Τετάρτη, Ιουνίου 08, 2005

Νο 65

Image Hosted by ImageShack.us
David Hockney (M.Bρετανία)
.
Ο ΑΝΤΙΚΑΒΑΦΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΡΩΤΗ ΑΝΤΙΚΑΒΑΦΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ

Η κριτική μες τους αιώνες άλλους επαίνεσε περισσότερο κι άλλους λιγότερο. Κανείς πάντως δεν ξέφυγε τελείως από την αρνητική κριτική για το έργο του ή για τμήμα αυτού. Ο Καβάφης δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση.
Έτσι δεν πρέπει να μας προκαλεί καμία εντύπωση η οποιαδήποτε κριτική όσο αρνητική κι αν είναι στο έργο του.
Ο Ροβέρτος Κάμπος ( ψευδώνυμο) έγραψε ένα κριτικό δοκίμιο κατά του Καβάφη το 1912 σωστό λίβελο.
«Ο αντικαβαφικός λίβελος του 1912» όπως ονομάστηκε δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί από πιο χέρι γράφτηκε. Από τον δεύτερο τη τάξη ποιητή της Αιγύπτου τον Πέτρο Μάγνη ή από άλλη άγνωστη πένα που έφερε πάντως την υπογραφή «Ροβέρτος Κάμπος». Κυκλοφόρησε πάντως σε σχήμα 8ον , 28Χ19 αποτελούμενη από 26 καλλιτεχνικά δεμένες σελίδες.
Ο υπογράφων ήταν καταιγιστικός «...Για να είμαι βραχύλογος θα το πω, η αλήθεια ξάστερα πρέπει να λέγεται, η ποίηση του κυρίου Καβάφη δε με συγκινεί πουθενά, σε κανένα του μα όλως διόλου κανένα ποίημα του. Δε βλέπω δεν αισθάνομαι την αρμονία το κυριότερο χαρακτηριστικό της ποίησης»
Την περίοδο που ήδη ο Αλεξανδρινός είχε ανέβει ως ποιητής ήρθε ο λίβελος του Κάμπου να ταράξει τα νερά. Ο Κάμπος κατέκρινε και τη φιλοσοφική θεώρηση της ζωής από τον Καβάφη.
«..Πολλοί έμαθα από τους θαυμαστές του Κυρίου Καβάφη τόνε θεωρούνε τρανό της ζωής φιλόσοφο, λένε πως η εξωφρενική αυτή ποίηση κρύβει μέσα της κάτι που δε μπορεί να πέσει στην αντίληψη του καθενού : Αν ο Κος Καβάφης είναι ή δεν είναι φιλόσοφος αυτό δε με μέλει, ο Κος Καβάφης έγραψε ή καλύτερα αποπειράθηκε να γράψει ποιήματα , γι αυτό ίσα ίσα έπρεπε να μείνει πρώτα ποιητής κι αν το κατόρθωνε κομμάτι δύσκολο με την αντίληψη πούχει περί ποίησης, ας τόριχνε κατόπιν και στη φιλοσοφία.»
Κι αφού συνεχίζει λέγοντας πως ένας αληθινός ποιητής δεν μπορεί να είναι φιλόσοφος αλλά ούτε κι ένας φιλόσοφος ποιητής πιάνει την ουσία της ποίησης του Καβάφη και την καταλύει.
«...Τι λοιπόν οι θαυμαστές του Κυρίου Καβάφη θαυμάζουν στα ποιήματα του αφού ούτε αρμονία ,ούτε μέτρο , ούτε γλωσσικός πλούτος υπάρχει, ούτε τίποτε άλλο ποιητικό προσόν; Τη φιλοσοφία - αβέβαιος κι αυτή - θα θαυμάζουν ; Αλλά κι η φιλοσοφίας την ονομάσουμε έτσι , είναι όχι μόνο τετριμμένη αλλά κι αστεία , δηλαδή πράματα που λέγονται κάθε μέρα χωρίς καμία φιλοσοφική αξίωση.
Λοιπόν τι θαυμάζουν; Θαυμάζουν το παράξενο του ύφους του ; αλλά δεν είναι παράξενο καθόλου ! από πότες είναι ή έγινε original ο πεζός λόγος;»
Κι ο Κάμπος συνεχίζει ..απορρίπτοντας στην ουσία όλα του τα ποιήματα αφήνοντας μόνον ένα στην άκρη. Είναι κατά τη γνώμη μας προφανές ότι ο Κάμπος ή όποιος τέλος πάντων κρυβόταν πίσω από αυτό το ψευδώνυμο πιστεύει μέχρι κεραίας αυτά που λεει, τα υποστηρίζει με πάθος και προσπαθεί να πείσει για την θέση του αυτή. Ο κριτικός του λίβελου πιστεύει αυτά που λεει. Δεν προσπαθεί να ρίξει λάσπη ή να λοιδορήσει. Ταυτόχρονα όμως δεν έχει το σθένος να βάλει την υπογραφή του κάτω από το κείμενο. Και συνεχίζει
