Τρίτη, Αυγούστου 28, 2007

No 469

Image Hosted by ImageShack.usJosé Luis Nievas
.
-Με τους άντρες; Σου αρέσουν;
Ήταν ειλικρινής και ωμή. Αυτός κούνησε το κεφάλι του σοβαρός.
- Ναι.
- Από πότε;
- Δεν ξέρω. Τι σημασία έχει;
Εκείνη τον αγκάλιασε κι αυτός άρχισε να μιλάει σαν να ήταν μόνος. Η κοπέλα άρχισε τώρα να τρίβει το χασίσι μέσα σε μια πίπα, πολύ λεπτή, πολύ μακριά, από καλάμι, με στρογγυλό κύπελλο όπου το ναρκωτικό καιγόταν και τσιτσίριζε.
Ήταν σαν αρρώστια, έβγαινε τη νύχτα, σαν αλήτης, να αναζητήσει την ταπείνωση και την ηδονή.
- Βαριέμαι, είπε ο Μπέμπης. Εσύ δεν βαριέσαι; Μου αρέσουν οι άντρες, με πιάνει τρέλα πότε πότε, όταν έχω πολύ καιρό να βγω αρχίζω να βαριέμαι. Είμαι παντρεμένος, η γυναίκα μου είναι δασκάλα, ζούμε στο Λινιές, έχω δυο παιδιά.
Το ψέμα τον βοηθούσε να μιλάει και έβλεπε το πρόσωπο της κοπέλας φωτισμένο από το ναρκωτικό και μετά ένιωθε τη χλιαρότητα της πίπας στο χέρι του και τον καπνό που κατέβαινε μέσα από τα πνευμόνια του και ένιωθε αρκετά ευτυχισμένος.
- Αλλά δε με ενδιαφέρει η οικογενειακή ζωή. Η γυναίκα μου είναι μια αγία, τα παιδιά μου είναι αληθινά κουκλάκια. Μόνο με τον αδερφό μου συνεννοούμαι, έχω ένα δίδυμο αδερφό. Σου μίλησα γι’ αυτόν; Τον φωνάζουν Γκάουτσο, γιατί έζησε πολύ καιρό στην ύπαιθρο, Ντολόρες… έχει νευρολογικά προβλήματα, είναι πολύ σιωπηλός και ακούει φωνές που του μιλάνε. Εγώ τον φροντίζω και τον αγαπώ περισσότερο απ’ τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Έχει τίποτα κακό αυτό;

Ρικάρντο Πίλια: Καμένα λεφτά (Καστανιώτης)

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

Το 1965 μια συμμορία ληστεύει μια χρηματαποστολή της Τράπεζας του Σαν Φερνάντο, προαστίου του Μπουένος Άιρες. Oι ληστές αποφασίζουν να προδώσουν τους πληροφοριοδότες τους, αστυνομικούς και πολιτικά πρόσωπα κυρίως, και να δραπετεύσουν με όλα τα χρήματα. Tο απίστευτο ανθρωποκυνηγητό θα καταλήξει σε ένα διαμέρισμα του Μοντεβιδέο, όπου και θα γραφτεί η τελευταία πράξη της τραγωδίας. Το συμβάν είναι πραγματικό και ο Πίλια χρησιμοποιεί το αρχειακό υλικό για να το ανασυνθέσει και να κατασκευάσει έναν περιθωριακό κόσμο, όπου κυριαρχεί ο αμοραλισμός, η παράνοια, τα ναρκωτικά, το χρήμα και το σεξ. Μια ιστορία βίας που έχει τις ρίζες της στην παράδοση του λαϊκού μυθιστορήματος και ταυτόχρονα διερευνά τα αφηγηματικά εργαλεία του μοντερνισμού. Ένα μυθιστόρημα σκληρό και συγκινητικό, εκθαμβωτικό και αληθινό.
~~~~~~~~~~~~

Το βιβλίο κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 2006 σε μετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου.
~~~~~~~~~~~~

To βιογραφικό σημείωμα είναι από την ιστοσελίδα του Ελευθερουδάκη:

