Παρασκευή, Ιουνίου 03, 2005

Νο 24

Image Hosted by ImageShack.usSteve Walker (Καναδάς)
.
.
Αθήνα, 17 Αυγούστου. Είναι μια γλυκιά, ζεστή νύχτα της πόλης, που ακούς την τηλεόραση του γείτονα, τη γειτόνισσα να ξεφωνίζει τον Κωστάκη και τη φοιτήτρια να πηδιέται στο κρεβάτι με την προδότρια τζίβα. Αυτά έχει η πόλη. Ποτέ δεν μπορείς να μείνεις τελείως μόνος. Από νωρίς είχα πάει στην αδελφή σου (...) Της έλεγα σήμερα ότι ήσουν ένα σχολείο για μένα. Μου έμαθες να προβλέπω τι με περιμένει στη γωνία, αλλά και πόσο αχάριστο πράγμα είναι η άμυνα. Ότι αν θέλω πραγματικά να κερδίσω πρέπει ν' αφήσω τους άλλους να μ' εκμεταλλευτούν. Και πως είναι καλύτερα να κάνω και να μετανιώνω παρά να μην κάνω και να μετανιώνω, όπως έλεγε κι ο Βοκκάκιος. Κάτι τέτοιες στιγμές κάνω τον απολογισμό μου και ή τα βρίσκω όλα εντάξει ή εξαγοράζω τη συνείδηση μου και τα ξαναβρίσκω εντάξει. Το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου θα κάνω τις τελευταίες διακοπές μου – στις Σπέτσες. Τον Οκτώβριο πάω για ναύτης. Μπαίνει πια το νερό στο αυλάκι. Καιρός δεν είναι; Καληνύχτα, γλυκέ μου
Άρης

Μίνως Μαρκάκης : Ιστορίες των βράχων (Το Ροδακιό)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Από το ΤΟ ΒΗΜΑ (Βιβλία)- Κυριακή 28 Ιουνίου 1998 - Αρ. Φύλλου 12487

Ενα βιβλίο με κεντρικό ήρωα τον μοναχό Μάξιμο, «που έζησε μια σύντομη ζωή ανάμεσα στους βράχους του μοναστηριού του, μετάνιωσε κι αποτραβήχτηκε μακριά, για να πεθάνει όπως ένα σκυλί, αγέρωχο και νοήμον, που δε θέλει να μολύνει τον κόσμο τον ιερό. Ό,τι έμεινε απ΄ αυτόν είναι τα γράμματα που του 'στειλαν οι φίλοι του και τα κρατούσε φυλαγμένα σε ένα ξύλινο κουτί». Το μυθιστόρημα αποτελείται από γράμματα που φωτίζουν περισσότερο τον κόσμο των επιστολογράφων παρά τον κόσμο του «αναχωρητή».

Το βιβλίο εκδόθηκε το 1998 και τον Φεβρουάριο του 2000 ο θεατρικός οργανισμός «Νέες μορφές» το επέλεξε για να παρουσιάσει τη θεατρική εκδοχή του στο κοινό της Θεσσαλονίκης.

Ανώνυμος είπε...

Από ΤΑ ΝΕΑ , 29/09/1998

Τόσο βουερός, τόσο βουβός ο κόσμος!

Γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ

Κάποιος που μας συστήνεται ως «ανθολόγος» δηλώνει, με αρκετά επιτηδευμένη σεμνότητα, ότι έχει εγκαταλείψει τις συγγραφικές φιλοδοξίες του, αποθαρρημένος από τους κριτικούς, αλλά επανέρχεται τώρα από χρέος προς τη μνήμη κάποιου μοναχού Μάξιμου, «που έζησε μια σύντομη ζωή ανάμεσα στους βράχους του μοναστηριού του, μετάνιωσε, κι αποτραβήχτηκε μακριά, για να πεθάνει όπως ένα σκυλί, αγέρωχο και νοήμον, που δε θέλει να μολύνει τον κόσμο τον ιερό». Στη συνέχεια παραθέτει αποσπάσματα από επιστολές του μοναχού Μάξιμου προς τον ίδιο, τα οποία περιέχουν περιγραφές μοναστικής γαλήνης και διαβεβαιώσεις αγάπης. Έπειτα κάνει μια μάλλον εκβιασμένη αναφορά στον Καβάφη και τελικά κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, συμβουλεύοντάς τον να μη τον πιστέψει (τον «ανθολόγο»).

Με αυτή την εισαγωγή αρχίζει το Ιστορίες των βράχων του Μίνωα Μαρκάκη. Όχι πολύ ελκυστικά, δηλαδή. Γιατί μας προδιαθέτει για μια μοντερνιστική μανιέρα, πασπαλισμένη με ορθόδοξο ησυχασμό, που είναι πολύ της μόδας. Αλλά η συνέχεια είναι εντελώς διαφορετική και στοιχειοθετεί ένα πολύ ενδιαφέρον, ιδιότυπα υποβλητικό ανάγνωσμα. Επέμεινα κάπως στην αποτυχημένη και περιττή εισαγωγή, για να επισημάνω ότι ακόμα και ικανοί πεζογράφοι μας υποκύπτουν στον αλλόκοτο ψυχαναγκασμό του Έλληνα συγγραφέα να διατυμπανίζει στα γραφτά του ότι κάνει λογοτεχνία. Λες και φοβάται πως αλλιώς δεν θα το αντιληφθούν οι αναγνώστες και οι κριτικοί, ώστε να τον πάρουν στα σοβαρά.

