Παρασκευή, Οκτωβρίου 16, 2009

Νο 644

Image Hosted by ImageShack.us Αλμαλιώτης Στέφανος
.
(…) τρέχω, τρέχω, τρέχω, τρέχω, ονειρεύομαι τον μυστικό ψαλμό των Αράβων μεταξύ τους, σύντροφοι, σε βρίσκω και σε πιάνω απ’ το μπράτσο, θέλω τόσο πολύ ένα δωμάτιο και είμαι μούσκεμα, μάμα, μάμα, μάμα, μη λες τίποτα, μην κουνιέσαι, σε κοιτάζω, σ’ αγαπώ, φίλε, εγώ φίλε αναζητούσα κάποιον να είναι κάτι σαν άγγελος, μέσα σ’ αυτό το μπορντέλο, και είσαι εδώ, σ’ αγαπώ, και τα ρέστα, μπύρα, μπύρα, και εξακολουθώ πάντα να μην ξέρω πώς να το πω, τι πολτός, σκέτο μπορντέλο, φίλε, κι έπειτα συνέχεια αυτή η βροχή, η βροχή, η βροχή, η βροχή»

B-M Koltés: Η νύχτα μόλις πριν από τα δάση (Άγρα)

2 σχόλια:

ReyCorazón είπε...

Koltes, Bernard - Marie

Ο Μπερνάρ-Μαρί Κολτές, γόνος μιας καθολικής μεσοαστικής οικογένειας, γεννήθηκε στο Μετς, στις 9 Απριλίου 1948. Μαθήτευσε κοντά στους Ιησουίτες, των οποίων η σκέψη και η ρητορική, χαρακτηριστικά στοιχεία αυτής της εκπαίδευσης, θα επηρεάσουν τους διαλόγους των έργων που θα γράψει. Πρώτη του αληθινή θεατρική συγκίνηση η Μαρία Κοζαρές στη Μήδεια του Σενέκα. Ταξίδεψε πολύ: Νέα Υόρκη, Λατινική Αμερική, Ρωσία. Θεατρικά του έργα: "Sallinger" και "Η νύχτα πριν τα δάση" (1977), "Μάχη νέγρου και σκύλων" (1979), "Δυτική αποβάθρα" και "Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι" (1985), "Ταμπατάμπα" (1986), "Η επιστροφή στην έρημο" και "Ρομπέρτο Ζούχο" (1988), και τα μυθιστορήματά του: "Η φυγή με άλογο μακριά στην πόλη" (1970), και το ημιτελές "Πρόλογος". Πέθανε το 1989 στο Παρίσι, αφού είδε όλα του τα έργα στο φως της σκηνής.

www.books.gr

Ανώνυμος είπε...

Στη "Νύχτα Μόλις Πριν Από Τα Δάση" κάποιος ξένος, κάποιος όχι «τελείως από εδώ», τρέχει πίσω από κάποιον «ακόμα παιδί», τον αποκαλεί «φίλε», του ζητά φωτιά, ένα δωμάτιο για να περάσει ένα μέρος της νύχτας, και τον καλεί για ένα καφέ. Κάποιος που δε φυλάγεται κάτω από τη βροχή κι αυτή πέφτει πάνω στα μαλλιά και τα ρούχα. Κάποιος ξένος σε όσους είναι από ‘δω, όποιοι κι αν είναι αυτοί και όπου κι αν είναι το εδώ. Τρέχει κάτω από τη βροχή και τολμά να ζητήσει τα πάντα, από φωτιά ως κι έναν ουρανό ολάκερο. Ίσως να τολμά να ζητήσει, γιατί δεν έχει να χάσει τίποτα, ίσως πάλι, επειδή δεν έχει τίποτα. Καταμεσής μιας πόλης, μόνος, ξένος, ανυπεράσπιστος, άφραγκος, άνεργος, μόνος. Κι όμως, αυτός ο ξένος, ο μόνος, δεν προτρέπει, αλλά απαιτεί, απαιτεί να υπερασπίσουμε όποιον είναι ακόμα παιδί και αλητεύει, και μαζί του και το δικαίωμα να αλητεύει. Ψάχνει λίγο χορτάρι, τη σκιά των δέντρων. Και ονειρεύεται, ελπίζει, ψάχνει κάπου να κρατηθεί, ένα χέρι, ένα φίλο, κάποιον ν’ αγαπήσει.