Τετάρτη, Ιουλίου 05, 2006

No 318

Καθίσαμε για να μην ακουγόμαστε σε μιαν άκρη, στο βάθος. Ο καφετζής, δίχως ποδιά, ένας πελάτης θα έλεγες, σηκώθηκε κάποια στιγμή και παραγγείλαμε.
- άφησες ένα μήνυμα, άφησες δυο και δε σου απαντήσαμε. Οφείλεις να το σεβαστείς και να περιμένεις, είπε.
- Εννοείς, δηλαδή, ότι κάποτε θα μου απαντούσατε; τον ρώτησα
- Δεν έχει σημασία, είπε. Υπάρχει εξάλλου τίποτα που δεν προλάβαμε να πούμε οι δυο μας, τόσο καιρό;
Σε αυτό το σημείο είχε δίκιο. Δεν άνοιξα ποτέ το στόμα να του πω τίποτα. Αλλού λαλίστατος κι αλλού άφωνος.(…)
- Η Μαρία είναι έγκυος, είπε ο Δημήτρης.

Γιώργος Συμπάρδης: Ο άχρηστος Δημήτρης (Κέδρος)

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Η περιγραφή του βιβλίου και δύο διαφορετικές κριτικές αποτιμήσεις:

Η ιστορία μιας μακρόχρονης φιλίας ανάμεσα σε δυο άντρες. Ο ένας δικηγόρος ο άλλος γκαρσόνι, ναυτικός, υπάλληλος γραφείου ταξιδίων, μπάρμαν, ηθοποιός. Οι δύο φίλοι κουβεντιάζουν για τις γυναίκες, σχετίζονται με μερικές, σχετίζονται πολύ περισσότερο μεταξύ τους, και κάποτε φτάνουν να συγκατοικήσουν κα να ζήσουν στο σπίτι του ενός και στον κόσμο του άλλου. Οι χώροι στους οποίους κινούνται είναι, εκ πρώτης όψεως, γνώριμοι κι οι άνθρωποι που συναντούν συνηθισμένοι. Και για αυτό ίσως καταλήγουν οι δύο φίλοι να πιστέψουν σε ένα παραλογισμό που τον εκλαμβάνουν σαν το λογικότερο συμπέρασμα: ότι όλοι οι άνδρες, τουλάχιστον οι καλύτεροι άνδρες - οι πιο πραγματικοί κι οι πιο έξυπνοι - είναι όλοι τόσο άχρηστοι όσο και οι ίδιοι.

