Τετάρτη, Οκτωβρίου 13, 2010

No 713


«Κάνουν όπως οι παντρεμένοι. Μοιάζουν μ’ εμάς».
«Είναι πιο πιστοί. Έχουν τα κόμπλεξ των κυνηγημένων αιρετικών και είναι πιο πιστοί ο ένας στον άλλο».
«Όχι ο Πάολο κι ο Ντονάτο».
«Ανήκουν σε διαφορετική γενιά».
«Έτσι είπε κι ο Ράφα».
«Ο Ράφα φέρεται περίεργα. Ένας άνθρωπος τόσο ισορροπημένος, να κάνει το λάθος να παρουσιάζει στον κόσμο τον εραστή του… Το φθινόπωρο δεν θα μιλάμε γι’ άλλο πράγμα».
Η Προύδεν μάς άκουγε λες και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να παρέμεβει’ και τη βρήκε.
«Διάβηκε τον Ρουβίκωνα. Μου το είπε».
«Του μίλησες καθαρά;
«Υπάρχει μεγάλη εμπιστοσύνη μεταξύ μας. Τον ρώτησα τι επεδίωκε παρουσιάζοντας στον κόσμο τον Βιθέντε και μου απάντησε ότι βαρέθηκε να προσποιείται, ότι βρισκόμαστε πλέον στον εικοστό αιώνα, ότι κουράστηκε να έχει διπλή προσωπικότητας».
«Ο Βιθέντε δεν φαίνεται κακό παιδί».
«Θα μπορούσε να είναι χειρότερος».
Παρατήρησε η Προύδεν με κάποια στενοχώρια.
«Είναι τόσο ευαίσθητοι… Οι καημένοι!»

Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν: Τα χαρούμενα αγόρια της Ατζαβάρα (Κατσανιώτης)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Τα χαρούμενα αγόρια της Ατζαβάρα

Η Ατζαβάρα είναι ένα ορεινό χωριουδάκι κοντά στην ακτή της Ταραγόνας. Εγκαταλειμμένο σταδιακά από τους αρχικούς του κατοίκους, έχει καταληφθεί από ανθρώπους της πόλης, που, μετατρέποντας τα μισογκρεμισμένα σπίτια σε μεγαλοπρεπείς επαύλεις, προσπαθούν να το μεταβάλουν σε θερινό τους παράδεισο. Το καλοκαίρι του 1974 συγκεντρώνεται εκεί μια ετερογενής ομάδα ανθρώπων. Πρόκειται για πετυχημένους επαγγελματίες, ανάμεσα στους οποίους δεν λείπουν τα απελευθερωμένα ζευγάρια και οι ομοφυλόφιλοι. Προερχόμενος από ένα διαφορετικό κοινωνικό περιβάλλον, προσχωρεί στην παρέα τους ένας νεαρός που επιδιώκει να τους εκμεταλλευτεί για να βελτιώσει τη θέση του.

Τέσσερις αφηγητές, μέσα από τέσσερις διαφορετικές οπτικές γωνίες, ανακαλούν μετά από χρόνια αυτή τη συνάντηση, την οποία το ταλέντο του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν μετατρέπει σε οξεία κριτική ενάντια στα χαρακτηριστικά και τους περιορισμούς μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας: μιας ευκατάστατης και σύγχρονης μεσαίας τάξης, που αρνείται να ξεχάσει τα νεανικά της όνειρα.


O Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν γεννήθηκε στη Βαρκελώνη στις 27 Ιουλίου του 1939 και πέθανε αιφνίδια από ανακοπή καρδιάς στο αεροδρόμιο της Μπανγκόκ στις 18 Οκτωβρίου του 2003. Ήταν ποιητής, δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος και μυθιστοριογράφος. Η πολιτική και η κοινωνική κριτική, εμποτισμένες με στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού, κατέχουν μόνιμη θέση στο έργο του. Έγραψε αναρίθμητα δημοσιογραφικά άρθρα, καθώς και μια ανθολογία για το ισπανικό λαϊκό τραγούδι. Το 1995 τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο των Ισπανικών Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του, ενώ το 2000 κέρδισε το λογοτεχνικό βραβείο Grinzane Cavour για την προσφορά του στην παγκόσμια λογοτεχνία. Από τις Eκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν τα βιβλία: Και ο θεός μπήκε στην Αβάνα (2001), Χιλιετία – Ι. Πορεία προς την Καμπούλ (2005), Χιλιετία – II. Στους αντίποδες (2005), Ερέκ και Ενίντ, οι δοκιμασίες του έρωτα (2004), Ο άντρας της ζωής μου (2003), Μάρκος: H επανάσταση και οι καθρέφτες (2003), Ή Καίσαρ ή τίποτα (2000), Το κουιντέτο του Μπουένος Άιρες (1998).

kastaniotis.com

Ανώνυμος είπε...

Αδυνατούσα να πω στον εαυτό μου αυτό που ήδη σκεφτόμουν, λες και τα λόγια μου θα επικύρωναν αυτό που σκεφτόμουν και θα το έκαναν αδιαμφισβήτητο, λες και το να πω τα πράγματα με το όνομά τους ήταν ένας τρόπος να τα κάνω να είναι αυτά που ήταν. Δηλαδή ο Ράφα κι ο Βιθέντε ήταν ένα ζευγάρι… Ή μήπως ήμουν καχύποπτος, και δεδομένης της διαφοράς ηλικίας που υπήρχε μεταξύ τους, ο Ράφα θα μπορούσε να νιώθει στοργή για τον Βιθέντε, σαν να ήταν ο θετός του πατέρας; Στον πατέρα μου, όμως, που είναι πατέρας μου κανονικά και με το νόμο, δεν θα πέρναγε καν από το μυαλό του να βάλει το χέρι του πάνω στο δικό μου, παρόλο που ακόμα κι εγώ του έδινα ένα φιλί όταν αποχωριζόμασταν για κάποιο χρονικό διάστημα, για παράδειγμα τον φίλησα όταν ήρθε στο σταθμό να με αποχαιρετήσει τη μέρα που έφυγα για φαντάρος ή πριν από δύο χρόνια όταν πήγε με τη μάνα μου στο χωριό για την κηδεία του μπάρμπα μου, του αδερφού της μάνας του, που τόσο αγαπούσε. Αυτό που συνέβη, όμως, ανάμεσα στον Ράφα και τον Βιθέντε δεν ήταν μια χειρονομία από πατέρα προς γιο, αλλά μια χειρονομία ερωτευμένου ζευγαριού, κι όσο το σκεφτόμουν, τόσο μου ερχόταν αναγούλα, όχι επειδή δεν ήξερα ήδη τότε ότι από τη μέση και κάτω υπάρχουν περισσότερα μυστικά απ’ ό,τι από τη μέση και πάνω, αλλά επειδή αυτά τα πράγματα μπορεί να τα ξέρεις, μπορεί να τα σκέφτεσαι, αλλά είναι σχεδόν αδύνατον να τα φαντάζεσαι. Τουλάχιστον εγώ ήταν αδύνατον να τα φανταστώ να συμβαίνουν σε άτομα που γνώριζα και αγαπούσα.

Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν: Τα χαρούμενα αγόρια της Ατζαβάρα (Κατσανιώτης, 2010)