Αλλά το αυθεντικό πρόσωπο της Ρώμης
στα χρόνια της παρακμής είναι ο Βάριος Άβιτος Βασσιανός, ο επιλεγόμενος Ελαγάβαλος
ή Σαρδανάπαλος, που ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας από κάποια επαρχιακή λεγεώνα σε
ηλικία 15 χρόνων. Διαβόητη η τριετία της βασιλείας του για τις αισχρουργίες και
τη φαυλότητα, και πρωτοφανείς οι παρανομίες και οι εγκληματικές του πράξεια, όπως
γράφει ο Δίων ο Κάσσιος. Ήταν άντρας μαζί και γυναίκα – «ηνδρίζετο και εθηλύνετο». Βίασε την ιέρεια Ακυλία Σεουήρα γιατί
ήθελε, αρχιερεύς αυτός, να αποχτήσει «θεοπρεπείς παίδας» ζευγαρώνοντας με
αρχιέρεια. Συνευρισκόταν με πολλές γυναίκες ‘οχο από ερωτική έφεση αλλά για να
εμπλουτίσει την εμπειρία του σχετικά με τη συμπεριφορά των θηλυκών και να τις μιμείται
στις σχέσεις του με τους εραστές. Μεταμφιεζόταν, φορούσε γυναικεία ενδύματα και
περούκα, έμπαινε στα καπηλιά και αντικαθιστούσε τις ταβερνιάρισσες. Πήγαινε στα
πορνεία, έδιωχνε τις τρόφιμες του οίκου και εκδιδόταν στους πελάτες. Διαμόρφωσε
ένα οίκημα των ανακτόρων σε οίκο ανοχής. Στεκόταν γυμνός μπροστά στην πόρτα και
καλούσε τους περαστικούς με όλα τα πορνοκαμώματα. Αυτοί οι περαστικοί ήταν στρατολογημένοι
να παίξουν αυτόν τον ρόλο. Τελικά «υπανδρεύθη» κυριολεκτικά με άντρα και αξίωνε
να τον προσφωνούν «δέσποινα» και «βασίλισσα» και καλλωπιζόταν σαν γυναίκα
βάφοντας τα μάτια και τα μάγουλά του – «και
τους οφθαλμούς ενηλείφετο, ψιμυθίω τε και εγχούση εχρίετο». Ο «σύζυγος»
ήταν κάποιος Ιεροκλής, δούλος από την Ανατολή, «καρικόν ανδράποδον», που απόχτησε μεγαλύτερη ισχύ από τον ίδιο τον
αυτοκράτορα «ώσπερ και υπέρ εκείνου
ισχύσαι». Αλλά ο νεαρός αυτοκράτορας απιστούσε συστηματικά στον «σύζυγο»
θέλοντας και σ’ αυτό να μιμηθεί «τας
ασελγεστάτας γυναίκας». Φρόντιζε, μάλιστα, να τον καταλαμβάνει επ’ αυτοφώρω
ο Ιεροκλής ενώ «μοιχευόταν» και να τον ξυλοκοπεί άγρια –συχνά ο αυτοκράτορας
εμφανιζόταν με μαυρισμένα μάτια από τα γρονθοκοπήματα. Ήταν η μεγάλη απόλαυσή
του. Τον αποκαλούσε Καίσαρα και φιλοδοξούσε να τον ανακηρύξει αυτοκράτορα.
Κυριάκος Σιμόπουλος: Βασανιστήρια και Εξουσία. Από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, το Βυζάντιο και την τουρκοκρατία ως την εποχή μας
6 σχόλια:
Κάποτε οι προμηθευτές του αυτοκρατορικού κοιτώνα ανακαλύπτουν στη Σμύρνη έναν αθλητή πανέμορφο που καυχιόταν για σπάνια προσόντα ανδρισμού. Το όνομα του Αυρήλιος Ζωτικός. Τον έφεραν αμέσως στη Ρώμη με τιμητική συνοδεία. Κατά την πανηγυρική τελετή στα ανάκτορα ο Ζωτικός χαιρέτισε με το καθιερωμένο:
-Κύριε αυτοκράτωρ χαίρε!
Ο Ελαγάβαλος με θηλυπρεπή λυγίσματα, ακκισμούς και χαύνο βλέμμα του είπε:
-Μη με λέγε κύριον, εγώ γαρ κυρία ειμί!
