Τετάρτη, Νοεμβρίου 12, 2008

No 564

Image Hosted by ImageShack.usFelix D'Eon (Μεξικό)

Ο άντρας τον ακολούθησε. Κάθισε δίπλα του πάνω στον πάγκο. Η ζέστη ήταν αφόρητη.
Ο άγνωστος του άγγιξε το δεξιό γόνατο. Ο στέλιος όμως δεν αντέδρασε. Στο τέλος, χωρίς να στρέψει το κεφάλι, του χαμογέλασε.
«Πάμε; Έχω ατομικό…»
«Και δεν πάμε;» συμφώνησε ο Αμαζόνιος ανασηκώνοντας τους ώμους.
Το δωματιάκι βρισκόταν λίγο πριν από τις τουαλέτες, όπου εκείνη τη στιγμή η κυρία Νίνα, η καθαρίστρια, σφουγγάριζε το ραγισμένο πλακόστρωτο. Με το που μπήκαν, ο άντρας έβγαλε αμέσως την πετσέτα. Ξάπλωσε ανάσκελα στο στενό κρεβάτι και έκλεισε τα μάτια. Ο Αμαζόνιος έβγαλε το μαγιό του. Μόλις έπεσε επάνω του, ο άλλος τον αγκάλιασε σφιχτά ζητώντας απεγνωσμένα τα χείλη του. Το βλέμμα του παρακλητικό – αυτό ακριβώς σιχαινόταν ο Στέλιος, γι’ αυτό και δεν ανταποκρίθηκε. Ο άντρας σηκώθηκε επάνω.
.
Γεράσιμος Δενδρινός: Φραγή εισερχομένων κλήσεων (Μεταίχμιο)

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Δενδρινός, Γεράσιμος |
Ο Γεράσιμος Δενδρινός γεννήθηκε στον Πειραιά το 1955. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάζεται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Εκτός από τη συλλογή διηγημάτων "Ένα πακέτο άρωμα", Κέδρος, 1995, έχει εκδώσει το αφήγημα "Ματίας ντελ Ρίος, Ημερολόγια", Οδυσσέας, 1995 (επαν. Κέδρος, 2006) και τα μυθιστορήματα "Χαιρετίσματα από το νότο", Οδυσσέας, 1994 (επαν. Κέδρος, 2003), "Απέραντες συνοικίες", Κέδρος, 2001, "Άλκης", Μεταίχμιο, 2003 και "Φραγή εισερχομένων κλήσεων", Μεταίχμιο, 2006. Από το 2004 είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων
www.lemoni.gr



ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΔΕΝΔΡΙΝΟΣ: Φραγή εισερχομένων κλήσεων

ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ (ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ-ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 25/05/2007)

Εκείνος που αγαπάει και εκείνος που αγαπιέται δεν συναντιούνται συναισθηματικά στο τελευταίο μυθιστόρημα του Γεράσιμου Δενδρινού. Ο τίτλος μπορεί να παραπέμπει στην τραυματισμένη διαπροσωπική επικοινωνία, σύμπτωμα, επιδεινούμενο, των τελευταίων χρόνων, η εστίαση, ωστόσο, του βιβλίου περιορίζεται στον ερωτικό μικρόκοσμο, και συγκεκριμένα στο βάσανο του ανανταπόδοτου έρωτα. Τα πρόσωπα του Δενδρινού επιθυμούν αυτούς που δεν τα θέλουν, ενώ δεν θέλουν όσους τα επιθυμούν. Αφοσιώνονται σε σημείο ψυχικής εξουθένωσης σε μια ολοένα διογκούμενη ερωτική προσδοκία, αδυνατώντας να νοηματοδοτήσουν τη ζωή τους πέραν του αγαπημένου υποκειμένου. Μοιραία αδρανούν και ακινητοποιούνται συναισθηματικά, βιώνουν την καθημερινότητα σε κατάσταση αναμονής, παλινδρομούν ανάμεσα στην ντροπή και την ταπείνωση, με συνέπεια να φθείρονται όχι μόνον οι ίδιοι αλλά και ο περίγυρός τους, και πρωτίστως ο φορέας της απόρριψης. Ο τελευταίος δεν αργεί να βρεθεί υπόλογος, να αναλάβει μια ευθύνη που επί της ουσίας τον αδικεί. Από το άλλο μέρος, βέβαια, είναι ο μόνος που μπορεί να αποφορτίσει κάπως εκείνον που περιμένει (άλλοτε απαιτεί, άλλοτε εκλιπαρεί) την ερωτική του ανταπόκριση, συνηθέστερα γινόμενος δέκτης της δικής του πια απόρριψης. Ο Δενδρινός για να αναδείξει την καθολικότητα της συνθήκης επιλέγει εύστοχα να παρακολουθήσει διαφορετικούς χαρακτήρες, αισθητά αποκλίνουσας ιδιοσυγκρασίας. Ομως οι αλλεπάλληλες εκδοχές της μη αμοιβαιότητας των αισθημάτων επιβαρύνουν το μυθιστόρημα με επαναλαμβανόμενα μοτίβα, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να δικαιολογήσουν το άπλωμά τους σε πεντακόσιες σελίδες.

