Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11, 2006

No 394

Image Hosted by ImageShack.usSteve Walker (Καναδάς)

.......................................................................................18.6.88
Μελίνα,
κοινοί φίλοι μού έχουν μεταφέρει κατά καιρούς σου: «Γιατί με βρίζει ο Ταχτσής;» Διερωτώμαι ποιοι είναι αυτοί και σε τι αποβλέπουν όταν σου λένε ότι «σε βρίζω». Θα είχα πολλούς λόγους να το κάνω τα τελευταία οχτώ χρόνια, αλλά δεν το ‘κανα. Χωρίς αυτό βα σημαίνει ότι δεν εξέφραζα ενίοτε κάποια προσωπική πικρία ή την αντίθεσή μου στον τρόπο που ασκείς τα καθήκοντα σου ως υπουργός πολιτισμού.
Θα σου απαριθμήσω μερικά από τα αίτια της προσωπικής πικρίας μου. Αίτια για τα οποία ευθύνονται οι συνεργάτες που κατά καιρούς μαζεύεις γύρω σου, αναλαμβάνοντας όμως έτσι και την ευθύνη των ενεργειών τους.
Δε θα ξεχάσω ποτέ την αλγεινή εντύπωση που μου έκανε την ημέρα των εκλογών του ’81 η παρουσία του Νίκου Μουρατίδη («του Νίκου μας» κατά την έκφραση της Ζήκας). Ήταν ο άνθρωπος που από θαυμαστής μου το ’72, μετεβλήθη σε φανατικό εχθρό όταν αρνήθηκα να τον δέχομαι «για καφεδάκι» στο γραφείο μου το ’75 που ήμουνα στην ΕΡΤ. Κι ακόμα πιο φανατικός όταν αντιτάχθηκα στο γελοίο τρόπο ίδρυσης του ΑΚΟΕ εκ μέρους του Βελισσαρόπουλου – κάτω απ’ τις φούστες των εκδιδόμενων τραβεστί, απ’ τους οποίους μοιραία «καπελώθηκε» κι εκφυλίστηκε το κίνημα.
Ήταν ο άνθρωπος που έκανε τις δημόσιες σχέσεις του τραβεστί «Μπέτυ», τον οποίο, με τη μεσολάβηση της Μανουέλλας, δέχτηκες και στο σπίτι σου: κι αυτό την ίδια εποχή που, με παρότρυνση του Μπασιάκου – κι έχω σχετική δήλωση του «Μπέτυ» γι’ αυτό υπογεγραμμένη από μάρτυρες – απεπειράτο να με δολοφονήσει, και με τη συμμορία του απειλούσε τον Αγγελόπουλο να μη γυρίσει το «Τ.Σ.» γιατί θα του τα «κάναν λίμπα»

Κώστας Ταχτσής: Συγγνώμην, εσείς δεν είσθε ο κύριος Ταχτσής; (Πατάκης)

2 σχόλια:

artois είπε...

H παρουσίαση του βιβλίου από το site της Πρωτοπορίας:

Μια συνθετική και πλούσια μαρτυρία για την προσωπικότητα και το έργο του δημιουργού του Τρίτου στεφανιού Κώστα Ταχτσή. Ένα βιβλίο που ανασυνθέτει κατά τον πλησιέστερο τρόπο τον περιπετειώδη βίο του συγγραφέα και "κοινωνικού", κατά τον Αλέκο Φασιανό, "μαχητή". Μέσα από γράμματα που έστειλε ο Κώστας Ταχτσής, ανέκδοτες ως τα σήμερα ημερολογιακές του σημειώσεις, πλούσιο φωτογραφικό υλικό δικών του "στιγμών" αλλά και σημαντικών ανθρώπων που συναναστράφηκε, γνωρίζουμε ανεξερεύνητες πτυχές του δημιουργού-συγγραφέα. Ο τόμος περιλαμβάνει ακόμη πλήρη εργοβιογραφία του Κώστα Ταχτσή, χαρακτηριστικά αποσπάσματα κειμένων του, καθώς και επιστολές που του έστειλαν εξέχουσες προσωπικότητες του πνευματικού μας κόσμου.
~~~~~~~~~~~~

… και ένα απόσπασμα από μία ανέκδοτη επιστολή του προς τον Αλέκο Φασιανό, από το αφιέρωμα του “Διαβάζω” (τ. 440 – Μάιος 2003)

Αγαπημένε Αλέκο,

Έλαβα το –χωρίς ημερομηνία- γράμμα σου και χάρηκα ή μάλλον το χάρηκα, όσο εσύ λυπήθηκες που δεν έβαλα τα σχέδιά σου στα ποιήματα. Αλλ’ ο μόνος ένοχος είσ’ εσύ: κάθε φορά που σου ζητάω κάτι, επιστρατεύεις το “στυλάκι” σου αδιαφορώντας εντελώς για την ουσία. Μου δίνεις ή εντελώς ακατάλληλα πράματα ή δυο-τρία όμοια μεταξύ τους. Καμιά αντιρρηση να βάλω τον πισινό που μου 'δωσες λ.χ., μα που, φως φανάρι, είναι πρόχειρα αντιγραμμένο απ’ το ήδη υπάρχον έργο – έχω το P.D.A. To μόνο ενδιαφέρον και χρησιμοποιήσιμο σχέδιο ήταν η σελήνη, έτσι, ελεύθερα καμωμένη, κάτι ανάμεσα σε μέδουσα και καλαμαράκι. Όλα τ’ άλλα όμως ήταν κάτω του μετρίου.
[...]
Πάντως ο Αργυρίου δεν περιέλαβε ουτ’ εμένα, ούτε τον Ιωάννου στην ανθολογία του ανάμεσα στους ποιητές της γενιάς του ’50 – σου λέει: εσείς είσαστε πλούσιοι σαν πεζογράφοι, είν’ ανάγκη τώρα να φάτε και το ψωμί των ποιητών; Eπανέρχομαι στο θέμα των εξωφύλλων: το σχέδιο για τα Ρέστα είναι αθλιότερο παρά ποτέ – έτσι όπως το “διόρθωσα”, και η αίτηση για ένα σχέδιο της προκοπής γι αυτή την πολύπαθη συλλογή διηγημάτων εξακολουθεί να εκκρεμεί.
O Τσαρούχης –δυο μέρες μετά τη δήλωσή του στο πρωτοχρονιάτικο πάρτυ του Κουτσίνα ότι δεν μπορεί να μείνει κάτω απ’ την ίδια στέγη με μένα- έπεσε κι έσπασε τα μούτρα του, κι είναι στο ΚΑΤ. Κατόπιν επιμόνων πιέσεων μερικών κοινών φίλων και γνωστών, του έστειλα λουλούδια με μια κάρτα στην οποία του εύχομαι να γίνει γρήγορα καλά, κι ας με βρίζει.
[...]
Ελπίζω το καλοκαίρι –αν είμαστε καλά- να 'ρθεις στο Πήλιο.

Σε φιλώ πολύ

artois είπε...

[ κάτω απ’ τις φούστες των εκδιδόμενων τραβεστί, απ’ τους οποίους μοιραία «καπελώθηκε» κι εκφυλίστηκε το κίνημα]

Ο Κώστας Ταχτσής ήταν σε διαρκή αντιδικία με τους τραβεστί και οι δημόσιες αναφορές του σ’ αυτούς ήταν πάντα απαξιωτικές. Το ίδιο έκανε και στο έργο του. Παρενδυτικός και ο ίδιος, προκαλούσε εντύπωση μ’ αυτή του τη στάση που έχει αποτελέσει αντικείμενο έρευνας των μελετητών του και πολλοί την αποδίδουν σε πιθανή ενοχικότητα για την ομοφυλοφιλία του.