«...Ποίο τέλος είναι το αγνό του ποίημα; ποίο το βασανισμένο το σκαλισμένο επάνω στους κανόνες να όχι της ποίησης τουλάχιστον του γούστου ; λυπούμε πολύ να πω πως κανένα , ή μάλλον μόνο ένα το ποίημα, «Ένας γέρος». Μάλιστα αυτό είναι ποίημα έχει τη σειρά του, του λείπει εκείνη η ανακατωσούρα της φιλοσοφίας, απουσιάζουν εκείνα τα συμβολικά παράξενα μέτρα κατορθώνω να φανταστώ το φτωχό γέρο που κλαιει τα νιάτα του και με πόνο να τον θεωρώ στο τέλος.»
Σε μελέτη του Δημ. Ν. Παντελοδήμου Dr Φιλοσοφίας των Πανεπιστημίων Λυών και Αθηνών του 1970 θεωρεί ότι ο Μάγνης - ένας λαμπρός ποιητής, ο σπουδαιότερος μετά τον Καβάφη ποιητής της Αλεξάνδρειας κατά τον Ξενόπουλο - δεν είναι ο συγγραφέας του λίβελου του 1912 (παρόλες τις φήμες ) και ότι δημιουργός του είναι ένας Αμοιραδάκης , γιος γιατρού. Στηρίζει δε τα επιχειρήματα του στο γεγονός ότι το γλωσσικό ύφος του Μάγνη ήταν διαφορετικό αλλά και ότι ποτέ του επίσημα δεν καταφέρθηκε εναντίον του Καβάφη.
Θα πρέπει όμως να πούμε ότι σε συνέντευξη του στην εφημερίδα ταχυδρόμος της Αλεξάνδρειας ο Μάγνης καταφέρεται έμμεσα κατά του Καβάφη απαντώντας στην ερώτηση.
«Σ΄αυτή την αυτοεξορία σας ποιός Αλεξανδρινός συγγραφεύς σας συντροφεύει;»
«Κάθε άλλος εκτός απ' τον Καβάφη. Όχι πως δεν αναγνωρίζω την αξία του. Στο είδος του υπήρξε μεγάλος. Άνοιξε καινούργιους δρόμους στη στιχουργική , την ποίηση από ρητορική και ξώπετση την μετέτρεψε σε ολιγόλογη και εγκεφαλική , επρωτοτύπησε σε θέματα , γρίκησε ρίγη ηδονής στ' αντίκρισμα της νεανικής σάρκας, εξύμνησεν όσο λίγοι την απολλώνιο ομορφιά.»
«Τι παράπονο , λοιπόν έχετε κατά των οπαδών του Καβάφη»;
«Με το να τον ανακηρύξουν θεό και να ασχοληθεί η κριτική επί ολόκληρον γενεάν αποκλειστικά με το έργο του, παραμερίστηκαν άλλες αξιόλογες εργασίες , που στο είδος τους κι αυτές και τέχνης αρκετήν είχαν και θείας πνοής σε σημείον που αν προσέχονταν , θα εκτιμώντουσαν ασφαλώς και θα πρόσθεταν νέους τίτλους στο νεοαλεξανδρινό πνεύμα»
Θα λέγαμε είναι φανερή η ζήλια στα λεγόμενα του Μάγνη μέσα από την θέση του για έναν υπέρ του δέοντος υπερκαβαφισμό που όντως επικρατούσε. Πάντως ο Στρατής Τσίρκας ήταν βέβαιος για την πατρότητα του λίβελου του 1912 λέγοντας.
«Για πολλά χρόνια στο αρχείο των σεσημασμένων καβαφοφάγων , το δελτίο του γενάρχη τους Ροβέρτου Κάμπου έμεινε δίχως φωτογραφία. Αλλά τώρα ξέρουμε πως πίσω από το λεβαντίνικο αυτό ψευδώνυμο. Κρυβόταν ο ποιητής Πέτρος Μάγνης...
Ομοίως ο καθηγητής Γ. Π. Σαββίδης ταυτίζει τον Κάμπο με τον Μάγνη, το ίδιο και ο Ι. Μ. Χατζηφώτης.
Γεγονός είναι ότι ο «Κάμπος» πέτυχε το στόχο του . Να μείνει στην ιστορία σαν ο συγγραφέας του λίβελου του 1912. Μπορεί να μην το πέτυχε σαν ποιητής ήσαν ότι άλλο αλλά το πέτυχε με αυτόν το τρόπο. Ήταν όμως ο Μάγνης ο συγγραφέας του λίβελου του 1912;
Ο λίβελος του 1912 ήταν η πλέον ξεκάθαρη επίθεση κατά του καβαφικού έργου. Αιχμές όμως καθώς και διαφωνίες κεκαλυμμένες ή όχι συναντάμε και αλλού.
Ο Άγγελος Δόξας σε παλαιό μελέτημα του σε εφημερίδα με τον τίτλο «Ο πανηδονισμός του Καβάφη» αναφέρει
