Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 14, 2011

No 770

Sergey Svetlakov (Ρωσία)

Κι ενώ πίστευε ότι μερικές απ’ αυτές τις γυναίκες μπορούσε να τις μοιραστεί με τον Μάχο, ήρθε εκείνη η αποφράδα νύχτα της 20ης Μαΐου για να γκρεμίσει μεμιάς ό,τι έχτιζε εκείνος μέσα στη φαντασία του. Τη νύχτα εκείνη ο μικρός του αδελφός διακομίστηκε επειγόντως σε νοσοκομείο του Βερολίνου με ακατάσχετη αιμορραγία. Στην αρχή οι γιατροί μιλούσαν για αιμορραγία του απευθυσμένου. Μια μικρή χειρουργική επέμβαση κρίθηκε απαραίτητη για να αποκατασταθεί η ανατομία της περιοχής. Έτσι όμως προέκυψαν νέα δεδομένα και η αρχική διάγνωση τροποποιήθηκε ως εξής: «Ρήξη των τοιχωμάτων του πρωκτού λόγω βιαίας εισόδου ξένου σώματος». Και από αυτή τη διάγνωση που δεν μπορούσε να είναι σαφέστερη ξεκίνησε μια πραγματική χιονοστιβάδα αποκαλύψεων.
Ο νεαρός Άδωνης φαίνεται πως εγκατέλειπε τις μικρές ώρες τα θύματα της γοητείας του, τις όμορφες γυναίκες που δεν αρκούσαν για να ικανοποιήσουν το ναρκισσιστικό του πάθος, και πήγαινε εκεί όπου θα μπορούσε να λατρέψει το υπέροχα σμιλεμένο κορμί του μέσα από τα μάτια ενός άλλου άντρα. Δεν ήθελε να θαυμάζει, αλλά να θαυμάζεται, δεν ήθελε να λατρεύει, αλλά να λατρεύεται.

Δημήτρης Στεφανάκης: Μέρες Αλεξάνδρειας (Ψυχογιός)

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Στην Αλεξάνδρεια των αρχών του εικοστού αιώνα η πολυγλωσσία της καθημερινότητας, το πολυφυλετικό πανηγύρι, ο γρήγορος πλουτισμός αλλά και η εξίσου αιφνίδια πτώση έχουν τους δικούς τους κανόνες, τους οποίους οι Αλεξανδρινοί γνωρίζουν καλά. Κάπου στο βάθος προβάλλει η Ιστορία: δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, η Ευρώπη του μεσοπολέμου, οι εθνικές συμφορές στη Μεσόγειο, η πτώση των ναυτικών αυτοκρατοριών, η έξαρση του εθνικισμού.
Μια οικογένεια Ελλήνων καπνοβιομηχάνων ζει το μικρό της θαύμα με φόντο την ελληνική παροικία της πόλης. Η μοίρα της δένεται ανεπίλυτα με τον Λιβανέζο Ελιάς Χούρι και τη Γαλλο-Eλβετίδα Υβέτ Σαντόν. Ιστορίες εμπορίου, πολιτικής, έρωτα και κατασκοπείας. Κάθε άνθρωπος της διασποράς έχει την ιστορία του, την οποία είναι πάντα πρόθυμος να διηγηθεί, παραλείποντας ωστόσο συχνά ένα μικρό μυστικό.
Από την Κωνσταντινούπολη ως τη Μασσαλία και από το Παρίσι ως τη Βιέννη ο κοσμοπολιτισμός δίνει τη δική του παράσταση. Όμως έρχεται η στιγμή που τα φώτα χαμηλώνουν στην Αλεξάνδρεια και η πόλη βυθίζεται αργά αλλά σταθερά στο σκοτάδι της παρακμής. (psichogios.gr)

Ανώνυμος είπε...

Κοσμοπολίτικο χαμσίνι

Με κερδισμένο το βραβείο Prix Méditerranée Étranger 2011 και με υποψηφιότητα για το Prix du Livre Européen 2011, το βιβλίο «Μέρες Αλεξάνδρειας» του Δημήτρη Στεφανάκη κάνει δεύτερη καριέρα, αυτή τη φορά από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Ο συγγραφέας έφερε στην A.V. λίγο από τον κοσμοπολιτισμό του βιβλίου του.
Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
AthensVoice τχ. 360 - 13/09/2011


