Raphael Perez (Ισραήλ)
Ξανάπιανε την αφήγηση ο μεγάλος. «Εμείς ηχωθήκαμε στο λάκκο με το νερό, όχι κοντά στο καυτό λούκι, είχε κι άλλο κόσμο, κάτι τουρίστες και κάτι Αρβανούς, οι Αρβανοί ημπαίνανε μέσα στο λούκι, εμείς ήμαστον με τους τουρίστες. Πλακώνει τότε, καμιά δεκαριά άτομα, η παρέα του μάγειρα, φλώροι όλοι τους, μας γυροφέρνανε. Όλο απλωνόντουσαν πέρα ‘πό τις πατούσες μας. Όπου και να ‘βαζες τα πόδια σου, να σου και σε γαργάλευε ένας κώλος. “Ρε μαλάκα”, του λέω του Γιώργου, “ηγέμισεν αδερφές η γούρνα”. “Είδες;”, μου λέει και ‘φτός. “Ρε μάγκες”, βάζω μια φωνή, “εμείς να χαλαρώσουμε ήρταμε, εν ήρταμε να γαμήσουμε κώλο”. Κι ο μικρός έκανε πλάκα, δηλαδή τι; “για μαζεύτε κώλους, για μαζεύτε”. “Σιγά, ρε αγόρια”, αρχίσανε οι φλώροι, ήτανε περισσότεροι –κατάλαβες;- και κάτι μας λέανε, ότι ας πούμε είμαστε κρυφές…»
«Ότι είμαστε… ομοφοβικοί», συμπληρώνει Γιώργος.
«“Πάτε καλά, ρε μαλακισμένα; Έλα δω, έβγα έξω, μωρή πούστρα εσύ, θα με πεις εμένα κρυφή…” αρπάζω το μάγειρα, ήβγαμε στην άμμο, σ’ τον ήκαμα τ’ αλατιού τον πούστη. Οι άλλοι οι φλώροι κοιτάζανε από κειδά, σαν κατουρημένες σκυλίτσες. Μόνο ένας, ένα σαμιαμίδι, όλο να βγάζει λόγους, που έλεε “ξέρω ποιοι είναι, θα τους καταγγείλουμε στην αστυνομία”, ότι θα πηγαίνανε με το δαρμένο αμέσως στο νοσοκομείο κι από κει θα καλούσανε τους μπάτσους. Αλλά δεν ήτανε σίγουροι ποιοι είμαστε. Μέχρι που κατεβαίνει ο ένας ‘πο τους Καλύμνιους, που έχουνε την ταβέρνα ‘πο πάνω, να μας χωρίσουν, και μου λέει “Του Τόλη εν είσ’ εσύ;”. “Αυτοί που έχουν τα Tolis apartmentes δεν είναι;” ρωτάει το σαμιαμίδι. “Χα!” κάνει μετά πούστικα.
Αντώνης Νικολής: Διονυσία (Το ροδακιό)
Ξανάπιανε την αφήγηση ο μεγάλος. «Εμείς ηχωθήκαμε στο λάκκο με το νερό, όχι κοντά στο καυτό λούκι, είχε κι άλλο κόσμο, κάτι τουρίστες και κάτι Αρβανούς, οι Αρβανοί ημπαίνανε μέσα στο λούκι, εμείς ήμαστον με τους τουρίστες. Πλακώνει τότε, καμιά δεκαριά άτομα, η παρέα του μάγειρα, φλώροι όλοι τους, μας γυροφέρνανε. Όλο απλωνόντουσαν πέρα ‘πό τις πατούσες μας. Όπου και να ‘βαζες τα πόδια σου, να σου και σε γαργάλευε ένας κώλος. “Ρε μαλάκα”, του λέω του Γιώργου, “ηγέμισεν αδερφές η γούρνα”. “Είδες;”, μου λέει και ‘φτός. “Ρε μάγκες”, βάζω μια φωνή, “εμείς να χαλαρώσουμε ήρταμε, εν ήρταμε να γαμήσουμε κώλο”. Κι ο μικρός έκανε πλάκα, δηλαδή τι; “για μαζεύτε κώλους, για μαζεύτε”. “Σιγά, ρε αγόρια”, αρχίσανε οι φλώροι, ήτανε περισσότεροι –κατάλαβες;- και κάτι μας λέανε, ότι ας πούμε είμαστε κρυφές…»
«Ότι είμαστε… ομοφοβικοί», συμπληρώνει Γιώργος.