Δοκιμαζόμενα ζεύγη

Το πρώτο δοκιμαζόμενο ζεύγος που μας συστήνει το βιβλίο είναι η Αλεξάνδρα και ο Ιγνάτιος, οι οποίοι συνδέονται με μακροχρόνια φιλία. Φιλία κυρίως από την πλευρά του άντρα, καθώς η Αλεξάνδρα θέλει κάτι παραπάνω. Οταν η τελευταία εγκαταλείπει προσωρινά το πατρικό της στην Ελευσίνα για να κηδεμονεύσει την έφηβη ανιψιά της στη Θεσσαλονίκη -όπου παρεμπιπτόντως ζει με τη γυναίκα του ο Ιγνάτιος- τα μονόπλευρα αισθήματά της γίνονται οδυνηρά. Η ισχυρή θρησκευτική της πίστη δεν διασαφηνίζεται επαρκώς αν ανταποκρίνεται σε εσωτερική ανάγκη ή περισσότερο ενθαρρύνεται από την έντονη θεολογική δραστηριότητα του Ιγνάτιου. Μαζί πάντως επισκέπτονται τις βυζαντινές εκκλησίες της Θεσσαλονίκης και μακρινότερες μονές, παρίστανται σε λειτουργίες και αγρυπνίες, μοιράζονται θεολογικές απορίες, ενώ ο πνευματικός τής Αλεξάνδρας, στον όποιο εκείνη εξομολογείται το κρυφό της πάθος, προσπαθεί να την αποσπάσει από τις σατανικές παρορμήσεις. Η Νάνσυ, η ανιψιά της, βρίσκεται στον αντίποδα αυτού του μυσταγωγικού κλίματος. Τα στομωμένα πάθη της μέσης ηλικίας έρχονται σε αντίστιξη με τον ψυχοσωματικό ίλιγγο της εφηβείας. Με την είσοδο της νεαρής ηρωίδας, μαθήτριας της Β' Λυκείου, στο αφηγηματικό προσκήνιο αρχίζει να σχηματοποιείται ένας ετερόκλιτος κύκλος προσώπων άμεσα ή έμμεσα συναρτημένων με τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, πεδίο το οποίο ο Δενδρινός γνωρίζει εκ των έσω. Η Νάνσυ παλεύει να τα βγάλει πέρα με καθηγητές βαριεστημένους, άτεγκτους ή και σχεδόν αντιδεοντολογικά φιλικούς, με τα φροντιστηριακά μαθήματα, με τη χαλαρή επιτήρηση της θείας της, αλλά κυρίως με τη συναισθηματική της σύγχυση. Από τη μια, ο εξωσχολικός Στέλιος ή Αμαζόνιος, όνομα και πράμα, με τον οποίο έχει έναν μάλλον ανιαρό δεσμό, και από την άλλη, ο ωραίος γυμναστής του σχολείου που την περιφρονεί. Στο σκηνικό προστίθενται η Τζίνα και η Λίλα, μαθήτρια και καθηγήτρια, αντιστοίχως, που μοιράζονται ένα αντισυμβατικό πνεύμα.

Οπότε έχουμε και λέμε: η Αλεξάνδρα θέλει τον Ιγνάτιο. Ο Ιγνάτιος την Αννα, μια τυχαία γνωριμία. Η Νάνσυ τον γυμναστή. Ο γυμναστής και η Τζίνα τον Στέλιο. Ο Στέλιος μάλλον τη Νάνσυ. Ο Χρόνης, ένας ζωγράφος, τη Νάνσυ. Ο Αρης, ένας φαντάρος, τη Λίλα. Η αφήγηση αποτυπώνει λεπτομερώς περιστατικά από τις ζωές αυτών των προσώπων, εκκινώντας από το παρελθόν τους για να έρθει στο παρόν, όπου τέμνονται οι πορείες τους. Σ' αυτές τις πορείες η Θεσσαλονίκη εικονογραφείται σαν ένα αποκαρδιωτικό τοπίο που δεν προσφέρει κανένα άνοιγμα, καμία ανακουφιστική συνάντηση, ένας χώρος ανακύκλωσης αχρηστεμένων αισθημάτων.