«Τόσο η εγκεφαλική σκέψη που χαρακτηρίζει τα γραπτά του Καβάφη όσο και ο ανώμαλος ψυχισμός του είχαν άμεση επίδραση στην γλωσσολογική του έκφραση. Μπορεί κανείς να λάβει υπ ' όψη ότι δεν έμαθε την Ελληνική γλώσσα παρά καθυστερημένα και τεχνητά, ή ότι μιμήθηκε προγενέστερος έλληνες ποιητές που έγραψαν σε καθαρεύουσα αλλά ούτε το ένα ούτε το άλλο εξηγούν την γλωσσολογική διαστροφή που παρουσιάζει όταν μέσα στην καθαρεύουσα που χρησιμοποιεί συνευρίσκονται λέξεις δημοτικής ή ιδιωματισμοί ανατολίτικοι ή προκαλεί συνεύρεση μιας λέξης της καθαρεύουσας με μια της δημοτικής. Άλλοτε πάλι παραμορφώνει τις λέξεις δημιουργώντας μια Τρίτη διάλεκτο , ούτε καθαρεύουσα ούτε δημοτική , ανάλογη με το τρίτο φύλο που τόσο τον ηδονίζει. Έτσι δεν λεει ούτε «ύαλος» ούτε «γυαλί» αλλά «υαλί », δεν λεει ούτε «ίασμος» ούτε «γιασεμί» αλλά «ιασεμί...
Είναι φανερά καυστικός ο Δόξας όχι χωρίς επιχειρήματα αλλά ακόμα κι ο Τ. Μαλάμος που γνώρισε από κοντά τον Καβάφη κι είναι ο πιο υπεύθυνος μελετητής του αναφέρει.
Το έργο του Καβάφη , έργο εγκεφαλικό , δεν μπορεί να συγκινήσει παρά ένα περιορισμένο κύκλο ευπαθών της ποίησης ...Είναι το έργο ενός ηδονιστή μάλλον και οι κάποιοι τόνοι συγκρατημένης απελπισίας που υπάρχουν σ΄αυτό μέσα, οφείλονται στις δυσκολίες που έβαζε η κοινωνία , ως χθες ακόμα στον παράνομο ηδονισμό του».
Σε κριτική του στην «Εστία» σε μιαν βαθιά ανάλυση της γλωσσικής τέχνης του Καβάφη ο Τέλλος Άγρας μεταξύ άλλων ομιλεί για κακούς στίχους.
«...Όλοι οι πολυσύλλαβοι του στίχοι είναι κακοί. Άλλοι είναι άτμητοι, δηλαδή οι τομή τους δεν συμπίπτει μαζί με το τέλος της λέξεως, αλλά συμβαίνει μέσα στην λέξη , ή ανάμεσα στο άρθρο και στο όνομα .Τομή νοητή που το πιο συχνά, την κάμνει μαζί και με κακόν τονισμό. - Άλλοι είναι παρατονισμένοι.- Άλλοι δεν εκτείνονται σε ακέραιον ίαμβο, αλλά σε μισό. Το μέτρο τους δεν καμπυλώνει, αλλά σκοντάφτει πάνω σ όρθια συλλαβή, μονωμένη , που θέπρεπε να κοπεί σύρριζα. Με μαθηματική στιχουργική μερικοί απ' αυτούς τους κακούς στίχους μπορούν να διαβαστούν καλά...»
Είναι γνωστή άλλωστε και η στάση του Παλαμά και η θέση που διατύπωσε σε ερώτηση του Λουκά Χριστοφίδη
«...Πάω να φτάσω στο εκπόρθισμα της γνώμης σας για τον Καβάφη. Θέλω να μάθω μετρ , αν δε γελιέμαι στην κρίση μου, νομίζοντας τον για ότι άλλο παρά για ποιητή...
Ο Δάσκαλος μουδιάζει , κάμνει ένα οκνό κίνημα και στέκεται όρθιος...Σαν να θέλει να βάλει τέρμα στη συνάντηση μας...Σηκώνουμε κι εγώ αλλά αγνοώ την ευγένεια, στην ανάγκη να εκβιάσω τη γνώμη του συνομιλητή μου....
Λοιπόν Δάσκαλε;
Τα δυο του μάτια ειρωνευτικά ζητούν να μαντέψουν από τα δικά μου , ποια χρήση θα κάμω στην απάντηση που θα μούδιδε...Πονηρεύομαι κάμνοντας τον αγαθό...Πιστεύω να μην του λείπει σοφία...
Σιωπά για μια στιγμή κι ύστερα:
«Μα για ποιητής ....Δεν ξέρω ίσως να κάμνω λάθος...Μάλλον για ρεπορτάζ μοιάζουν τα γραπτά του, λες και φροντίζει να μας δώσει ρεπορτάζ από τους αιώνες!...
Ο Παλαμάς ποτέ δεν παραδέχτηκε τον Καβάφη σαν ποιητή. Αλλά κι ο Καβάφης δεν συμπαθούσε τον Παλαμά. Τον έλεγε περιπαιχτικά μάλιστα Παρλαμά λόγω του ότι ήταν πολυγραφότατος (Ο Παλαμάς). Άλλωστε ήταν γνωστό ότι ο Καβάφης εκτιμούσε μόνο όσους τον θαύμαζαν και τον εκτιμούσαν σαν ποιητή.
Η διαφορετικότητα του Καβάφη οδήγησε ακόμα και σε σατιρική στάση πολλούς από τους λόγιους της εποχής. Κι αν αργότερα ο Πέτρος Χάρης διατύπωσε την μομφή για τον Καβάφη «Ότι ο Καβάφης βλέπει την ζωή σαν κάτι τελειωμένο, δεν την ανακαλύπτει δηλαδή, και δεν τη δημιουργεί κάθε στιγμή» να μια παλαιότερη πιο εύθυμη κριτική στάση εναντίον του με ένα σατιρικό ποιηματάκι του 1922.

ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ
Διαβάζοντας τους στίχους σου
Τους πήρα για αινίγματα
Η κάλλιο - μη θυμώσεις -
Για αλατζαδένια δείγματα.
Θυμήθηκα δε το ρητό
- Που εδώ κολλά σα βδέλλα -
Από την πόλη έρχομαι
Και στην κορφή κανέλλα.

Γιώργος Πολ. Παπαδάκης Περιοδικό ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ Τεύχος 152

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αν κάποιοι «δεύτεροι τη τάξει» ποιητές εκτόξευαν λίβελους το 1912 και έγραφαν σατιρικά στιχάκια το 1922, σήμερα ο Καβάφης θεωρείται υψίστης σπουδαιότητας ποιητής με διεθνή απήχηση. Τα βιβλία του εκδίδονται σε όλες, σχεδόν, τις γλώσσες του κόσμου και μέρα με τη μέρα διαβάζεται όλο και περισσότερο. Διεθνείς εκθέσεις, αφιερώματα, συνέδρια, σπουδές, έρευνες, μελέτες και μία έδρα με το όνομα "Κωνσταντίνος Καβάφης" σε ένα από τα εγκυρότερα Πανεπιστήμια των Ηνωμένων Πολιτειών.

«Η σημερινή απήχηση της καβαφικής ποίησης τόσο στους Ελληνες όσο και στους ξένους αναγνώστες της», γράφει ο Νάσος Βαγενάς στο Βήμα τον Ιούλιο του 1999, «αποκτά τις διαστάσεις φαινομένου, όταν σκεφτούμε ότι ο Καβάφης, που είναι ένας χρονικά παλαιός ποιητής, δεν διαβάζεται ως ένας ποιητής που είχε ξεχαστεί και που ανακαλύπτεται εκ νέου» «Η γοητεία της ποίησης του Καβάφη, από την εποχή του θανάτου του (1933) έως σήμερα, παρουσιάζει μιαν ανοδική πορεία, και ο Καβάφης διαβάζεται και σήμερα, ­ για την ακρίβεια, σήμερα διαβάζεται περισσότερο ­ με την αμεσότητα με την οποία διαβάζεται ένας σημερινός ποιητής. Το ίδιο θα λέγαμε και για την απήχησή του στους ξένους αναγνώστες, η οποία στο επίπεδο του ευρύτερου κοινού γίνεται αισθητή από τη δεκαετία του 1960 και εξής. Ο ποιητής που γράφει τα ποιήματά του στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα διαβάζεται ως ποιητής ­ και μάλιστα χαρακτηριστικός ­ του τέλους του 20ού αιώνα.»

Με αφορμή την σύμπτωση της δημοσίευσης, στην σημερινή καταχώρηση (Νο.65), του χαρακτικού του Ντέιβιντ Χόκνεϊ, την παραπάνω αναφορά στην Έδρα Κλασικών Σπουδών και Συγκριτικής Φιλολογίας «Κωνσταντίνος Καβάφης» του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, και την πρόσφατη έκθεση των χαρακτικών του Βρετανού καλλιτέχνη στο Μουσείο Μπενάκη, παραθέτω ένα άρθρο της Σταυρούλας Παπασπύρου, που αναφέρεται στο υπερατλαντικό αφιέρωμα «Ο κόσμος του Καβάφη» όπου παρουσιάστηκαν και 13 σκίτσα του Χόκνεϊ.
------------------

Διαχρονικός και πολυπολιτισμικός

«Μοιάζει με σταγόνα στον ωκεανό: στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, ανάμεσα σε δεκάδες άλλες εκδηλώσεις, παραχωρούνται από την περασμένη Πέμπτη ως τα τέλη της άνοιξης λίγα εκθεσιακά τετραγωνικά μέτρα, για να παρουσιαστεί συνοπτικά η ζωή και το έργο του Κ.Π. Καβάφη. Μοιάζει, αλλά δεν είναι. Γιατί, το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν -όπου πριν από 30 χρόνια, Καβάφη επέλεξε να διδάξει, κι όχι Αχμάτοβα ή Πούσκιν, ο Γιόζεφ Μπρόντσκι- είναι από τα μεγαλύτερα και εγκυρότερα των Η.Π.Α.
Το Αν Αρμπορ, η πόλη που το περιβάλλει, συγκαταλέγεται στα πιο ζωντανά και «κουλτουριάρικα» κάμπους της χώρας.
Και, μέσα από το εξαιρετικό αυτό αφιέρωμα στον Αλεξανδρινό, η νεοσύστατη έδρα Κλασικών Σπουδών και Συγκριτικής Φιλολογίας «Κ.Π. Καβάφης» εδραιώνεται τόσο στη συνείδηση του φοιτητόκοσμου όσο και στα μάτια των Ελλήνων της διασποράς που συνέβαλαν οικονομικά στη δημιουργία της, ως ένας όντως δραστήριος πυρήνας για τη διάδοση του νεοελληνικού πολιτισμού...

«Αρχαία πάθη»