Στο προηγούμενο τεύχος της «Λέξης» δημοσιεύθηκε μία από τις «εισαγωγές» που είχε ετοιμάσει για το «Φοβερό Βήμα» και που έχει ως θέμα της έναν ακόμα διαπληκτισμό του με τραβεστί. Αυτό όμως που έχει ενδιαφέρον στην συγκεκριμένη γραφή είναι ο επίλογός της, όπου ο συγγραφέας Ταχτσής ομιλεί με τον τραβεστί εαυτό του.

Παρουσιάζοντας το κείμενο η Λέξη,(τ.189) γράφει:

«Απομένει ως στοιχείο, ακόμη και για ψυχαναλυτική έρευνα, το δίδυμο του συγγραφέα με την εκδιδόμενη τραβεστί, δίδυμο που στην πραγματικότητα αποτελεί ένα και το αυτό πρόσωπο και που δεν είναι άλλο από τον δημιουργό και το alter ego του.»

«Πρόσεχε, ως πότε θα σε ξελασπώνω»
ο επίλογος

«Το ίδιο βράδυ, σκυμμένος πάνω απ’ τη γραφομηχανή μου, προσπαθούσα να καταγράψω ό,τι θυμόμουνα απ’ την αφήγησή του, αλλ’ η ιδέα ότι στολιζότανε να βγει και να πάει πάλι τσάρκα δε μ’ άφηνε να συγκεντρωθώ, μου ‘ρχότανε να κλάψω, τι στην ευχή σκεπτόμουνα, θα σηκωθώ να πάω κι εγώ μια βόλτα να ξεσκάσω, μα δεν τελείωσα τη σκέψη μου και μπήκε στο δωμάτιο που ‘χω το γραφείο μου ντυμένος σα θεατρίνα επιθεώρησης, μ’ ατένισε κοροϊδευτικά, κι είπε τι κάθεσαι και γράφεις ρε μαλάκα, τι κάθεσαι και παίζεις με τις λέξεις, δεν τις σιχάθηκες ακόμα, σήκω να πάμε τσάρκα να ξεσκάσουμε, δε σε φτάνει η ζωή που ζήσαμε και ζούμε ακόμα, πρέπει σώνει και καλά να την κάνεις και βιβλίο να μας κουτσομπολεύουνε και πεθαμένους τα μουνόπανα κι οι πούστρες ή ελπίζεις ότι έτσι θ’ αποδείξεις πως εσύ δε φταις για τίποτα; Toυ λέω τι γλώσσα είν’ αυτή, πού νομίζεις ότι βρίσκεσαι, αν ζούσε κακομοίρη μου η μαμά και σ’ άκουγε, και στό ‘χω πει εκατό φορές, κάνε ό,τι θες, φτάνει να μη σε βλέπω μασκαρεμένο κατ’ αυτό τον τρόπο και συγχύζομαι. Μου λέει ώστε τώρα βγάζουμε απ’ έξω την ουρά μας, ε; Μια ζωή με βάζεις να κάνω τρέλες για να εκτονώνεσαι, να ζω εγώ στον ξύπνιο μου τους εφιάλτες για να μην ταράζεται ο δικός σου ύπνος και τώρα μου ζητάς και ρέστα; Tου λέω εγώ σ’ έβαζα ή τα ‘θελε ο κώλος σου; Σου είπα εγώ τώρα να βγεις, δε σ’ έφτασε η χτεσινή ιστορία, δε μπορείς δηλαδή να μείνεις μέσα ένα βράδυ να κοιμηθείς κι εσύ μια φορά σαν άνθρωπος; Και μου λέει αν είσ’ εσύ σχιζοφρενής και σ’ αρέσει να μιλάς μονάχος σου, εγώ δεν είμαι, κι έφυγε χτυπώντας δυνατά την πόρτα, άκουσα το μουγκρητό της μηχανής του αυτοκινήτου, πρόσεχε είπα με το νου μου, πρόσεχε, ως πότε θα σε ξελασπώνω; Βγήκα στο μπαλκόνι. Το φεγγάρι είχε ξεμυτίσει προ πολλού πάνω απ’ το Λυκαβηττό, πάντα με καθυστέρηση από τούτη τη μεριά του λόφου, το πήγαιν-έλα των αυτοκινήτων ήταν τώρα αραιό, στην ησυχία άκουσα του χουχούτισμα μιας κουκουβάγιας και μειδίασα.