Εξαντλητικές περιγραφές

Οι μοναχικές, μελαγχολικές διαδρομές των ηρώων στις λεωφόρους και τα στενά της συμπρωτεύουσας περιγράφονται εξαντλητικά, σαν ο συγγραφέας να έχει διαβλέψει την πρόθεση του αναγνώστη να ακολουθήσει ακριβώς την ίδια πορεία. Εξίσου χρονοτριβεί η αφήγηση στις περιπλανήσεις στα ψυχικά άδυτα των πρωταγωνιστών. Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής παρασύρεται από το απεριόριστο πεδίο κατόπτευσης, με αποτέλεσμα συχνά να γεννιούνται στους ήρωες συνειρμοί αστήριχτοι βάσει των πληροφοριών που διαθέτουν και που ευνόητα υπολείπονται συγκριτικά με αυτές που προσφέρονται αφειδώς στον αναγνώστη. Την αίσθηση της κάμερας που δίνει εικόνες εσωτερικών και εξωτερικών χώρων εντείνουν σποραδικές υποδείξεις αναφορικά με την είσοδο και έξοδο των προσώπων σε ορισμένες σκηνές του βιβλίου. Ο παντεπόπτης αφηγητής εποπτεύει πέραν των μυθοπλαστικών εξελίξεων και τη δομή της αφήγησης. Εύρημα η λειτουργικότητα του οποίου είναι αρκετά αμφισβητήσιμη. Παρά τους γρήγορους ρυθμούς της αρχής και την προσπάθεια να θιγούν παράλληλα πολλαπλές θεματικές, από το μέσον περίπου του μυθιστορήματος η συσσώρευση των περιγραφών και ο πολλαπλασιασμός δευτερευόντων επεισοδίων φανερώνουν το βάρος τους και η αφήγηση γίνεται εμφανώς δυσκίνητη έως και στατική. Ο αναγνώστης μαζί με την Αλεξάνδρα φτάνουν κατάκοποι στην τελευταία σελίδα. Οσο για τις «αλυσιδωτές αντιδράσεις» του οπισθόφυλλου, μένει ζητούμενο.

Επίσης, μολονότι ομολογείται πλέον κοινώς πως σήμερα τα παιδιά τελειώνουν το σχολείο σχεδόν μεσόκοποι, με την έννοια της πρόωρης ωρίμανσης (όχι τόσο συναισθηματικής όσο γνωστικής), έχω την εντύπωση πως οι έφηβοι του Δενδρινού σκιαγραφούνται ανεξέλεγκτα εξαγριωμένοι, σκληροί, ορισμένες φορές σκαιοί. Γενικότερα οι χαρακτήρες εμφανίζονται εξαιρετικά επιρρεπείς στη διαφθορά. Η δε συνύπαρξή τους στον περιορισμένο χώρο ενός βιβλίου (έστω και άπλετου) μοιάζει εκβιαστική. Ο Αμαζόνιος που εκδίδεται για λεφτά και μερικά τσιγαριλίκια, ο νεαρός νεοναζί που παραληρεί για τα «συντρόφια» στη Γερμανία και οι μαθήτριες που απολαμβάνουν και συμμετέχουν στον εξευτελισμό ενός αλλοδαπού, δύσκολα θεωρούνται αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις ατίθασων νιάτων. Η παρουσία τους υπονομεύεται και από την ανάπλαση της γλώσσας τους, η οποία σε αρκετά διαλογικά μέρη ακούγεται κάπως επιτηδευμένη και τεχνητή. Οπως στιλιζαρισμένος όσο και υπερχειλισμένος φαίνεται ο λυρισμός στις κατακλείδες συνήθως των κεφαλαίων. Ενα παράδειγμα από τα πολλά: «Η αγάπη της, καταποντισμένη μέσα στην απέραντη λίμνη της θλίψης, πασχίζοντας να κρατηθεί από τα μαυρισμένα βράχια του βυθού, άφηνε ματωμένα ίχνη πάνω στης ψυχής της το περίβλημα». Ενώ η καλλιέπεια παραβιάζεται κατ' εξακολούθηση από την κατάχρηση του ρήματος «παραβιάζω».

Οπως και αν έχει, η πληθωρικότητα της αφήγησης δεν υποσκελίζει τη συγκίνηση που οι απαρνημένοι ήρωες προκαλούν στις ομοιοπαθείς καρδιές, ιδιαίτερα άφθονες στην εποχή μας.