Τον οδήγησε αμέσως στο λουτρό για επιβεβαίωση της φήμης του κι’ ύστερα σε δείπνο τρυφηλό και ηδονοχαρές. «Πασχητιάσας», γράφει ο Δίων, βυθισμένος σε πυρετό λαγνείας. Ανήσυχος ο Ιεροκλής, ο αυτοκρατορικός «σύζυγος’ για την εύνοια αλλά και για τη ζωή του έδωσε εντολή στους οινοχόους να ποτίσουν τον επικίνδυνο ανταγωνιστή με φάρμακο που καταβαράθρωσε την αρρενωπή του αίγλη –«φαρμάκω εξεθήλυνε». Το άλλο πρωί ο περικαλλής ανατολίτης εκδιώχτηκε από το παλάτι πυξ και λαξ και για να προλάβει τα χειρότερα εγκατέλειψε αμέσως την Ιταλία. Κατά τον Δίωνα ο νεανίας αυτοκράτορας αξίωσε από τους γιατρούς του να τον υποβάλλουν σε πλαστική εγχείρηση για προσθήκη γυναικείου κόλπου, τάζοντας τους πλούσια αμοιβή –«ες τοσαύτην δε συνηλάθη ασέλγειαν ως και τους ιατρούς αξιούν αιδώ γυναικείαν δι’ ανατομής αυτώ μηχανήσασθαι, μεγάλους υπέρ τούτου μισθούς αυτοίς προϊσχόμενος».
Ασελγής και εξαχριωμένος αλλά και μιαιφόνος και βασανιστής. Θα ανατραπεί νμε πραξικόπημα και, όπως τόσοι άλλοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες και μεγιστάνες της εξουσίας, θα αποκεφαλισθεί, θα συρθεί νεκρός στους δρόμους της πόλης καρφωμένος με γάντζους και θα πεταχτεί ατιμωτικά στον Τίβερη –«ες τον ποταμόν ενεβλήθη».
Κυριάκος Σιμόπουλος: Βασανιστήρια και Εξουσία (Αθήνα, 1987)
[...] Μια επισκόπηση της παγκόσμιας ιστορίας αποκαλύπτει πως σε όλες τις κοινωνίες, από τις πιο πρωτόγονες ως τις πιο αναπτυγμένες, η άσκηση βίας πάνω στο άτομο αποτελεί το προνομιακό όπλο κάθε εξουσίας. Είναι επίσης ιστορικά διαπιστωμένο ότι όπου γιγαντώνεται η κεντρική εξουσία, όπου θεοποιείται το κράτος στην άλφα ή βήτα μορφή του, εμφανίζεται αυτομάτως και η καταπίεση, που εκφράζεται με την εκμηδένιση του ατόμου, την καταστολή της διαφωνίας, την ποινικοποίηση των αμφισβητήσεων και τα βασανιστήρια. Η υπερτροφική εξουσία ταυτίζεται πάντοτε με τον πολιτικό δεσποτισμό και οποιαδήποτε αντίσταση, με λόγο ή πράξη, χαρακτηρίζεται εσχάτη προδοσία -από το ρωμαϊκό crimen majestatis της αυτοκρατορικής περιόδου ως το Hochverrat του ναζισμού και την καταβροχθίζουν εκατομμύρια αντιφρονούντων πολιτών. Το κρατικό ή εθνικό συμφέρον, η ενιαία και μονολιθική πίστη, η προστασία της κοινωνικής ευρυθμίας υπήρξαν και είναι προσωπεία για τον εξωραϊσμό ή την ιδεολογική επένδυση κάθε αυταρχισμού. Ακόμα και σε χώρες με φιλελεύθερη παράδοση και δημοκρατικούς θεσμούς τα βασανιστήρια, ως ανακριτική μέθοδος και ανομολόγητος κολασμός, συνεχίζονται με την πασίγνωση επιχειρηματολογία: "πάταξη του εγκλήματος", "εθνική ασφάλεια", "προστασία του καθεστώτος" ή του "κοινωνικού συνόλου", "εξουδετέρωση τρομοκρατών", κλπ., κ.λ.π. [...]
(από την εισαγωγή του συγγραφέα)
Ο Κυριάκος Σιμόπουλος, δημοσιογράφος, ιστορικός και συγγραφέας γεννήθηκε στο Καστανοχώρι Μεγαλόπολης (Κραμποβό) στις 31 Δεκεμβρίου του 1921.
