Τετάρτη, Οκτωβρίου 19, 2011

No 777



Μια μέρα, σ’ ένα ορεινό χωριό, χαρούμενοι για μια σοδειά καλύτερη από τις συνηθισμένες, ετοίμασαν τραπέζι για να το γιορτάσουν. Έβγαλαν από το νου τους μια προφητεία ψεύτικη και ζήτησαν από ένα χωρικό το πιο παχύ κριάρι τους για να το θυσιάσουν τάχα προς τιμήν της πεινασμένης Σύριας Θεάς. Έστρωσαν το δείπνο όμορφα κι ωραία και ύστερα πήγαν στα λουτρά, απ’ όπου γύρισαν μ’ έναν καλεσμένο για το τραπέζι, ένα γεροδεμένο χωριάτη, με προικισμένους τους μηρούς και τα’ αχαμνά.
Δεν είχαν δοκιμάσει παρά μόνο μερικά σαλατικά για ορεκτικά πριν απ’ το κύριο γεύμα κι ευθύς εκείνα τα άθλια, κατάπτυστα υποκείμενα ριχτήκανε με πάθος σε πράξεις αισχρές κι αφύσικες. Έβαλαν τον νεαρό χωριάτη να γδυθεί και να ξαπλώσει ανάσκελα και μαζευτήκανε γύρω του για να του δώσουνε τα’ ανόσια φιλιά τους.
Τα μάτια μου δεν μπορούσαν να βαστάξουν για πολύ ένα τέτοιο θέαμα. Προσπάθησα να φωνάξω, «Ω, βοήθεια, Ρωμαίοι πολίτες!», αλλά το μόνο που κατάφερα να πω ήταν το «Ω…», χωρίς να βγαίνουν άλλες συλλαβές και γράμματα.
Αυτή η φωνή ήταν δυνατή σαν γνήσια γαϊδουρινή, μα βγήκε σε πολύ κακή στιγμή. Κάποιοι νεαροί από το γειτονικό χωριό, που το βράδυ τούς είχαν κλέψει το γάιδαρο, έψαχναν προσεκτικά όλα τα γύρω πανδοχεία. Σαν μ’ άκουσαν που γκάριζα μέσα στο σπίτι, νόμιζαν πως βρήκαν επιτέλους το χαμένο τους γαϊδούρι. Όρμησαν μέσα ξαφνικά και πιάσαν τους αφέντες μου στα πράσα, να κάνουνε όλες εκείνες τις αισχρότητες. Αμέσως βγήκαν να φωνάξουν τους γειτόνους, να δουν την αηδιαστική αυτή σκηνή, σαρκάζοντας τους ιερείς για την αγνότητά τους.

Απουλήιος: Ο χρυσός γάιδαρος (Bell)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ο Λούκιος Απουλήιος (123 - 170) ο επιλεγόμενος Πλατωνικός και Σοφιστής, υπήρξε φιλόσοφος, ποιητής και ρήτορας. Γεννημένος από πλούσιους γονείς στη Μαδαύρα –το Μ 'Νταουρούς της σημερινής Αλγερίας. Τμήμα του βασίλειου του Σύφαξ αρχικά η Μαδαύρα δόθηκε στους Ρωμαίους από τον σύμμαχό τους Μασινίσα. Έτσι έγινε μία από τις ρωμαϊκές βορειο-αφρικανικές αποικίες και αναπτύχθηκε κάτω από την κυριαρχία των Αντωνίνων. Ο πατέρας του Απουλήιου ήταν ο ένας εκ των δύο αρχόντων της πόλης, το μεγαλύτερο δικαστικό αξίωμα στη Μαδαύρα. Μετά το θάνατο του πατέρα του ο Απουλήιος έγινε στη θέση του άρχων κληρονομώντας ταυτόχρονα τμήμα της πατρικής περιουσίας που ανερχόταν στο διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 2 εκατομμυρίων σηστερσίων.

Ο Απουλήιος είναι γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό περισσότερο από το διάσημο έργο του Μεταμορφώσεις ή ο Χρυσός Γάιδαρος, όπως έγινε γνωστό από την εποχή του Αυγουστίνου. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι ταξίδεψε πολύ ως νέος και μορφώθηκε στην Καρχηδόνα, την Ελλάδα και τη Ρώμη. Στην Καρχηδόνα, παιδί ακόμη, διδάχθηκε τη γραμματική και τη ρητορική. Τις σπουδές του τελειοποίησε στην Αθήνα, όπου ήρθε για να μάθει την ελληνική γλώσσα, αλλά στην πορεία του χρόνου, μελετώντας φιλολογία, ρητορική, ποίηση και φιλοσοφία, απ’ ό,τι φαίνεται κέρδισε το δικαίωμα να αποκαλείται πλατωνικός φιλόσοφος. Η Ρώμη μάλλον δεν του άρεσε καθόλου, είτε γιατί ήταν ιδιαίτερα πολυπληθής και πολύβουη, ή γιατί δεν είχε σωστούς διδάσκαλους. Παρόλο που η Μαδαύρα ήταν ευημερούσα ρωμαϊκή αποικία, ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του μισό Νουμιδό και μισό Γαιτουλιανό, καθώς η γενέτειρά του βρισκόταν ανάμεσα στα σύνορα των δύο βασιλείων, της Νουμιδίας και της Γαιτουλίας.