«“Πάτε καλά, ρε μαλακισμένα; Έλα δω, έβγα έξω, μωρή πούστρα εσύ, θα με πεις εμένα κρυφή…” αρπάζω το μάγειρα, ήβγαμε στην άμμο, σ’ τον ήκαμα τ’ αλατιού τον πούστη. Οι άλλοι οι φλώροι κοιτάζανε από κειδά, σαν κατουρημένες σκυλίτσες. Μόνο ένας, ένα σαμιαμίδι, όλο να βγάζει λόγους, που έλεε “ξέρω ποιοι είναι, θα τους καταγγείλουμε στην αστυνομία”, ότι θα πηγαίνανε με το δαρμένο αμέσως στο νοσοκομείο κι από κει θα καλούσανε τους μπάτσους. Αλλά δεν ήτανε σίγουροι ποιοι είμαστε. Μέχρι που κατεβαίνει ο ένας ‘πο τους Καλύμνιους, που έχουνε την ταβέρνα ‘πο πάνω, να μας χωρίσουν, και μου λέει “Του Τόλη εν είσ’ εσύ;”. “Αυτοί που έχουν τα Tolis apartmentes δεν είναι;” ρωτάει το σαμιαμίδι. “Χα!” κάνει μετά πούστικα.
Αντώνης Νικολής: Διονυσία (Το ροδακιό)
3 σχόλια:
Αντώνης Νικολής: από το θέατρο στην πεζογραφία
H Αγία της πρέζας
Γράφει η Ρούλα Γεωργακοπούλου (tanea.gr, 2/6/2012)
Η Διονυσία είναι μια ελκυστική θεοσεβούμενη νησιώτισσα, τριανταεπτά ετών. Στον οικιακό της παράδεισο με τον κήπο, τα μυριστικά και τη μικρή οικογενειακή τουριστική επιχείρηση, έχει τους χειρότερους συγκάτοικους. Εναν βάρβαρο σύζυγο που την κερατώνει επιδεικτικά και δυο γιους που παρά τα όσα διατείνεται η ψυχολογία, λατρεύουν και υπηρετούν το πρότυπο του πατέρα με αξιομνημόνευτη επιτυχία.
Η σύντομη σεξουαλική απόδραση της γυναίκας με έναν νοικάρη αντί για προσωρινό αναπαμό ανοίγει το κουτί της Πανδώρας. Το πρώτο της τσιγαριλίκι και το πρώτο της ερωτικό τρίο θα μαθευτούν. Η Διονυσία θα ξυλοκοπηθεί άγρια από γιους και σύζυγο και με συνοπτικές διαδικασίες θα εγκαταλείψει την Κω και θα βρεθεί πρόσφυγας στη σκοτεινή χοάνη του Κέντρου της Αθήνας. Το προσωπικό της κομπόδεμα και η ιαματική χάρη που έχει το άγγιγμά της θα της εξασφαλίσουν, για ένα διάστημα, μια ήσυχη μιζέρια, αλλά και θα εξάψουν τη βουλιμία του πριμιτίφ νέου περίγυρού της. Σαλταρισμένα άτομα θα μυριστούν τις χάρες της και θα επιδιώξουν να την απομυζήσουν. Σαλοί ησυχάζουν και ελαττώνουν τους σπασμούς τους όταν τους πιάσει το μέτωπο. Συνειδητοί ομοφυλόφιλοι αισθάνονται την παυσίπονη δύναμη του αιδοίου της, την εντάσσουν στα πολύπλοκα ερωτικά τους σχήματα και την αποθεώνουν. Τα πρώτα σνιφαρίσματα, τα πρώτα τρυπήματα, το κομπόδεμα που εκμηδενίζεται και η εξάρτηση από την πρέζα θα τη ρίξουν σταδιακά στην ανεργία κι από κει στην εξαθλίωση και στο πεζοδρόμιο. Η Αγία της Κω, βρώμικη, άσχημη, απισχνασμένη και αμετανόητη θα συνεχίσει να θεωρείται Αγία ακόμη και στους πρεζότοπους παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Το μόνον που δεν μπορεί να ανακουφίσει η Διονυσία είναι ο εαυτός της. Το λίγο που θυμάται τα παιδιά της, γίνεται πολύ και μεγεθύνεται ανάλογα με την προσωπική της έκπτωση. Δεν μετανιώνει όμως ποτέ. Γιατί; Αυτό δεν είναι το μόνο ερωτηματικό που αφήνει το βιβλίο.
