Ken Landon Buck (ΗΠΑ)
Έχω την εντύπωση πως εμείς οι άνθρωποι αποδίδουμε, κατά κανόνα, τις απιστίες που μας κάνουν όσοι αγαπάμε σε παράγοντες εντελώς διαφορετικούς απ’ τους πραγματικούς. Για παράδειγμα όλοι μας αρνιόμαστε πεισματικά να παραδεχτούμε πως μπορεί το πρόσωπο που αγαπάμε να μας απάτησε μόνο και μόνο επειδή μας βρίσκει ανεπαρκείς κι επιμένουμε να πιστεύουμε πως οι απιστίες οφείλονται σε εντελώς τυχαία κι εξωτερικά γεγονότα. Κάτι τέτοιο μας προσφέρει ισχυρό επιχείρημα ικανό να δικαιολογήσει σε μας τους ίδιους τις κάθε λογής προσπάθειες –τίμιες ή άτιμες- που κάνουμε για να αποσπάσουμε το αγαπημένο μας πρόσωπο από τα νύχια του ξελογιαστή του. Βέβαια η λέξη «ξελογιαστής» φοβάμαι πως δεν είναι εντελώς εύστοχη αλλά ας το παραβλέψουμε αφού είναι σίγουρο πως καταλαβαίνετε πολύ καλά τι θέλω να πω. Αν λάβουμε λοιπόν υπόψη μας όλ’ αυτά είμαστε υποχρεωμένοι πια να παραδεχτούμε μιαν αλήθεια τόσο χειροπιαστή όσο και τα ίδια τα πράγματα και ν’ αναγνωρίσουμε πως η απιστία του συγκεκριμένου ατόμου οφείλεται στην εμφάνιση κάποιου προσώπου πολύ πιο γοητευτικού από μας τους ίδιους. Αυτού του είδους βέβαια η συνειδητοποίηση σημαίνει πως έχουμε πάψει πια να ‘μαστε νέοι, πράγμα που δεν πρέπει όμως να τ’ αφήσουμε να μας ασπρίσει πρόωρα τα μαλλιά ή να γράψει κάποιες βαθιές ρυτίδες στα πρόσωπά μας.
Έτσι δεν ένιωσα καθόλου πιο νέος όταν μπήκα στο μπαρ της Φοίβης κι έψαξα παντού ακόμα και μες στις τουαλέτες του μήπως κι ανακαλύψω σε κείνη την όαση του 4ου Ανατολικού Δρόμου, τα ίχνη του Τσάρλυ και του Γραντ Λοθ, που είχαν δηλώσει πως θα ‘ρχονταν για πιπερωμένο κρέας και βότκα.
Αφού ερεύνησα σαν κυνηγόσκυλο κάθε γωνιά, απευθύνθηκα στον μπάρμαν και τον ρώτησα αν είχε δει τον Γραντ Λοθ μαζί μ’ ένα αγόρι με μακριά μαλλιά.
- Πώς τον είπες;
- Λοθ. Γραντ Λοθ.
- Ούτε που το ‘χω ακούσει ποτέ αυτό τ’ όνομα.
Η δήλωση του μπάρμαν πως δεν ήξερε τον Γραντ Λοθ μ’ ανακούφισε κάπως, επειδή ως εκείνη τη στιγμή πίστευα ακράδαντα πως ο συγκεκριμένος ομορφονιός ήταν τακτικός θαμώνας σ’ όλα τα κοσμικά κέντρα όχι μόνο των εκκεντρικών συνοικιών αλλά και του ίδιου του κέντρου της πόλης, όπου και του είχαν δώσει το κάπως θηλυκό παρατσούκλι.
Τεννεσή Ουίλλιαμς: Μια γυναίκα που την έλεγαν Μωυσή (Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος)
Έχω την εντύπωση πως εμείς οι άνθρωποι αποδίδουμε, κατά κανόνα, τις απιστίες που μας κάνουν όσοι αγαπάμε σε παράγοντες εντελώς διαφορετικούς απ’ τους πραγματικούς. Για παράδειγμα όλοι μας αρνιόμαστε πεισματικά να παραδεχτούμε πως μπορεί το πρόσωπο που αγαπάμε να μας απάτησε μόνο και μόνο επειδή μας βρίσκει ανεπαρκείς κι επιμένουμε να πιστεύουμε πως οι απιστίες οφείλονται σε εντελώς τυχαία κι εξωτερικά γεγονότα. Κάτι τέτοιο μας προσφέρει ισχυρό επιχείρημα ικανό να δικαιολογήσει σε μας τους ίδιους τις κάθε λογής προσπάθειες –τίμιες ή άτιμες- που κάνουμε για να αποσπάσουμε το αγαπημένο μας πρόσωπο από τα νύχια του ξελογιαστή του. Βέβαια η λέξη «ξελογιαστής» φοβάμαι πως δεν είναι εντελώς εύστοχη αλλά ας το παραβλέψουμε αφού είναι σίγουρο πως καταλαβαίνετε πολύ καλά τι θέλω να πω. Αν λάβουμε λοιπόν υπόψη μας όλ’ αυτά είμαστε υποχρεωμένοι πια να παραδεχτούμε μιαν αλήθεια τόσο χειροπιαστή όσο και τα ίδια τα πράγματα και ν’ αναγνωρίσουμε πως η απιστία του συγκεκριμένου ατόμου οφείλεται στην εμφάνιση κάποιου προσώπου πολύ πιο γοητευτικού από μας τους ίδιους. Αυτού του είδους βέβαια η συνειδητοποίηση σημαίνει πως έχουμε πάψει πια να ‘μαστε νέοι, πράγμα που δεν πρέπει όμως να τ’ αφήσουμε να μας ασπρίσει πρόωρα τα μαλλιά ή να γράψει κάποιες βαθιές ρυτίδες στα πρόσωπά μας.
Έτσι δεν ένιωσα καθόλου πιο νέος όταν μπήκα στο μπαρ της Φοίβης κι έψαξα παντού ακόμα και μες στις τουαλέτες του μήπως κι ανακαλύψω σε κείνη την όαση του 4ου Ανατολικού Δρόμου, τα ίχνη του Τσάρλυ και του Γραντ Λοθ, που είχαν δηλώσει πως θα ‘ρχονταν για πιπερωμένο κρέας και βότκα.
Αφού ερεύνησα σαν κυνηγόσκυλο κάθε γωνιά, απευθύνθηκα στον μπάρμαν και τον ρώτησα αν είχε δει τον Γραντ Λοθ μαζί μ’ ένα αγόρι με μακριά μαλλιά.
- Πώς τον είπες;
- Λοθ. Γραντ Λοθ.
- Ούτε που το ‘χω ακούσει ποτέ αυτό τ’ όνομα.
Η δήλωση του μπάρμαν πως δεν ήξερε τον Γραντ Λοθ μ’ ανακούφισε κάπως, επειδή ως εκείνη τη στιγμή πίστευα ακράδαντα πως ο συγκεκριμένος ομορφονιός ήταν τακτικός θαμώνας σ’ όλα τα κοσμικά κέντρα όχι μόνο των εκκεντρικών συνοικιών αλλά και του ίδιου του κέντρου της πόλης, όπου και του είχαν δώσει το κάπως θηλυκό παρατσούκλι.
Τεννεσή Ουίλλιαμς: Μια γυναίκα που την έλεγαν Μωυσή (Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος)