μισόγυμνο μαθητή του να διεισδύσει μεέσα του. Συνουσιάζονταν μ’ ένα πάθος που μαρτυρούσε κατάφωρα στα μάτια του δικαστή ότι αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που οι δυό τους επιδίδονταν στην ασέλγεια των Σοδόμων.
Ο Θεοστήρικτος δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Περίμενε αμίλητος ώσπου να ντυθούν και να σταθούν ντροπιασμένοι μπροστά του. Τους είπε ότι είχαν διαπράξει το βδελυρό έγκλημα της αρσενοκοιτίας και ότι ο νόμος επιβάλλει τη θανατική ποινή και για τον πράττοντα και για τον πάσχοντα. Τους είπε να μην τολμήσουν να φύγουν από το σχολείο. Θα ερχόταν εκείνος την επόμενη μέρα να τους ανακοινώσει την απόφασή του για την τύχη τους. Ο Στέφανος κι ο Σέργιος έμειναν κλεισμένοι στο δώμα, θρηνώντας και περιμένοντας την τιμωρία τους. Ο Θεοστήρικτος εμφανίστηκε το απόγευμα της επομένης. Έδωσε ένα πουγκί στον δάσκαλο κι ένα άλλο στον μαθητή. Είπε του μαθητή ότι το αργότερο σε δυο μέρες έπρεπε να εγκαταλείψει τη βασιλεύουσα και να μην ξαναγυρίσει ποτέ πια στο σπίτι του. Του είπε ακόμη ότι εκείνος δεν επρόκειτο να αναφέρει τίποτε απ’ όσα είδε σε κανέναν, γιατί ο γυιός του ο Σέργιος είχε κιόλας πεθάνει. Στον δάσκαλο έδωσε διορία μια εβδομάδα να τα μαζέψει και να φύγει για πάντα από την Πόλη, αλλιώς θα φρόντιζε να το σφάξουν οι άνθρωποί του σαν σκυλί. Ο δικαστής δεν δέχτηκε ν’ ακούσει ούτε μια λέξη, γύρισε την πλάτη του κι έφυγε.
Αφού έκλαψαν οι δυό τους για πολλή ώρα, ο Στέφανος έγραψε ένα γράμμα στον παλιό του δάσκαλο στη Βασόρα, παρακαλώντας τον να κρατήσει τον Σέργιο κοντά του. Έντυσε τον νεαρό σαν καλόγερο, του κούρεψε τα μαλλιά και τον βοήθησε να βρει ένα πλοίο για την Κύπρο. Ο Σέργιος, χαμένος σαν μέσα σ’ ένα όνειρο, μπήκε στο πλοίο κι άφησε τη βασιλεύουσα πίσω του. Αποβιβάστηκε άρρωστος στην Κύπρο και κόντεψε να πεθάνει μέσα στο κάστρο της Πάφου. Όμως έζησε, πέρασε απέναντι στη Συρία και, τελικά, έφτασε στη Βασόρα. Η περιπλάνησή του είχε κρατήσει πάνω από χρόνο. Ο Γιαζντάν Χβαστ, γέροντας πια εβδομηνταενός χρονών, διάβασε το γράμμα του Στέφανου και δέχτηκε τον εξαθλιωμένο νέο με καλωσύνη. Έτσι, ο δεκαεπτάχρονος άλλαξε το όνομά του και, σαν Συμεών Βασορίτης, ξεκίνησε μια καινούργια ζωή στις όχθες του Ευφράτη. Πολλά χρόνια αργότερα έγινε διερμηνέας στην αυλή του αλ-Μαμούν, προσωπικός αστρονόμος του βεζίρη αζ-Ζαγιάτ και αγαπημένος βοηθός του Σαχλ Ιμπν Μπισρ. Ο Συμεών ήταν ο πιο περιζήτητος αστρολόγος στη Βαγδάτη επειδή ήξερε να συνθέτει πολύπλοκα και πάντοτε ακριβή ωροσκόπια».
(…)
«Σας σκανδάλισε τόσο πολύ η αμαρτωλή ιστορία του Σέργιου, που χάσατε τη φωνή σας;» ρώτησε ο ασκητής.
«Είναι μια πολύ θλιβερή ιστορία» είπε ο γέροντας. Το πρόσωπό του ήταν κάτωχρο. «Πώς μπόρεσε ο δάσκαλος να αποπλανήσει έτσι τον μαθητή του;».
«Ο Στέφανος δεν αποπλάνησε ένα δεκάχρονο αγόρι, Νικόλαε. Ήμουν δεκαπέντε χρονών παλικάρι, έτοιμος για γάμο και γεμάτος από την ορμή της νεανικής σάρκας. Καμιά ντροπή δεν ένιωσα όταν ο Στέφανος μου άγγιξε για πρώτη φορά τον αυχένα και μου ‘δειξε τι σημαίνει πόθος. Όλα μου είχαν φανεί τότε απλά και εύκολα, όπως η αριθμητική. Μόνο όταν εμφανίστηκε ο Θεοστήρικτος γκρεμίστηκαν τα πάντα. Με το άνοιγμα της πόρτας εισέβαλε στο δώμα ο ρυπαρός κόσμος του αίσχους και της αμαρτίας».

Παναγιώτης Αγαπητός: Μέδουσα από σμάλτο. Μια βυζαντινή ιστορία μυστηρίου (Άγρα)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 02, 2009

No 635

Image Hosted by ImageShack.usΔιαμαντής Διαμαντόπουλος

Άσε που είχε αρχίσει κι ο Αλέκος να γερνάει, ο θαυμασμός του στη ζωή να συρρικνώνεται: μια πηγαία ευγένεια στη συμπεριφορά κι ένα προσωπικό prestige είχαν αρχίσει να τον κάνουν πια όλο και πιο απρόσιτο στους πιτσιρικάδες. Δεν ήταν άλλωστε του γούστου του να ρίχνεται και να επιμένει. Πολύ περήφανος επίσης για να τρώει χυλόπιτες, κάνοντας ότι –τάχατες- δεν καταλαβαίνει.
Στα κωλάδικα να πάει να κάνει τι; -αφού ούτε έπινε πια ούτε κάπνιζε.
Το νέτα-σκέτα πληρωμένο κρεβάτι με την προσυνεννοημένη την τιμή-ταρίφα, χωρίς ένα κάποιο φλερτ, μες στη ατμόσφαιρα ρομαντισμού μιας αλητείας, χωρίς έστω και την ψευδαίσθηση κάποιου συναισθήματος που σιγόβραζε από κάτω για ένα παιδί που μάζευες σαν κρυποπαγημένο σπουργίτι από ένα σκοτεινιασμένο χειμωνιάτικο δρόμο και το ‘φερνες στο σπίτι σου (όχι μόνο για το κρεβάτι, βρε αδερφέ, αλλά και για ένα πιάτο σούπα –που λέει ο λόγος-, ή για λίγα λόγια επικοινωνίας, πες το και παρηγοριάς), το πληρωμένο το κρεβάτι λοιπόν, όπως και το άγχος να τρέχει να το αναζητά, είχαν αρχίσει για τα καλά να του τη δίνουν. Μεγάλωνε, δεν είχε πλέον τις αυξημένες σεξουαλικές ανάγκες της νιότης του, και τα κωλοξενύχτια και οι δρόμοι του φαίνονταν κόλαση σιγά σιγά. Ε, δεν θα μείνουμε και ως τα γεράματα στα σαβουρογάμικα ήθη τα παλιά, όμως τα κερατένια τα χρόνια και τα άτιμα τα γλέντια πάνε, Αλέκο, δεν γυρίζουνε ξανά, καιρός για περισσότερη ποιότητα ζωής κουβέντιαζε στον εαυτό του.

Τάκης Σπετσιώτης: Γραμματικός σ’ ένα παιδί του δρόμου (Άγρα)

Πέμπτη, Αυγούστου 27, 2009

No 634

Image Hosted by ImageShack.usTeddy of Paris

ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΟΡΓΙΟΥ

Χέρια απλώνονται σιωπηλά να μ’ αγγίξουν
στόματα ανάλαφρα ακουμπούν σαν πεταλούδες τους ώμους μου
ακροδάχτυλα ψηλαφούν τα γεννητικά μου όργανα
η μυρωδιά και το άγγιγμα των εραστών μου
σαν βουητό διαστημικών δορυφόρων
εκτοξευμένων σε αστρικά βάθη
νόβα λευκοί νάνοι ερυθρά αστέρια
γαλαξίες ρέουν στο στήθος μου
λευκοί σαν τα ραδιενεργά μαλλιά του Einstein
το κορμί μου ξυπνά ανασταίνομαι ανατέλλω
αντικρίζοντας σώματα σε αστρικά συμπλέγματα
απέναντι στους τοίχους σε περιστροφικούς ρυθμούς πλανητών
«κάθε μέλος κι ένας απομονωμένος κόσμος»
ξαναβρίσκω την ανάγλυφη υπόστασή μου
μέσα στο σκοτάδι του δωματίου
σώματα εκπέμπουν φως και ζέστη
που μπορεί να διαρκέσει ένα λεπτό ή έτη φωτός.