Ο Ρικάρντο Πίλια γεννήθηκε στο Αντρογκέ, στην επαρχία του Μπουένος Άιρες το 1940 και σπούδασε Ιστορία στο πανεπιστήμιο του Λα Πλάτα. Σήμερα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Αργεντινούς συγγραφείς. Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία έγινε το 1967 με τη συλλογή διηγημάτων "La invasion" ("Η εισβολή"). "Η τεχνητή αναπνοή", το πρώτο του μυθιστόρημα, εκδόθηκε το 1980. Έχει εκδώσει άλλα δύο μυθιστορήματα, "La ciudad ausente" ("Η απούσα πόλη", 1992) και "Plata quemada" ("Καμμένα λεφτά", 1997), συλλογές διηγημάτων και δοκίμια-μελέτες για συγγραφείς όπως ο Μπόρχες, ο Ρομπέρτο Αρλτ, ο Μασεντόνιο Φερνάντες και ο Σαρμιένο. Διδάσκει στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον στη Νέα Υόρκη και στο πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες κι επίσης έχει εργαστεί στον κινηματογράφο ως σεναριογράφος.

Ανώνυμος είπε...

Από Το ΒΗΜΑ, 11/06/2006
Γράφει ο συγγραφέας Φίλιππος Φιλίππου

Ξανθός Γκάουτσο και Μπέμπης
H ληστεία μιας χρηματαποστολής μέσα από τη διαφορετική οπτική των εμπλεκομένων

Το 1966 ο Τρούμαν Καπότε εξέδωσε το αριστούργημά του, το Εν ψυχρώ, ένα «μυθιστόρημα χωρίς μυθοπλασία», όπως χαρακτηρίστηκε τότε, που άλλαξε την πορεία της λογοτεχνίας, ωθώντας πολλούς συγγραφείς να τον μιμηθούν. Θέμα του η πραγματική ιστορία τού εν ψυχρώ ξεκληρίσματος μιας οικογένειας από δύο κακοποιούς που έγινε στο Κάνσας Σίτι το 1959. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1997, κυκλοφόρησε στην Αργεντινή το μυθιστόρημα Καμένα λεφτά. Ο συγγραφέας του, ο Ρικάρντο Πίλια (γεννημένος το 1940), που σήμερα διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και σε εκείνο του Μπουένος Αϊρες, διηγηματογράφος, σεναριογράφος και δοκιμιογράφος (έγραψε μια μελέτη για τον Μπόρχες), πήρε ένα πραγματικό γεγονός και το αξιοποίησε λογοτεχνικά. Ηταν η ληστεία της χρηματαποστολής μιας τράπεζας, καλά σχεδιασμένη και οργανωμένη, που πραγματοποιήθηκε το 1965 από μια συμμορία κακοποιών στην πρωτεύουσα της Αργεντινής.

Ο Πίλια, ο οποίος στο μυθιστόρημά του Τεχνητή αναπνοή (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη), ένα από τα σημαντικότερα έργα της λογοτεχνίας της χώρας του, θέτει το ερώτημα «Πώς μπορεί να διηγηθεί κανείς τα πραγματικά γεγονότα;», ακολουθεί τα μέλη της συμμορίας ένα ένα στην προετοιμασία του εγχειρήματός τους. Το βάρος της αφήγησης το ρίχνει σε δύο από αυτούς, τους λεγόμενους Δίδυμους, δύο αχώριστους φίλους που δεν είναι αδέρφια ούτε έχουν καμία ομοιότητα. Είναι αμφότεροι πρώην τρόφιμοι φυλακών και ομοφυλόφιλοι, ο Ντόρντα ή Ξανθός Γκάουτσο και ο Μπρινιόνε ή Μπέμπης. Αφού συμμετέχουν στη ληστεία, οι Δίδυμοι καταφεύγουν στο Μοντεβιδέο, όπου μαζί με ένα σύντροφό τους ταμπουρώνονται σε ένα διαμέρισμα, ενώ έξω η αστυνομία τούς πολιορκεί επί ώρες, ώσπου να τους εξοντώσει.