(greekbooks.gr)
~~~~~~~~~~~~

Από ΤΟ ΒΗΜΑ της 10ης Μαΐου του '98.

Γράφει ο Σπύρος Τσακνιάς

Η δύναμη του τυχαίου
Ιστορίες δρόμου μέσα από τις ημιφωτισμένες σχέσεις δύο ανδρών. Τυχαίες συναντήσεις, ισχνά προσχήματα, απουσία περιγραμμάτων, ρευστότητα προσώπων και καταστάσεων.

Πριν από έντεκα χρόνια, ο σχετικά νέος ακόμη τότε πεζογράφος Γιώργος Συμπάρδης, γεννημένος το 1945, μας είχε ξαφνιάσει με μια εκτεταμένη νουβέλα, το Μέντιουμ, που τράβηξε την προσοχή της κριτικής και απέσπασε την κατάφασή της για τη δεξιοτεχνία με την οποία ο πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας χειριζόταν ένα σύνθετο και δισυπόστατο υλικό και για τη διακριτικότητα με την οποία αντιμετώπιζε ένα ακανθώδες θέμα: τον αδιέξοδο έρωτα μιας άπραγης επαρχιωτοπούλας για έναν φοιτητή της ιατρικής, ο οποίος, για να την προφυλάξει, της απεκάλυψε πως ήταν ομοφυλόφιλος. Μολονότι το θέμα του ήταν πρόσφορο για εντυπωσιοθηρικές δραματοποιήσεις, ο συγγραφέας, με σπάνια ευαισθησία και ώριμη γραφή, είχε κατορθώσει μιαν εντελώς ανεμφατική εξιστόρηση περίπλοκων και μυστηριακών καταστάσεων, κερδίζοντας τον απαιτητικό αναγνώστη του χάρη στην έντεχνη αποδραματοποίηση των επεισοδίων που συγκροτούσαν τον μύθο του και στην ποιητική υποβολή των υπόγειων συγκινησιακών τους φορτίων.

Ακολούθησαν έντεκα χρόνια σιωπής. Ούτε βιβλίο εξέδωσε ούτε με άλλον τρόπο απασχόλησε τη δημοσιότητα. Πολλές φορές αναρωτήθηκα τι να είχε απογίνει ο προικισμένος πεζογράφος. Καθώς τα χρόνια περνούσαν ­ χρόνια καταιγιστικής συγγραφικής αδολεσχίας ­ φοβήθηκα πως θα έμενε ένας διάττων στα γράμματά μας, συγγραφέας του ενός βιβλίου. (Φόβος που ακόμη με συνέχει για τον Γιάννη Πατσώνη, έναν άλλο αξιόλογο πεζογράφο, που σιώπησε προώρως έπειτα από δύο άκρως αξιοπρόσεκτες εμφανίσεις). Ας είναι. Ο Γιώργος Συμπάρδης, με το μυθιστόρημά του Ο άχρηστος Δημήτρης διέψευσε τους φόβους μας με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ­ και τον πιο εντυπωσιακό.

Ο Αχρηστος Δημήτρης είναι από τα πιο γοητευτικά μυθιστορήματα που διάβασα τελευταία. Με την ευκαιρία αυτή, ας σημειώσω παρεκβατικά ότι η πληθώρα πεζογραφικών έργων που εκδίδονται υπό το 1990 και μετά, τα περισσότερα των οποίων είναι μέτρια ή ασήμαντα, δημιουργεί μια παραπλανητική σαρωτική εικόνα, μέσα στην οποία παραβλέπονται καμιά φορά αξιόλογα έργα ή αμβλύνεται η διάθεση να τα εντοπίσουμε, να τα ξεχωρίσουμε από τον σωρό και να υπογραμμίσουμε τη σημασία τους για τη λογοτεχνία μας. Οι γενικόλογες παρατηρήσεις μας για την κατάσταση της πεζογραφίας μας δεν πρέπει να οδηγούν σε απεμπόληση του βασικού κριτικού μας χρέους, που είναι αυτή ακριβώς η δύσκολη και χρονοβόρα επιλογή, αυτό το κοσκίνισμα, από το οποίο ενδέχεται να αποκομίσουν κάποιο όφελος και οι αναγνώστες μας, πελαγωμένοι τόσο από το πλήθος των βιβλίων όσο και από τις στεντόρειες φωνές των διαφημιστικών σειρήνων. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι αναγνώστες υποχρεούνται να προσυπογράφουν τις επιλογές μας. Εμείς όμως δικαιούμεθα να υποστηρίζουμε με πάθος τις υποδείξεις μας.

Βρίσκω λοιπόν τον Αχρηστο Δημήτρη ένα από τα πιο γοητευτικά μυθιστορήματα που διάβασα τελευταία. Και ομολογώ τη δυσχέρεια που αντιμετωπίζω στην προσπάθειά μου να το παρουσιάσω στον αναγνώστη αυτών των γραμμών. Το μυθιστόρημα του Συμπάρδη αντιστέκεται τόσο σε μια μορφολογική κατάταξη όσο και σε μια συνοπτική περιγραφή της υπόθεσής του. Το πλήθος των επεισοδίων και των προσώπων που απαρτίζουν την πρώτη ύλη του δεν οργανώνονται γύρω από κάποιο συγκροτημένο story και, πολύ περισσότερο, δεν υπάγονται σε μια αρχιτεκτονημένη πλοκή. Χωρίς, από την άλλη, να μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι συντάσσονται με έναν μοντερνιστικό τρόπο ελεύθερου συνειρμού. Πρόσωπα, σκηνές και επεισόδια του ισχνού μύθου στρέφονται γύρω από έναν δεσπόζοντα άξονα, χαλαρά αρμολογημένα, δήθεν τυχαία, επιλεγμένα ωστόσο βάσει ενός αφανούς σχεδίου, που τείνει, μέσα από τη στήριξη του κεντρικού άξονα, στον διακριτικό φωτισμό των σχέσεων που συνάπτουν οι άνθρωποι της εποχής μας και στην ακόμη διακριτικότερη σκιαγράφηση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, του κρατούντος κοινωνικού, ψυχολογικού και πολιτισμικού κλίματος.