Harold Norse / ΗΠΑ
Η έλξη των ομωνύμων. Ανθολογία ομο-ερωτικών ποιημάτων (Οδυσσέας)

Τετάρτη, Αυγούστου 26, 2009

No 633

Image Hosted by ImageShack.usNeal Bate

DARK ROOM

Αυτό το χέρι δεν το ορίζω πάλι σαν ξένο
μέσα στο συνωστισμό, τα πόδια να παραλύουν στα τυφλά αγγίγματα,
ο όλεθρος με σαγηνεύει — στα τιποτένια φιλιά.
.
Βασίλης Δημητράκος: Poems – Ποιήματα (δίγλωσσο) [Μπιλιέτο]

Τετάρτη, Αυγούστου 12, 2009

No 632

Image Hosted by ImageShack.usSergio Miranda
.
«Φοβάμαι…»
«Αυτό το εμπεδώσαμε, γλυκιά μου», είπα. «Πες μου παρακάτω. Από τι φοβάσαι;»
Περίμενα να συνεχίσει, αλλά εκείνη εξακολουθούσε να σιωπά. Αυτή τη φορά άρχισα να μετρώ τα αποθέματα λευκού κρασιού: πέντε κιβώτια! Ελαττώθηκαν! Αυξήθηκαν οι καταναλωτές του λευκού οίνου και το στοκ εξανεμίστηκε.
«Έχω στα χέρια μου κάποια ντοκουμέντα».
Εξακολουθούσε να κοιτάζει το πάτωμα και μιλούσε αργά, διαλέγοντας τις λέξεις μία μία.
«Έχει να κάνει με ένα σημαντικό άτομο. Πολύ σημαντικό. Αν ακουστεί το όνομά του, θα χαλάσει ο κόσμος, θα ξεσπάσει μεγάλο σκάνδαλο».
Άρχισε να μου φαίνεται ενδιαφέρουσα η κουβέντα.
«Χρόνια πριν, ήμουν μαζί με κάποιο, ο οποίος τώρα έγινε σπουδαίος και τρανός. Μη φανταστείς για μία και δύο φορές. Σχεδόν συζούσαμε. Κράτησε πολύ η σχέση αυτή κι έχω φωτογραφίες μαζί του σε διάφορα μέρη, όπως και σημειώματα. Όχι απλά σημειώματα… Το ένα από αυτά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και γράμμα. Χειρόγραφο, ενυπόγραφο, στο οποίο δηλώνονται τα πράγματα με το όνομά τους…»
ξαναέπεσε μια μακρόσυρτη σιωπή. Η περιέργειά μου μεγάλωσε, αλλά δεν μπορούσα να στέκομαι άπραγος. Πέρασα στα κόκκινα κρασιά. Ως επί το πλείστον δε φεύγουν πολύ: δύο κιβώτια μόνο. Με εξέπληξαν όμως οι μπύρες: δεκαέξι κιβώτια και τέσσερα βαρέλια!
«Κάποιοι ξέρουν πως αυτά βρίσκονται στα χέρια μου»
Η αλήθεια είναι πως οι περισσότερες από τις κοπέλες είναι φλύαρες. Μπορούν να πουν τα πάντα για τον οποιονδήποτε και στον οποιονδήποτε, πόσο μάλλον αν πρόκειται για κάποιον διάσημο. Τα ξερνάνε όλα για να παινευτούν- πώς ήταν, πώς το έκαναν… Τέτοια.
Στην πραγματικότητα, λέει, εκείνος ήταν ετεροφυλόφιλος, αλλά θαμπώθηκε από την ομορφιά και την εξυπνάδα της, την ερωτεύτηκε και τα φτιάξανε. Τέτοιου είδους ιστορίες είναι πολύ συνηθισμένες στον κύκλο μας, δεν έχουν όμως πάντοτε σχέση με την πραγματικότητα. Η Μπουσέ βέβαια δεν είναι απ’ αυτές, αλλά τώρα που το καλοσκέφτομαι, δεν ξέρω και πολλά πράγματα γι’ αυτήν. Το πραγματικό της όνομα ήταν Φερτζί και καταγόταν από την Πόλη.

Μεχμέτ Μουράτ Σομέρ: Το φονικό φιλί (Πατάκης)

Πέμπτη, Αυγούστου 06, 2009

No 631

Image Hosted by ImageShack.usΓιάννης Τσαρούχης
.
(…) Παρατηρούμε ότι καταφεύγει συστηματικά στο παράδειγμα της ζωγραφικής και της γλυπτικής προκειμένου να αποδώσει το έκπαγλο κάλλος της ανδρικής μορφής. Ο «ιδανικός» άνδρας του Εικονοστασίου παραπέμπει άμεσα ή έμμεσα στις μορφές της μυθολογίας του τσαρουχικού έργου (ναύτης, αλληγορικές φιγούρες νέων) (…) Ο Ρίτσος δημιουργεί στον αναγνώστη την ψευδαίσθηση ότι θεάται έναν ζωγραφικό πίνακα. Η επιλεκτική και λεπτομερειακή παρουσίαση ορισμένων ενδυματολογικών στοιχείων (άσπρο εφαρμοστό παντελόνι καμπάνα, κοντό σορτσάκι, ναύτη, αρβύλες με χοντρές χακί κάλτσες), που οπωσδήποτε διασπά την περιγραφή απομακρύνοντάς την από το ρεαλιστικό πρότυπο, παραπέμπει έντονα στα έργα του Τσαρούχη. Ο Βαγγέλης είναι ένας λαϊκός τύπος με αρρενωπή εμφάνιση και έντονα ερωτική υπόσταση.

[…] (γιατί ο Βαγγέλης έκανε τη θητεία του στο ναυτικό κι από κει τον στείλαν στη Μακρόνησο κι ύστερα στον Αϊ- Στρατή με τ’ άσπρο παντελόνι του, εφαρμοστό στους γοφούς, καμπάνα τα μπατζάκια – είχε κι ένα άλλο, άσπρο κι αυτό, σορτσάκι, πολύ κοντό – μια φορά που καθόταν αντίκρυ στο σκαμνί και μασουλούσε ένα ροδάκινο με τα φλούδια, είχε κρεμαστεί το ‘να αχαμνό του έξω στ’ αριστερό μπούτι […] μα τότε φορούσε αρβύλες και χοντρές χακί κάλτσες γυρισμένες σε δυο χοντρά βραχιόλια πάνου απ’ τις αρβύλες[…]) […]
(Με το σκούντημα του αγκώνα, σ.42)

Οι άνδρες του Eικονοστασίου είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, ωστόσο έχουν μια ηρωική και επιβλητική σωματική παρουσία. Με το κάλλος και την αίγλη του σώματός τους εξυψώνονται πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα. Για να αποδώσει την ομορφιά τους ο αφηγητής καταφεύγει συστηματικά στην τέχνη – κυρίως στη ζωγραφική του Τσαρούχη αλλά, σε άλλες περιπτώσεις, και στην αρχαία ελληνική τέχνη και ειδικότερα στην κλασική γλυπτική:

[…] και μου φάνηκε σα να τον έβλεπα ψηλά σ’ ένα αέτωμα, νεαρόν ιππέα, μαρμάρινον η μαρμαρωμένον, αποξενωμένον μες στην αθανασία του.
(Ίσως να ‘ναι κι έτσι, σ. 13)

[…] κείνα τα πυκνά κατάμαυρα δαχτυλιδωτά μαλλιά του, που όταν έκανε τις εκπληχτικές βουτιές του απ’ τον ψηλό βράχο του Αϊ –Στρατή κι ύστερα τινάζονταν σα δέλφινας μισό μέτρο πάνω απ’ το νερό σκορπώντας σμήνος χρυσές σταγόνες απ’ τις μπούκλες του, σωστό σπιθοβόλο φωτοστέφανο, κι έλεγες μην είναι ο Ποσειδώνας ή ο Απόλλωνας ή ο Αχιλλέας […]
(Ίσως να 'ναι κι έτσι, σ. 37)

Στο Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων (αλλά και σε ολόκληρο το έργο του) ο Γιάννης Ρίτσος εξυψώνει τους λαϊκούς, απλούς ανθρώπους και ταυτόχρονα μυθοποιεί τον μικροαστικό λαϊκό χώρο (καφενεία, ταβερνεία, λαϊκά κέντρα, μπουζουξίδικα), ακριβώς όπως και ο Τσαρούχης – ασφαλώς και δεν πρέπει να θεωρήσουμε τυχαίο ότι είναι τόσο συχνές οι εικαστικές αφορμήσεις του Εικονοστασίου από τη ζωγραφική του Τσαρούχη. Οι χτίστες, οι εργάτες, οι άνθρωποι της βιοπάλης αποδίδονται στο τσαρουχικό έργο, πολύ συχνά, με φωτοστέφανα και ζωγραφισμένα πλαίσια εικονισμάτων. Τα φτερά τούς μετατρέπουν σε έρωτες, άγγελους ή σε αλληγορικές μορφές από την αρχαία ελληνική μυθολογία. Στο Εικονοστάσιο του Ρίτσου οι απλοί άνθρωποι με τα σμιλεμένα από τον μόχθο πρόσωπα γίνονται «ανώνυμοι άγιοι» ή «Άγγελοι του Μεταξουργείου», ενώ οι λαϊκοί μάγκες, όπως ο Βαγγέλης, εμφανίζονται φωτοστεφανωμένοι.
Κοινό στοιχείο της αισθητικής του Ρίτσου και του Τσαρούχη (και, βεβαιότατα, της κλασικής τέχνης) είναι ο ανθρωποκεντρικός της χαρακτήρας. Και οι δύο εξυμνούν το κάλλος του ανθρωπίνου σώματος που διατηρεί στο ακέραιο τη ρώμη και το σφρίγος του. Παρατηρούμε ότι στο Εικονοστάσιο ο Ρίτσος συσχετίζει το διακείμενο της τσαρουχικής ζωγραφικής με την απόδοση της ανθρώπινης μορφής. Τα πρόσωπα της ατομικής τους μυθολογίας μετέχουν ταυτόχρονα του υποκειμενικού και του αντικειμενικού, του ρεαλιστικού και του ιδεατού στοιχείου. Οι μορφές στο έργο του Τσαρούχη χαρακτηρίζονται από σφύζοντα ερωτισμό και πνευματική ένταση που επιτυγχάνεται με την έμφαση στον μαγνητισμό του βλέμματος (στοιχείο που παραπέμπει στα πορτραίτα Φαγιούμ). Με τη σοβαρότητά τους και τη μνημειακή παρουσία τους μέσα στον χώρο εμφανίζονται ως ιδανικές ερωτικές παρουσίες. Αλλά αντίστοιχα και ο Ρίτσος καταφεύγει στον Τσαρούχη, από τη στιγμή που η γραφή του στο Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων αποσκοπεί στην εξύμνηση του ανθρωπίνου κάλλους και του έρωτα και, περαιτέρω, στην απόδοση της αρχετυπικής ουσίας του ανθρώπου.

