Γιαννης Τσαρούχης
Θυμάμαι τα χέρια του να κόβουν το μαλακό χαρτόνι και να το ζωγραφίζουν, σχηματίζοντας τα φυλλαράκια- περνώντας επιδέξια και το λεπτό σύρμα- που χρειάζονταν στο σκηνικό για το «Φυντανάκι» που ανέβασε το «Θέατρο Τέχνης» πριν από δύο χρόνια. Ενώ δούλευε τη λεπτομέρεια, δεν είχε καμιά ανυπομονησία για το τελικό αποτέλεσμα. Η επιμέλειά του, βέβαια, ήταν τόση ώστε αν και διαμόρφωνε, λεπτομέρεια στη λεπτομέρεια, ένα σύνολο θαυμαστό, δεν φαινόταν να το έχει στο μυαλό του, ή να τον απασχολεί, την ώρα που χαιρόταν την ποίηση της επιδεξιοσύνης του και του ξοδέματός του. Το αποτέλεσμα το αντιμετώπιζε και ο ίδιος, εκ των υστέρων, με ανυπόκριτη καλλιτεχνική αγωνία, αλλά δεν ήταν ο λόγος που γι΄ αυτόν είχε αφοσιωθεί στην εργασία του. Το αποτέλεσμα για τον Τσαρούχη ήταν η ίδια η εργασία, γι΄ αυτό και η εργασία ήταν συνεχής. Η αίσθηση αυτή γινόταν πολύ αμεσότερη όταν δούλευε κανείς μαζί του πάνω σε κείμενά του.
Για δέκα ολόκληρα χρόνια είχα τη χαρά και την τιμή να μου υπαγορεύσει πλήθος κείμενά του, ή να τον ακούω να διορθώνει παλιότερά του. Μόνο αν μπορούσε να νοηθεί πανεπιστήμιο, ή σχολή, στον κόσμο που αυθόρμητα θα προσέρχονταν οι σπουδαστές, ανυπόμονοι να ξημερώσει, ή περιχαρείς που υπάρχει η επόμενη μέρα, για ν΄ ακούσουν τους δασκάλους τους, μπορεί να συγκριθεί μ΄ όσα ζήσαμε στο εργαστήρι, ή στο υπνοδωμάτιό του, που κι αυτό ανάλογα με τις ανάγκες μεταβαλλόταν σε εργαστήρι. Είτε ο λόγος έτρεχε σα νεράκι, ξέροντας όμως να του δίνει τον κατάλληλο βηματισμό ώστε να προλαβαίνει ο άλλος να τον καταγράφει, είτε σταματούσε δήθεν για να βρει μια λέξη, στην ουσία όμως για να παρασυρθούμε, όλοι μαζί, σε ιστορίες άσχετες με το κείμενο που γραφόταν, δεν υπήρχε ούτε μια στιγμή που να μην ανασαίνουμε όλοι μας φυσιολογικά, φιλικά, όπως σε μια συντροφιά που απλά κάποιος συμβαίνει να αφηγείται ιστορίες, ενώ οι υπόλοιποι έτυχε να μην έχουν παραβρεθεί στο ξετύλιγμά τους. Μπορεί να μιλούσε για τον Ζαν Κοκτώ, ή τον Λουκίνο Βισκόντι, την Μαρία Κάλλας, ή τον Φράνκο Ζεφιρέλι, αλλά αν τους θυμόταν δεν ήταν για κείνα που είχανε κάνει ή είχανε πει. Τους θυμόταν για περιστατικά της ζωής τους που μόνον ο ίδιος ο Τσαρούχης είχε προσέξει, για τους καθημερινούς τους φόβους, για τις αδυναμίες τους, για τα όνειρά τους, για τις σχέσεις τους με τους φίλους τους, κάνοντάς τους όλους τόσο απτούς και συγκεκριμένους ώστε μπορούσε να τους φαντάζεται κανείς ζωντανούς στο διπλανό δωμάτιο.
