Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 10, 2008

No 546

Image Hosted by ImageShack.usCandice Hershberger (ΗΠΑ)

«Είσαι γαμώ τις γοητευτικές γυναίκες», είπε ξαφνικά ο Ζακ, σαν να το είχε διαπιστώσει μόλις εκείνη τη στιγμή. «Και οι δυο σας είστε», συνέχισε. «Δύο γυναίκες πανέμορφες».
Κοίταξα την Κάρολ. Όσο γι’ αυτήν, τουλάχιστον, είχε δίκιο. Εκείνη χαμογέλασε σαν να συμφωνούσε μαζί του – όσον αφορά εμένα. Ένας καταρράκτης από αναμνήσεις με έλουσε, αναμνήσεις της Κάρολ από τότε που πρωτοβρήκαμε παρηγοριά και απλή χαρά η μια στην αγκαλιά της άλλης. Με διαφορετικό τρόπο η καθεμιά, μολονότι οι δικές μου πληγές ήταν εσωτερικές και είχαν προξενηθεί από εμένα την ίδια, ήμασταν κατά μία έννοια δυο τσακισμένες γυναίκες. Εκείνη, θύμα των αντρών γενικά και εγώ των ιδεολογιών. Για πρώτη φορά, είχαμε βρει η μια στην άλλη έναν άνθρωπο που μπορούσαμε να εμπιστευτούμε. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αυτό που θέλαμε εκείνο τον καιρό ήταν τρυφερότητα και ζεστασιά. Ήμασταν πολύ αδύναμες και κλονισμένες για να αντέχουμε να είμαστε μόνες, και πολύ τραυματισμένες και μπερδεμένες για να είμαστε με οποιονδήποτε άλλον. Ιδιαίτερα με άντρα.

Ράσελ Μπανκς: American Darling (Πόλις)

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Διακρινοντας
Ιδεαλισμός και βία

Tης Eλισαβετ Kοτζια (Καθημερινή, 7/9/2008)

Η Χάνα Μάσγκρεϊβ, το χαϊδεμένο αμερικανόπαιδο, η «American Darling» του Ράσελ Μπανκς, αποτελεί μια εμβληματική ηρωίδα (Πόλις, μετ. Τάκης Κίρκης, σελ. 577). Τέκνο της χρυσής νεολαίας της δεκαετίας του ’60 θα περιφρονήσει τα προνόμια που εναποθέτει στα πόδια της η εύπορη οικογένειά της για να στρατολογηθεί σε μια παράνομη ανατρεπτική οργάνωση. Και από εκεί θα αναγκαστεί να διαφύγει στην Αφρική όπου θα ερωτευτεί και θα παντρευτεί έναν Λιβεριανό πολιτικό με επιρροή, θα αποκτήσει οικογένεια για να βρεθεί στο τέλος αντιμέτωπη με μια πραγματικά αιματηρή εξέγερση όπου τα πάντα μετατρέπονται σε υπόθεση ζωής ή θανάτου. Η ηρωίδα του Μπανκς είναι καλοπροαίρετη, η ανιδιοτέλειά της αδιαμφισβήτητη, το αίσθημα της αυτοθυσίας της ισχυρό. Κατά μια ειρωνική όμως συνθήκη ολόκληρη η δράση της εμφανίζεται αδιέξοδη, καθώς οι πράξεις της καταλήγουν στο ακριβώς αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

Δεν θα έλεγα ότι το μυθιστόρημα του Μπανκς έχει την πιο καλοσχεδιασμένη φόρμα ή ότι όλοι του οι ήρωες είναι άρτια επεξεργασμένοι. Διαβάζεται όμως με εξαιρετικό ενδιαφέρον αποτελώντας ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα για τις σχέσεις της αμερικανικής Δύσης με την αφρικανική ήπειρο, για τη δυναμική των εντάσεων ανάμεσα στις διαφορετικές φυλές που κατοικούν τη δυτικοαφρικανική αυτή χώρα και ανάμεσα στους επίδοξους διεκδικητές της εξουσίας. Ενα από τα βασικά θέματα του Μπανκς αποτελεί ακόμα, σύμφωνα με τον κριτικογράφο των «Νιου Γιορκ Τάιμς», η ανάλυση της ψυχολογίας του αμερικανικού ριζοσπαστισμού: τι είναι αυτό που κάνει κάποιον τόσο ευεπίφορο σε επαναστατικά ιδεώδη, πρόθυμο να υποτάξει όλες τις προσωπικές του σχέσεις σε απόλυτα αφηρημένους σκοπούς; Κι ακόμα ποιες είναι οι σχέσεις ιδεαλισμού και βίας, προοδευτικών οραμάτων και πράξεων που καταλήγουν στην καταστροφή;