Τζίνα Καλογήρου: Αφηγηματικός λόγος και ύφανση της αφήγησης στο Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων
στο Ο ποιητής και ο Πολίτης Γιάννης Ρίτσος (Μουσείο Μπενάκη -Κέδρος)

Τετάρτη, Αυγούστου 05, 2009

No 630

Image Hosted by ImageShack.usΓιάννης Τσαρούχης

κι ο Βαγγέλης έπεσε απ’ το ποδήλατο κ’ έσπασε το πόδι του
κι όταν του τόβαλαν στο γύψο περπατούσε με μια σοβαρή θλίψη που τον έκανε
...πιο όμορφο ακόμη
τόσο που τα παιδιά το Σαββατόβραδο στο σεργιάνι της προκυμαίας
...προσπαθούσαν να κουτσαίνουν ευδιάκριτα
και ξυρίζονταν κάθε μέρα για να μεγαλώσουν πιο γρήγορα τα γένεια τους και να
...κουτσαίνουν λίγο πιο πολύ χωρίς να το δείχνουν

εκείνο τον καιρό ακριβώς αγαπήσαμε τ’ αγάλματα με τα κομμένα πόδια ή χέρια
...ή το κεφάλι ή τις φτερούγες
και συλλογιόμασταν πώς καβαλλάνε τ’ αγάλματα ποδήλατο
κι αν ζεσταίνεται η σέλλα απ’ τα σκέλια τους
κι αν κυματίζουν απ’ το τρέξιμο τα πέτρινα μαλλιά τους
κι αν ξέρουν τι σημαίνει να φοράς τρύπια παπούτσια
κι αν ξέρουν τι σημαίνει ένα κίτρινο πουκάμισο με φιλντισένια κουμπάκια

και πώς θάταν να κάναμε έρωτα μαζί τους κάτου απ’ τις μυγδαλιές στο νησάκι
...Κρανάη
στην ίδια θέση που μπαρκάρησε ο Πάρις με τη δική μας Ελένη
χωρίς να τους πάρουν χαμπάρι οι δύο μυστηριώδεις φαροφύλακες ο Μελέτης κι
...ο Παύλος
γιατί τ’ αγάλματα είναι εκ φύσεως πολύ μουγγά κ’ εχέμυθα και δεν υπάρχει
...φόβος να σε μαρτυρήσουν στο Γυμνασιάρχη
και το απόγευμα έχουν μια βαθιά συντροφική έκφραση που σε κάνει να
...πιστεύεις στη δυνατότητα της ειρηνικής επανάστασης και της αθανασίας

Γιάννης Ρίτσος: Το τερατώδες αριστούργημα (Κέδρος)

Πέμπτη, Ιουλίου 30, 2009

Νο 629

Image Hosted by ImageShack.usΓιάννης Τσαρούχης
.
Αν θέλουμε να εκτιμήσουμε την τεράστια προσφορά των Ελλήνων στη ζωγραφική, πρέπει να κατανοήσουμε όχι μόνο πως πρώτοι αυτοί μέσα σ’ όλο τον κόσμο εισήγαγαν την προοπτική στο σχέδιο και στη ζωγραφική, αλλά συγχρόνως πως κατάλαβαν τι μέτρα πρέπει να λαμβάνονται κάθε φορά που η τρίτη διάσταση θα μπορούσε να καταστρέψει τον χαρακτήρα της ζωγραφικής.
Ανάμεσα στην αρχαία ανατολίτικη ζωγραφική και την αναζήτηση της τρισδιάστατης γλυπτικής, που πάθιαζε τους αρχαίους Έλληνες όσο τίποτε άλλο, πρέπει να τοποθετήσουμε τον κόσμο της ελληνικής ζωγραφικής που αρχίζει να δημιουργείται πολύ νωρίς. Ο συνδυασμός αυτών των δύο πραγμάτων, δηλαδή της ανατολίτικης ζωγραφικής (της μόνης αγνής στον κόσμο, που βασίζεται στο ελευθερωμένο και καθαρό χρώμα και σε ό,τι συγκρατεί η φαντασία) και της προβολής σε δύο διαστάσεις του τρισδιάστατου κόσμου με μέτρηση και μαθηματικούς υπολογισμούς, είναι ο μεγάλος άθλος του ανθρώπου και η μεγάλη προσφορά των Ελλήνων στη ζωγραφική.

Γιάννης Τσαρούχης: Έλληνες ζωγράφοι (Καστανιώτης)

Τετάρτη, Ιουλίου 29, 2009

Νο 628

Image Hosted by ImageShack.usΓιάννης Τσαρούχης
.
Βλέποντας τους πίνακές σας κανείς, αισθάνεται πως δύναμη της έμπνευσής σας είναι παντού ο έρωτας. Όλο σας το έργο αποπνέει έναν διάχυτο ερωτισμό. Θα ήταν θαυμάσιο αν μου λέγατε πώς στα 71 σας χρόνια ερωτεύεστε ακόμη.

Σωστά το είπατε αν λείψει ο έρωτας, λείπει η ίδια η τέχνη. Κάθε ηλικία έχει τον τρόπο του έρωτός της. Ο έρως είναι μια μορφή ευλαβείας απέναντι στα πράγματα. Οι αρχαίοι Έλληνες μας δίδαξαν ότι όταν βάλουμε μεταξύ του αντικειμενικού κόσμου και του εαυτού μας τον έρωτα τα πράγματα αλλάζουν και γίνονται πιο λαμπερά. Όταν λείπει έρωτας απ’ τη μέση, η τέχνη γίνεται εγκεφαλική. Σκέτη υπόθεση εγκεφάλου.

Γιάννης Τσαρούχης: λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες (Καστανιώτης)

Πέμπτη, Ιουλίου 23, 2009

Νο 627

Image Hosted by ImageShack.us
(…) η εντύπωση που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας τις δεκάδες συνεντεύξεις των μουσικών είναι ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός του μαέστρου δεν αποτελούσε μυστικό για τα μέλη της Φιλαρμονικής και ότι συνέβαλε σημαντικά στη σταδιακή υπονόμευση του κύρους του Μητρόπουλου.
Στη Μιννεάπολη δεν φαίνεται να είχαν προκύψει προβλήματα, για τον απλό λόγο ότι, προφανώς, ο μαέστρος απείχε από κάθε ερωτική επαφή τους μήνες που ζούσε εκεί, και ενέδιδε πολύ σπάνια, μόνον κατά τη διάρκεια των περιοδειών σε άλλες πόλεις. Πολλοί γνώριζαν ή απλώς υποψιάζονταν ότι ο Μητρόπουλος ήταν ομοφυλόφιλος, αλλά, εφ’ όσον δεν υπήρχε κάποια εξωτερική εκδήλωση αυτού του τρόπου ζωής, ούτε σκάνδαλα τα οποία αποκαλύπτονταν ή κουκουλώνονταν, δεν απιτούσε και μεγάλη προσπάθεια να παραστήσει κανείς πως το γεγονός ότι ο μαέστρος ήταν εργένης ήταν απλώς επακόλουθο της ασκητικής αφοσίωσής του στην τέχνη. Δεδομένου του γενικού επιπέδου σεξουαλικής εκζήτησης που επικρατούσε στις μεσοδυτικές πολιτείες κατά τη δεκαετία του 1940 είναι αμφίβολο κατά πόσον το μεγαλύτερο μέρος του ακροατηρίου της Μιννεάπολης αφιέρωσε δεύτερη σκέψη στο θέμα. Στο σκληρό, όμως, και εξεζητημένο περιβάλλον της Νέας Υόρκης αυτή η υπεκφυγή περί αφοσίωσης στην τέχνη δεν πρέπει να έπεισε πολλούς για μεγάλο διάστημα.
Από τη στιγμή που η αντίληψη ότι ο Μητρόπουλος ήταν ομοφυλόφιλος άρχισε να εγκαθίσταται στη συλλογική φαντασία της ορχήστρας, είχε ανοίξει ο δρόμος για τις αναπόφευκτες υπερβολικές πιθανολογίες, τα σκουντήματα στα κρυφά, τα αστεία, τη διασπορά φημών και τη διόγκωσή τους σε γκροτέσκο βαθμό. Ακόμη και οι κριτικοί μπήκαν στον χορό, όχι βέβαια στα άρθρα τους. Ο Winthrop Sargent, ο πανίσχυρος κριτικός του περιοδικού The New Yorker, συνήθιζε να λέει σε όποιον καθόταν να τον ακούσει ότι «ο Μητρόπουλος είχε “πάρει” όλους τους γκρουμ του ξενοδοχείου Great Northern», μια χαλκευμένη διάδοση που, εκτός από κακοήθης, ήταν και πέρα για πέρα αναληθής.
Στο σημείο αυτό διαπιστώνει κανείς μια τρομερή ειρωνεία, μια και το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των σεξουαλικών ορμών του μαέστρου διοχετευόταν την εποχή εκείνη, όπως και ανέκαθεν, στη μουσική δημιουργία. Σ’ αυτές τις υπερβατικές στιγμές αγνής καλλιτεχνικής κοινωνίας με τις ορχήστρες που διηύθυνε έφθανε σε μια σχεδόν μυστικιστική κατάσταση ερωτικής χάρης. Οι στιγμές εκείνες ήταν τόσο γεμάτες από παραγωγική ένταση κι απελευθερωτική ενέργεια, ώστε, κατά μία πολύ πραγματική έννοια, ήταν πνευματικοί οργασμοί.