Ένας περιθωριακός κόσμος

Πρόκειται για μια αιματηρή ιστορία βίας. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί αρχειακό υλικό για να αναπαραστήσει τη ζωή των δύο πιστών φίλων και των συντρόφων τους, κατασκευάζοντας έναν περιθωριακό κόσμο, όπου κυριαρχεί η παράνοια, τα ναρκωτικά, το σεξ, το χρήμα, μα κυρίως η προσπάθεια για επιβίωση. Ωστόσο η πολιτική είναι πανταχού παρούσα στο μυθιστόρημα, δεδομένου ότι ορισμένα μέλη της συμμορίας είναι αναμεμειγμένα σε συνδικαλιστικούς κύκλους και πρόσκεινται στην εθνικιστική πτέρυγα του περονικού κόμματος, το οποίο στη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα επηρέαζε σημαντικό ποσοστό της αργεντίνικης κοινωνίας. Ηταν τέτοια η καταπίεση που ασκούσε η στρατιωτική χούντα που κυβερνούσε τη χώρα πάνω στον πληθυσμό ώστε κάθε παραβίαση των ποινικών νόμων θεωρούνταν αντιστασιακή πράξη. Κάθε κλεφτρόνι που έπιανε η αστυνομία, διαβάζουμε στο βιβλίο, φώναζε «Ζήτω ο Περόν!» ή «H Εβίτα ζει!» καθιστώντας έτσι τον εαυτό του κοινωνικό αγωνιστή. Ετσι, οι πολιορκημένοι ληστές λένε στους αστυνομικούς της Ουρουγουάης πως είναι πολιτικοί εξόριστοι, υποστηρικτές του Περόν που αγωνίζονται για την επιστροφή του από το εξωτερικό.

Με αφορμή τη ληστεία, ο Πίλια επιχειρεί μια ανατομία της αργεντίνικης κοινωνίας, ενώ μιλάει και για τις συνθήκες διαβίωσης στις φυλακές, τις μεθόδους ανάκρισης των αστυνομικών και το πώς ταπεινώνουν τους κρατούμενους «μέχρι να τους μετατρέψουν σε άμορφες κούκλες». Επιπλέον, δεν αφήνει στο απυρόβλητο τον απλό λαό που ενίοτε μεταμορφώνεται σε όχλο και αναλαμβάνει να αποδώσει «δικαιοσύνη» επιτιθέμενος σε ανυπεράσπιστους κακοποιούς με τα χέρια του. «Συλλογική παράνοια» το χαρακτηρίζει αυτό ο συγγραφέας, ενώ το τέλος της ιστορίας το αποκαλεί «αργεντίνικη εκδοχή μιας ελληνικής τραγωδίας». Το μεγάλο ατού του Ρικάρντο Πίλια είναι η χρησιμοποίηση μεθόδων του μοντερνισμού, καθώς στην αφήγηση εναλλάσσονται διάφορα πρόσωπα και ποικίλες οπτικές γωνίες θέασης των πραγμάτων. Οι δύο φίλοι, οι συνεργάτες τους, οι αυτόπτες μάρτυρες, οι γείτονες, οι δημοσιογράφοι, έχουν τη δική τους εκδοχή για την υπόθεση και τις ποικίλες φάσεις της. Ακριβώς γι' αυτό το βιβλίο, μολονότι έχει αστυνομική υφή, πήρε το έγκυρο Βραβείο Πλανέτα το 1997.

Ανώνυμος είπε...

Από την Καθημερινή, 21-01-07

Η αβεβαιότητα γοητεύει στη λογοτεχνία

Ο σπουδαίος Αργεντίνος συγγραφέας Ρικάρντο Πίλια μιλάει στην «Κ» για τη «γραφή, που θα απηχεί τον προφορικό λόγο»

