Πέμπτη, Αυγούστου 09, 2007

No 460

Image Hosted by ImageShack.usJack Vettriano

Μπλέ

Θυμάμαι τις τρελές αγάπες μου
όλες πνιγμένες μέσα στο κόκκινο κρασί.
Θυμάμαι τη βρώμα τους στα πεζοδρόμια,
μέσα σε ομηγύρεις, σε σταθμούς,
θυμάμαι τις τρελές αγάπες μου
που δεν υπήρξαν.
Κάποτε τις έβρισκα σε ακρογιαλιές
κάποτε τις περίμενα σε εγωιστικές σελίδες
κάποτε, που δεν τις γύρευα
και πίστευα πως ήσαν αλλού,
μες στην καταστροφή κάποιου
που πριν χαθεί τις αποδοκίμαζε.
Κι αν έκλαιγα γι’ αυτές
ποιος θα με πίστευε;
Α οι τρελλές αγάπες μου
που πνίγηκαν στην έρημο
μέσα στην άμμο της μηδαμινότητας
πάνω στην έρημο του κόκκινου κρασιού.
Δεν ήμουν εγώ που σκότωσαν αυτές,
μες στη καταστροφή κάποιου άλλου
δεν ήμουν εγώ που ευχήθηκα να υπάρξουν.

Χάρης Μεγαλυνός: Το μήλον της έριδος (Οδός Πανός)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ξένοι, από το ίδιο βιβλίο

Είδαμε την πλατιά διαδοχή των ρυακιών
τους ποταμούς που ήσαν κόκκινοι
την άνοιξη και χλωμοί τον χειμώνα.
Διασχίσαμε τα ράκη των αμπελιών
πικρό κέφι από κοπριά
και γεύση ανάλαφρη στο φίλημα των καρπών
στο τσάκισμα των αμυγδάλων.
Φθάσαμε στο αδιάσχιστο πέλαγος
με τον πρωινό πάταγο των πουλιών
δοκιμάσαμε τις χαρές των φαγητών
τη δροσιά των ρούχων
τη ζεστασιά της γύμνιας.
Απέναντι στα ερωτηματικά των ματιών
μια σκούρα νύχτα επιχειρήσαμε
αυτό που μας κρατάει στη ζωή.
Αγαπήσαμε την τέχνη και τη νύχτα
ό,τι ήταν κλειστό στη γυναίκα
και απαγορευμένο στις ανάγκες του άντρα.
Περπατήσαμε μέχρι να πέσουμε
στην πραγματική μας πατρίδα
στο αληθινό μας σπίτι.
Με δάκρυα για μια φορά
συνηθισμένα κι αδιάλλακτα
κρούσαμε τις βασιλικές μας κιθάρες
μέσα σε παγερούς τύμβους
στην τρυφερή σάρκα
και στον ιδρώτα των κρεβατιών.
Πλανηθήκαμε και ζήσαμε τόσο
ώστε να μην έχουμε να σκεφθούμε τίποτα
παρά μόνο τη βουνίσια μαρμελάδα
και τους γιους των κτηνοτρόφων.

библиоptic είπε...

Σαραμπάντα

Μίλια κάτω απ' τους ίσκιους του νερού
σ' άγγιξα σε δωμάτια χαμηλά
όταν τίποτα δεν φανέρωνε την τωρινή δυστυχία μου
όταν ακόμα μπορούσα να σου προσφέρω τα μέλη μου
πάνω στις πέτρες της Via del tombe.

Μίλια κάτω απ' τους ίσκιους του νερού
σ' είδα να στάζεις και να υγραίνεσαι
είδα τα χείλη σου να ρέουν ανεξάντλητα
είδα το πρόσωπό σου μέσα στη συννεφιά
Είδα το στάσιμο νερό χωρίς το πρόσωπό σου
κουνούπια αιωρούνταν στο απόγευμα
σταγόνες σταλάζαν στις περικοκλάδες των τοίχων.

Εκεί έχω συνδέσει τις μέρες μου στις δικές σου
με το πίσω μέρος της κεφαλής μου
ακουμπισμένο στο πίσω μέρος της κεφαλής σου
έχω αφεθεί μαραζώνοντας στυφά μες τις δεξαμενές

Μίλια κάτω απ' τους ίσκιους του νερού
που πεθύμησα να σ' αγγίξω.


-- το ποίημα μελοποιήθηκε από τον Δημήτρη Παπαδημητρίου και περιλαμβάνεται στο άλμπουμ "Βίος Ελληνικός" (1990).--