William R. Trotter: Ο ιεροφάντης της μουσικής. Η ζωή του Δημήτρη Μητρόπουλου (Ποταμός)

Τετάρτη, Ιουλίου 22, 2009

Νο 626

Image Hosted by ImageShack.us
Είναι γεγονός πως αφορμή για τη γένεση του μύθου έδωσε ο ίδιος με τις αφηγήσεις του, που συχνά αναφερόταν στους ιερωμένους-μέλη της οικογένειάς του και στην "επιθυμία" που είχε εκδηλώσει σε νεαρότατη ηλικία να γίνει μοναχός. Εξάλλου, ο τρόπος ζωής του στην Αμερική πρόσφερε γόνιμο έδαφος για την εξάπλωση του μύθου, πολύ περισσότερο που ο μαέστρος δεν τον διέψευδε. Στην αμερικάνικη νοοτροπία άρεσε να βλέπει στο πρόσωπό του τον καλόγηρο της μουσικής. Ήταν της γνώμης, λοιπόν, πως, αφού αναπόφευκτα θα έπλαθαν κάποιο μύθο γύρω από το άτομό του [...], ο μύθος του καλόγηρου της μουσικής ήταν κατάλληλος για την πουριτανική Αμερική. Δεν παντρεύτηκε, δε δημιούργησε ερωτικούς δεσμούς, δεν έκανε στενούς φίλους, δεν έζησε κοινωνικά όπως ένας σταρ. Ο μύθος αυτός του χρησίμευε σαν "κοινωνική ασπίδα", ήταν η "λογική" εξήγηση που ζητούσε η κοινή γνώμη για μια ζωή πραγματικά "μοναστική".
Τα αίτια αυτής της μοναξιάς δε θα έπρεπε να τα αναζητήσει κανείς αποκλειστικά στις εξωτερικές συνθήκες, σε περιστατικά και στη νοοτροπία των ανθρώπων που τον περιβάλλουν. Όλα αυτά έκαναν ασφαλώς πιο οξύ το πρόβλημα, αλλά δεν το δημιούργησαν. Και πριν από τον Πόλεμο, και πριν ακόμα εκπατρισθεί, η φράση "είμαι μόνος" αποτελεί το "λάιτμοτίβ" σε ένα πλήθος γραμμάτων του. Έρχονται στιγμές που ο ίδιος κάνει την διαπίστωση: "Το ένιωσα πάντα αυτό το χάος να με απομονώνει απ' όλον τον κόσμο, έτσι ώστε είμαι και θα μείνω πάντα μόνος, και όταν ακόμα βρίσκομαι κοντά σ' εκείνους που μ' αγαπούν". Είναι άξιο προσοχής πως στα γράμματα που θα ακολουθήσουν [μετά τον Πόλεμο] όλο και πιο σπάνια αναφέρεται στη μοναξιά του, για να καταλήξει πια, στα ώριμα χρόνια, να την αποζητά: "Η συντροφιά του Barber ευχάριστη, μα έχω φθάσει σε σημείο να προτιμώ τη μοναξιά μου".

Απόστολος Κώστιος.: Δημήτρης Μητρόπουλος (ΜΙΕΤ)

Πέμπτη, Ιουλίου 16, 2009

Νο 625

Image Hosted by ImageShack.us
Αλέξης Μινωτής: Ήταν, χώρια από τη μουσική του μεγαλοφυία, κι ένας τέλειος πνευματικός άνθρωπος. Όχι απλώς διαβασμένος ή φιλομαθής, μα είχε μιαν έμφυτη κατάβαθη έγνοια για τα θεμελιώδη κι αιώνια θέματα της υπάρξεως και της μοίρας του ανθρώπου’ κι ακόμα μια, θάλεγα μεταφυσική πίστη στον πνευματικό σχεδόν θρησκευτικό, προορισμό της καλλιτεχνίας. Η θρησκευτικότης του, και η ασκητική ζωή, ήταν απόρροια αυτής της βαθειάς πίστης, για την ουσία του χρόνου που όπως έλεγε έπρεπε ν' αναλωθεί ολόκληρος σ' έργο ψυχικής ελευθερίας και πνευματικής έκφρασης. Ο Άγιός του, ο Φραγκίσκος της Ασσίζης ήταν το δόγμα του. Ο αφιερωμένος βίος στο πνεύμα της θεότητας, στο πνεύμα που ενώνει τη φύση με τον άνθρωπο, σε μια απόλυτη κι' αδιάσπαστη επικοινωνία. Η τέχνη, η μουσική κυρίως, ήταν γι' αυτόν ο απλόχωρος δρόμος αυτής της μυστικής επικοινωνίας.

100 χρόνια Δημήτρης Μητρόπουλος (Eξουσία)

Τετάρτη, Ιουλίου 15, 2009

No 624

Image Hosted by ImageShack.us
«... Φαντάσου λοιπόν την ευχαρίστηση σου να με ιδείς να έρθω για να μείνω στην Αθήνα. Να σου ειπώ την μαύρη αλήθεια, αν αφαιρέσεις το ότι έχω μια καλή ορχήστρα στα χέρια μου, ως ζωή εδώ μου είναι απολύτως αφόρητη, και αν μείνω κάμποσο καιρό έστω και ασχολούμενος θα πάθω από μαρασμό. Παρ' όλο μου τον θαυμασμό που έχω στον τόπο αυτό, δεν μπορώ να πω πως κατόρ¬θωσα να συνδεθώ ψυχικά και αυτό μου κάνει τη ζωή μου αφόρητα μονήρη, τόσο που έρχονται ώρες που τα νεύρα μου σπάζουν και κλαίω σαν παιδί. Διερωτώμαι μόνο αν αξίζει τον κόπο να υποφέρω τόσο στη ζωή μου για να έχω μερικές καλές εκτελέσεις στην ορχήστρα. Έχω ανάγκη να τροφοδοτήσω σαν θνητός και την ψυχή μου, την καρδιά μου, δεν μπορώ να ζω όλο τρώγωντας τις σάρκες μου, τρέφοντας μόνο το μυαλό μου.»
(Μιννεάπολις, 3.6.1940)

Δημήτρης Μητρόπουλος, Η αλληλογραφία του με την Καίτη Κατσογιάννη (Ίκαρος)

Τετάρτη, Ιουλίου 08, 2009

No 623

Image Hosted by ImageShack.us
Καθώς πλησίασα είδα τον Ευμάστα να έρχεται προς το μέρος μου. Τον ρώτησα τι είχε συμβεί.
«Τι άλλο;» είπε και με κοίταξε συνοφρυωμένος. «Αυτός ο Ρωμαίος ξανάρθε». Μου τα διηγήθηκε όλα.
Υπάρχουν όρια που ακόμα και οι πιο ερωτοχτυπημένοι μνηστήρες πρέπει να τα τηρούν. Ένα από αυτά είναι ότι οι νεαροί πρέπει να αφήνονταιστην ησυχία τους όταν απομακρύνουν το λάδι με τη στλεγγίδα και πλένονται. Ο Λούκιος, αψηφώντας αυτό τον κανόνα, ακολούθησε τον Μενέξενο στο λουτρό και άρχισε να τον παρενοχλεί μπροστά σ’ όλους τους άλλους.
Κούνησα το κεφάλι μου δεξιά αριστερά. «Και τι έκανε ο Μενέξενος;»
«Τον αγνόησε φυσικά. Μπορούσε να τα βγάλει πέρα, αλλά εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ο προπονητής της πυγμαχίας και ανακάλυψετον Ρωμαίο να τον παρενοχλεί. Φώναξε τους δούλους να τον πετάξουν έξω. Φαντάζεσαι το θέαμα».
Τον κοίταξα εμβρόντητος. (…)
Όσο για μένα και τον Μενέξενο, σε κάποιον τρίτο μπορεί να φαινόταν πως τίποτα δεν είχε αλλάξει. Αυτή την εντύπωση θέλαμε να δώσουμε κι εμείς. Ξέρω τι θα μου ζητούσε ο πατριός μου έτσι και το μάθαινε. Φρόντιζα λοιπόν να μην το μάθει’ όχι από ντροπή, αλλά για να προστατέψω την ομορφιά μας από τα άξεστα χέρια του.
Το φιλί οποιουδήποτε άντρα μού φαινόταν παράξενο. Κατά τα άλλα, συνειδητοποιώ ότι κι εκείνος ήταν εξίσου δισταχτικός όσο κι εγώ.
Μια μέρα, σηκώνοντας το χέρι και φέρνοντας το κεφάλι μου κοντά στο δικό του ώστε να αγγιζόμαστε, είπε: «Θα έρθει η σωστή ώρα. Θα το καταλάβουμε». Μου εξήγησε ότι ήθελε ο έρωτας μας να είναι έρωτας ψυχής, διότι σε τελική ανάλυση άλλος έρωτας δεν υπάρχει.
Σκέφτηκα τον Λούκιο. Καταλάβαινα.

