Τετάρτη, Νοεμβρίου 30, 2011

No 785



Αργότερα (ο Μέλισσος) έγινε και αυτός πατέρας ενός παιδιού, του Ακταίωα, που ήταν ο πιο όμορφος και ο πιο έξυπνος από τους συνομηλίκους του, που τον διεκδικούσα πολλοί ως εραστές του, μα περισσότερο ο Αρχίας, που καταγόταν από τη γενιά τω Ηρακλειδών και ήταν ο ισχυρότερος από τους Κορινθίους στον πλούτο και στην άλλη δύναμη. Επειδή δεν μπορούσε να κερδίσει το νέο με την πειθώ, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει βία και να τον απαγάγει. Πήγε λοιπόν μεθυσμένος στο σπίτι του Μέλισσου με πλήθος φίλων του και δούλων και επιχείρησε να απαγάγει το νεαρό παιδί. Και ενώ προσπαθούσε να τον συγκρατήσει ο πατέρας του και οι φίλοι του, και καθώς έτρεξαν για βοήθεια και οι γείτονες και τον τραβούσαν, πάνω στη διαμάχη ο νέος πέθανε’ αυτοί ύστερα αποχώρησαν. Και ο Μέλισσος μετέφερε το νεκρό γιο του στη αγορά των Κορινθίων και κοινολογούσε το έγκλημα, ζητώντας την παραδειγματική τιμωρία των δραστών’ κι αυτοί δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να λυπούνται απλά τον άνδρα.

Πλούταρχος: Ερωτικές διηγήσεις (Ζήτρος)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 23, 2011

Νο 784



Ο περιπατητικός Ιερώνυμος λέει ότι η παιδεραστία ήταν πολυζήτητη, επειδή πολλές φορές η ρωμαλεότητα των νέων και η ομοθυμία τής μεταξύ τους αγάπης γκρέμισε πολλές τυραννίδες. Διότι όταν οι ερωμένοι είναι μπροστά, ο εραστής θα προτιμούσε να πάθει οτιδήποτε, παρά να σχηματιστεί γι' αυτόν η εντύπωση δειλίας στα μάτια των ερωμένων του. Οπωσδήποτε έμπρακτη απόδειξη για τούτο είναι ο ιερός λόχος που οργανωθηκε στη Θήβα από τον Επαμεινώνδα, και η θανάτωση των Πεισιστρατιδών από τον Αρμόδιο και από τον Αριστογείτονα, και στον Ακράγαντα της Σικελίας ο έρωτας του Χαρίτωνα και του Μελάνιππου. Ο Μελάνιππος ήταν ερωμένος του Χαρίτωνα, όπως λέει ο Ηρακλείδης από τον Πόντο στο έργo του Περί ερωτικών. Αυτοί, όταν φάνηκαν ότι επιβουλεύονται το Φάλαρη, αν και βασανίζονταν και πιέζονταν να καταδώσουν τους συνεργούς τους, άχι μόνο δεν τους κατέδωσαν, αλλά και τον ίδιο τον Φάλαρη τον οδήγησαν σε ευσπλαχνία για τα βασανιστήριά τους, ώστε να τους επαινέσει πολύ και να τους αφήσει ελεύθερους. Γι' αυτό και ο Απόλλωνας, ευχαριστημένος για την ενέργειά του αυτή, χάρισε στο Φάλαρη αναβολή του θανάτου του φανερώνοντας αυτό σ' εκείνους που ρωτούσαν την Πυθία πώς να επιτεθούν εναντίον του' χρησμοδότησε και σε όσους ήταν γύρω από το Χαρίτωνα βάζοντας τον πεντάμετρο στίχο πριν από τον εξάμετρο, όπως έκανε αργότερα ο Διονύσιος από την Αθήνα, αυτός που αποκλήθηκε Χάλκινος, στις Ελεγείες του. Ο χρησμός είναι ο ακόλουθος:

Ευτυχισμένοι υπήρξαν ο Xαρίτωνας και ο Μελάνιππος,
oδηγoί για τους θνητούς της θεϊκής αγάπης.