Η εποχή, για να γίνω πιο συγκεκριμένος, είναι η δεκαετία του '70 και ως τα μέσα περίπου της δεκαετίας του '80. Και ό,τι ονόμασα κεντρικό άξονα είναι η σχέση δύο ανδρών, του αφηγητή, ενός καλλιεργημένου δικηγόρου, με τον Δημήτρη, έναν λαϊκό νέο, που άλλοτε δουλεύει ως γκαρσόνι και άλλοτε ως ναυτικός, υπάλληλος γραφείου ταξιδίων, μπάρμαν, ηθοποιός και ένας θεός ξέρει τι άλλο. Η σχέση που συνάπτεται τελείως τυχαία, περνά μέσα από πολλές διακυμάνσεις, διακόπτεται όταν ο Δημήτρης φεύγει για την Αμερική, αναθερμαίνεται όταν οι δύο φίλοι ξανασυναντιούνται επίσης τυχαία ύστερα από λίγα χρόνια, κορυφώνεται με την απόφασή τους να συγκατοικήσουν και διαλύεται όταν ο Δημήτρης αποφασίζει να παντρευτεί τη Μαρία, μια γκαρσόνα που μένει έγκυος, όχι κατ' ανάγκην από τον Δημήτρη που έχει ομολογήσει τη σεξουαλική του ανικανότητα. Οι λόγοι της απόφασής του να παντρευτεί παραμένουν αδιευκρίνιστοι, όπως άλλωστε και τα αίτια της όλης του συμπεριφοράς. Ακόμη και η φιλία του με τον Γιώργο, τον αφηγητή, δεν ξεκαθαρίζει εντελώς. Πρόκειται για μια ομοφυλοφιλική σχέση; Δεν είναι απολύτως βέβαιο, αν και μια ερωτική αύρα σαφώς περιβάλλει τους δύο νέους άντρες και μια λεπτή ερωτική συγκίνηση φαίνεται να διαπερνά την ψυχή του αφηγητή. Υπάρχουν υπονοούμενα που θα στήριζαν μια τέτοια εκδοχή, υπαινιγμοί για σκηνές ζήλειας, όλα όμως διφορούμενα, αόριστα, δεκτικά και άλλης ερμηνείας. Υπάρχουν επίσης υπαινιγμοί για σχέσεις του Δημήτρη με γυναίκες, καταστάσεις που αφήνονται στο ημίφως, σχέσεις που μπορεί να είναι βασανιστικές ή επιδερμικές αλλά ο συγγραφέας είναι σταθερά αποφασισμένος όχι μόνο να μην αναλύει τα συναισθήματα των ηρώων του αλλά ούτε καν να αναφέρεται σε αυτά. Η αποθέωση τού «δεικνύειν» και η ολοσχερής απάλειψη του «λέγειν».

Ο Αχρηστος Δημήτρης είναι ένα μυθιστόρημα συντεθειμένο από ποικίλες ιστορίες, ιστορίες που δεν επιβάλλει η αναγκαιότητα της (ανύπαρκτης) πλοκής. Οι δύο φίλοι γυρίζουν εδώ και εκεί, συναντούν διάφορους ανθρώπους, ο αφηγητής μάς διηγείται την ιστορία τους και ύστερα τους εξαφανίζει. Εντελώς τυχαίες συναντήσεις ή με ισχνά προσχήματα, σε κάποιο μπαρ, σε ένα ύποπτο ξενοδοχείο στον Σκαραμαγκά, σε μια χαρτοπαικτική λέσχη στα Πατήσια, σε ένα σπίτι στον Πόρο, όπου ζει μια ελληνοαμερικανίδα ζωγράφος με τον άραβα εραστή της, σε ένα ναυτιλιακό γραφείο στον Πειραιά, όπου γίνονται απίστευτα κερδοφόρες κομπίνες. Συναντήσεις με πρόσωπα πιθανά και απίθανα, κυρίως λαϊκά αγόρια και κορίτσια, με παράξενες ασχολίες, στο όριο της νομιμότητας και της ανομίας, καλόκαρδα παιδιά έτοιμα να συμπαρασταθούν σε έναν φίλο και εξίσου έτοιμα να του σουφρώσουν χρήματα και να εξαφανιστούν.

Μέσα στις σελίδες του Αχρηστου Δημήτρη συναντούμε έναν μικρόκοσμο τόσο κοντινό και τόσο απόμακρο συνάμα. Ανθρώπους που μας φαίνονται οικείοι και ταυτόχρονα ανοίκειοι. Ο συγγραφέας έχει το χάρισμα να παραδοξοποιεί τα πιο καθημερινά συμβάντα, να τα τυλίγει σε ένα πέπλο μυστηρίου ­ όχι, ευτυχώς, για να εντυπωσιάσει αλλά για να υποβάλει άλλες σημασίες ή συγκινήσεις στις οποίες δεν θα γίνει καμία ρητή αναφορά. Από αυτή την απουσία σαφών περιγραμμάτων, από αυτή τη ρευστότητα προσώπων και καταστάσεων, προκύπτει η γοητεία της αφήγησης. Μιας αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο, που ξετυλίγεται απλά και αβίαστα, που συγκρατεί την προσοχή του αναγνώστη ως την τελευταία σελίδα, που, το ξαναλέω, χωρίς να είναι συγκινημένη είναι συγκινησιογόνος.

Μίλησα πιο πάνω για πρόσωπα που εμφανίζονται τυχαία και εξίσου τυχαία εξαφανίζονται. Και ωστόσο, η τυχαιότητα αυτή, που σε άλλου τύπου μυθιστόρημα μπορεί και να ήταν καταστροφική, αν ήταν προϊόν συγγραφικής αδεξιότητας, στον Αχρηστο Δημήτρη, σαφώς ηθελημένη, τεχνηέντως και υπογείως σχεδιασμένη, μεταδίδει μιαν αίσθηση αναπότρεπτου· ως εάν το τυχαίο να είναι η μοίρα μας. Εξάλλου τα πρόσωπα που συναντούμε σε ένα ή δύο κεφάλαια και δεν θα συναντήσουμε ξανά μέσα στις περίπου 400 σελίδες του μυθιστορήματος, κατά περίεργο τρόπο, δεν φεύγουν από τη μνήμη μας, ακόμη και όταν έχουμε τελειώσει την ανάγνωση του βιβλίου, ακόμη και όταν το αναπολούμε ύστερα από μέρες. Ισως γιατί είναι αδρά ζωγραφισμένα, ίσως γιατί η θλίψη που αναδίνουν οι καθημερινές ιστορίες τους είναι τόσο διαβρωτική. Εν τέλει ο Αχρηστος Δημήτρης μπορεί να μην είναι συντεθειμένος από μικρές ιστορίες αλλά από μικρούς ή μεγάλους διαδοχικούς θανάτους.
~~~~~~~~~~~~