Πολ Γουότερς: Ήρωες και εραστές (Μεταίχμιο)

Τετάρτη, Ιουλίου 01, 2009

No 622

Image Hosted by ImageShack.us
Παρ’ όλο που η ανδρική ομοφυλοφιλία είχε ασκηθεί τρομερά στα Σόδομα και στους Τυρρηναίους’ παρ’ όλα που είχε ασκηθεί επίσης στους Εβραίους, στους Πέρσες, στους Κέλτες’ παρ’ όλο που ίσως δεν ήταν άγνωστη στη Γερμανία’ παρ’ όλο που στη Ρώμη ακούμε να γίνεται λόγος γι’ αυτό το θέμα ήδη από την εποχή της Δημοκρατίας και που έλαβε υπό την Αυτοκρατορία έναν εκκεντρικό χαρακτήρα –πράγμα που φανερώνει ότι η ερωτική έλξη για τ’ αγόρια δεν προκύπτει κατ’ ανάγκη από έναν υπερβολικά εξέχοντα πολιτισμό, εφόσον, άλλωστε, έχουμε ανακαλύψει ότι υφίστατο μεταξύ των αγρίων φυλών της Βόρειας Αμερικής, καθώς και στο Περού- το σύνολο αυτών των γεγονότων δείχνει ότι το περίεργο μείγμα υλισμού και πνευματικότητας, που αποτελεί τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του λεγόμενου «ελληνικού έρωτα», δεν απαντάται πουθενά αλλού. Στην Ελλάδα, η ερωτική σχέση με αγόρια εκτιμήθηκε όχι μόνο από τους πολίτες αλλά και από το νομοθέτη, ο οποίος την αναγνώρισε επίσημα ως ένα χρήσιμο μέσο εκπαίδευσης’ και οι φιλόσοφοι συζήτησαν όχι μόνο για τον ευγενή και καθαρό έρωτα των αγοριών, αλλά και για τα πιο διεφθαρμένα πάθη.
Είναι αλήθεια ότι η ερωτική ποίηση των Περσών και των Αράβων είναι τόσο επηρεασμένη από την ερωτική έλξη για τ’ αγόρια που δεν περιλαμβάνει τον έρωτα παρά μόνον υπό αυτή τη μορφή και που εκτιμά την αρσενική ομορφιά πολύ περισσότερο από τη θηλυκή. Ωστόσο, παραμένει σίγουρο το γεγονός ότι πουθενά αλλού η τέχνη και η ποίηση δεν τη δόξασαν και δεν την εξιδανίκευσαν τόσο όσο οι Έλληνες που την έκαναν πραγματικό θεσμό.
Οι Έλληνες διέκριναν αυτό το συναίσθημα από όλα τα ανάλογα με αυτό, κυρίως μάλιστα από τη φιλία. Οι φιλόσοφοι όμως θεωρούσαν τη φιλία ερωτική ως έναν τύπο του είδους φιλία, είδος στο οποίο ο Πλάτων απέδιδε τα χαρακτηριστικά τριών ακόμη τύπων, φιλία φυσική, εταιρική και ξενική, ενώ ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί αναγνώριζαν δυο ακόμη τύπους φιλίας, φιλία συγγενική και φιλία ξενική.

Moritz – Hermann – Eduard Meier: Ο «Ελληνικός Έρωτας» στην Αρχαιότητα (Περίπλους, 2009)

Τετάρτη, Ιουνίου 24, 2009

No 621

Image Hosted by ImageShack.us
Ενάντια στο φύλο: το σώμα queer, «αλλόκοτο», ως πρόθεση
Σήμερα, υπάρχουν εκείνοι που επικαλούνται τον άγιο Φουκό διαγράφοντας ακριβώς το τελευταίο μέρος της δουλειάς του και ερμηνεύοντας τις θέσεις του όσον αφορά την από-σεξουαλικοποίηση με όρους queer (Butler, 1990, 1993, 1997’ Lorber, 1994). Η ιδέα είναι ότι μόνο από μια σεξουαλικότητα «ιδιότροπη», «παράξενη», «παράδοξη» και «ξεχωριστή» μπορεί να επέλθει η απελευθέρωση της σεξουαλικότητας. Από αυτή την οπτική γωνία οι λεσβιακές και ομοσεξουαλικές πρακτικές, ο φετισχισμός, οι τραβεστί, η τοποθέτηση και η χρήση τεχνητών οργάνων, ο σαδομαζοχισμός και οι πρακτικές που μετατρέπουν όλο το σώμα σε σεξουαλικό όργανο θα ήταν απελευθερωτικές.
Τα αιτήματα, οι επιθυμίες εκείνων που σήμερα σκέφτονται ότι το γένος και το φύλο μαζί είναι μόνο διαχωρισμοί που επιβλήθηκαν από έναν καταπιεστικό μηχανισμό της κοινωνίας και προσβλέπουν σε μια από-σεξουαλικοποίηση της ταυτότητας μοιάζουν, αφενός, με μια ακραία συζήτηση του αμερικανικού ατομικισμού και, αφετέρου, με τις ρίζες της νεωτερικότητάς μας στην οποία αναφέρεται ο Τζόρτζο Αγκαμπέν (2000) για τον Παύλο από την Ταρσό. Η παγκοσμιότητα είναι η κατάργηση οποιασδήποτε προγενέστερης ταυτότητας που συνδεόταν με την προέλευση, με την κοινότητα καταγωγής, με την απογραφή, με το φύλο. Δε θα υπάρχουν πια άντρες και γυναίκες αλλά μία μόνο νέα ταυτότητα. Στη δύναμη των μετα-σεξουακικών μανιφέστων, όσο βλάσφημα και εκφοβιστικά κι αν είναι, υπάρχει μια ισχυρή δόση χιλιασμού. Λες και η Τζούντιθ Μπάτλερ και οι queer studiew, οι «αλλόκοτες» μελέτες, να ήταν η εμπροσθοφυλακή για το τι έπρεπε να είμαστε όλοι. Ζητούν να αναδομηθεί η κοινωνία με βάση τον εκμηδενισμό των ορισμών του φύλου, μέσα από σεξουαλικές πρακτικές που θα διαγράφουν τη φύση των γεννητικών οργάνων.

Φρανκο Λα Τσέκλα: Απότομοι τρόποι (Κέδρος)

Τετάρτη, Ιουνίου 17, 2009

No 620

Image Hosted by ImageShack.usRoss Watson (Αυστραλία)

ΠΑΤΡΙΚ: Τότε γιατί ήρθες απόψε;
ΕΡΜΗΣ: Για να σε δω… Να βεβαιωθώ πως είσαι καλά…Είμαστε πάντα φίλοι… έτσι δεν είναι;
ΠΑΤΡΙΚ: (Κάνοντας μερικά βήματα μπροστά): Πάντα φίλοι… Εσύ κάποτε έλεγες ότι ζούμε σε ξένη γη… ότι… (Διακόπτει, πολύ συγχυσμένος.)
ΕΡΜΗΣ (Πηγαίνοντας πίσω του): Ότι… τι; Για συνέχισε λοιπόν… Μήπως ότι είχες κάνει σχέδια χωρίς ποτέ να σου περάσει απ’ το μυαλό σου ότι μπορεί και να μην μ’ έβρισκαν σύμφωνο; Ας πούμε ότι εγώ μπορεί και να μην ήθελα δουλειά στα Ηνωμένα Έθνη όπως εσύ… Ούτε και νά ‘παιρνα την αμερικανική υπηκοότητα, για να πηγαίναμε, όταν έπαιρνες την άδεια σου, στο Νιού Χάμσαϊρ, στο κτήμα σου… Α, ναι… κάποτε και στην Ελλάδα… φυσικά μόνι για …διακοπές Και όλα αυτά σα νά ’μαστε μια ζωή εικοσιπέντε χρονώ, όπως τον καιρό του Εμφύλιου που γνωριστήκαμε στην Αθήνα… Εσύ, το τέλειο δείγμα του μονογαμικού αρσενικού, θα δούλευες για πάρτη μας… Κι εγώ… εγώ… Σ’ ένα είδος γάμου τέλος πάντων με κάποιον σαν εσένα… (Παύση) Κάποιον που παίρνει πολύ σοβαρά τα συζυγικά του καθήκοντα κι απαιτεί κι απ’ τη νόμιμη σύζυγο την ίδια σοβαρότητα… Αυτός θα δουλεύει για να ζήσουνε, εκείνη θα ικανοποιεί τις πολύ περιορισμένες ερωτικές επιθυμίες του… Θα επιβλέπει την υπηρέτρια… Θα τον βοηθάει να δέχεται πότε πότε μερικούς συναδέλφους… Ίσως έχεις δίκιο, χρυσέ μου Πάτρικ… Αλλά πώς να σ’ το εξηγήσω… Δεν μ’ ενδιαφέρει πια αυτό το είδος γάμου ανάμεσα σε δυο άντρες, κατάλαβες; Άσε που έχω ξεκόψει προ πολλού κι από τέτοιους, λίγο πολύ κοινωνικά αποδεκτούς δεσμούς…
ΠΑΤΡΙΚ: Κοινωνικά αποδεκτούς δεσμούς; Εμείς, που κάποτε υποτίθεται ότι θα προωθούσαμε το όραμα μιας μελλοντικής άφυλης κοινωνίας; Που δεν ια βασιζόταν στην εξουσία του άντρα… στην εκμετάλλευση του ενός φύλου από το άλλο… Όπου οι άνθρωποι θ’ ανήκαν ταυτοχρόνως σ’ όλα τα φύλα και σ’ όλες τις φυλές, χωρίς νά ‘ναι σχιζοφρενείς αλλ’ απλώς πολυδιάστατοι… Σα να ζούσαν σ’ ένα λωτρεαμονικό σύμπαν… έτσι δεν έλεγες;
ΕΡΜΗΣ: Ναι, αλλά τώρα πια δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτό το παράξενο, ουτοπικό όραμα… Φαντάζεσαι νά ‘ρθει μια μέρα που δεν θα υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα στα δυο φύλα; Που όλοι οι άντρες θα ‘ναι λίγο γυναίκες κι όλες οι γυναίκες λίγο άντρες; Τι στο καλό, σαλιγκάρια είμαστε1