Οπως και άλλες χώρες της αφρικανικής ηπείρου, η Λιβερία δεν μπόρεσε να ξεφύγει ούτε από τους αδυσώπητους νόμους της αποικιοκρατίας, ούτε από τους αιματηρότατους φυλετικούς ανταγωνισμούς με αποτέλεσμα να παγιδευτεί στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα στα πλοκάμια του Ψυχρού Πολέμου και να εμπλακεί στα τέλη της δεκαετίας του ’80 σε μια δίνη εμφυλίων σφαγών. Απόλυτη φτώχεια, μακροχρόνια ενδημική διαφθορά, εκδηλώσεις ανεξέλεγκτης βίας που έφθασαν μέχρι τον κανιβαλισμό. Αυτή υπήρξε η μοίρα μιας χώρας που στον 19ο αιώνα φιλοδόξησε να αποτελέσει τη Γη της Επαγγελίας για τους απελεύθερους μαύρους των ΗΠΑ. Μέσα σε αυτή την πολιτική σκηνή ο Ράσελ Μπανκς τοποθετεί την ηρωίδα του, η οποία όπως παρατηρεί ο κριτικογράφος Μιτσίκο Κακουτάνι, θεωρεί ότι μπορεί διαρκώς να επινοεί τον εαυτό της, προκειμένου να ξαναρχίζει τη ζωή της από την αρχή: ως Χάνα Μάσγκρεϊβ, όνομα που της κληροδότησε η οικογένειά της, ως Προσκοπίνα, όνομα που υιοθέτησε η ίδια κατά τη διάρκεια της επαναστατημένης εφηβείας της, ως Ντόουν Κάριγκτον, ψευδώνυμο στο οποίο κατέφυγε στα χρόνια της παράνομης δράσης, ως κυρία Γούντροου Σουντιάτα, ονοματεπώνυμο του Λιβεριανού συζύγου της. Κόρη καθιερωμένου παιδίατρου που έγινε διάσημος χάρη στις συμβουλές του για την ανατροφή των παιδιών (κάτι σαν τον διεθνώς φημισμένο Δόκτορα Σποκ), η Χάνα χάνει διαρκώς τον στόχο της, καθώς δείχνει να περιστρέφεται γύρω από έναν εαυτό που του λείπει το κέντρο βάρους. Οι πολιτικές αναλύσεις της εμφανίζονται λογικές. Στην πραγματικότητα όμως η ηρωίδα αποδεικνύεται αφελέστατη ακτιβίστρια καθώς τα μυστικά λειτουργίας του ευρύτερου συστήματος τής διαφεύγουν. Αλλά και οι σχέσεις της με τους ανθρώπους που την περιβάλλουν είναι σαθρές. Διότι περισσότερο συνδέεται με τους φυλακισμένους για φαρμακευτικά πειράματα χιμπατζήδες παρά με τους ανθρώπους – τους γονείς, τους φίλους, τον άντρα της, τα ίδια της τα παιδιά. Παραμένει ξένη, κυνηγώντας ένα απροσδιόριστο όραμα χάριν του οποίου υποβάλλεται στις πιο οδυνηρές θυσίες. Ποτέ ωστόσο δεν ενδιαφέρεται να κάνει τον απολογισμό, να αξιολογήσει τα αποτελέσματα της δράσης της, να πραγματοποιήσεις τον ισολογισμό ανάμεσα στα οφέλη και το κόστος – δημόσιο και ιδιωτικό. Η δράση για τη δράση, η απόρριψη για την απόρριψη, η αντίσταση για την αντίσταση μοιάζει να κυριαρχούν σε μια διαδρομή που δεν έχει τέλος – ή που για την ακρίβεια έχει για μοναδικό του τέλος τον αιματηρό σφαγιασμό.

Το στοιχείο της απόλαυσης αλλά και του πόνου λείπουν από τη ζωή της Χάνα για να αντικατασταθούν από ένα αίσθημα περισσότερο συγγενές προς την πολιτική ορθότητα – τόσο στη δημόσια σφαίρα όσο και στην προσωπική ζωή: προϊόν αυτής της συνθήκης, η Χάνα και οι τρεις της γιοι που μέσα στις ανεξέλεγκτες συνθήκες της λιβεριανής εμφύλιας αιματοχυσίας θα υιοθετήσουν ανατριχιαστικά ψευδώνυμα. Η Αμερικανή Προσκοπίνα θα γεννήσει έτσι τη «Μύγα», τη «Δαιμονολογία» και τον «Χειρότερο-από-θάνατο», οι οποίοι θα διαπράξουν ανομολόγητα εγκλήματα. Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, αποκτώντας υψηλή συγκινησιακή θερμοκρασία, η αφήγηση του Ράσελ Μπανκς γίνεται συγκλονιστική.