Το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό στη γραφή του Αντώνη Νικολή - πέρα από τη γνωστή δεινότητά του - είναι ο αντιδραματικός τόνος του που δεν έχει καμία σχέση με την αποστασιοποίηση. Ο Νικολής μπαίνει ολόσωμος στο δράμα χωρίς ούτε μια στιγμή να ζητάει τη συνδρομή της δραματικής γλώσσας. Αποφεύγει αποτελεσματικά τη φιλοσοφία του περιθωρίου, δεν παίρνει δάνειο ούτε από τη συναισθηματολογία ούτε από τον ορθολογισμό και την ηθικολογία. Ακόμη και αυτό το έντονα ανορθολογικό στοιχείο - το θείο χάρισμα της ηρωίδας - δεν παρεμβαίνει στο σκιτσάρισμα του προσώπου για να γλυκάνει τις γωνίες του. Μοιάζει πιο πολύ με μαγικό στοιχείο που δίνει συνοχή στη δυσεξήγητη ψυχολογία του προσώπου, στα ναρκωτικά, την αυτοεγκατάλειψη, την ανηδονική λειτουργία του σεξ.
Ο αναγνώστης θα δυσκολευτεί να φέρει βόλτα όλο αυτό το υλικό. Η Μποβαρί της πρέζας, άλλοτε θα τον τραβάει σαν μαγνήτης κι άλλοτε θα του στέλνει έναν κόμπο στο στομάχι και θα παρατάει το βιβλίο μισάνοιχτο μέχρι να ανακτήσει αντοχές.
Μια Ζωή σε 40 Απαντήσεις: Αντώνης Νικολής
Ο συγγραφέας απαντάει στο ερωτηματολόγιο του Προυστ για το Lifo.gr. Επιμέλεια: Μίνα Καλογερά.
Ποια είναι η εικόνα που έχετε για την απόλυτη ευτυχία; Όταν ζω κάτι και την ίδια στιγμή το νοσταλγώ.
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας; Η ανίατη αρρώστια κι εκείνος ο αμετάκλητα σοβαρός γιατρός που θα μου την ανακοινώνει. Ιδίως αν πάρει το βλέμμα του από πάνω μου, το κατεβάσει αργά στο πάτωμα, και ύστερα ψελλίσει μια – δυο χλιαρές παρηγοριές...
Ποιο εν ζωή πρόσωπο εκτιμάτε περισσότερο; Είναι συγγραφείς και δεν είναι ένας ή δυο μόνο. Λίγο περισσότερο κάθε φορά, βέβαια, αυτόν του οποίου το βιβλίο διαβάζω τελευταία. Αυτό τον καιρό, φέρ’ ειπείν, διαβάζοντας το Middlesex, τον Τζέφρυ Ευγενίδη.
Σε ποιο πράγμα προδώσατε τον εαυτό σας και μετανιώνετε περισσότερο γι’ αυτό; Πολλές φορές ανεχόμενος ανθρώπους με καπρίτσια και συμπεριφορές φτηνές. Κυρίως γιατί τους υφίσταμαι προκειμένου να ικανοποιήσω δικούς μου μικρούς υπολογισμούς.
Για ποια προδοσία του εαυτού τους οικτίρετε τους άλλους; Όταν εγκαταλείποντας την όποια ατομικότητά τους μιμούνται υπάρξεις και ιδιότητες ξένες προς τους ίδιους. Ιδίως τους μίμους των καλλιτεχνών.
