Τετάρτη, Ιουλίου 27, 2011

Νο 762

Henry Beer (ΗΠΑ)

Οι ομοφυλόφιλοι είχαν, και εξακολουθούν να έχουν, πολύ περισσότερη επιρροή στη μόδα απ’ ότι οι μασόνοι στον ριζοσπαστισμό ή οι Δομινικανοί στο Λαϊκό Μέτωπο.
Ο ομοφυλόφιλος είναι ορκισμένος εχθρός της γυναίκας, ενώ ταυτόχρονα η ύπαρξή της τον στοιχειώνει. Όταν η γυναίκα είναι ανόητη, βλέπει τον ομοφυλόφιλο σαν ένα αδύναμο, κωμικό και περίπου ακίνδυνο άτομο’ όταν είναι έξυπνη σ’ αυτόν βρίσκει κάποιον που μαντεύει τις σκέψεις τηςμ που την καταλαβαίνει, που την ακούει’ κι επειδή όλες οι γυναίκες, είτε ηλίθιες είτε έξυπνες, λατρεύουν τη γλίτσα των κομπλιμέντων κι επειδή μόνο οι ομοφυλόφιλοι ξέρουν να χειρίζονται τον εγκωμιαστικό λόγο κι έχουν το θράσος, ή την αδιαντροπιά, να εξαπολύουν τους πλέον παρατραβηγμένους επαίνους, οι γυναίκες αποτελούν τα ιδανικά τους θύματα. Είναι πάντοτε έτοιμες να τους πιστέψουν. Τους λατρεύουν’ εξάλλου μιλούν την ίδια καυστική, υπαινικτική, επικριτική και αποπροσανατολιστικά υποκριτική γλώσσα. Οι ομοφυλόφιλοι δεν ορρωδούν προ ουδενός.

Paul Morand: Η αύρα της Σανέλ. Αυτοβιογραφική αφήγηση της Coco Chanel ( Άγρα)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Οι ομοφυλόφιλοι είναι συνέχεια στα πόδια των γυναικών: «Κούκλα μου, γλυκιά μου, άγγελέ μου, θεά μου…» Ποτέ δεν χορταίνουν να τα λένε όλα αυτά, ούτε οι γυναίκες να τα ακούνε, άλλωστε. Περνούν γύρω απ’ το λαιμό των γυναικών γιρλάντες από κομπλιμέντα, περιδέραια από ανθισμένες κολακείες, με τα οποία και τις στραγγαλίζουν. Οι ωραίες φιλενάδες τους είναι πανευτυχείς: οι γυναίκες δεν ντύνονται για να αρέσουν στους άντρες, αλλά για να αρέσουν στους ομοφυλόφιλους, και για να εντυπωσιάσουν τις άλλες γυναίκες, γιατί αγαπούν τις ακρότητες.

- Είναι τόσο χαριτωμένοι! Έχουν τόσο καλό γούστο!

Και το καλό γούστο είναι να τους αρέσουν τα μαδημένα φρύδια, σίγουροι πως έτσι οι αντίζηλές τους μοιάζουν με βοϊδοκεφαλές, όπως και τα ξανθά μαλλιά με τις μαύρες ρίζες, τα ορθοπεδικά παπούτσια που τις μεταμορφώνουν σε ανάπηρες, το πασαλειμμένο με δύσοσμο λίπος πρόσωπό τους που θα αηδιάσει τους άντρες. Και αν καταφέρουν να τις πείσουν να κόψουν και το στήθος τους, ε, τότε πια, θρίαμβος, Νενίκηκά σε, Σολομών!

Πόσες νέες γυναίκες δεν έχω δει να πεθαίνουν κάτω από την επιτήδει, μεθυστική επίδραση της «αισχρής αδελφής»: ο θάνατος, τα ναρκωτικά, η ασχήμια, η οικονομική καταστροφή, το διαζύγιο, το σκάνδαλο, όλα είναι θεμιτά προκειμένου να εξαλείψουν τον ανταγωνισμό και να εκδικηθούν τη γυναίκα. Οι αδελφές θέλουν να είναι γυναίκες, είναι όμως πολύ κακές γυναίκες.

-Είναι χαριτωμένοι!



Για να κατατροπώσουν τη γυναίκα, την ακολουθούν σαν σκιά, παντού εκτός απ’ το κρεβάτι’ οι αδελφές γίνονται ντεκορατέρ, κομμωτές, σχεδιαστές (!), αλλά κυρίως μόδιστροι. Σπρώχνουν τις γυναίκες στον γκρεμό μιας θανάσιμης εκκεντρικότητας, στην τεχνητή τους κόλαση.



Paul Morand: Η αύρα της Σανέλ. Αυτοβιογραφική αφήγηση της Coco Chanel ( Άγρα, 2011)

Ανώνυμος είπε...