Το κυρίως σώμα του βιβλίου είναι μια αλληλουχία επιστολών που έστειλαν στον μοναχό Μάξιμο διάφοροι γνώριμοί του (συνολικά είκοσι τέσσερα πρόσωπα). Τα γράμματα αυτά φέρουν μόνον ημερομηνία, όχι χρονολογία. Απ' ορισμένες αναφορές τους στην επικαιρότητα, ωστόσο, προκύπτει σαφώς ότι γράφτηκαν στο διάστημα 1989-91. Οι επιστολογράφοι είναι Έλληνες και ξένοι, άνδρες και γυναίκες, συγγενείς του μοναχού Μάξιμου, φίλοι του ή απλώς γνωστοί του, ιερείς και ιεράρχες, ανάμεσά τους ο ίδιος ο τότε οικουμενικός πατριάρχης Δημήτριος! Ένα γράμμα συμπεριλαμβάνει μια συνταγή στα γερμανικά, ένα άλλο μια χειρόγραφη προσευχή στην ίδια γλώσσα. Η αλληλογραφία, λοιπόν, παρουσιάζεται ως ντοκουμέντο αληθοφανέστερα απ' ό,τι σε άλλα, ανάλογης μορφής λογοτεχνικά κείμενα.

Αυτό συμβαίνει και για έναν άλλο, πιο ουσιαστικό λόγο. Οι επιστολές δεν φαίνεται ότι κατασκευάστηκαν επί τούτω. Δεν περιέχουν, δηλαδή, όπως γίνεται συνήθως σε τέτοια λογοτεχνήματα, πληροφορίες που προορίζονται για να σχηματίσει ο αναγνώστης σαφή εικόνα των επιστολογράφων και της ιστορίας τους, αλλά που είναι μάλλον αφύσικο ν' ανταλλάσσονται μεταξύ γνωστών. Αντίθετα είναι, όπως σε μια πραγματική αλληλογραφία, ατελείς, αποσπασματικές και συχνά δυσερμήνευτες για έναν τρίτο μαρτυρίες για την προσωπικότητα και τη σχέση των επιστολογράφων.

Έτσι, όχι μόνον ο μοναχός Μάξιμος, βουβός σ' όλο το καθαυτό έργο, αλλά και οι συντάκτες των επιστολών μένουν κάπως αινιγματικοί. Μαθαίνουμε, βέβαια, κάποιες σκέψεις, συναισθήματα, πράξεις τους, μαθαίνουμε επίσης ότι αγαπούν πολύ τον Μάξιμο, ορισμένοι από αυτούς με ανορθόδοξο τρόπο (και πιθανώς όχι χωρίς ανταπόκριση). Αλλά δεν παίρνουν συγκεκριμένη μορφή. Ο σκοπός του συγγραφέα δεν είναι να τους περιγράψει. Είναι μάλλον ν' αποδώσει, μέσα από τις ετερόκλητες φωνές τους και την εγωτιστική φλυαρία τους, τον θόρυβο ενός κόσμου που βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση κι έχει χάσει την αίσθηση της εσωτερικότητας και της κοινότητας. Με αυτό τον τρόπο ο συγγραφέας υπαινίσσεται τα βαθύτερα κίνητρα του Μάξιμου ν' αποτραβηχτεί από τα εγκόσμια πιο λιτά και πιο δραστικά απ' όσο με την εξιστόρηση της ζωής του ή την ανάλυση της προσωπικότητάς του.

Στο τέλος του βιβλίου μάς δίνονται, εν είδει παραρτήματος, σύντομες πληροφορίες για τη ζωή των επιστολογράφων πριν και μετά την εποχή των επιστολών, μαζί με μια σκιαγράφηση του χαρακτήρα του καθενός. Πρόκειται για ιδιοφυές τέχνασμα. Ο συγγραφέας πετυχαίνει με αυτό τρία πράγματα. Πρώτον, μας κάνει να δούμε τα γράμματά τους από μια άλλη οπτική γωνία και σε ορισμένες περιπτώσεις να τ' αξιολογήσουμε διαφορετικά. Δεύτερον, επιτείνει τη υπόκρουση της ματαιότητας, που συνοδεύει διακριτικά όλο το κυρίως κείμενο: ο μοναχός Μάξιμος, πεθαμένος πια, υπήρξε τελικά απλώς ένα επεισόδιο στη ζωή αυτών των ανθρώπων, δεν καθόρισε την πορεία τους. Τρίτον, όμως, ο συγγραφέας προσδίνει σ' αυτή την αλληλογραφία κάτι το μνημειακό: την ανασύρει από το ρεύμα της λήθης και την κάνει τεκμήριο ενός κόσμου που οι μορφές του έχουν ήδη αρχίσει να παγώνουν σε περιληπτικά βιογραφικά πορτρέτα. Του κόσμου ακριβώς που αρνήθηκε ο Μάξιμος.

Στα λίγα που μας αφήνουν να συμπεράνουμε για τον Μάξιμο οι επιστολές των δικών του, η ομοφυλοφιλία φαίνεται να παίζει κάποιο ρόλο και ίσως (μολονότι δεν υπάρχουν άμεσες ενδείξεις) σχετίζεται με την απόφασή του να μονάσει.