Ποιο εν ζωή πρόσωπο σιχαίνεστε περισσότερο; Εκείνον που μ’ ανάγκασε να σκεφτώ ότι σε δυσλειτουργικές κοινωνίες περισσότερο από το «ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος», ισχύει το «ουδείς δολιότερος του ευεργέτου».
Ποιο είναι το αγαπημένο σας απόφθεγμα; “Somos contos contando contos, nada”, του Φερνάντο Πεσσόα, “είμαστε ιστορίες που ιστορούν ιστορίες, ένα τίποτα”.
Τι νοσταλγείτε περισσότερο; Τα σπίτια των γιαγιάδων μου, τη μυρωδιά τους, να στρώνουν το τραπέζι να φάμε.
Ποιο είναι το πιο εξωφρενικό πράγμα που έχετε κάνει; Εξωφρενικά τολμηρό –τότε μόνο εξωφρενικό-, όταν ούτε δεκαεννιά χρόνων, το καλοκαίρι του 1979, κατέβηκα στο υπόγειο της Ζαλόγγου, στα γραφεία του ΑΚΟΕ, και όχι για μία φορά μόνο.
Ποιο είναι το αγαπημένο σας ταξίδι; Στη Λισαβόνα.
Ποια θεωρείτε την πιο υπερεκτιμημένη αρετή; Το σεβασμό ή την πίστη σε όποια ιδεολογία.
Ποιο είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό σας; Ένα είδος παγερής αντιμετώπισης των συναισθημάτων μου από εμένα τον ίδιο.
Ποιο χαρακτηριστικό προτιμάτε περισσότερο σε κάποιον; Την αμεσότητα, όμως μετά την καλλιέργεια, σαν να λέμε την αθωότητα αλλά μετά τη γνώση...
Τι θεωρείτε πιο σημαντικό στους φίλους σας; Να τα πηγαίνουν καλά με τον εαυτό τους, υπό την έννοια να ξέρουν ίσαμε πού φτάνουν τα χέρια τους. Το πιο δύσκολο πράγμα, η αλήθεια, σε χώρες και σε καιρούς όπως η Ελλάδα σήμερα.
Ποια είναι η καλύτερη συμβουλή που σας έχουν δώσει; Να αποφεύγω τους απωθημένους. Και ένας μόνος του ισοδυναμεί με ολόκληρη παραεκκλησιαστική.
Πότε κλάψατε για τελευταία φορά; Χτες για μια σελίδα από το μυθιστόρημα που γράφω τώρα. Κάθε φορά που κάτι στη δουλειά μου με ικανοποιεί, επουλώνω μία από τις αναρίθμητες ταπεινώσεις που συνεπάγεται το να είσαι συγγραφέας σε χώρες και εποχές παρακμής.
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος μύθος για τη διασημότητα; Ότι σχετίζεται με την αξία (που ακόμα κι όταν αυτό συμβαίνει, δεν είναι παρά από σύμπτωση).
Διαλέξτε πέντε λέξεις που περιγράφουν τον εαυτό σας; Εμμονή, καταναγκασμός, πανικός, φιληδονία, οίστρος.
Ποιοι είναι οι δύο καλύτεροί σας φίλοι; Δεν είναι δύο, είναι τρεις. Ο Δημήτρης, ο Θανάσης και ο Λάμπρος. (Και άλλοι που ξαναβρίσκω ή που γνωρίζω τα τελευταία δύο χρόνια.)
Ποια μουσική θα θέλατε να παίξουν στην κηδεία σας; Ό,τι προβλέπει η (έξοχη από την άποψη της αισθητικής οικονομίας) ορθόδοξη κηδεία.
Τι θεωρείτε ως έσχατο βαθμό δυστυχίας; Να πεθαίνεις από ανίατη, κι ανατρέχοντας στη ζωή σου να μην την υπολήπτεσαι.
