Σάββατο, Δεκεμβρίου 06, 2014

Νο 830

Eric Fischl

«Που είσαι, σε φωνάζω τόση ώρα!»
Με όλα τούτα που γεμίζουν το κεφάλι μου χωρίς να το αξίζουν πάντα, κόντεψα να ξεχάσω την άρρωστη μου. Τρέχω στο δωμάτιο της. Θέλει να της γεμίσω το κόκκινο γκοφρέ κανατάκι της με φρέσκο νερό, θέλει, ακόμα, το ρολόι της κουζίνας που έχει μεγάλους αριθμούς να μπορεί να βλέπει την ώρα. Λες αυτό να ωφελεί στο πέρασμα του χρόνου; Στέκομαι στο προσκέφαλό της, πιάνω το μέτωπό της να δω αν έχει πυρετό.
«Θα φύγεις;» με ρωτά. «Θα φας έξω;»
«Μπορεί. Δεν ξέρω».
«Ποτέ δεν ξέρεις. Ποτέ σου δεν αποφασίζεις».
Παράπονα μιας ολόκληρης ζωής. Έτσι είμαι εγώ. Ας μη με παντρευόταν. Τι κάθομαι και λέω! Αν ήμουν εγώ στη θέση της, λες να χα λιγότερα νεύρα; Βηματίζω πέρα δώθε στο δωμάτιο. Με παρακολουθεί με την άκρη του ματιού. Σε λίγο ακούω την αναπνοή της να βγαίνει ήσυχη μέσα από τα βασίλεια του ύπνου. Καλά όνειρα. Θα πάω κι εγώ να πέσω τώρα. Ποιος ξέρει τι εικόνες θα μου έρθουν, εικόνες παλιές που ο ύπνος τις κάνει να φαντάζουν καινούργιες.
Φωνάζω το όνομα του Μορφέα, που είναι νεαρός με σγουρά μαλλιά, φιλήδονα χείλη και είναι υδραυλικός.

Μένης Κουμανταρέας: Ο θησαυρός του χρόνου (Πατάκης)

Πέμπτη, Αυγούστου 15, 2013

No 829

David Ligare (Ιταλία)

Η ιστορία αποκαλύφθηκε μπροστά στα μάτια του σιγά-σιγά, σε κομμάτια. Στην αρχή είδε τους άντρες να έρχονται από την παραλία προς το στρατόπεδο. Μετά, είδε τον Οδυσσέα να βαδίζει κουτσαίνοντας πλάι στους άλλους βασιλιάδες. Ο Μενέλαος κάτι κρατούσε στα χέρια του. Ένα πόδι, λερωμένο απ’ τα χορτάρια, κρεμόταν χαλαρά. Μερικές τούφες από ανακατεμένα μαλλιά είχαν ξεγλιστρήσει μέσα από ένα αυτοσχέδιο σάβανο. Το μούδιασμα τώρα έγινε οίκτος, συμπόνια. Για λίγες στιγμές ακόμα, λίγες τελευταίες στιγμές. Και μετά, η κατάρρευση.
Έκανε να αρπάξει το σπαθί του, να κόψει το λαιμό του. Όταν τα χέρια του επέστρεψαν αδειανά, μονάχα τότε το θυμήθηκε: μα αφού είχε δώσει το σπαθί σ’ εμένα. Τότε ο Αντίλοχος τον άδραξε απ’ τους καρπούς των χεριών  και οι άντρες άρχισαν να μιλάνε όλοι μαζί. Εκείνος, το μόνο που έβλεπε μπροστά του ήταν το αιματοβαμμένο ύφασμα. Με ένα βρυχηθμό πέταξε τον Αντίλοχο από πάνω του, χτύπησε και τον Μενέλαο και τον έριξε κάτω. Έπεσε πάνω στο νεκρό σώμα. Από μέσα του βγήκε με ορμή ένα ουρλιαχτό. Κι ύστερα κι άλλο, κι άλλο. Έπιασε τα μαλλιά του με τα χέρια του κι άρχισε να τα ξεριζώνει απ’ το κεφάλι του. Χρυσαφένιες μπούκλες άρχισαν να πέφτουν πάνω στο καταματωμένο πτώμα. Πάτροκλε, έλεγε, Πάτροκλε! Πάτροκλε! Συνέχεια, ακατάπαυστα, ξανά και ξανά, ώσπου να κλείσει ο λαιμός του.