Συνέντευξη στην Έφη Γιαννοπουλου

Ο Ρικάρντο Πίλια γεννήθηκε το 1940 στο Αδρογκέ της Αργεντινής. Ισχυρίζεται ότι η μετακόμιση της οικογένειάς του στο Μαρ δελ Πλάτα όταν ήταν δεκαέξι χρόνων ήταν το γεγονός που τον έκανε συγγραφέα, η ανακάλυψη πως με τη λογοτεχνία μπορούμε να ανακτήσουμε κάτι που έχουμε απολέσει. Σπούδασε Ιστορία, ωστόσο σήμερα διδάσκει λατινοαμερικανική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ ΗΠΑ και Μπουένος Αϊρες. Θεωρείται από ένα μέρος της κριτικής ο σημαντικότερος εν ζωή συγγραφέας της Αργεντινής σήμερα και μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές φωνές της ισπανόφωνης λογοτεχνίας. Στο έργο του υπάρχει αφομοιωμένη όλη η μεγάλη παράδοση της αργεντίνικης λογοτεχνίας (Αρλτ, Μπόρχες, Κορτάσαρ, Πούιγκ) αλλά και σημαντικές επιρροές από το βορειοαμερικανικό μυθιστόρημα και συγγραφείς όπως ο Τζόις ή ο Μπρεχτ. Εναλλάσσει δεξιοτεχνικά διαφορετικά λογοτεχνικά είδη, συνδυάζοντας την αφήγηση με τον δοκιμιακό λόγο, το αρχειακό υλικό και τον πολιτικό στοχασμό. Η μεγάλη του αγάπη για την αστυνομική λογοτεχνία (υπήρξε, εξάλλου, δύο φορές διευθυντής σειρών νουάρ στην Αργεντινή) είναι εμφανής στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί τις συμβάσεις του είδους ακόμη και σε μυθιστορήματα που δεν εντάσσονται σε αυτό. Η «Τεχνητή αναπνοή», μυθιστόρημα φιλοσοφικό και πολιτικό, που εκδόθηκε εν μέσω της τελευταίας δικτατορίας στην Αργεντινή (1980), θεωρείται ένα μυθιστόρημα–σταθμός για τη σύγχρονη αργεντίνικη λογοτεχνία. Το δεύτερο μυθιστόρημά του που κυκλοφορεί στα ελληνικά, τα «Καμένα λεφτά», είναι μια αστυνομική–πολιτική ιστορία, όπου επιχειρεί να δουλέψει με τις συμβάσεις της μη μυθοπλαστικής αφήγησης (θα μπορούσε να συγκριθεί με το «Εν ψυχρώ» του Τρούμαν Καπότε). Παράλληλα με το καθαρά λογοτεχνικό του έργο (τρία μυθιστορήματα και τρεις συλλογές διηγημάτων), έχει δημοσιεύσει τρία βιβλία που δύσκολα μπορούν να ταξινομηθούν, στα οποία συνδυάζει θεωρία και κριτική της λογοτεχνίας με θραύσματα μυθοπλασίας. Εχει γράψει επίσης σενάρια για τον κινηματογράφο και έχει τιμηθεί με σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία (Πλανέτα για τα «Καμένα λεφτά» και πρόσφατα με το βραβείο Χοσέ Δονόσο για το σύνολο του έργου του).

Η συνέντευξη έγινε το περασμένο φθινόπωρο στο Μπουένος Αϊρες από τη μεταφράστρια και των δύο βιβλίων του που κυκλοφορούν στα ελληνικά (εκδόσεις Καστανιώτης).

H αφήγηση μοιάζει με το πόκερ

— Το μυθιστόρημά σας «Καμένα λεφτά» κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες στα ελληνικά. Σε πρώτη ανάγνωση, φαίνεται σαν να πρόκειται για ένα λαϊκό μυθιστόρημα, βασισμένο σε ένα πραγματικό περιστατικό, μια ληστεία τραπέζης που κατέληξε σε τρομερό μακελειό. Πίσω όμως από το πρώτο επίπεδο της αφήγησης, οι προθέσεις σας αποδεικνύονται πολύ πιο σύνθετες…

— Ξεκίνησα να γράφω τα «Καμένα λεφτά» το 1971. Αυτό που με απασχολούσε τότε ήταν να αφηγηθώ τα πραγματικά γεγονότα, παίρνοντας όμως μια απόσταση από τη δημοσιογραφία, την ιστορία και την προσωπική ιστορία. Αυτός νομίζω ότι είναι ο χώρος της λογοτεχνίας, μια αφήγηση που δεν ταυτίζεται με τίποτα από τα παραπάνω, αλλά τα χρησιμοποιεί με κάποιο τρόπο και τα τρία. Εκείνη την εποχή υπήρχε μια τάση προς τη μη μυθοπλαστική λογοτεχνία, τη λογοτεχνία καταγραφής πραγματικών γεγονότων. Οι συγγραφείς ηχογραφούσαν και αναπαρήγαν πραγματικές συζητήσεις. Αυτό που είναι για μένα σημαντικό δεν είναι τόσο η αφήγηση των γεγονότων όσο η γλώσσα και η συνείδηση των προσώπων. Το στοίχημά μου στα «Καμένα λεφτά» ήταν να κατανοήσω πρόσωπα που μου ήταν εντελώς ξένα, να αναπαραγάγω το ηθικό και συναισθηματικό σύμπαν αυτών των προσώπων, κι αυτό να το κάνω με μια γλώσσα εντελώς κατασκευασμένη, τεχνητή.