Αθήναιος: Άπαντα 13. Δειπνοσοφιστών ΙΓ’ (Κάκτος)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 16, 2011

No 783



Απόλλων και Λευκάτας
Ο Λευκάτας ήταν ένας όμορφος νέος, ο οποίος προκειμένου ν’ αποφύγει το ερωτικό πάθος του Απόλλωνα ρίχτηκε στη θάλασσα, από το νοτιοδυτικότερο ακρωτήριο της νήσου Λευκάδας, το οποίο από τότε πήρε και το όνομάτου. Εις ανάμνηση δε της αυτοκτονίας του και προς εξιλέωση του θεού, οι Λευκάδιοι έχτισαν στο ακρωτήρι ναό, προς τιμήν του Απόλλωνα-Λευκάτα και κάθε χρόνο έριχναν από εκεί έναν κατάδικο, στον οποίο κρεμούσαν φτερά και όρνια.

Απόλλων και Κυπάρισσος […]
Απόλλων και Υάκινθος […]

Απόλλων και Ιππόλυτος της Σικυώνος
Εραστής του Απόλλωνα υπήρξε και ένας από τους βασιλείς της Σικυώνας, ο Ιππόλυτος, γιος του Ροπάλου και εγγονός του Φαιστού. Ο Ιππόλυτος, ο οποίος απολάμβανε της δελφικής προσφώνησης «πιστή κεφαλή», κάθε φορά που επισκεπτόταν τους Δελφούς, απόλαυσε και αυτός, όπως όλοι οι νέοι του Άργος, τον έρωτα της Αιγιαλείας, συζύγου του Διομήδη, τον τιμωρούσε με αυτό τον τρόπο η Αφροδίτη, γιατί την είχε πληγώσει σε μία από τις μάχες του Τρωικού πολέμου.

Σοφία Ν. Σφυρόερα: Η μυθολογία των Ελλήνων (ελληνικά γράμματα)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 09, 2011

No 782



«Γιατί είσαι πούστης, ρε; Γιατί σου αρέσει να γαμιέσαι; Άει στο διάολο, γέμισε ο τόπος από σας. Μια Λέρος σας χρειάζεται».
Δεν πρόλαβε να μιλήσει. Και τι να απαντήσει σε μια τέτοια ερώτηση; Αστράκια είδαν τα μάτια του απ’ τη δυνατή σφαλιάρα του διοικητή. Δεκαέξι χρονών ήταν. Ανήλικο.
«Πού είναι η μάνα σου, ρε;», ρώτησε ουρλιάζονταςο κύριος Γεωργακόπουλος, διοικητής σε κάποιο τμήμα μεταξύ Ακαδημίας Πλάτωνος και Θησείου. Κάποια χρόνια αργότερα σαν μανιακός κυνηγούσε τις τραβεστί από τη λεωφόρο Συγγρού, ως αρχηγός της Αστυνομίας. Ποιος ξέρει τι κουβαλούσε κι αυτός μέσα του. Απίστευτη μανία, όμως. Κάθε βράδυ. Επί μήνες ολόκληρους. Αν μπορούσε, θα τις αφάνιζε.
«Να την πάρετε τηλέφωνο να έρθει», είπε αυτό με λυγμούς από τον πόνο, τον θυμό και την ντροπή. Ποιος είδε την κυρά Βάσω και δεν τη φοβήθηκε. Το ένα κι εξήντα. Με μια απίστευτη δύναμη, στον αέρα πήδησε να τον χτυπήσει.
«Με ποιο δικαίωμα βαράς το παιδί μου, ρε;», του φώναζε, βράζοντας από θυμό. Το πήρε κι έφυγε απειλώντας θεούς και δαίμονες. Στα σκαλιά του σπιτιού του κάθονταν και το μάζεψαν για εξακρίβωση στοιχείων. Μετά το είδε κουνιστό και λυγιστό ο διοικητής και είπε να περάσει διασκεδαστικά τη βραδιά του. Να σπάσει η ρουτίνα της βάρδιας. Παιδιά θα έχει σίγουρα. Και εγγόνια, πια. Κύκλος είναι η ζωή.
Και τώρα κάποιος άλλος αστυνομικός, την τραβούσε απ’ τα μαλλιά και την κατέβαζε, σέρνοντάς την απ’ τη σκάλα, στον από κάτω όροφο. Επειδή είχε απορία, γιατί ήταν πούστης. Την έβριζε πολύ άσχημα κι αυτή τόλμησε να τον φτύσει. Πολύ χάρηκε που έριξε τη ροχάλα στη μούρη του βλάχου. Κι ας το πλήρωσε κουτρουβαλώντας τη σκάλα, γεμάτη μώλωπες σε όλο της το σώμα, το άλλο πρωί. Στα κελιά την πήγαινε. Εκεί που είχαν και τις άλλες. Είχαν πιάσει πολλές εκείνο το βράδυ. Με κλούβες. «Επιχείρηση Αρετή» το ονόμαζαν. Ακόμα και σήμερα έτσι το λένε. Τρομάρα τους. Είχε τη γεύση απ’ το αίμα στα χείλη της, απ’ τα χαστούκια. Μα, συγγνώμη δεν του είπε. Δεν είχε και την κυρά Βάσω να τη σώσει. Είχε φύγει απ’ το σπίτι πια. Έμενε μόνη της. Δεν γινόταν κι αλλιώς.
Σε ένα τεράστιο κελί ήταν όλες, μαζεμένες. Στην παλιά Ασφάλεια, στη Μεσογείων, τουλάχιστον τριάντα με σαράντα άτομα μέσα. Οι πιο πολλές απ’ τη Συγγρού. Γριές, νέες, αντρικές, θηλυκές, άσχημες κι όμορφες, αχταρμάς. Ένα τσαμπί από αμαρτία. Αφού είχε φύγει ο θυμός μετά από κάνα δύο ώρες κι αφού όλες το είχαν πάρει απόφαση πως εκεί μέσα θα περάσουν τη νύχτα τους για πολλοστή φορά, χαλάρωσανοι πιο πολλές. Οι τσακωμοί άναβαν σε κλάσμα του δευτερολέπτου και σε λίγα λεπτά γελούσαν όλες μαζί με τα καμώματά τους. Και οι αστυνομικοί έξω απ’ τα κάγκελα, το ίδιο έκαναν. Όχι με τα αστεία τους. Με τις φιγούρες τους γελούσαν. Τουλάχιστον οι περισσότεροι.