Τάκης Σπετσιώτης: Το άλλο κρεβάτι (Άγρα)

Σάββατο, Ιουνίου 13, 2009

Τετάρτη, Ιουνίου 10, 2009

No 619

Image Hosted by ImageShack.usMichèle Marie Bonnarens

Το γεγονός ότι είχε περάσει όλο αυτό το διάστημα σε ένα υποτιθέμενο ταξίδι αναψυχής, την έφερνε τώρα δα αντιμέτωπη με το αληθινό πρόβλημα! Γιατί είχε πει μεν ότι θα ’ρχοταν πίσω το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων φέρνοντας μαζί της και μια έκπληξη, αλλά δεν είχε κάνει σαφές ότι η έκπληξη θα ήταν αυτή η ίδια!
Έφυγε Νίκος Μήτρου και επέστρεψε Οριάνα Ραζή! Αυτό, ούτε και ο πιο ευφάνταστος Αϊ Βασίλης δεν θα μπορούσε να το διανοηθεί ως Χριστουγεννιάτικη έκπληξη!
Είχε πει ότι θα πήγαινε στη Γουατεμάλα για διακοπές γιατί η δουλειά του ως προγραμματιστής τον είχε φορτώσει με πολύ στρες. Και ήταν πέρα για πέρα αλήθεια! Αλλά ήταν η μισή αλήθεια.

Αγγελίνα Ρωμανού: Oriana Express (Πολύχρωμος Πλανήτης)

Τετάρτη, Ιουνίου 03, 2009

No 618

Image Hosted by ImageShack.us
Ενώ λοιπόν συναθροίζονταν και πολιορκούσαν πολλοί επώνυμοι τον Αλκιβιάδη, οι άλλοι φανερά έμεναν θαμπωμένοι με την ομορφιά της νιότης του και τον καλόπιαναν, ενώ αντίθετα ο έρωτας του προς τον Σωκράτη ήταν μεγάλη απόδειξη της έμφυτης προδιάθεσης του παιδιού προς την αρετή, την οποία, καθώς την έβλεπε (ο Σωκράτης) να λάμπει στο πρόσωπό του, και καθώς φοβόταν τα πλούτη και τις τιμές και το ασκέρι Αθηναίων και ξένων και συμμάχων, που επιχειρούσαν να τον «ρίξουν» με τις κολακείες και τα δώρα τους, «έκρινε ότι» μπορούσε να τον προφυλάξει και να μην αδιαφορήσει (να χαθεί) σαν φυτό που ρίχνει και χάνει τον καρπό του όσο είναι ακόμη στο άνθος του. Γιατί, η τύχη κανέναν δεν τον περιέβαλε εξωτερικά και δεν τον προστάτευσε με τα λεγόμενα (φυσικά) προτερήματα τόσο πολύ, ώστε να γίνει απρόσβλητος από τη φιλοσοφία και ασυγκίνητος από λόγους που έχουν ελευθερία έκφρασης και επίκριση (για τα λάθη). Γιατί ο Αλκιβιάδης, αν και είχε πάρει από νωρίς στραβό δρόμο και παρεμποδιζόταν από τους κόλακες που τον «διπλάρωναν» να ακούσει κάποιον που ήθελε να τον νουθετήσουν και να τον διαπαιδαγωγήσει, όμως λόγω της έμφυτης προδιάθεσης του αποδέχθηκε τον Σωκράτη και συνδέθηκε μαζί του, απομακρύνοντας από κοντά του τους πλούσιους και επώνυμους εραστές. Κι αφού γρήγορα έγινε φίλος του και άκουσε τα μαθήματα ενός εραστή που δεν κυνηγούσε την άνανδρη ηδονή κι ούτε επιδίωκε φιλήματα και θωπείες, αλλά επέπληττε τα ελαττώματα του χαρακτήρα του και χτυπούσε τη ματαιόδοξη και ανόητη αλαζονεία του, «ζάρωσε σαν νικημένος πετεινός διπλώνοντας τα φτερά του» και θεώρησε τον Σωκράτη ότι είναι πραγματικά θεϊκή προσφορά για τη φροντίδα και σωτηρία των νέων, και περιφρονώντας τον εαυτό του, και θαυμάζοντας εκείνος, και αγαπώντας την καλοσύνη του, και σεβόμενος την αρετή, ανεπαίσθητα αποκτούσε ένα είδωλο του έρωτα, όπως γράφει ο Πλάτωνας, αντί του (κοινού) έρωτα, σε βαθμό να απορούν όλοι που τον έβλεπαν να τρώει μαζί με τον Σωκράτη και να πηγαίνει στις παλαίστρες και να μένει στην ίδια σκηνή (στις εκστρατείες), ενώ ήταν για τους άλλους εραστές δύσκολος και δυσπρόσιτος, και μάλιστα σε μερικούς εντελώς προσβλητικός, όπως απέναντι στον Άνυτο, το γιο του Ανθεμίωνα.

Πλούταρχος: Βίοι παράλληλοι. Αλκιβιάδης – Κοριολανός (Ζήτρος)

Τετάρτη, Μαΐου 27, 2009

No 617

Image Hosted by ImageShack.usKen Landon Buck (ΗΠΑ)

Έχω την εντύπωση πως εμείς οι άνθρωποι αποδίδουμε, κατά κανόνα, τις απιστίες που μας κάνουν όσοι αγαπάμε σε παράγοντες εντελώς διαφορετικούς απ’ τους πραγματικούς. Για παράδειγμα όλοι μας αρνιόμαστε πεισματικά να παραδεχτούμε πως μπορεί το πρόσωπο που αγαπάμε να μας απάτησε μόνο και μόνο επειδή μας βρίσκει ανεπαρκείς κι επιμένουμε να πιστεύουμε πως οι απιστίες οφείλονται σε εντελώς τυχαία κι εξωτερικά γεγονότα. Κάτι τέτοιο μας προσφέρει ισχυρό επιχείρημα ικανό να δικαιολογήσει σε μας τους ίδιους τις κάθε λογής προσπάθειες –τίμιες ή άτιμες- που κάνουμε για να αποσπάσουμε το αγαπημένο μας πρόσωπο από τα νύχια του ξελογιαστή του. Βέβαια η λέξη «ξελογιαστής» φοβάμαι πως δεν είναι εντελώς εύστοχη αλλά ας το παραβλέψουμε αφού είναι σίγουρο πως καταλαβαίνετε πολύ καλά τι θέλω να πω. Αν λάβουμε λοιπόν υπόψη μας όλ’ αυτά είμαστε υποχρεωμένοι πια να παραδεχτούμε μιαν αλήθεια τόσο χειροπιαστή όσο και τα ίδια τα πράγματα και ν’ αναγνωρίσουμε πως η απιστία του συγκεκριμένου ατόμου οφείλεται στην εμφάνιση κάποιου προσώπου πολύ πιο γοητευτικού από μας τους ίδιους. Αυτού του είδους βέβαια η συνειδητοποίηση σημαίνει πως έχουμε πάψει πια να ‘μαστε νέοι, πράγμα που δεν πρέπει όμως να τ’ αφήσουμε να μας ασπρίσει πρόωρα τα μαλλιά ή να γράψει κάποιες βαθιές ρυτίδες στα πρόσωπά μας.
Έτσι δεν ένιωσα καθόλου πιο νέος όταν μπήκα στο μπαρ της Φοίβης κι έψαξα παντού ακόμα και μες στις τουαλέτες του μήπως κι ανακαλύψω σε κείνη την όαση του 4ου Ανατολικού Δρόμου, τα ίχνη του Τσάρλυ και του Γραντ Λοθ, που είχαν δηλώσει πως θα ‘ρχονταν για πιπερωμένο κρέας και βότκα.
Αφού ερεύνησα σαν κυνηγόσκυλο κάθε γωνιά, απευθύνθηκα στον μπάρμαν και τον ρώτησα αν είχε δει τον Γραντ Λοθ μαζί μ’ ένα αγόρι με μακριά μαλλιά.
- Πώς τον είπες;
- Λοθ. Γραντ Λοθ.
- Ούτε που το ‘χω ακούσει ποτέ αυτό τ’ όνομα.
Η δήλωση του μπάρμαν πως δεν ήξερε τον Γραντ Λοθ μ’ ανακούφισε κάπως, επειδή ως εκείνη τη στιγμή πίστευα ακράδαντα πως ο συγκεκριμένος ομορφονιός ήταν τακτικός θαμώνας σ’ όλα τα κοσμικά κέντρα όχι μόνο των εκκεντρικών συνοικιών αλλά και του ίδιου του κέντρου της πόλης, όπου και του είχαν δώσει το κάπως θηλυκό παρατσούκλι.