Σπούδασε στη Νομική Αθηνών. Ηταν εξαίρετος γλωσσομαθής, αφού μιλούσε οκτώ γλώσσες . Η γερμανική κατοχή, τον βρήκε στην Αθήνα όπου συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση και έγραφε με το ψευδώνυμο "Αχιλλέας" στον παράνομο τύπο της Εθνικής Αντίστασης από το όρος Ελικώνα. Το 1947, στρατιώτης, εξορίστηκε στη Μακρόνησο όπου έμεινε μέχρι το 1950 με τραυματισμένη υγεία που τον ταλαιπώρησε σε όλη του τη ζωή. Μετά την απελευθέρωση Στη συνέχεια αφιερώθηκε στη δημοσιογραφία την οποία υπηρέτησε με συνέπεια για 35 χρόνια από τις στήλες πολλών εφημερίδων : "Δημοκρατική Αλλαγή", "Βήμα" (επί εννέα χρόνια σαν διευθυντής σύνταξης), "Ανεξάρτητος Τύπος", "Σημερινά" και τέλος "Βραδυνή" απ' όπου συνταξιοδοτήθηκε το 1985. Στά άρθρα του υπέγραφε με το μυθικό ψευδώνυμο "Ανταίος".
Πέραν της δημοσιογραφίας, ο Κυριάκος Σιμόπουλος υπήρξε εξαίρετος ιστορικός και συγγραφέας. Ασχολήθηκε συστηματικά με την ιστορική έρευνα με αξιόλογο και πλούσιο συγγραφικό έργο. Εξέδωσε πάνω από είκοσι βιβλία ιστορικού περιεχομένου που έτυχαν ευμενούς αποδοχής από το ελληνικό κοινό, γνωρίζοντας μεγάλη κυκλοφορία και πολλές επανεκδόσεις.
Ιδιαίτερα σεμνός και έντιμος, αλλά και έντονα κριτικός, κατηγορηματικός και ασυμβίβαστος στις ιστορικές και κοινωνικές του απόψεις, ο Κυριάκος Σιμόπουλος, έζησε και έδρασε αθόρυβα, στο περιθώριο της δημοσιότητας, μακριά από τους κύκλους που θα του εξασφάλιζαν πλατιά και επίσημη προβολή.
Πέθανε στις 14 Οκτωβρίου του 2001 στην Αθήνα.
Ο αυτοκράτορας της οργιαστικής λατρείας
Η ζωή των Ρωμαίων αυτοκρατόρων τροφοδότησε γενναιόδωρα και τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Από τότε που ο Δουμάς πατήρ έγραψε την Ακτή μέχρι τις μέρες μας, από τις σελίδες των βιβλίων κι απʼ την κινηματογραφική και τηλεοπτική οθόνη παρέλασαν πάμπολλοι Νέρωνες. Ακολουθούν άφθονοι Καλλιγούλες, ενώ πρόσφατα είδαμε κι έναν Κόμμοδο. Ο Ηλιογάβαλος -παρά τις συστάσεις του Αντονέν Αρτώ- δεν κατόρθωσε ποτέ να γίνει δημοφιλής. Ο Παζολίνι έχασε ένα πρώτης τάξεως θέμα: δεν παραμένει κανείς ατιμωρητί ανιστόρητος.
Οι συγγραφείς όμως του fin de siecle κάθε άλλο παρά ανιστόρητοι ήταν. Και είχαν κάθε λόγο να ανασύρουν τον Ηλιογάβαλο απʼ τα μαυσωλεία των σπουδαστηρίων. Η ηλιολατρία, που προσπάθησε να εγκαθιδρύσει στη Ρώμη ο Σύρος βασιλέας, θα προμηνούσε, στο λυκόφως της χριστιανοσύνης, την αυγή μιας νέας θρησκευτικότητας.
Το περίφημο ανέκδοτο, που μνημονεύει ο Λαμπρίδιος, πως ο Ηλιογάβαλος έπνιγε τους συνδαιτυμόνες των συμποσίων του μέσα στα ρόδα (ο Γρυπάρης άντλησε από εδώ ένα όμορφο σονέτο του), προσέφερε την απτότερη έκφραση του «αισθητικώς θνήσκειν», αντίστοιχου και κορύφωσης του «αισθητικώς ζην».
Και, τέλος, ο πρόδηλος και σκανδαλώδης ερμαφροδιτισμός του, ο οποίος έφτασε, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ιωάννη Ζωναρά, μέχρι και την απόπειρα αλλαγής φύλου («ες τοσαύτην δε συνηλάθη ασέλγειαν, ως και τους ιατρούς αξιούν αιδώ γυναικείαν διʼ ανατομής αυτώ μηχανίσασθαι») αίρονταν σε διακήρυξη της υπέρβασης του φύλου: ο ανδρόγυνος είναι ένα ανώτερο πλάσμα. Η δεσποινίς Μωπέν του Theophile Gautier έβρισκε το άρρεν, ρωμαϊκό alter ego της.
