Γιάννης Τσαρούχης
Μα δε χρειάστηκε να μου πει τίποτα. Τά’ μαθα απ’ τη μαμά. Μου τά’ πε με μια σκληρότητα που αν της έχω συγχωρήσει είναι μόνον επειδή ξέρω πόσο ακριβά το πλήρωσε στον αγαπημένο της το γιο. Ό,τι κοροϊδεύει κανείς σ’ αυτό τον κόσμο, το λούζεται. «Πάψε να μας ζαλίζεις» μου λέει, «έτσι κι έτσι έχουν τα πράματα». Όλα τά’ χε βάλει ο νους μου εκτός απ' αυτό. Έκλαψα, χτυπήθηκα, μα ύστερ’ άρχισα να σκέφτομαι: κι αν είναι αλήθεια; Κι αποφάσισα να δω τον Αργύρη και να του μιλήσω. (Συνήθως συναντιόμασταν μπροστά στην Ακαδημία.) Αλλά όταν ήρθε εκείνη η στιγμή ήμουνα τόσο ταραγμένη, που ήταν αδύνατον να μιλήσω ήρεμα. Του είπα, χωρίς περιστροφές, ότι ο θείος Μαρκούσης είχε βάλει έναν άνθρωπο της εμπιστοσύνης του να τον παρακολουθήσει κι έμαθαν ότι είχε σχέσεις μ’ έναν…
Δεν τελείωσα τη φράση μου. Τον είδα να κοκκινίζει και κατάλαβα ότι ήξερε τι εννοούσα. Τον κοιτούσα άφωνη, παρακαλώντας από μέσα μου να μου πει πως είναι ψέματα. Ακόμα και σήμερα διερωτώμαι τι απ’ την κατηγορία ήταν αλήθεια και τι ψέμα. Ένας αθώος άντρας θα το ‘ριχνε στο σορολόπ ή θα θύμωνε και θά’ λεγε πως τον συκοφαντούσαν άδικα. Θα μού’ λεγε πως ήμουνα τρελή να τους πιστεύω, θα μ’ έπιανε και θα με φιλούσε. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να μου κλείσει το στόμα. Μα ο Αργύρης κοκκίνισε, ύστερα χλώμιασε, με κοίταξε καλά-καλά στα μάτια –ποτέ όσο ζω δε θα ξεχάσω εκείνο το βλέμμα- έβαλε τα χέρια στις τσέπες, και σηκώθηκε κι έφυγε, χωρίς να πει λέξη. Κι έμεινα μόνη μου κάτω απ’ το άγαλμα του Πλάτωνος, άναυδη, παρακαλώντας ν’ ανοίξ’ η γη να με καταπιεί.
Κώστας Ταχτσής: Το τρίτο στεφάνι (Ερμής)
Μα δε χρειάστηκε να μου πει τίποτα. Τά’ μαθα απ’ τη μαμά. Μου τά’ πε με μια σκληρότητα που αν της έχω συγχωρήσει είναι μόνον επειδή ξέρω πόσο ακριβά το πλήρωσε στον αγαπημένο της το γιο. Ό,τι κοροϊδεύει κανείς σ’ αυτό τον κόσμο, το λούζεται. «Πάψε να μας ζαλίζεις» μου λέει, «έτσι κι έτσι έχουν τα πράματα». Όλα τά’ χε βάλει ο νους μου εκτός απ' αυτό. Έκλαψα, χτυπήθηκα, μα ύστερ’ άρχισα να σκέφτομαι: κι αν είναι αλήθεια; Κι αποφάσισα να δω τον Αργύρη και να του μιλήσω. (Συνήθως συναντιόμασταν μπροστά στην Ακαδημία.) Αλλά όταν ήρθε εκείνη η στιγμή ήμουνα τόσο ταραγμένη, που ήταν αδύνατον να μιλήσω ήρεμα. Του είπα, χωρίς περιστροφές, ότι ο θείος Μαρκούσης είχε βάλει έναν άνθρωπο της εμπιστοσύνης του να τον παρακολουθήσει κι έμαθαν ότι είχε σχέσεις μ’ έναν…
Δεν τελείωσα τη φράση μου. Τον είδα να κοκκινίζει και κατάλαβα ότι ήξερε τι εννοούσα. Τον κοιτούσα άφωνη, παρακαλώντας από μέσα μου να μου πει πως είναι ψέματα. Ακόμα και σήμερα διερωτώμαι τι απ’ την κατηγορία ήταν αλήθεια και τι ψέμα. Ένας αθώος άντρας θα το ‘ριχνε στο σορολόπ ή θα θύμωνε και θά’ λεγε πως τον συκοφαντούσαν άδικα. Θα μού’ λεγε πως ήμουνα τρελή να τους πιστεύω, θα μ’ έπιανε και θα με φιλούσε. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να μου κλείσει το στόμα. Μα ο Αργύρης κοκκίνισε, ύστερα χλώμιασε, με κοίταξε καλά-καλά στα μάτια –ποτέ όσο ζω δε θα ξεχάσω εκείνο το βλέμμα- έβαλε τα χέρια στις τσέπες, και σηκώθηκε κι έφυγε, χωρίς να πει λέξη. Κι έμεινα μόνη μου κάτω απ’ το άγαλμα του Πλάτωνος, άναυδη, παρακαλώντας ν’ ανοίξ’ η γη να με καταπιεί.
Κώστας Ταχτσής: Το τρίτο στεφάνι (Ερμής)