Από ΤΑ ΝΕΑ, 29 Σεπτεμβρίου 1998

Γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ

Η ομοερωτική έλξη είναι αισθητή, χωρίς ποτέ να εκφράζεται ως τέτοια, και στο μυθιστόρημα του Γιώργου Συμπάρδη (γ. 1945) Ο άχρηστος Δημήτρης.

Το θέμα του μυθιστορήματος είναι η φιλία ανάμεσα σε δύο άνδρες: τον αφηγητή, τον Γιώργο, έναν μάλλον νοικοκυρεμένο δικηγόρο που στην αρχή αυτής της σχέσης είναι 29 ετών, και τον Δημήτρη, έναν ανερμάτιστο νέο 23 ετών, τότε. Περίπου δέκα χρόνια αργότερα, κι έπειτα από μια διακεκομμένη πορεία, η φιλία τους φαίνεται να χάνεται μέσα στη ροή της ζωής, που τόσο λίγο επηρεάζεται από τις προθέσεις και τα σχέδιά μας.

Το ίδιο, άλλωστε, έχει συμβεί προηγουμένως και με τους περισσότερους χαρακτήρες και καταστάσεις που εμφανίζονται σ' αυτή την ιστορία: είναι σκόρπιες στιγμές στη ζωή ενός ανθρώπου, του αφηγητή, και δεν τις συνδέει κάποιο προφανές σύστημα αιτίων, δεν σχηματίζουν μια συνεκτική εικόνα. Από αυτή την άποψη, το μυθιστόρημα του Συμπάρδη θα μπορούσε να είναι μια εύλογη, συγκρατημένα ελεγειακή απόδοση του χαρακτήρα της σύγχρονης πραγματικότητας, όπως τη βιώνουμε.

Υπάρχει, όμως, ένα σοβαρό πρόβλημα. Το όχημα που προορίζεται να μεταφέρει τον αναγνώστη μέσα από αυτό το καλειδοσκοπικό τοπίο, δηλαδή η φιλία του Γιώργου με τον Δημήτρη, έχει μάλλον υπερβολικές απαιτήσεις από τον επιβάτη. Αν κάποιος δεν κατέχει εκ των προτέρων έναν πολύ ιδιαίτερο κώδικα επικοινωνίας και δεν διαθέτει έναν εξίσου ιδιαίτερο τρόπο συμπαθητικής ταύτισης, αδυνατεί να παρακολουθήσει αυτή τη φιλία. Δεν μπορεί να καταλάβει ούτε τους λόγους που τη γέννησαν και τη συντηρούν ούτε το περιεχόμενό της, γιατί αυτά τα πράγματα δεν αναπτύσσονται στο μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας φαίνεται να προϋποθέτει ότι ο αναγνώστης του συμφωνεί με κάτι που ο ίδιος δεν θέλει ή δεν μπορεί να εκφράσει.