Ο Καβάφης που καλούνται να γνωρίσουν οι φοιτητές του Μίσιγκαν αλλά και οι κάτοικοι μιας Πολιτείας με φιλελληνική παράδοση αιώνων, είναι κατ' αρχήν, ο διαχρονικός, πολυπολιτισμικός και διασπορικός ποιητής που διάλεξε να ζωντανέψει αρχαία πάθη σε ανεξερεύνητες προηγουμένως «περιοχές»: στα σύνορα των μεγάλων αυτοκρατοριών, σε εποχές μετάβασης, παρακμής και μίξης, όπως η σημερινή.
«Αρχαία πάθη», είναι και ο τίτλος της κεντρικής έκθεσης του αφιερώματος «Ο κόσμος του Καβάφη» που φιλοξενείται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κέλσι -ένα πραγματικό «κόσμημα» του κάμπους εδώ και εκατό χρόνια. Καρπός δίχρονης συνεργασίας ανάμεσα στην ελληνίστρια Άρτεμης Λεοντή, την προϊστορική αρχαιολόγο και διευθύνουσα του Μουσείου Λορίν Ταλαλέι και τον Καναδό ποιητή Κιθ Τέιλορ (που στα 48 του, αποφάσισε να μάθει ελληνικά για να μεταφράσει Καρυωτάκη), η έκθεση τοποθετεί ευφυώς μια σειρά από ποιήματα του Καβάφη («Ιθάκη», «Περιμένοντας τους βαρβάρους», «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», «Ιωνικόν», «Μύρης», «Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.» κ.α.) πλάι σε αρχαιολογικά ευρήματα από ανασκαφές σε αιγυπτιακά, κυρίως, νεκροταφεία που ανήκουν στις μόνιμες συλλογές του μουσείου, αναδεικνύοντας έτσι την υπόγεια επικοινωνία μεταξύ τους.
Ο επισκέπτης βρίσκεται μπροστά στα ίδια τα χειρόγραφα του ποιητή καθώς και σε άλλα προσωπικά του αντικείμενα που παραχώρησαν ειδικά για την έκθεση το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού και το ΕΛΙΑ, και τα οποία διασχίζουν για πρώτη φορά τον Ατλαντικό. Ανάμεσά τους, ιδιόχειρα σημειώματα («όχι για δημοσίευση. Αλλά μπορεί να μένει εδώ»...), μια δακτυλογραφημένη επιστολή του Ε.Μ. Φόρστερ, οικογενειακές φωτογραφίες, καθώς και το διαβατήριο του Καβάφη, όπου δηλώνει για επάγγελμά του «ποιητής» κι ας εργάστηκε επί χρόνια στο «μισητό» Γραφείο Αρδεύσεων της Αλεξάνδρειας...
Στην Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη Χάτσερ, σε μια μικρή προθήκη, παρουσιάζονται επίσης μερικά από τα μονόφυλλα που τύπωνε ο Καβάφης για να τα στείλει σε προσεκτικά επιλεγμένους αναγνώστες. Και το εκθεσιακό τρίπτυχο του αφιερώματος, ολοκληρώνεται στο υπόγειο του Μουσείου Τεχνών του Μίσιγκαν, όπου φωτίζεται μία ακόμα πλευρά του ποιητή, η ομοφυλοφιλική.

Τα «κρυμμένα»

Εδώ, τα επιμελώς «Κρυμμένα» ποιήματα, αυτά που έγραψε μεσήλικας, ανακαλώντας το μεθυστικό αισθησιασμό των ομοφυλοφιλικών του περιπετειών στα μαγαζιά και τα μπαρ της «κακόφημης» συνοικίας, μακριά από τη σεμνότητα και την κλειστοφοβία της καλής αλεξανδρινής κοινωνίας, πλαισιώνουν 13 σκίτσα του κορυφαίου και δηλωμένου γκέι Βρετανού εικαστικού Ντέιβιντ Χόκνεϊ. Πρόκειται για σκίτσα εμπνευσμένα από την ευθύτητα και απλότητα της καβαφικής ποίησης, τα οποία φιλοτεχνήθηκαν στη Βηρυτό στα μέσα της δεκαετίας του '60 (τριάντα χρόνια σχεδόν πριν βγουν στην επιφάνεια τα «Κρυμμένα») και τα οποία οπτικοποιούν τη νοσταλγία του ποιητή για τις εφήμερες αλλά αξιομνημόνευτες ερωτικές συνευρέσεις...

Ο «Κόσμος του Καβάφη» θα διαρκέσει τρεις μήνες. Και στο Μίσιγκαν, οι επισκέπτες που αναμένονται είναι πολλοί! »

(Το κείμενο, όπως αναδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»
στις 23/2/2002)

Και η πρόταση από το left.gr, για την πρόσφατη έκθεση των χαρακτικών και των οξυγραφιών στο Μουσείο Μπενάκη - (μεταξύ των οποίων και οι εικονογραφήσεις για τα ποιήματα του Καβάφη)- συντάκτρια η Μαρία Λάμπρου:

Το έργο του Ντέιβιντ Χόκνεϊ, ενός από τους πλέον αναγνωρισμένους καλλιτέχνες του 20ου αιώνα, με χαρακτικά που προέρχονται από τις συλλογές του Βρετανικού Συμβουλίου, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και στο Μουσείο Μπενάκη.

Ο λόγος για μία από τις πιο δροσερές και νεανικές εκθέσεις, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Διευθυντής του Μουσείου Άγγελος Δεληβοριάς, με 87 χαρακτικά του Βρετανού ζωγράφου, ανάμεσά τους και 12 χαρακτικά από τις 14 εικονογραφήσεις του για ισάριθμα ποιήματα του Καβάφη, τα οποία είχαν απαγορευθεί κατά την έκθεση του Βρετανικού Συμβουλίου με τίτλο «Νέες τάσεις» στο Μεξικό το 1968, καθώς είχαν χαρακτηρισθεί «ομοφυλοφιλικές βρώμικες ζωγραφιές».

Ανώνυμος είπε...

[Για πολλά χρόνια στο αρχείο των σεσημασμένων καβαφοφάγων , το δελτίο του γενάρχη τους Ροβέρτου Κάμπου έμεινε δίχως φωτογραφία. Αλλά τώρα ξέρουμε πως πίσω από το λεβαντίνικο αυτό ψευδώνυμο. Κρυβόταν ο ποιητής Πέτρος Μάγνης...]

Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, διαφωνεί:

"Τα βασικά αντικαβαφικά επιχειρήματα διατύπωσε το 1912 στο γνωστό λίβελό του ο ψευδώνυμος Ροβέρτος Κάμπος, η ταυτότητα του οποίου εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν συμπίπτει με εκείνη του Πέτρου Μάγνη"

Ολόκληρο το άρθρο από την Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας.
(6-6-2003)

Ο Καβάφης και η κριτική

Δεν θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο ποιητής Κ.Π. Καβάφης αδικήθηκε ή αγνοήθηκε από την κριτική, κατά το διάστημα των περίπου πενήντα χρόνων (1886-1932) της δημόσιας ποιητικής παρουσίας του. Εισέπραξε επαίνους, πρώιμες και εύστοχες ερμηνευτικές παρατηρήσεις για τα ποιήματά του, τα οποία εκτοξεύονταν δίκην προκηρύξεων από την οδό Λέψιους ή δημοσιεύονταν σποραδικά σε ποικίλα περιοδικά και εφημερίδες, όχι μόνον της Αλεξάνδρειας και του Καΐρου, αλλά και της Αθήνας και του εκτός εθνικού κέντρου Ελληνισμού. Οι οπαδοί άναψαν θυμιάματα και λιβανωτούς· οι αντίπαλοι τον αντιμετώπισαν με πλήρη άρνηση -πολύ συχνά με ιδιαίτερα κακόβουλα σχόλια, καταφεύγοντας σε εξωλογοτεχνικές αξιολογήσεις. Ένα έργο σαν το δικό του, που εκόμιζε τόσα καινοφανή στοιχεία σε μιαν εποχή κατά την οποία ο μοντερνισμός δεν είχε ακόμη εμφανιστεί στην Ελλάδα, ήταν λογικό και αναμενόμενο να προκαλέσει συγκρούσεις, εντάσεις και διαφωνίες. «Αν η φράση του Ζιντ για τον Ανατόλ Φρανς "δεν πολυπιστεύω στην επιβίωση εκείνων πάνω στους οποίους ο κόσμος όλος συνεννοείται" μπορεί να έχει ακόμα κάποιο νόημα, η περίπτωση του Καβάφη έρχεται αναμφίβολα να το επικυρώσει. Σ' όλες τις λογοτεχνίες, και στη δική μας όχι λιγότερο, η "συνεννόηση" πάνω στους μεγάλους δεν ήταν ποτέ ο κανόνας. [...] Αλλά η περίπτωση του Καβάφη δεν έχει βέβαια προηγούμενο: σ' αυτήν η ασυνεννοησία είναι μια έννοια σχεδόν ανώδυνη· θα μπορούσαμε καλύτερα να μιλάμε για σύγχυση». Έτσι άρχιζε, εδώ και σαράντα ακριβώς χρόνια, ο Παν. Μουλλάς το διεξοδικό μελέτημά του «Ο Καβάφης και η άρνηση. Σταθμοί της αντικαβαφικής κριτικής», που δημοσίευσε ψευδωνύμως στην Επιθεώρηση Τέχνης, στηριγμένος προφανώς στις καθοδηγητικές ενδείξεις της Βιβλιογραφίας Κ.Π. Καβάφη του Γ.Κ. Κατσίμπαλη.

Η ιδιαιτερότητα, λοιπόν, που παρουσιάζει η αναμέτρηση της κριτικής με την καβαφική ποίηση έγκειται στο γεγονός ότι κατά μεγάλο μέρος και για μεγάλο χρονικό διάστημα θολώνονται τα κριτήριά της από άκριτους θαυμαστές και από άφρονες αντιπάλους. Η λογοτεχνία μας του 20ού αιώνα δεν έχει, θαρρώ, να επιδείξει άλλη τέτοια αντιπαράθεση, με τόσην ένταση και διάρκεια. Οι αναπόφευκτες ενδοπαροικιακές έριδες και συγκρούσεις στο στενό, κάποτε ασφυκτικό λογοτεχνικό περιβάλλον της Αλεξάνδρειας και του Καΐρου μεταφέρθηκαν με τον καιρό στην Αθήνα, όπου η εικόνα που έχει διαμορφωθεί για τον ποιητή, τουλάχιστον ώς τα μέσα της δεκαετίας του 1910, είναι η εικόνα ενός αξιοπερίεργου ποιητικού φαινομένου με άδηλη τύχη και εξίσου άδηλο μέλλον. Οι ελάχιστες προσωπικές γνωριμίες του Καβάφη με λογοτέχνες της κυρίως Ελλάδος, όπως και οι λιγοστές ανταποκρίσεις που εμφανίζονται στα αθηναϊκά έντυπα, υπογεγραμμένες από ανθρώπους του κέντρου που επισκέπτονται την Αίγυπτο, ενισχύουν την εντύπωση ότι ο Καβάφης είναι ένας ποιητής ο οποίος δεν μετέχει στις κάθε λογής λογοτεχνικές ζυμώσεις, δεν συμφύρεται με τη «βαλκανική σκόνη» της Αθήνας, δεν υπερασπίζεται με φανατισμό τη δημοτική και δεν μπορεί να ενταχθεί στον ποιητικό κανόνα της εποχής, όπως έχει κρυσταλλωθεί ο κανόνας αυτός από την επιβλητική παρουσία του Παλαμά και της κυριαρχούσας γενιάς του 1880. Είναι, πολλαπλώς, μία εξαίρεση. Φαίνεται (γιατί, στην πραγματικότητα δεν είναι) ξένος και απόμακρος από όλα τούτα. Αν συνυπολογίσουμε και τις ηθικολογικές αντιδράσεις που αρχίζει να προκαλεί η μετά το 1911 καβαφική ποίηση στην εγγενή σεμνοτυφία της ελληνικής κοινωνίας, οσάκις πρόκειται για κάτι απαγορευμένο που δημοσιοποιείται ή που εκφράζεται μέσω της τέχνης, έχουμε μπροστά μας όλους τους άξονες γύρω από τους οποίους κινήθηκε (και κάποτε εξακολουθεί να κινείται ώς τις μέρες μας) η αντικαβαφική κριτική.