Θανάσης Θ. Νιάρχος: Γιάννης Τσαρούχης. Καθάπερ φερομένης βιαίας πνοής ( Καστανιώτης)
Θυμάμαι τα χέρια του να κόβουν το μαλακό χαρτόνι και να το ζωγραφίζουν, σχηματίζοντας τα φυλλαράκια- περνώντας επιδέξια και το λεπτό σύρμα- που χρειάζονταν στο σκηνικό για το «Φυντανάκι» που ανέβασε το «Θέατρο Τέχνης» πριν από δύο χρόνια. Ενώ δούλευε τη λεπτομέρεια, δεν είχε καμιά ανυπομονησία για το τελικό αποτέλεσμα. Η επιμέλειά του, βέβαια, ήταν τόση ώστε αν και διαμόρφωνε, λεπτομέρεια στη λεπτομέρεια, ένα σύνολο θαυμαστό, δεν φαινόταν να το έχει στο μυαλό του, ή να τον απασχολεί, την ώρα που χαιρόταν την ποίηση της επιδεξιοσύνης του και του ξοδέματός του. Το αποτέλεσμα το αντιμετώπιζε και ο ίδιος, εκ των υστέρων, με ανυπόκριτη καλλιτεχνική αγωνία, αλλά δεν ήταν ο λόγος που γι΄ αυτόν είχε αφοσιωθεί στην εργασία του. Το αποτέλεσμα για τον Τσαρούχη ήταν η ίδια η εργασία, γι΄ αυτό και η εργασία ήταν συνεχής. Η αίσθηση αυτή γινόταν πολύ αμεσότερη όταν δούλευε κανείς μαζί του πάνω σε κείμενά του.
Για δέκα ολόκληρα χρόνια είχα τη χαρά και την τιμή να μου υπαγορεύσει πλήθος κείμενά του, ή να τον ακούω να διορθώνει παλιότερά του. Μόνο αν μπορούσε να νοηθεί πανεπιστήμιο, ή σχολή, στον κόσμο που αυθόρμητα θα προσέρχονταν οι σπουδαστές, ανυπόμονοι να ξημερώσει, ή περιχαρείς που υπάρχει η επόμενη μέρα, για ν΄ ακούσουν τους δασκάλους τους, μπορεί να συγκριθεί μ΄ όσα ζήσαμε στο εργαστήρι, ή στο υπνοδωμάτιό του, που κι αυτό ανάλογα με τις ανάγκες μεταβαλλόταν σε εργαστήρι. Είτε ο λόγος έτρεχε σα νεράκι, ξέροντας όμως να του δίνει τον κατάλληλο βηματισμό ώστε να προλαβαίνει ο άλλος να τον καταγράφει, είτε σταματούσε δήθεν για να βρει μια λέξη, στην ουσία όμως για να παρασυρθούμε, όλοι μαζί, σε ιστορίες άσχετες με το κείμενο που γραφόταν, δεν υπήρχε ούτε μια στιγμή που να μην ανασαίνουμε όλοι μας φυσιολογικά, φιλικά, όπως σε μια συντροφιά που απλά κάποιος συμβαίνει να αφηγείται ιστορίες, ενώ οι υπόλοιποι έτυχε να μην έχουν παραβρεθεί στο ξετύλιγμά τους. Μπορεί να μιλούσε για τον Ζαν Κοκτώ, ή τον Λουκίνο Βισκόντι, την Μαρία Κάλλας, ή τον Φράνκο Ζεφιρέλι, αλλά αν τους θυμόταν δεν ήταν για κείνα που είχανε κάνει ή είχανε πει. Τους θυμόταν για περιστατικά της ζωής τους που μόνον ο ίδιος ο Τσαρούχης είχε προσέξει, για τους καθημερινούς τους φόβους, για τις αδυναμίες τους, για τα όνειρά τους, για τις σχέσεις τους με τους φίλους τους, κάνοντάς τους όλους τόσο απτούς και συγκεκριμένους ώστε μπορούσε να τους φαντάζεται κανείς ζωντανούς στο διπλανό δωμάτιο.
Θανάσης Θ. Νιάρχος: Γιάννης Τσαρούχης. Καθάπερ φερομένης βιαίας πνοής ( Καστανιώτης)