Καθώς οι ερευνητές θεωρούν τον Χρυσό Γάιδαρο, ένα από τα έργα του, τουλάχιστον εν μέρει αυτοβιογραφικό, υποθέτουμε ότι το πλήρες όνομά του ήταν Λούκιος Απουλήιος ή Αππουλήιος, το όνομα του πατέρα του Θησέας και το όνομα της μητέρας του Σάλβια. Αν συνεχίσουμε την υπόθεση, γνωρίζουμε, επίσης, ότι η μητέρα του καταγόταν από θεσσαλική οικογένεια και ότι ήταν απόγονος του επιφανούς Πλούταρχου. Άλλες πιθανές πληροφορίες που μπορεί να αντλήσει κανείς από το έξοχο διήγημα είναι ότι δε γνώριζε τα Λατινικά έως ότου έφθασε στη Ρώμη. Το πιθανότερο, ωστόσο, είναι πως ήταν δίγλωσσος από την παιδική του ηλικία. Γόνος πλούσιας οικογένειας, πρέπει να γνώριζε τουλάχιστον τα Λατινικά και τα τοπικά Καρχηδονιακά, μια σημιτική διάλεκτο, αν και ο ίδιος ισχυρίζεται ότι μητρική του γλώσσα ήταν τα Ελληνικά.

Επιχείρησε αρκετά ταξίδια στην Ανατολή, προκειμένου να σιγάσει το πάθος και τη δίψα του για γνώση και την αληθινή θρησκεία. Για αυτό το σκοπό –όντας στην Ελλάδα- ζήτησε και κατόρθωσε να μυηθεί στη θρησκευτική διδασκαλία και τα ελληνικά μυστήρια. Αργότερα το ίδιο έκανε και στη Ρώμη, όπου έμεινε για αρκετό καιρό εργαζόμενος ως συνήγορος. Εκεί το 153 Κ.Ε. έγραψε και τις Μεταμορφώσεις του. Απ' ό,τι φαίνεται κατόρθωσε σε λίγο σχετικά χρονικό διάστημα να ξοδέψει στα ταξίδια του την πατρική περιουσία, αφού έπρεπε να πουλήσει και τα ρούχα του ακόμη για να μυηθεί στα μυστήρια της Ίσιδας και του Οσίριδος. Αργότερα επέστρεψε στην πατρίδα του και νυμφεύθηκε μια πλούσια χήρα την Αιμιλία Πουντεντίλα από την Οία, μια από τις τρεις πόλεις της αφρικανικής Τρίπολης. Ο Σινίκιος Ποντιανός, ένας νεαρός φίλος του από τη σχολή των Αθηνών, προσκάλεσε τον Απουλήιο να επισκεφθεί τη μητέρα του, μια πλούσια χήρα που ονομαζόταν Αιμιλία Πουντεντίλα. Η Πουντεντίλα είχε προσβληθεί μάλλον από χρόνια κατάθλιψη και οι γιατροί της είχαν συστήσει ως θεραπεία το γάμο. Ο Ποντιανός ήθελε ο νέος σύζυγος της μητέρας του να είναι άνθρωπος της δικής του επιλογής και επέμενε να γίνει ο Απουλήιος πατριός του. Η Πουντεντίλα δεν ήταν ούτε νέα ούτε όμορφη, αλλά ήταν ενάρετη, ευγενής και πολύ πλούσια. Με τη σειρά του ο Απουλήιος είχε ξοδέψει το μεγαλύτερο κομμάτι της πατρικής κληρονομιάς σε ταξίδια και μελέτες ή δώρα σε δάσκαλους και φίλους. Αποφάσισε, λοιπόν, να νυμφευθεί τη χήρα.

Ανώνυμος είπε...

Όμως, πριν το γάμο, ο Ποντιανός είχε παντρευτεί την κόρη κάποιου Ρουφίνου, ο οποίος περισσότερο εποφθαλμιούσε το μερίδιο της περιουσίας που θα κληρονομούσε από την εύπορη χήρα. Φυσικό ήταν λοιπόν να αντιτίθεται στο γάμο του Απουλήιου με την Πουντεντίλα. Ο Ρουφίνος άσκησε τέτοια επιρροή στον Ποντιανό, ώστε ο παλιός συμμαθητής του Απουλήιου άλλαξε γνώμη και αντιτέθηκε με τη σειρά του στο γάμο. Η Πουντεντίλα, όμως, επέμενε στην απόφασή της να παντρευτεί τον Απουλήιο, παρά τις διαμαρτυρίες του γιου της και του πεθερού του. Λίγο μετά το γάμο ο Ποντιανός πέθανε και στη θέση του ο Ρουφίνος βρήκε συμπαραστάτη στα σχέδια του να καταστρέψει τον Απουλήιο τον θείο του γαμβρού του Αιμιλιανό.