Τα βασικά αντικαβαφικά επιχειρήματα διατύπωσε το 1912 στο γνωστό λίβελό του ο ψευδώνυμος Ροβέρτος Κάμπος, η ταυτότητα του οποίου εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν συμπίπτει με εκείνη του Πέτρου Μάγνη. Θα τα επαναλάβουν αργότερα και με κάθε αφορμή όλοι όσοι δεν συμπαθούν τον Αλεξανδρινό και την ποίησή του. Τα επιχειρήματα του Κάμπου συνόψισε επιγραμματικά ο Στρατής Τσίρκας: «Πεζή γλώσσα, ξεραΐλα ιδεών, απουσία αισθήματος, περιγραφών, χάρης, αρμονίας. Κι ένα δειλό υπονοούμενο για τα ωραία σώματα». Ήταν αναμενόμενο το γεγονός ότι τα πρώτα αυτοτελή βιβλία περί Καβάφη θα προέρχονταν από Αλεξανδρινούς, από ανθρώπους δηλαδή που τον γνώρισαν από κοντά· όπως ήταν επόμενο, οι κρίσεις τους για τον ποιητή νοθεύονται από την εικόνα που είχαν σχηματίσει για τον άνθρωπο Καβάφη. Ο Μαλάνος παλεύει και προαναγγέλλει, ήδη από το 1926, την εκτενή μελέτη του για τον Καβάφη, η οποία τελικώς τυπώνεται εσπευσμένα από τον Γκοβόστη στην Αθήνα, με άπειρα τυπογραφικά λάθη, και κυκλοφορεί το Μάιο του 1933, ενώ είναι ακόμη νωπό το χώμα στον τάφο του ποιητή. Το βιβλίο αυτό θα αποτελέσει για τα επόμενα 25 χρόνια τον κανόνα της καβαφικής κριτικής και θα αναδείξει το συγγραφέα του ως τον μοναδικό αυθεντικό καβαφολόγο. Τα ίχνη του Μαλάνου θα ακολουθήσει έναν χρόνο αργότερα και ο Γλαύκος Αλιθέρσης. Στους Αιγυπτιώτες που κινούνται συνεχώς στους ρυθμούς του αντικαβαφισμού, έρχονται να προστεθούν και ορισμένα ηχηρά ονόματα της πρωτεύουσας· δεν είναι ούτε λίγα ούτε αμελητέα: Φώτος Πολίτης, Σπύρος Μελάς, Ταγκόπουλοι (πατέρας και γιος), Ι. Ζερβός, Ηλίας Βουτιερίδης, Αριστος Καμπάνης, Πέτρος Βλαστός και, αναποφεύκτως, Κωστής Παλαμάς.

Δεν πρέπει να λησμονούμε πως μέχρι το θάνατο του Καβάφη ουσιαστικά δεν είχε γραφτεί κανένα βιβλίο για το έργο του. Δεν θεωρώ ότι τα μικρόσχημα και ισχνά σε έκταση τεύχη που τύπωσε για τον ποιητή ο πάντα αμφιρρέπων και αμφίθυμος Γιώργος Βρισιμιτζάκης αποτελούν βιβλία -ίσως ούτε και με την ισχύουσα βιβλιοθηκονομική έννοια του όρου. Πρέπει, πάντως, να αναγνωρίσουμε στον Βρισιμιτζάκη ότι εγκαιρότατα υπέδειξε την πολιτική πλευρά του Καβάφη (αν και με άτολμο και διαφορετικό τρόπο απ' ό,τι θα κάνει πολύ αργότερα ο Τσίρκας) και ότι η μέθοδος εργασίας του υπαινίσσεται, αν δεν το δηλώνει ευκρινώς, πως ο μοναδικός τρόπος προσέγγισης που αρμόζει στην καβαφική ποίηση είναι οι επιμέρους ομόκεντρες μελέτες, και όχι το ένα και μοναδικό, φιλόδοξο και εξαντλητικό, βιβλίο.