Πρωτοεκδόθηκε το 2007, αλλά δεν το είχα προσέξει – με τόση παραγωγή είναι και θέμα τύχης να ανασύρεις ένα βιβλίο από τις στοίβες. Λάθος μου! Χρειάστηκε ένα βραβείο, που στο παρελθόν κέρδισαν ο Ουμπέρτο Έκο, ο Κλαούντιο Μαγκρίς και ο Αντόνιο Ταμπούκι, για να μου τραβήξει την προσοχή. Κράτησε σε όλες τις σελίδες (724) ολοζώντανη την αλεξανδρινή ατμόσφαιρα, που από τα βιβλία του Τσίρκα έχω να… ζήσω.
«Ήθελα να γράψω μια ιστορία σε αστικό φόντο εποχής. Η Αθήνα δεν βοηθούσε, ήταν επαρχία. Άλλο ένα βιβλίο για την Κωνσταντινούπολη; Θα έβγαινε βιβλίο του ξεριζωμού. Κι εγώ ήθελα κοσμοπολιτισμό» θα εξηγήσει για την επιλογή της πόλης. «Την εποχή της αναζήτησης έτυχε να μεταφράζω το βιβλίο του Μάικλ Χάαγκ για την Αλεξάνδρεια (σ.σ. «Αλεξάνδρεια, η πόλη της μνήμης - Καβάφης, Φόρστερ, Ντάρελ», εκδ. Ωκεανίδα), κι έτσι η Αλεξάνδρεια… επιβλήθηκε. Στη συνέχεια γνωρίζω το συνθέτη Νικήτα Βοστάνη, άριστο γνώστη της πόλης, αν και έφυγε από εκεί στα δεκαοχτώ του. Στον καμβά μου έφερνε ιστορίες από την οικογένειά του και όχι μόνο. Τον εμπλούτιζε με πραγματολογικές πινελιές. Για δύο χρόνια έκανα αιματηρή έρευνα. Εκτός από τα ταξίδια στην Αλεξάνδρεια, ταξίδεψα και στις πόλεις που αναφέρονται στο βιβλίο (Βερολίνο, Μόναχο, Παρίσι…) αναζητώντας το υλικό που χρειαζόμουν. Δούλεψα με βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά και φιλμ της εποχής, μίλησα με πολλούς ανθρώπους. Και επειδή όλα αυτά τα έκανα χωρίς να έχω άλλα έσοδα, είχα πει πως αν δεν βγει κάτι καλό θ’ αυτοκτονήσω».
Ευτυχώς δεν χρειάστηκε. Το βιβλίο κυκλοφορεί στην Ελλάδα από στόμα σε στόμα και η θετική όρεξη και τα βραβεία των Γάλλων τού έδωσαν διεθνή ώθηση (σύντομα και στα ισπανικά). Διαθέτει στέρεη πλοκή, χαρακτήρες με υπόσταση, δουλεμένους διάλογους και ατμόσφαιρα κινηματογραφικών Επίκαιρων, καθώς οι μυθιστορηματικοί ήρωες συνευρίσκονται με τη Σάρα Μπερνάρ, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον Νάσερ ή τον Ρούντολφ Ες (αλεξανδρινής καταγωγής ο τελευταίος) και η ιστορική αλήθεια δηλώνει συνεχώς παρούσα.
«Ήθελα να μιλήσω για τα μεγάλα γεγονότα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, από τον 1ο και το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, μέχρι τον ισπανικό και ελληνικό εμφύλιο με τρόπο που η ιστορία δεν θα καταπίνει τους ήρωες. Ένας Γάλλος είπε πως η Αλεξάνδρεια είναι μια πρωτεύουσα της Μεσογείου χωρίς σύνορα – γι’ αυτό και οι ήρωές μου την κουβαλούν στις μεγαλύτερες πόλεις της Ευρώπης».

Ανώνυμος είπε...