Πέρα από σποραδικές μνείες, δύο σημαντικά έργα της εποχής εμπνέονται από τον Ηλιογάβαλο: ο Αλγκαμπάλ του Στέφαν Γκεόργκε και -δέκα χρόνια αργότερα- το μυθιστόρημα Το όρος του φωτός του σημαντικού Ολλανδού συγγραφέα Louıs Couperus, όπου παρελαύνει ολόκληρη η ζωή του έκλυτου αυτοκράτορα: τα παιδικά του χρόνια, όταν ήταν αρχιερέας του θεού Ήλιου στην Έμεσα της Συρίας, η αναρρίχησή του στον θρόνο της Ρώμης, η ακόλαστη συμπεριφορά και οι εκκεντρικότητές του, οι δολοπλοκίες της αυλής και το τραγικό του τέλος.
Και στα δύο έργα εισβάλλει βίαια στη Ρώμη η Ανατολή με τα αρώματά της, τις οργιαστικές της παραφορές και τις μυστηριώδεις λατρείες της. Στο Όρος του φωτός, ο Ηλιογάβαλος, μέσα στο άδυτο του ναού της Έμεσας, χορεύει μπροστά στο φαλλικό είδωλο από μαύρο μετεωρίτη πυροδοτώντας την ενθουσιαστική φρενίτιδα των συγκεντρωμένων θαυμαστών του. Στον Αλγκαμπάλ χορευτές με λαμπερά φορέματα ανοίγουν τη θριαμβική πομπή προς τον ναό του Ήλιου, ενώ έφηβοι στρώνουν με δάφνες, κρίνους και ναρκίσσους τον δρόμο του βασιλιά-ιερέα.
Αλλού ο Ηλιογάβαλος αναπολεί τους παλιότερους λατρευτικούς παροξυσμούς των πιστών του, όταν, τον καιρό που ζούσε ακόμη στη Συρία, γυναίκες και άντρες παραληρούσαν κάτω από την πύλη του ναού του και τον ικέτευαν παράφορα να αγγίξουν το φόρεμά του.
Ωστόσο, ενώ ο Γκεόργκε μένει προσκολλημένος στο εξωτερικό στοιχείο της θρησκείας, δηλαδή στο τελετουργικό, ο Couperus προσπαθεί να προσδώσει στη λατρεία του Ηλιογάβαλου μια μυστικιστική διάσταση: «Αγωνιζόμαστε να γυρίσουμε πάλι στο φως, απʼ όπου η ψυχή μας εκτοξεύθηκε σαν μια σπίθα στην απέραντη αιωνιότητα, μέχρι που, καθώς βυθιζόταν όλο και πιο χαμηλά, έγινε μια ακάθαρτη φλόγα και συμπυκνώθηκε στην ψυχή του χρυσού... Γιʼ αυτό κι ο χρυσός είναι το επίγειο σύμβολο τη δύναμης, της λάμψης, της υπεροχής και του πλούτου. Η ψυχή μας θέλει να γυρίσει ξανά στις απαρχές της, στο φως… -Είναι ο ήλιος το φως; -Μόνο το σύμβολο της αγιότητάς του. Άσε την ψυχή σου να φωτιστεί απʼ αυτό το σύμβολο».
Ακόμη κι ο ερμαφροδιτισμός του Ηλιογάβαλου εξηγείται μυστικιστικά: «Μακάρι να προσπαθήσεις να ξαναγυρίσεις στο πρωταρχικό Εν που δεν είχε φύλο. Για να γίνει όμως η εκλεκτή ψυχή σαν το άφυλο φως, πρέπει να επανέλθει στην ανθρώπινη μορφή του Ενός: στη μορφή του αμφίφυλου πλάσματος. Η εκλεκτή ψυχή πρέπει να γίνει ανδρόγυνη». Ο Ολλανδός μας ξέρει καλά τα ερμητικά κείμενα: «Νους ο Θεός, αρρενοθήλυς ων, ζωή και φως υπάρχων».
Ο Ηλιογάβαλος στο Όρος του φωτός περιστοιχίζεται από θεράποντες, θαυμαστές, ευνοούμενους, κόλακες. Ζει από τη λατρεία των άλλων και βλέπει τον εαυτό του μέσα από τα δικά τους μάτια: «Μόνον η αγάπη χιλιάδων και μυριάδων ανθρώπων που απλώνουν τα χέρια τους σʼ εμένα μπορεί να με ζεστάνει», αναφωνεί. Η μοίρα του, η ίδια η ευτυχία του, καθορίζεται από την εύνοια ή τη δυσμένεια του όχλου. Είναι άθυρμα των διαθέσεών του.