Αν αυτή η σχέση ήταν ρητά ομοφυλοφιλική, το πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Αλλά ο συγγραφέας φροντίζει να την εφοδιάσει με όλους τους τύπους μιας «συμβατικής» ανδρικής φιλίας, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι άτοπη (οι δυο φίλοι δεν έχουν ούτε ανακαλύπτουν τίποτα κοινό), ενώ από την άλλη την ποτίζει σε μια ατμόσφαιρα υπαινιγμών που φαίνεται να παραπέμπουν σε κάτι διαφορετικό, κάτι ανομολόγητο από τον συγγραφέα μάλλον παρά από τους ήρωές του. Αυτή η αμφισημία δεν έχει τίποτα το γοητευτικό, γιατί γίνεται αντιληπτή ως συγγραφική διπροσωπία, που υψώνει οχυρά απέναντι στον αναγνώστη κι έτσι τον αφήνει έξω από τον πυρήνα της ιστορίας.

Ένα παράδειγμα είναι η σκηνή της γνωριμίας του Γιώργου με τον Δημήτρη, στις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Ο Γιώργος επισκέπτεται απρόσκλητος έναν φίλο του, που τον υποδέχεται με τη ρόμπα και τον καλεί να περάσει μέσα για να γνωρίσει κι ένα παιδί. Την στιγμή εκείνη, και για αρκετή ώρα αργότερα, το «παιδί» είναι στην κρεβατοκάμαρα και τηλεφωνεί στη φίλη του. Ο Γιώργος θέλει να φύγει, αλλά ο οικοδεσπότης δεν τον αφήνει και του λέει επανειλημμένα ότι πρέπει οπωσδήποτε να γνωρίσει τον νεαρό, υπαινισσόμενος έτσι κάτι το εξαιρετικό. Κάθεται, λοιπόν, ο Γιώργος και περιμένει, μέσα σε μια ατμόσφαιρα αδημονίας κι έντασης που διαρκεί δύο ολόκληρες σελίδες. Επιτέλους εμφανίζεται ο Δημήτρης και ακολουθεί μια περιγραφή του παρουσιαστικού του από τον αφηγητή (τον Γιώργο), η οποία καταλαμβάνει οκτώ αράδες. Κατά τ' άλλα, διαπιστώνουμε ότι ο Δημήτρης δεν έχει απολύτως τίποτα που να δικαιολογεί το σασπένς της αναμονής του. Η όλη σκηνή έχει νόημα μόνον αν τη δει κανείς με τα μάτια και κυρίως με τη φαντασία του ομοφυλόφιλου, κάτι που ο Γιώργος υποτίθεται ότι δεν είναι.

Έτσι πορεύεται ολόκληρο το βιβλίο. Παρ' όλο που ο Γιώργος και ο Δημήτρης είναι, σύμφωνα με τον συγγραφέα, κανονικοί φίλοι, και μάλιστα έχουν ερωτικές περιπέτειες με γυναίκες, η κινητήρια δύναμη της σχέσης τους φαίνεται να είναι άλλου είδους και μένει ώς το τέλος εκτός κειμένου. Αυτή η άρνηση του Συμπάρδη να βγάλει το μέσα έξω (και τι άλλο είναι η δουλειά ενός συγγραφέα;) μας εμποδίζει συνεχώς να τον εμπιστευτούμε και μας γεννά την υποψία ότι η ρευστότητα της ζωής που περιγράφει παράγεται στην πραγματικότητα από το κρυφτό που παίζει με τους ήρωές του: αλλού θέλουν να πάνε αυτοί, αλλού τους σπρώχνει εκείνος και το αποτέλεσμα είναι μια αδιάκοπη παλινδρόμηση.

Ο Συμπάρδης πρωτοεμφανίστηκε το 1987 με τη νουβέλα Μέντιουμ, που θυμάμαι ότι είχε παρόμοια προβλήματα. Τόσο εκείνο το βιβλίο όσο και αυτό, το δεύτερό του, εγκωμιάστηκαν τα μέγιστα από τους περισσότερους κριτικούς. Βρίσκω αυτό τον ενθουσιασμό αδικαιολόγητο και, θα έλεγα, ανεξήγητο.