Madeline Miller: Το τραγούδι του Αχιλλέα (Διόπτρα)

Τετάρτη, Ιουλίου 31, 2013

No 827



Λος Μποστέρος’ οι χωρικοί έτσι ονόμαζαν τους ανθρώπους της Λα Μπόκα. Η Λους, που ξεκίνησε την καριέρα της ως τραβεστί κάνοντας πίπες στους νταλικέρηδες του Χουνίν, δεν ένιωσε καθόλου αποξενωμένη ξεμπαρκάροντας στη γειτονιά. Η Λους, πρώην Ορλάντο, είχε ξεφύγει απ’ τη μοίρα του βενζινάδικου στη Ρούτα 7 και απ’ τον μοναδικό γνωστό της, έναν ξάδελφο που την πέταξε έξω ανακαλύπτοντας τα γυναικεία ρούχα μες στη βαλίτσα της. Ο νεαρός τραβεστί τότε άρχισε να τριγυρνάει σε μπαρ και μπουάτ αναζητώντας έναν άντρα που θα την ήθελε έστι όπως ήταν, πριν πέσει στην Πάουλα.
Αν οι περισσότεροι απ’ τους τραβεστί βλέπουν τους ομοίους τους στην καλύτερη περίπτωση ως εραστές, και στη χειρότερη ως αντίζηλους, Πάουλα είχε καρδιά και για τα δύο. Η καλή Σαμαρείτισσα βρισκόταν στην κατάλληλη θέση για να προβλέψει πώς θα κατέληγε η ιστορία. Πλημμυρισμένη απ’ την ανάγκη  να ντύνεται γυναίκα, η Λους είχε χάσει τα πάντα –οικογενειακούς δεσμούς, δουλειά φίλους. Μαρά τις πρώτες πίπες γύρω από πλατείες και σταυροδρόμια, που ήταν περισσότερο θέμα φαντασίωσης παρά βιοπορισμού, η πορνεία κατέληξε γρήγορα να γίνει η σανίδα σωτηρίας της. Θα πέθαινε από φθορά, θα κατέληγε με γυμνά ούλα: θα πέθαινε ή θα τον έβρισκαν σε κάποιο χαντάκι. Χαμένη στο Μπουένος Άιρες, η Πάουλα της πρότεινε να συνεργαστούν στα ντόκια της Λα Μπόκα: θα αλληλοπροστεύονταν, περιμένοντας καλύτερες μέρες, και η Πάουλα θα της μάθαινε το επάγγελμα…

Caryl Ferey: Μαπούτσε (Άγρα)

Τετάρτη, Ιουλίου 03, 2013

No 826

John Singer Sargent (ΗΠΑ)