Το ίδιο πλήθος που, όταν χόρευε, τον αποθέωνε, εξεγείρεται εναντίον του, αηδιασμένο από τον εξευτελισμό των πάτριων θεσμών, και τον δολοφονεί. Οι συνδηλώσεις είναι προφανείς: ο Couperus προοιωνίστηκε, στη χαραυγή της νέας εκατονταετίας, τη λατρεία -αλλά και τη μοίρα- των καλλιτεχνικών ειδώλων που θα σφράγιζε τον μαζικό πολιτισμό του 20ού αιώνος.
Ο Αλγκαμπάλ του Γκεόργκε έχει κι αυτός ιδιοσυγκρασία καλλιτεχνική. Δεν ενσαρκώνει όμως τον καλλιτέχνη - ίνδαλμα, τον περιστοιχισμένο από πλήθη θαυμαστών, αλλά τον μοναχικό δημιουργό, τον εξόριστο ή αυτοεξόριστο απʼ τον κόσμο των ανθρώπων, τους οποίους άλλωστε μισεί θανάσιμα. Ο Αλγκαμπάλ είναι ο βασιλιάς της μοναξιάς. Και τούμπαλιν: ο κάθε εγκάθειρκτος στο σολιψιστικό του σύμπαν αυτοστέφεται βασιλιάς του κόσμου.
Ο Αλγκαμπάλ φυτοζωεί παγιδευμένος σε ένα δίχτυ οιωνών και μοιρολατρίας, καταδικάζει τον εαυτό του σε παθητικότητα και απραξία, πασχίζει να διασκεδάσει την ανία του με όργια. Πίνει τα φάρμακα της λήθης, αλλά μεθά κι απʼ το «κρασί των αναμνήσεων»: βυθίζεται στην αναπόληση της παιδικής του ηλικίας.
Μακριά απʼ όλους κι απʼ όλα, χτίζει το βασίλειό του κάτω απʼ τη γη. Από εκεί δεν έχει εξοστρακιστεί μόνο κάθε ανθρώπινη παρουσία αλλά και κάθε μορφή ζωής: τα δέντρα είναι από κάρβουνο, τα παγώνια που κοσμούν το παλάτι του από κρύσταλλο, η αίθουσα του Ήλιου καταυγάζεται από τεχνητή κίτρινη λάμψη.
Τα ονειρικά ανάκτορα του Αλγκαμπάλ δεν διαφέρουν πολύ απʼ τις οπτασίες των οπιομανών, από το «Παρισινό όνειρο», λ.χ., ενός Μπωντλαίρ, όπου η εξημμένη απʼ τα νηπενθή φαντασία του ποιητή εξορίζει απʼ την πολιτεία κάθε βλάστηση και την αντικαθιστά με μια μεθυστική μονοτονία από μέταλλο, μάρμαρο και νερό. Ή από τα οράματα του Thomas Quincey: «φτιάχνεις [με το όπιο] στην καρδιά του σκότους, με τα φανταστικά υλικά του μυαλού, και με μια τέχνη βαθύτερη απʼ αυτή του Φειδία και του Πραξιτέλη, πολιτείες και ναούς πιο περίλαμπρους από την Εκατόμπυλο και τη Βαβυλώνα».
Τέτοιοι κι οι κήποι του Αλγκαμπάλ: «Οι κήποι μου δεν θέλουν ζέστη μήτε αέρα / οι κήποι που έφτιαξα για μένα μοναχά / κι όλα τα σμήνη των νεκρών πουλιών τους / δεν είδαν άνοιξη καμιά. / Είναι από κάρβουνο οι κορμοί και τα κλαδιά / και σκοτεινοί αγροί σε σκοτεινές πλαγιές / κι αυτοί οι καρποί που δεν τους μάζεψε κανείς / σαν λάβα λάμπουνε στων πεύκων τις σχισμές. / Μια γκρίζα λάμψη από κρυφές σπηλιές / δεν λέει πότε είναι νύχτα πότε μέρα / και τριγυρίζει η σκόνη απʼ τις αμυγδαλιές / μες τα σπαρτά και τα χωράφια πέρα».
Όμως η περιδιάβαση στους ψεύτικους κήπους καταλήγει σε μια κραυγή αγωνίας, στην απελπισμένη προσπάθεια να γεννηθεί ζωή μέσα στο νεκρό βασίλειο: «Πότε όμως τρόπο να βλαστήσεις θα ʼβρω / -αναρωτήθηκα καθώς τον περπατούσα / και καθώς σʼ όνειρα τρελά τις έγνοιες λησμονούσα- / λουλούδι σκοτεινό μεγάλο μαύρο;».
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗ (Αυγή, 30/8/2009)
Δημοσίευση σχολίου