Γύρω από τις τρεις γενιές της οικογένειας του καπνοβιομήχανου Αντώνη Χάραμη στροβιλίζονται χορεύοντας βαλς σε βεγγέρες αρχοντικών, συνωμοτούν, κατασκοπεύουν και κουτσομπολεύουν με θέα τη θάλασσα, και κυρίως ερωτροπούν σε κάμαρες ξενοδοχείων, χαμοκέλων και πορνείων, εύποροι της ελληνικής παροικίας, Άγγλοι κατάσκοποι, αρχαιοκάπηλοι, πολιτικοί… κι ένας υπέροχος μυθιστορηματικός ήρωας, ο Λιβανέζος bon viveur Ελιάς Χούρι, «για μένα η επιτομή του αλεξανδρινού κοσμοπολιτισμού» θα εξομολογηθεί. Το παράξενο είναι πως ο Καβάφης αναφέρεται μόνο σε μια παράγραφο, που αφήνει μάλιστα να εννοηθεί πως οι κυρίες της καλής κοινωνίας έσπαγαν πλάκα μαζί του.
«Έχω διαβάσει πολλά φύλλα του Ταχυδρόμου της Αλεξάνδρειας, γιατί ακόμα και από μια ρεκλάμα μπορούσα να πάρω άρωμα εποχής. Το φύλλο που βγήκε την επομένη της κηδείας του Καβάφη είχε μερικά φειδωλά σχόλια! Είναι απίστευτο πως για τους περισσότερους Έλληνες της τάξης που περιγράφω δεν υπήρχε ο ποιητής όσο ζούσε. Πιστεύω όμως πως η μη παρουσία του καταφέρνει να τον κάνει ωσεί παρών σε όλη την έκταση του βιβλίου».
Το μοναδικό, νομίζω, μείον του βιβλίου είναι η αισθητή απουσία των Αιγυπτίων. Εμφανίζονται μόνο ως κομπάρσοι (υπηρετικό προσωπικό, ευκαιριακές ερωμένες, διευθυντές αστυνομίας κ.λπ.), με αποτέλεσμα να μην ακούγεται η σκέψη τους για τους εποίκους. «Μπορεί να έχεις ένα δίκιο, όμως ο συγγραφέας δεν νομίζω πως πρέπει να έχει ως πρώτο μέλημά του την ιστορική δικαιοσύνη. Έτσι κι αλλιώς το ελιτίστικο αποικιοκρατικό βλέμμα των ηρώων μου αφήνει έμμεσα να καταλάβουμε το πώς αισθανόντουσαν οι Αιγύπτιοι, και δικαιολογεί την ιστορική αναγκαιότητα να περάσει η χώρα στους τελευταίους».
Είτε το αυτοκίνητο της δράσης τρέχει με πρώτη είτε με πέμπτη ταχύτητα, οι ήρωες μονίμως βρίσκονται σε ερωτικό αναβρασμό. «Δεν είναι τόσο ο Ντάρελ με το Κουαρτέτο του, όσο η θέση του, φίλου μου πια, Βοστάνη: “Μπορεί και να έφταιγε ο αέρας της πόλης που ξυπνούσε ερωτικές ορμές – γι’ αυτό πρέπει να αφήσεις όλη σου την ερωτική διαστροφή να μεγαλουργήσει”. Το μόνο που μου έμεινε είναι να ακολουθήσω τη συμβουλή του πιστά».
Για του λόγου το αληθές διαβάστε στη σελ. 557 πως η (με στόφα χολιγουντιανής ηρωίδας) Γαλλοελβετίδα κατάσκοπος των Άγγλων Υβέτ Σαντόν αποπλανά το πανέμορφο μανεκέν της Σανέλ, Χάικε, καθώς η τελευταία χαζεύει φαντάρους που κάνουν γυμνοί μπάνιο στη θάλασσα. Ουφ… ίδρωσα!

Ανώνυμος είπε...

Τα πράγματα όμως δε φαίνονταν τόσο αστεία. Τις πρώτες μέρες η μητέρα του είδε ανάμεσα σε κάτι χαρτιά που κουβαλούσε μαζί του έναν αγκυλωτό σταυρό και επειδή δεν υποψιαζόταν τις πολιτικές προτιμήσεις του κανακάρη της, παρατήρησε αφελέστατα: «Αρχαίο μεσοποταμιακό σύμβολο που συμβολίζει την ευημερία!» Όταν έμαθε ότι ο γιος της ήταν ναζιστής κι ότι έβγαινε στους δρόμους και τα έβαζε με τους κομμουνιστές δεν της άρεσε καθόλου. Αλλά δεν είπε τίποτε στον Αντώνη, όπως δεν τόλμησε να αναφέρει τον γοητευτικότατο βαρόνο. Αναρωτήθηκε αρκετές φορές αν έμεναν μαζί, αλλά ο Μάχος δεν ήταν σαφής στις απαντήσεις του, λέγοντας αόριστα ότι κατοικούσε κάπου στο Σβάμπιγκ. Στο μεταξύ, και η ίδια ένιωθε ότι μετά βίας αντιστεκόταν στη γοητεία εκείνου του κατάξανθου τζέντλεμαν με τα ανοιχτά μάτια, το κομψό μουστάκι και το αθλητικό παράστημα, που οι τρόποι του διατράνωναν την καταγωγή του και την οικονομική του ευμάρεια. Να είναι άραγε εραστές αυτοί οι δύο; Αναρωτιόταν με την αφέλεια του γονιού ο οποίος δε θέλει να πιστέψει το προφανές και τότε αισθανόταν ένα αίσθημα αντιζηλίας να αγκυλώνει την ψυχή της.

Δημήτρης Στεφανάκης: Μέρες Αλεξάνδρειας (Ψυχογιός, 2011)