Τεννεσή Ουίλλιαμς: Μια γυναίκα που την έλεγαν Μωυσή (Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος)

Τετάρτη, Μαΐου 20, 2009

No 616

Image Hosted by ImageShack.usMichael Leonard (Ηνωμένο Βασίλειο)

ΑΘΗΝΑ
Μάιος – Αύγουστος του 2003
Ο Αμπντέλ ήταν απαρηγόρητος. Καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που είχε παρατήσει τον Όσκαρ για να πάει να ζήσει με μια γυναίκα χωρίς τίποτα το εξαιρετικό, ανάμεσα σε οπισθοδρομικούς ανθρώπους.
Τους πρώτους πέντε μήνες υπόμενε τη νέα του κατάσταση με αξιοθαύμαστη καρτερία. Από την πρώτη μέρα επαναλάμβανε πως χάρη σ’ εκείνον τον γάμο, η οικογένειά του είχε γλυτώσει την καταστροφή. Όμως, τον έκτο μήνα είδε με αξιοθρήνητη διαύγεια την κατάστασή του. Ναι, ήταν ο σωτήρας της οικογένειάς του όμως, με τίμημα να θαφτεί ζωντανός. Και επιπλέον, ένιωθε πως η ευημερία του Αλί Αλ-Μεγκράζι θα διαρκούσε λίγο, αφού ήταν βυθισμένος με γεροντικό πάθος στην λατρεία της ποίησης, στο χασίς και τις οδαλίσκες, και πολύ σύντομα θα χρεωκοπούσε για τρίτη φορά. Ήταν δίκαιο να θυσιαστεί από τα είκοσι πέντε του σ’ αυτή την απαίσια ζωή;
Ήταν αδύνατον ν’ αγαπήσει τη Λεϊλά, που ήταν όμορφη και άνοστη σαν κιθάρα χωρίς χορδές. Ο Αμπντέλ καταλάβαινε τώρα πόση σημασία είχε στη ζωή του ο Όσκαρ. Δεν ήταν μόνο η προσωπικότητά του, η συντροφικότητα και γ γενναιοδωρία του. Ήταν και ο κόσμος του, ο κοσμοπολιτισμός του, οι σχέσεις του με καλλιτέχνες της Αριστεράς, με άτομα δίχως προκαταλήψεις, ανθρώπους καλλιεργημένους, φίνους.
Τις τελευταίες μέρες, σ’ εκείνη τη τρύπα της Βεγγάζης, όπου κάτω από τη φοινικιά του Αμπντουλάχ απάγγελλε το Κοράνι ή μιλούσε για αγοραπωλησίες, πίστεψε αληθινά ότι θα έχανε τα λογικά του από τη μια στιγμή στην άλλη. (…)
Όταν στεκόταν μπροστά στο ταμείο για να πληρώσει, από τα μεγάφωνα ακούστηκε μια διαπεραστική φωνή που ανακοίνωνε τη λίστα αναμονής για μια πτήση προς Αθήνα.
Αθήνα, Αθήνα…
Σπρωγμένος από μία ακατανόητη δύναμη, έψαξε στο πορτοφόλι του και διαπίστωσε ότι ακόμα δεν είχε λήξει η προσωρινή άδεια παραμονής του στην Ελλάδα. Και σαν τον παχύσαρκο, που ύστερα από ένα χρόνο διαιτητικού ηρωισμού υποκύπτει μπροστά σε μια πολύχρωμη πίτσα αφήνοντας τη μυρωδιά από μοτσαρέλα και πεπερόνι να του τρυπήσει τα ρουθούνια ως την ψυχή, ο Αμπντέλ πλησίασε τα γκισέ των Ολυμπιακών Αερογραμμών και αγόρασε ένα εισιτήριο Ρώμη – Αθήνα – Ρώμη, στην τουριστική θέση.
Ύστερα από τρεις ώρες, στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος έπαιρνε τηλέφωνο και μάθαινε από τον τηλεφωνητή ότι ο Όσκαρ βρισκόταν στο Λονδίνο. Τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν και τον έπιασε ταχυπαλμία. Ωστόσο, ύστερα από μερικά τηλεφωνήματα, εντόπισε τον Ουόρεν, ένα φίλο του Όσκαρ και του είπε πού θα τον έβρισκε.
Και το βράδυ κατάφερε να μιλήσει μαζί του.
«Θέλω να σε δω, έχω ανάγκη να …»
«Μ’ αγαπάς ακόμα;»
«Απελπισμένα, Όσκαρ» είπε και του ξέφυγε ένας λυγμός.

Ντανιέλ Τσαβαρία: Για τα μάτια σου (opera)

Τετάρτη, Μαΐου 13, 2009

No 615

Image Hosted by ImageShack.usSteve Collins (ΗΠΑ)
.
Με μια επιμονή, που ήταν ακόμη πιο εκνευριστική εξαιτίας της ντροπαλότητας και των ανόητων δικαιολογιών που τη συνόδευαν, η Ρόμπιν άρχισε να την αναζητάει. Ερχόταν στη “Γεννήτρια”. Την έπαιρνε έξω να φάνε. Της τηλεφωνούσε τα μεσάνυχτα και φλυαρούσε γι’ ανιαρά θέματα, αυτά που η Ντενίζ παρίστανε τόσο καιρό πως την ενδιέφεραν πάρα πολύ. Ένα κυριακάτικο απόγευμα πέτυχε τη Ντενίζ στο σπίτι της κι ήπιαν μαζί τσάι στο μισό τραπέζι του πινγκ-πονγκ. Η Ρόμπιν διαρκώς κοκκίνιζε και χαχάνιζε.
Καθώς το τσάι κρύωνε, ένα κομμάτι της Ντενίζ σκεπτόταν: Γαμώτο, τώρα μου την πέφτει στ’ αλήθεια.
Αυτό το κομμάτι του εαυτού της λογάριαζε σαν πραγματική απειλή τις εξαντλητικές απαιτήσεις της Ρόμπιν: Θέλει σεξ σε καθημερινή βάση.
Το ίδιο κομμάτι σκεφτόταν επίσης: Θεέ μου, πώς τρώει έτσι;
Και: Δεν είμαι “λεσβία”.
Την ίδια στιγμή, ένα άλλο κομμάτι του εαυτού της ήταν κυριολεκτικά πλημμυρισμένο από πόθο. Δεν είχε αντιληφθεί μέχρι τότε με τόσο απτό τρόπο τι σόι αρρώστια ήταν το σεξ, τα μυστήρια όσα σωματικά συμπτώματα, γιατί ποτέ της δεν είχε πάθει τέτοια πλάκα όπως τώρα με τη Ρόμπιν.
Σε μια παύση της φλυαρίας, η Ρόμπιν μάγκωσε κάτω απ’ το τραπέζι το πινγκ-πονγκ τα πόδια της Ντενίζ, που πάντα φορούσε καλόγουστα παπούτσια με τα δικά της λευκά αθλητικά παπούτσια..
.
Jonathan Franzen : Οι διορθώσεις (Ωκεανίδα)