Ακραίες χειρονομίες

— Είπατε πριν πως το στοίχημά σας ήταν το πώς μπορεί να διηγηθεί κανείς τα πραγματικά γεγονότα, πώς μπορεί να δημιουργήσει πραγματικότητα με μια γλώσσα εντελώς τεχνητή. Τελικά αυτό επιτυγχάνεται στο μυθιστόρημα μέσω της χρήσης ενός διαρκούς πλάγιου λόγου, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο ορατού; Στα «Καμένα λεφτά» είχα την αίσθηση πως η αφήγηση άλλαζε διαρκώς φορέα.

— Στα «Καμένα λεφτά» ο αφηγητής προέκυψε από την πρόθεσή μου να δημιουργήσω μια χορωδιακή αφήγηση, γιατί για μένα το κλειδί του βιβλίου ήταν αυτή η αίσθηση τραγωδίας που δίνει. Σκεφτόμουν τον χορό μιας αρχαίας ελληνικής τραγωδίας: Ο δημοσιογράφος, τα σχόλια για την τραγική μοίρα των προσώπων. Κάτι ακόμη που μου κίνησε το ενδιαφέρον ήταν η ακραία χειρονομία, το κάψιμο των χρημάτων. Στα βιβλία μου, με ενδιαφέρει πολύ η αφήγηση ακραίων χειρονομιών.

[…]

Συγγραφέας και εξουσία

— Τελικά, έτσι όπως παρουσιάζετε τη σχέση πραγματικότητας και αφήγησης, φαίνεται να πιστεύετε πως η μια επηρεάζει, αλλάζει την άλλη.

— Ακριβώς. Κάθε κοινωνία αλλάζει τις αφηγήσεις της αλλάζοντας τα κοινωνικά της πρότυπα προκειμένου να αφηγηθεί τις ιστορίες της. Σ’ αυτό το σημείο ο συγγραφέας συναντά το κοινωνικό. Υπάρχει κατ’ αρχάς μια ισχυρή σχέση μεταξύ των συγγραφέων και του τύπου αφήγησης που ασκεί η εξουσία, της αφήγησης του κράτους και, μέσα από την ένταση αυτή, το μυθιστόρημα επιχειρεί να αφηγηθεί μια ιστορία διαφορετική από αυτή που αφηγείται η εξουσία. Κατόπιν, είναι αυτό που θα ονομάζαμε πλέγμα των καθημερινών αφηγήσεων στις οποίες είναι βυθισμένος ο συγγραφέας. Το μυθιστόρημα εντέλει ενσωματώνει αυτά τα θραύσματα αφήγησης που κυκλοφορούν σε μια κοινωνία. Ενώ από την άλλη, το κράτος παίζει διαρκώς με την εκκρεμότητα, με αυτό που εξιστορείται και αυτό που αποσιωπάται. Και εντέλει επικεντρώνεται σε ένα δήθεν ηθικολογικό λόγο όσον αφορά το περιεχόμενο τον ιστοριών, κι αυτόν προσπαθεί να επιβάλλει.

— Στο τελευταίο σας βιβλίο, τον «Τελευταίο αναγνώστη», ασχολείστε με την εικόνα του αναγνώστη στη λογοτεχνία, καθώς και με την εικόνα του αναγνώστη–συγγραφέα. Παράλληλα, λέτε ότι τα δοκιμιακά σας κείμενα είναι τα πιο αυτοβιογραφικά σας. Πώς αντιλαμβάνεστε αυτόν τον συνδυασμό στοχασμού και μυθοπλασίας;

— Στον «Τελευταίο αναγνώστη», διερευνώ την ιδιαίτερη σχέση που έχουν κάποια μυθιστορηματικά πρόσωπα με την ανάγνωση: Για την Αννα Καρένινα ή τη Μαντάμ Μποβαρύ η σχέση τους με τη λογοτεχνία είναι ισχυρότερη από τη σχέση τους με την πραγματικότητα. Ταυτόχρονα, μέσα από αυτό το εγχείρημα ανοίγεται για μένα ένας δρόμος. Αυτό που προσπαθώ, μαζί με άλλους συγγραφείς, όπως ο Κλαούντιο Μάγκρις, ο Τζον Μπέργκερ, ο Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, ο Σέμπαλντ, είναι η δημιουργία ενός μυθιστορήματος νέου τύπου, όπου να συνδυάζονται η αφήγηση, η αυτοβιογραφία, η έρευνα, το δοκίμιο.