"Ένας κόσμος τελείωνε, ένας άλλος έμελλε να γεννηθεί. Ήμουν εκεί· μια ευκαιρία παρουσιαζόταν, την άδραξα. Είχαμε την ίδια ηλικία μ' αυτόν τον καινούργιο αιώνα: σε μένα λοιπόν απευθύνθηκε για να τον εκφράσω ενδυματολογικά. Χρειαζόταν απλότητα, άνεση, καθαρότητα στις γραμμές: κι όλα αυτά του τα προσέφερα· εν αγνοία μου. Οι πραγματικές επιτυχίες έρχονται μοιραία. [...] Ιδού γιατί η οδός Καμπόν υπήρξε επί τριάντα χρόνια το κέντρο του καλού γούστου. Είχα ανακαλύψει εκ νέου την τιμιότητα, και, με τον δικό μου τρόπο, είχα αποδώσει στη μόδα την εντιμότητά της. [...] Επί ένα τέταρτο του αιώνα δημιούργησα τη μόδα. Δεν θα ξαναρχίσω. Πανωλεθρία της εποχής, όχι δική μου..."

Η Κοκό Σανέλ προσκάλεσε τον Πωλ Μοράν να την επισκεφτεί στο Σαιντ-Μόριτς προς το τέλος της δεκαετίας του '40 για να του υπαγορεύσει τα απομνημονεύματά της. Οι σημειώσεις που κράτησε ο Μοράν ανασύρθηκαν έναν μόλις χρόνο μετά το θάνατο της Σανέλ το 1971. Τις επεξεργάστηκε και τις εξέδωσε το 1976. Σε κάποια σημεία σε αυτά τα επιλεκτικά, καυστικά απομνημονεύματα η μάσκα πέφτει και βλέπουμε στιγμιαία το αληθινό πρόσωπο του εύθραυστου, μοναχικού πλάσματος που έφερε την επανάσταση στο γυναικείο ντύσιμο και αναδείχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα "ιερά τέρατα" του εικοστού αιώνα. Μέσα από την καταγραφή του Μοράν, η Σανέλ μας μιλά για τη φιλία της με τη Μίσια Σερτ, για τους άνδρες στη ζωή της (τον Μπόυ Καπέλ, τον δούκα του Ουεστμίνστερ, ανθρώπους από τους κύκλους της τέχνης όπως ο Πικάσσο, ο Κοκτώ, ο Ντιάγκιλεφ, ο Στραβίνσκυ, ο Ερίκ Σατί), για τη φιλοσοφία της περί μόδας. Δεν χαρίζεται σε κανέναν. Το βιβλίο βρίθει από ευφυείς, πρωτότυπες και βαθιές σκέψεις και φράσεις. Τα απομνημονεύματα της Σανέλ, ειπωμένα με τα δικά της λόγια, δίνουν ζωηρές περιγραφές και απεικονίζουν τη δύναμη του χαρακτήρα της, αφήνοντας το βλέμμα μας να διακρίνει καθαρά στην αφηγήτρια τη γυναίκα και τη δημιουργό του οίκου Σανέλ.

"Έχω διατηρήσει τον μαύρο χαρακτήρα μου σαν την καρδιά μιας χώρας που δεν συνθηκολόγησε ποτέ. Υπήρξα επαναστάτρια ως παιδί, επαναστάτρια ως ερωμένη και ως μοδίστρα, ένας αληθινός Σατανάς. [...] Για να κρατήσει το ενδιαφέρον της διαφήμισης, η ραπτική παραδόθηκε στην εκκεντρικότητα, γεγονός όχι απλώς ανόητο αλλά και εντελώς παράλογο, γιατί η εκκεντρικότητα καταστρέφει την προσωπικότητα. [...] Πρέπει να μιλάει κανείς για τη μόδα με ενθουσιασμό αλλά χωρίς υπερβολή· και κυρίως χωρίς ποίηση και φιλολογικές ακρότητες. Ένα φόρεμα δεν είναι ούτε αρχαία τραγωδία ούτε ζωγραφικός πίνακας· είναι μια γοητευτική και εφήμερη δημιουργία, και όχι ένα διαχρονικό έργο τέχνης. Η μόδα οφείλει να πεθαίνει και να πεθαίνει γρήγορα. [...] Μιλάμε για περιποίηση του σώματος· και η περιποίηση της ψυχής πού είναι; Η περιποίηση της ομορφιάς πρέπει ν' αρχίζει από την καρδιά και την ψυχή, αλλιώς τα καλλυντικά δεν χρησιμεύουν σε τίποτε. [...] Ανέκαθεν μισούσα να βάζει κάποιος τάξη στην αταξία μου, ή στο μυαλό μου. Η τάξη είναι ένα φαινόμενο υποκειμενικό. Μισώ επίσης τις συμβουλές, όχι επειδή είμαι ξεροκέφαλη αλλά, αντιθέτως, επειδή επηρεάζομαι πολύ εύκολα. Εξάλλου οι άνθρωποι δεν σου δίνουν παρά τα παιχνίδια, τα φάρμακα και τις συμβουλές που ταιριάζουν στους ίδιους."