Πού θα θέλατε να ζείτε; Ένας λόγος που καθυστερώ τα ταξίδια μου σε δύο πόλεις, στη Νέα Υόρκη και την Κωνσταντινούπολη, είναι πως και από τις δυο, ιδίως από τη Νέα Υόρκη, θα πάρω τα πόδια μου πίσω για την Κω πραγματικά δυστυχής.
Ποια είναι η αγαπημένη σας απασχόληση; Το γράψιμο, όμως όταν με απορροφάει.
Σε ποιες περιπτώσεις λέτε ψέματα; Όποτε επιβάλλεται σεβόμενος τις ισορροπίες του άλλου, μερικές φορές επίσης παίζοντας. Πάντως μου μειώνει τον αυτοσεβασμό όταν το κάνω από ιδιοτέλεια.
Τι απεχθάνεστε περισσότερο στην εμφάνισή σας; Το σημαντικότερο σ’ έναν άντρα, το θώρακά μου.
Ποιες λέξεις ή φράσεις χρησιμοποιείτε υπερβολικά; «Δεν είν’ απίστευτο;».
Τι ή ποιον αγαπάτε περισσότερο στη ζωή σας; Να κοιμάμαι συντροφευμένος.
Για ποιο πράγμα μετανιώνετε περισσότερο; Που πίστεψα στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’70, στα ποικίλα μικροαστικά κατά βάση ιδεολογήματα που κυριαρχούσαν τότε και που πριν καλά – καλά το καταλάβω επηρέασαν την πορεία και της δικής μου ζωής.
Πότε και πού υπήρξατε ευτυχισμένος; Εκεί και κάθε φορά που ο χρόνος διαστέλλεται και κάπως ανακαλώ τα κυριακάτικα απογεύματα της παιδικής μου Κω.
Ποιο ταλέντο θα θέλατε να είχατε; Τα ταλέντα όταν είναι αληθινά (όχι απομιμήσεις) συνεπάγονται κυρίως δυστυχία.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς; Φλομπέρ, Μέλβιλ, Ντοστογιέφσκι, Βιζυηνός, Ιωάννου, και πολλοί - πολλοί άλλοι, πεζογράφοι οι περισσότεροι, από τους ποιητές, οι αρχαίοι (Όμηρος, λυρικοί, Σοφοκλής, Αριστοφάνης), και από τους νεότερους ο Καβάφης και ο Σαχτούρης.
Ποιος είναι ο αγαπημένος σας φανταστικός ήρωας; Ο πιο πρόσφατος: ο Ιακώβ από το Σκλάβο, το αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ.
Ποιοι είναι οι πραγματικοί ήρωες σας; Οι συγγραφείς.
Ποια είναι τα αγαπημένα σας ονόματα; Δημήτρης, Θανάσης, Λάμπρος.
Τι απεχθάνεστε περισσότερο; Τον παραγοντισμό, την απαίτηση ορισμένων θλιβερών σαρκίων να καθορίζουν αυτοί ποιος και πότε θα κάνει τι.
Ποια είναι η παρούσα διανοητική σας κατάσταση; Αρκετά καλή θα έλεγα.
Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι στον εαυτό σας, τι θα ήταν αυτό; Να λυτρωθώ από το «σύνδρομο του Δημοσθένη» -ας μου επιτραπεί ο όρος-, τη δυσφορία, δηλαδή, και τη μειονεξία από τη συνειδητοποίηση της παρακμής γύρω μου. Να το χωνέψω πως ό,τι κι αν κάνω δεν πρόκειται ν’ αλλάξει απολύτως τίποτα.
Aν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι στην οικογένεια σας, τι θα ήταν αυτό; Να τη μεταφέρω σε άλλο χρόνο ή σε άλλο τόπο.
Ποια θεωρείτε τη μεγαλύτερή σας επιτυχία; Το μυθιστόρημα «Διονυσία».
Αν μπορούσατε να διαλέξετε πώς να επιστρέψετε στη ζωή, τι θα θέλετε να είστε; Γυμναστής ή χορευτής, -θέλω να πω- κάποιος με πολύ πιο καλοφτιαγμένο κορμί.
Δημοσίευση σχολίου