— Αναφέρετε πάντα στο βιογραφικό σας σημείωμα τη μετακίνηση της οικογένειάς σας από το Αδρογκέ στο Μαρ δελ Πλάτα ως μια εξαιρετικά σημαντική στιγμή, τη στιγμή που γίνατε συγγραφέας.

— Πράγματι, στα δεκαέξι μου χρόνια, η οικογένειά μου αναγκάστηκε να αφήσει το Αδρογκέ για το Μαρ δελ Πλάτα, εξαιτίας πολιτικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε ο πατέρας, μια μικρή εξορία σχεδόν. Για μένα αυτό ισοδυναμούσε με καταστροφή, για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα να μετατρέπομαι σε ξένο. Τις τελευταίες μέρες πριν από τη μετακόμιση και ενώ τα πάντα βρίσκονταν υπό διάλυση, άρχισα να γράφω ένα ημερολόγιο κι έτσι… έγινα συγγραφέας. Συνειδητοποίησα, δηλαδή, ότι η λογοτεχνία και η γλώσσα μπορούν να μας επιτρέψουν να ανακτήσουμε αυτό που έχουμε απολέσει.

— Κάπου διάβασα μια αναφορά σας σε μια φράση του πατέρα σας: Οταν αφηγείσαι είναι σαν να παίζεις πόκερ, το μυστικό είναι να δείχνεις πως λες ψέματα όταν λες την αλήθεια.

— Ο πατέρας μου είχε αυτό το χάρισμα, μπορούσε να κατασκευάζει εξηγήσεις γι’ αυτό που έκανε, κάτι που τον μετέτρεπε σχεδόν σε αφηγητή. Το καταπληκτικό με το πόκερ είναι ότι δεν ξέρει ποτέ κανείς πώς θα κάνει τον άλλον να τον πιστέψει. Και η λογοτεχνία προσπαθεί να κερδίσει την πίστη του άλλου. Για τον πατέρα μου, αυτό ήταν ταυτοχρόνως μια πολιτική σκέψη. Εβλεπε την πολιτική σαν έναν τρόπο να κατασκευάσεις την πίστη του άλλου, έναν λόγο που θα οδηγήσει τον άλλον να πιστέψει ένα ψέμα. Για μένα, αυτό είναι ένα καλό μάθημα αφηγηματικής τέχνης.

Η γενναιοδωρία του Μπόρχες

— Πώς τοποθετείστε σε σχέση με την αργεντίνικη λογοτεχνική παράδοση;

— Πιστεύω πως υπάρχει μια πολύ ιδιαίτερη στιγμή στην ιστορία της αργεντίνικης λογοτεχνίας, την οποία δεν μπορούμε παρά να αξιολογήσουμε. Και αυτή είναι η επινόηση της φανταστικής λογοτεχνίας που συντελέστηκε κατά τη δεκαετία του ’40, και η οποία κατ’ αρχάς οφείλεται στον Μπόρχες. Στην περιοχή του Ρίο δε λα Πλάτα εμφανίστηκαν πολύ ιδιαίτεροι συγγραφείς, ο Μπόρχες, ο Κορτάσαρ, η Σιλβίνα Οκάμπο, ο Ονέτι, ο Φελισμπέρτο Ερνάντες. Εμφανίστηκε κάτι καινούργιο και καινοτόμο.

— Τι σήμαινε για σας όταν αρχίσατε να δημοσιεύετε το γεγονός πως ο Μπόρχες ήταν ακόμη ζωντανός και ενεργός ως συγγραφέας; Πόσο βαριά ήταν αυτή η παρουσία;

— Αντίθετα, αυτό ήταν ένα προνόμιο, ένα θαύμα για τη γενιά μου. Κι αυτό γιατί ο Μπόρχες ήταν πολύ γενναιόδωρος. Ενας μοναχικός άνθρωπος που ήταν πολύ εύκολο συνομιλήσει κανείς μαζί του. Και μιλούσε πάντοτε λες και ο άλλος ήταν πιο έξυπνος από αυτόν, λες και ήξερε περισσότερα. Ωστόσο, παρ’ όλο που είναι πολύ σημαντική για ένα συγγραφέα η λογοτεχνική παράδοση που υπάρχει στη γλώσσα του, σημαντικό ρόλο έπαιξαν και άλλες λογοτεχνικές παραδόσεις, για μένα ιδιαίτερα η αγγλοσαξονική, ο Τζόις, ο Φόκνερ...