Όταν κατάφερε να την ανάψει, το δωμάτιο, παρ’ όλους τους ίσκιους και τη γύμνια του, φάνηκε ξαφνικά μεγαλύτερο και πιο ζεστό, ενώ το πάπλωμα έδειξε ακόμα πιο όμορφο. Ο Χολμς σοβάρεψε, σαν να προσπαθούσε να λύσει ένα δύσκολο πρόβλημα. Πήρε απ’ την τσάντα του ένα σαπούνι και μια πετσέτα και πήγε στο λαβομάνο. Γέμισε τη λεκάνη με νερό απ’ την κανάτα κι ύστερα έβγαλε γρήγορα τα ρούχα του κι έμεινε ολόγυμνος. Ο Χένρι ένιωσε κατάπληκτος απ’ το πόσο γεροδεμένος ήταν ο Χολμς, που μες στο χαμηλό και τρεμάμενο φως έδειχνε σχεδόν παχύσαρκος. Για ένα δευτερόλεπτο, καθώς ο φίλος του έστεκε ακίνητος, έμοιαζε με άγαλμα νεαρού άντρα, ψηλού και μυώδη. Καθώς τον κοιτούσε ο Χένρι, ξέχασε το μουστάκι του και το αδυνατισμένο του πρόσωπο. Δεν φανταζόταν ποτέ ότι θ’ αντίκριζε έτσι τον Χολμς. Προφανώς, για κάποιον που ήταν τόσον καιρό στο στρατό, δεν είχε καμιά σημασία να γδύνεται μ’ αυτό τον τρόπο. Ωστόσο δεν θα ‘πρεπε να διαισθάνεται ο Χολμς ότι ήταν πολύ διαφορετικό να γδύνεται εντελώς μπροστά στο φίλο του μέσα σ’ αυτό το παράξενο κι άδειο δωμάτιο, στη σιγαλιά της νύχτας; Ο Χένρι παρατηρούσε τα δυνατά πόδια και τους γλουτούς του, τη σπονδυλική του στήλη, το λεπτό και μαυρισμένο του λαιμό. Αναρωτιόταν αν ο Χολμς θα ξαναφορούσε τα εσώρουχά του πριν ξαπλώσει. Άρχισε κι εκείνος να γδύνεται, και ήταν πια σχεδόν γυμνός όταν ο Χολμς άνοιξε το παράθυρο κι έχυσε έξω τα βρώμικα σαπουνόνερα. Ο Χολμς ξανάβαλε τη λεκάνη στη θέση της και προχώρησε γυμνός προς το κρεβάτι, παίρνοντας και τη λάμπα μαζί του.

Κολμ Τόιμπιν: Χένρι Τζέιμς, ο Δάσκαλος (Ωκεανίδα)

Δευτέρα, Μαΐου 13, 2013

No 825


Πέπλος σιωπής εκάλυπτε τα σχετικά με την παιδεραστία στην αρχαία Ελλάδα μέχρι τις αρχές του αιώνα μας. Ξεκινώντας από τη σύγχρονη ηθική, τη βασιζόμενη κατά μεγάλο μέρος στην ηθική του Ευαγγελίου, κατά την οποία όλες αυτές οι μη τείνουσες στην παιδοποιία σχέσεις είναι απαράδεκτες, δεν ήθελαν οι τότε επιστήμονες να επιβαρύβουν με μια τέτοιου είδους κλίση τους Έλληνες που τους είχαν αναγάγει σε πρότυπα συμπεριφοράς και τους είχαν σχεδόν μυθοποιήσει.
Πρώτος διέρρηξε, τρόπον τινά, τον πέπλο αυτό ο Γερμανός Bethe με το γνωστό πια άρθρο του «Die dorische Knabenliebe» που δημοσιεύτηκε στις αρχές του αιώνα μας (ακριβέστερα το 1907) στο περιοδικό Rheinisches Museum.
Βέβαι και αυτός σαν ιδεαλιστής και ελληνολάτρης Γερμανός (όπως ήταν ακόμα τότε οι περισσότεροι Γερμανοί επιστήμονες) και μη θέλοντας να “αμαυρώσει” την εικόνα των κλασικών Ελλήνων (γιατί γι’ αυτόν θα αποτελούσε κάτι τέτοιο αμαύρωση) υποστήριξε ότι αρχικά οι Έλληνες (οι Αχαιοί ακριβέστερα) δεν εγνώριζαν την παιδεραστία. Μόνον αργότερα όταν εισέβαλε η σκληρή, σιδηροφόρα φυλή των Δωριέων, που ως πολεμική φυλή εγνώριζαν τον ιδιόμορφο αυτόν έρωτα, μόνον από τότε –έγραφε- διαδόθηκε η παιδεραστία στον ελληνικό χώρο.

Παν. Δ. Δημάκης: Πρόσωπα και θεσμοί της αρχαίας Ελλάδας (Παπαδήμα)