Ισχυρίστηκαν ότι ο Απουλήιος ήταν μάγος, ότι είχε δηλητηριάσει τον Ποντιανό και ότι είχε χρησιμοποιήσει σκοτεινές τέχνες για να κερδίσει την εύνοια της Πουντεντίλας. Και ως να μην έφθαναν οι χαρακτηρισμοί τον έσυραν στα δικαστήρια με την κατηγορία της μαγείας. Το δικαστήρια έγινε στη Σαβράτα το 168 μ.Χ. ενώπιον του Κλαύδιου Μάξιμου ανθύπατου επί αυτοκράτορος Αντωνίνου του Ευσεβούς. Βέβαια, τούτο το δικαστήριο έγινε και η αιτία να γραφεί η Απολογία του ή pro se de magia liber, όπως είναι ο ακριβέστερος τίτλος του βιβλίου. Απ’ ό,τι φαίνεται ο Απουλήιος δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα για την έκβαση της δίκης και ρίχτηκε με ενθουσιασμό στην όλη υπόθεση, που την έβλεπε ως ευκαιρία επίδειξης της γνώσης και της ρητορικής του τέχνης.

Η κύρια κατηγορία της γοητείας κατά της Πουντεντίλας ήταν μάλλον γελοία και ο Απουλήιος απάντησε εύκολα: «Εκπλήσεσθε για το γεγονός ότι μια γυναίκα παντρεύεται μετά από 13 χρόνια χηρείας, αλλά η πραγματική απορία είναι γιατί έμεινε ανύπανδρη τόσο καιρό. Προσποιήστε λέγοντας ότι μόνο η μαγεία θα μπορούσε να ωθήσει μια χήρα στα χρόνια της να παντρευτεί έναν νέο άνδρα, αλλά αυτή είναι ακριβώς η περίπτωση για την οποία η μαγεία θα ήταν περιττή. Προφανώς ο Απουλήιος αθωώθηκε, αλλά την ίδια στιγμή χάθηκαν και τα ίχνη του. Ήλθε και πάλι στο προσκήνιο αργότερα στην Καρχηδόνα, όπου έλαβε το ανώτατο ιερατικό αξίωμα sacerdos provinciae, ιδρύοντας μάλιστα και αγώνες (iudi sacerdotates).

Πολυγραφότατος ως συγγραφέας και διάσημος ως ρήτωρ, ο Απουλήιος εμφανιζόταν συχνά δημόσια, με αποτέλεσμα να εγερθούν αγάλματα προς τιμήν του τόσο στην Καρχηδόνα, όσο και σε άλλες πόλεις. Εκτός από ιερέας του Ασκληπιού, του θεού της Ιατρικής, έγινε και ιερέας της Ίσιδας και του Όσιρι εξαιτίας της μεγάλης του αγάπης προς την αιγυπτιακή θεά, ορατή στο έργο του Χρυσός Γάιδαρος. Ο Λακτάντιος γράφει ότι οι πρώιμοι παγανιστές διανοητές θεωρούσαν τον Απουλήιο μέγα θαυματουργό και του απέδιδαν θαύματα ίσα ή μεγαλύτερα από εκείνα του Χριστού. Μια γενιά αργότερα ο Αυγουστίνος απορούσε αν ο Χρυσός Γάιδαρος αναφερόταν σε πραγματικά γεγονότα ή ήταν απλά ένα παραμύθι.

Τα έργα του
Από τα πολλά έργα του Απουλήιου μόνο τέσσερα θεωρούνται αδιαμφισβήτητα δικά του: το De Magia [Περί της Μαγείας] (επίσης γνωστό ως Απολογία) και το διάσημο διήγημά του Asinus Aureus [Ο Χρυσός Γάιδαρος] (ή Μεταμορφώσεις, βιβλία 11). Επίσης θεωρείται δικό του το De deo Socratis, (Ο Θεός του Σωκράτη), που δέχθηκε την επίθεση του Αγ. Αυγουστίνου και το Florida [Ανθηρά], ανθολογία των λόγων που εκφώνησε περιερχόμενος τις διάφορες πόλεις. Δύο άλλα έργα που η απόδοσή τους στον Απουλήιο αμφισβητείται είναι τα De Dogma Platonis [Περί του Δόγματος του Πλάτωνος] και De Mundo Liber [Περί Κόσμου], μια μετάφραση της ελληνικής πραγματείας Περì Κόσμου που αποδίδεται στον Αριστοτέλη. Έργα που λέγεται ότι γράφτηκαν από τον Απουλήιο, αλλά δε διασώζονται είναι τα De arboribus (Περί των δένδρων), De medicinalibus (Περί των φαρμακών); De proverbiis (Περί των παροιμιών), De republica (Περί της δημοκρατίας); Epitome historiarum (Επιτομή ιστοριών), Eroticus (Ερωτικός), Hermagoras, (Ερμαγόρας), Ludicra (Παίγνια), Phaedo, μετάφραση του πλατωνικού διαλόγου περί της αθανασίας της ψυχής και Quaestiones conviviales (Ζητήματα εορταστικά).

el.wikipedia.org