Πέμπτη, Μαΐου 07, 2009

No 614

Αν ο γνήσιος έρως δεν ήταν παρά μια απλή μέθη, δε θα ‘ταν πραγματικός και δε θάχε τη δύναμη να πραγματοποιήσει το αληθινό μας είναι. Η μέθη αντί να μας κάνει πραγματικούς, δυναμώνοντας τις ανώτερες δυνάμεις της ζωής μας -όπως συμβαίνει στο γνήσιο έρωτα- μας κάνει να χάσουμε ό,τι πιο δικό μας έχουμε μέσα σ' έναν ανόητο αναβρασμό. Μας θολώνει τα μάτια, μας αμβλύνει την αίσθηση της πραγματικότητας, μας απατά με παραισθήσεις, μας εκμηδενίζει την ελευθερία μας -το νόμο και την πηγή του εαυτού μας.
Ο μεθυσμένος δεν έχει ούτε τη δημιουργική δύναμη ούτε την καθαρή όραση ούτε τη γνήσια σοβαρότητα, που κάνουν δυνατή την πιστή επικοινωνία με τον αγαπημένο. Αν ο έρως δεν ήταν παρά μια μέθη, θα ‘ταν από τη φύση του παροδικός και καμμια ανώτερη επιταγή δε θα ‘χε τη δύναμη να του δώσει διάρκεια. Σε μια τέτοια περίπτωση θα ‘πρεπε να ευχώμαστε τη λύτρωσή μας από την πλάνη του.
Ο γνήσιος έρως δεν είναι απλό αίσθημα. Το απλό αίσθημα είναι μια αδυναμία της φύσης μας, που μας κάνει να ξεπέσουμε, ενώ ο έρως είναι μια δύναμη που μας ανυψώνει. Το αίσθημα δεν έχει τη σοβαρότητα και τη σκληρότητα του ερωτικού Νόμου. Κανένα αίσθημα δεν είναι σταθερό.
"Όλα τα αισθήματα" λέει ο Καντ, "πρέπει να κάνουν ό,τι έχουν να κάνουν τη στιγμή της σφοδρότητάς τους, πριν καθησυχάσουν, αλλοιώς δεν κάνουν τίποτα, αφού η καρδιά ξαναγυρίσει με τρόπο φυσικό στη φυσική της, μετρημένη της κίνηση και ξαναπέσει στην πρώτη της ατονία. Γιατί το αίσθημα είναι κάτι που ερεθίζει χωρίς να δυναμώνει".
Αν ο έρως ήταν μόνο αίσθημα, η πίστη θάταν τότε πράγματι "αναπλήρωμα του έρωτος". Κάθε ανώτερη προτροπή πίστης, που πραγματοποιεί την αιωνιότητα στη διάρκεια του πηγαίου έρωτος, θάταν μάταιη.
Ο γνήσιος όμως έρως δεν είναι ούτε μόνο μέθη, ούτε μόνο αίσθημα, μα Νόμος, που μας κάνει να ζήσουμε το απόλυτο, που νομίζουμε πως το ζούμε και στη μέθη, αυτή τη φορά όμως πραγματικά κι όχι σαν πλάνη, -Νόμος, που έρχεται κι αυτός "απ' την καρδιά" όπως το αίσθημα, όχι όμως σαν αδυναμία μα σαν δύναμη της καρδιάς που εξουσιάζει τα αισθήματα. -Ο έρως είναι Νόμος, που δε μοιάζει διόλου ούτε στον ανόητο νόμο της απλής φυσικής αναγκαιότητας, ούτε στον αναιμικό νόμο του απλού ηθικού δέοντος. Έχει την αλύγιστη σκληρότητα του πρώτου, γιατί είναι η μοίρα μας, -μια μοίρα όμως που τη ζούμε σαν ύψιστη ελευθερία μας, -και την επιτακτική δύναμη του δεύτερου, γιατί είναι επιταγή της ελευθερίας μας, -μιας ελευθερίας όμως που τη ζούμε σαν την ύψιστη αναγκαιότητά μας. -Ο νόμος αυτός είναι η πηγή μας, το κοσμογονικό κέντρο της ζωής μας και η ύψιστη επιταγή του είναι μας.
Ο χαμός του θα εσήμαινε το χαμό του Θεού μας και του εαυτού μας. Η σωτηρία του μέσα μας θα εσήμαινε τη σωτηρία των πάντων για μας.
Αυτό είναι το βαθύ νόημα της ερωτικής πίστης, που δεν μπορεί να μας την επιβάλλει καμμιά εξωτερική φωνή, μα μόνο ο νόμος του δικού μας του είναι -και που έχει τη δύναμη όχι μόνο τη ζωή μας, μα και το θάνατό μας ακόμη να πραγματοποιήσει σαν αιώνια πλήρωση.

Δημήτρης Καπετανάκης: Έρως και Χρόνος (Γαλαξίας)

Τετάρτη, Μαΐου 06, 2009

No 613

Image Hosted by ImageShack.usCarl Gustaf Pilo (Σουηδία)

Ο Άβελ

Ο αδελφός μου ο Κάιν ο πληγωμένος, αγαπούσε να κάθεται
Χαϊδεύοντας τον ώμο μου κοντά στον καθρέφτη του νερού
Της ζωής ή του θανάτου, σε κινηματογράφυς μισοφωτισμένους
Από ειρηνικές σκηνές που τελειώναν πάντα με φόνους.

Του άρεσε να μου μιλάει. Η άπληστη φωνή του
Μουρμούριζε το αίνιγμα της ματωμένης δίψας του,
'Η με παρακαλούσε να μην κάνω την οριστική εκλογή μου
Πριν τα πούμε πρώτα οι δυο μας.

Και στο τέλος διάλεξε τον ύστατο για μένα πόνο.
Δεν κατηγορώ το φυσικό του: είναι ο αδελφός μου'
Ούτε αυτό που λένε καιρούς: η αγάπη μας ήταν ελεύθερη,
Θα 'ταν η ίδια σε κάθε εποχή' μα πιο πολύ

Την άχρονη διφορούμενη έννοια των πραγμάτων
Που κάνει τη ζωή μας θάνατο, την αγάπη μας μίσος.
Το αίμα μου που πλημμυράει στην κρεββατοκάμαρα τραγουδάει:
"Είμαι ο αδελφός μου ανοίγοντας τη θύρα."

Δημ. Καπετανάκη: Μυθολογία του ωραίου (Χάρβεϋ)

Τετάρτη, Απριλίου 29, 2009

No 612

Image Hosted by ImageShack.usWalter Nobbe(Ολλανδία)
.
Όλοι λέγανε τότε πως το υπερβολικό ενδιαφέρον του για μένα δεν ήτανε τίποτε άλλο παρά ένα παιχνίδι που έπαιζε ώστε να κάνει τον Αλαίν Ντελόν να ζηλέψει, μια και η φιλική τους σχέση τότε ήταν τεταμένη και καθόλου ειρηνική. Συνέχεια τσακώνονταν σαν το σκύλο με τη γάτα. Πάντα ο Λουκίνο τον παρατηρούσε για τον απότομο τρόπο που φερόταν γενικά. Ειδικά στη Ρόμυ Σνάιντερ, με την οποία ο δεσμός τους περνούσε μια περίοδο πλήξης και όλα έδειχναν πως ο μακρόχρονος αρραβώνας τους θα διαλυόταν. (…)
Το παιχνίδι, όμως, του Λουκίνο δεν έπιασε καθόλου γιατί ο Ντελόν, όπως ήταν έξυπνος και πονηρός, το κατάλαβε αμέσως. Έτσι άρχισε να με παίρνει μαζί του όπου πήγαινε και μου ζητούσε να καθόμαστε σε ξεχωριστό τραπέζι από τους άλλους στα εστιατόρια. Με τον καιρό κατάλαβα πως παιζόταν μεταξύ τους ένα ανταγωνιστικό παιχνίδι ζήλιας και υπεροχής κι εγώ ήμουν το μπαλάκι τους.
(…) Το χειρότερο εκείνης της βραδιάς ήταν πως, αφού ζήτησα απ’ τον Αλαίν να φύγουμε, μετά από αρκετή ώρα, όρμησε κυριολεκτικά πάνω μου, με άρπαξε από τους ώμους και μ’ όλη του τη δύναμη μ’ έβγαλε έξω από το κλαμπ. Μ’ έβαλε μέσα στο αυτοκίνητό του και, αφήνοντας τη Ρόμυ μόνη, οδήγησε με ιλιγγιώδη ταχύτητα και φτάσαμε στην κορυφή του Μόντε Λούκο. Εκεί μείναμε μέχρι που ξημέρωσε και, μετά απ’ τη δική μου επιμονή και τα παρακάλια, επιστρέψαμε στο Σπολέτο, όπου βρήκαμε τη Ρόμυ να κάθεται μόνη της έξω από μια καφετέρια. Τι επακολούθησε μεταξύ τους δεν ξέρω, γιατί τους καληνύχτισα ή μάλλον τους καλημέρισα, και έφυγα να πάω για ύπνο.
Την ίδια μέρα ο Λουκίνο ήταν έξω φρενών και ρωτούσε να μάθει τι ακριβώς είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ, ώστε να αναγκαστεί η Ρόμυ να κλειδωθεί στο δωμάτιό της και να μη θέλει να δει άνθρωπο.

Νικηφόρος Νανέρης: Πριν τα σβήσει ο χρόνος (Καστανιώτης)

Πέμπτη, Απριλίου 23, 2009

Νο 611

Image Hosted by ImageShack.us
Μονάχα, ύστερα’ από κάμποσην ώρα, σαν άρχεψε όξου ο ουρανός να γαλατώνει, βρόμικα ασπρουλιάρικα νησάκια σ’ ένα πέλαγο μελάνη μακριά, πέρα απ’ το τζάμι του παραθύρου, κι άρχεψε ο λεκές στο ταβάνι σιγά σιγά να χλομαίνει, μονάχα τότες αναστέναξε βαριά η Θελιξινόη, κι ύστερα γύρισε και τ’ αγκάλιασε εκείνο το τρελό, τη Λέλα.
Σίμωσε το στόμα της στ’ αυτί του, σα για να της πει κάποιο μεγάλο μυστικό, όμως μυστικό που βάσταξεν ώρα, γιατί άρχεψε να τις φέρνει η τρεμούλα και τις δυο. Και των δυονών τα κατακλείδια τρίζανερ, και μπερδεμένα σκόνταψαν τα γόνατά τους, το ‘να πάνου στ’ άλλο.
…Και σμίξανε τα τσίτσιδα τα κρέατα, κουβάρι και τα δυο κορμιά, αλλού κεφάλια, κι αλλού τα πόδια, και τα χέρια αλλού, άμα σωριάστηκαν οι ζωντανές οι σάρκες, μες στα ποθοπλαντάσματα, και στις βαριές ανάσες, που όλο ανέβαιναν κι ακόμα ανέβαιναν απ’ του κρεβατιού το λάκκο σα για να φτάξουν στο ταβάνι, στο λεκέ…
μα μες’ απ’ τον παραδαρμό, κι από τον ίδρο μέσα, νοσταλγικό φτερούγισμα προς μιαν άγνωστη κι ανείπωτην αγάπη, οι κολασμένες οι ψυχές, αλαφροϊσκιωτες, ανέβαιναν στριφογυρίζοντας κι αυτές στην αντηλιά της λιγοθυμισμένης φλόγας που ξεψυχούσε μπρος στα εικονίσματα… Κι η Παναγιά μεγαλόχαρη με το θεϊκό παιδί στην αγκαλιά της, όλο χαμογελούσε.

Πέτρος Πικρός: Σα θα γίνουμε άνθρωποι (Άγρα)