Άννα Κουρουπού: Γιατί δεν έχω σαν το δικό σου, μαμά; (Ποταμός)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 02, 2011

No 781

Ricky Sencion (ΗΠΑ)

Στην αρχή κουβαλούσα τα ψώνια στα χέρια και μετά μια μέρα περάσαμε
μπροστά απ’
το μαγαζί με τα είδη οικιακής χρήσης κάτι σαν παζάρι ας πούμε και είπα Να τι
θα σου χρειαζόταν για να κάνεις τα ψώνια αν κι αυτό που εννοούσα ήταν προφανώς Να τι θα χρειαζόμουν εγώ.
Με φαντάζεσαι εμένα μ’ αυτό; Είπε.
Βάζω το χέρι στο χερούλι της πόρτας [Όλα] εντάξει [;] φεύγουμε;
Είσαι έτοιμος;
Λέει Εμπάς περιπτώσει.
Λέει Έτσι βγαίνεις εσύ στον δρόμο; Έτσι [θα βγεις] στη γειτονιά;
Κατηφορίζουμε την οδό Ντρουάτ και αυτός πάντα βαδίζει χώρια κοιτάει τις βιτρίνες
δήθεν
ξαφνικά τον ενδιέφεραν. Σκέφτομαι θα μπορούσα να τον πιάσω αγκαζέ να τον πάρω
με το έτσι θέλω
αγκαζέ είναι κάτι που συνηθίζεται δεν είναι τίποτα κακό μια οικογένεια είμαστε
στο κάτω κάτω αλλ’ αυτός κρατιέται χώρια οπότε συνεχίζουμε
έτσι βαδίζουμε
αργά
μέχρι το Σούπερμάρκετ σε απόσταση. Σκέφτομαι είμαι κόρη του
εμπάς περιπτώσει.
Πότε πότε διασταυρωνόμαστε με ανθρώπους γνωστούς μάς ξέρουν στη γειτονιά αυτόν προπαντός
[που έζησε] πάντα εδώ όχι μόνο όπως εγώ πιτσιρίκι παλιά πριν από πολύν καιρό και μετά έτοτε μια μέρα τη βδομάδα την Τρίτη κάθε Τρίτη καθυστερεί όταν τους
βλέπει από μακριά μεγαλώνει κι άλλο την απόσταση δεν είμαστε μαζί κι εγώ
τον περιμένω πιο πέρα
ενόσω χαιρετάει και κουβεντιάζει γυρίζοντάς μου εντελώς την πλάτη…

Εμμανουέλ Νταρλέ: Την Τρίτη στο σούπερ-μάρκετ (Αιγόκερως)