Μετά το ιστορικής σημασίας άρθρο του Γρ. Ξενόπουλου το 1903, αν θελήσει κανείς να επισημάνει τους σταθμούς της καβαφικής κριτικής ασφαλώς θα μνημόνευε τα όσα έχει γράψει ο Τέλλος Αγρας, καθώς βρίσκονται σήμερα συγκεντρωμένα και προσιτά στον οικείο τόμο των «Κριτικών» του. Θα μνημόνευε, ακόμη, τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο, ο οποίος έχει γράψει πως η γενιά του ήταν προορισμένη να καταλάβει τον Καβάφη· το απέδειξε σχολιάζοντας από νωρίς με ευνοϊκό τρόπο τα ποιήματα του Καβάφη και γράφοντας ο ίδιος το 1946 ένα ολόκληρο, ανθεκτικό βιβλίο για τον ποιητή. Δίπλα τους στέκονται, με ενδιαφέρουσες κριτικές συνεισφορές, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Κλέων Παράσχος, ο Κώστας Ουράνης, ο Άλκης Θρύλος και (περιστασιακά) η Γαλάτεια Καζαντζάκη, για να αναφέρω μερικά ονόματα. Η περίπτωση του Άλκη Θρύλου, συμβατικού και συχνά άστοχου κριτικού, παρουσιάζει επιπλέον ενδιαφέρον: σε ανύποπτο χρόνο διακινδυνεύει μία πρόβλεψη που θα επαληθευτεί στο ακέραιο πολλά χρόνια αργότερα. Αν η καβαφική ποίηση, γράφει, μεταφραστεί και μπορέσει «να αποδοθεί πιστά και δημιουργικά σε ξένες γλώσσες, θα καταπλήξει». Η στάση της γενιάς του '30 καλύπτει ευρύ φάσμα αντιδράσεων: από την πλήρη αρχική άρνηση (Θεοτοκάς) ώς την επιφυλακτική αποδοχή (Σεφέρης) ή την πλήρη παραδοχή (Ν. Κάλας). Η περίπτωση του Θεοτοκά βρίσκω να είναι πολύ ενδιαφέρουσα, όχι τόσο ως κριτικός λόγος, αλλά ως ανθρώπινη στάση και ως τόλμη δημόσιας αναθεώρησης των απόψεών του. Οι σχέσεις Σεφέρη-Καβάφη και η ισόβια εμμονή του Σεφέρη να εξηγήσει και να ερμηνεύσει πειστικά για τον εαυτό του το απροσδόκητο φαινόμενο του Καβάφη έχουν απασχολήσει αρκετές φορές τη νεότερη κριτική. Υποδεικνύω πρόχειρα τη μελέτη του Νάσου Βαγενά «Ο Καβάφης της κριτικής και ο Καβάφης του Σεφέρη», όπου φωτίζεται από μιαν άλλη σκοπιά η περιβόητη και οριακή σεφερική διάλεξη «Κ.Π. Καβάφης, Θ.Σ. Ελιοτ· παράλληλοι», η οποία, μαζί με τα άλλα σχόλια του Σεφέρη στα ποιήματα του Αλεξανδρινού, ασφαλώς τροφοδότησε τον ερευνητικό και ερμηνευτικό οίστρο του Τσίρκα. Θα άξιζε, πάντως, πέρα από συγκεκριμένες μελέτες και άρθρα που έγραψαν οι ποιητές της γενιάς του '30 για τον Αλεξανδρινό, να διερευνηθούν τα ποιητικά αντανακλαστικά τους απέναντι στα καβαφικά ποιήματα.

Το πρώτο βιβλίο του Τσίρκα για τον Καβάφη (1958) σηματοδοτεί τη βαθμιαία και όχι ανώδυνη μεταστροφή της Αριστεράς απέναντι στον ποιητή. Οι διανοούμενοι της Αριστεράς στο σύνολό τους είχαν χαρακτηρίσει τον Καβάφη ποιητή της παρακμής και είχαν συνταχθεί με τη μονόπλευρη προσέγγιση Μαλάνου, βάσει της οποίας ολόκληρη η καβαφική ποίηση ερμηνεύεται από την ερωτική ιδιαιτερότητά του, χωρίς κανένα αντίκρισμα και καμία ανταπόκριση στα παροικιακά και στα δημόσια γεγονότα του ευρύτερου ελληνικού χώρου. Οι ριζοσπαστικές και κάποτε ακραίες θέσεις του Τσίρκα θα ανοίξουν έναν άλλον ορίζοντα και, σε σημαντικό βαθμό, θα ανατρέψουν την ακαμψία της ορθόδοξης κομματικής γραμμής και θα θέσουν υπό ισχυρή αμφισβήτηση την αυθεντία του Μαλάνου, όπως εμμέσως πλην σαφώς την είχε αμφισβητήσει προηγουμένως και ο Σεφέρης. Η μεταστροφή της Αριστεράς επισημοποιείται με το καβαφικό αφιέρωμα της Επιθεώρησης Τέχνης (1963) και, επικουρικώς, με την κυκλοφορία την ίδια χρονιά της συλλογής του Γιάννη Ρίτσου 12 ποιήματα για τον Καβάφη. Η στάση της Αριστεράς είναι και το μόνο θέμα που δεν θίγεται και δεν εξετάζεται από τον Μουλλά στο μελέτημα που ανέφερα στην αρχή. Να υποθέσουμε, άραγε, ότι θα ήταν βαριά μια τέτοια «αυτοκριτική» στις σελίδες της Επιθεώρησης Τέχνης που φιλοξενούσε το κείμενο του Μουλλά; Όπως και να 'χει το πράγμα, ο μείζων εορτασμός του 1963 για την επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννηση του Καβάφη, καθώς και ο εξίσου αποδοτικός εορτασμός του 1983 άνοιξαν καινούριες προοπτικές για την αξιολόγηση και την επανεκτίμηση, όχι μόνον της καβαφικής ποίησης αλλά ολόκληρου του καβαφικού έργου (ικανό μέρος του οποίου ήταν άγνωστο και απρόσιτο έως τότε), χωρίς τις αγκυλώσεις του παρελθόντος. Όταν κάποτε αποκτήσουμε μιαν ιστορία της νεοελληνικής κριτικής, ασφαλώς θα αποτελέσει ξεχωριστό κεφάλαιο η αναμέτρηση της κριτικής μας με την ιδιόρρυθμη και μοναδική περίπτωση του Κ.Π. Καβάφη, επειδή σχετίζεται με χρόνια προβλήματα και ιδεολογικές εμμονές που ταλάνισαν για πολλές δεκαετίες τον ελληνικό κριτικό λόγο.

Δημήτρης Δασκαλόπουλος